Ε. Χ. Γονατάς
Ο Ταξιδιώτης
Μα γιατί τόσο λίγη μουσική
αφού υπάρχει τέτοια σιωπή;
Όσιπ Μαντελστάμ
Ο νέος που σκότωσε τον Γίγαντα κι εξαφανίστηκε ύστερα, δίχως ποτέ κανένας να μάθει γι αυτόν, δεν ήταν όπως διέδωσε η φήμη κι όπως θα λέει αύριο η παράδοση καταγωγής αριστοκρατικής. Ήταν ένας άνθρωπος του λαού, που τον περίμενε ένα απίστευτο τέλος. Κάποιος με πράσινη στρατιωτική ζακέτα χωρίς κουμπιά και κίτρινο φανελένιο παντελόνι. Ο άνθρωπος αυτός παρ’ όλες τις συμβουλές και τις παροτρύνσεις μας, δεν μας άκουσε. Έκανε λοιπόν όπως πάντα του κεφαλιού του. Και τον σκότωσε. Ύστερα από τον φόνο αγωνία πολλή τον κυρίεψε. Όταν μάλιστα σε μια στιγμή πρόσεξε κάτι που δεν είχε από την αρχή προσέξει, τη σκιά του να χορεύει στους τοίχους σαν μεγάλο πουλί που όμοιο του ποτέ, όσο θυμόταν, δεν είχε συναπαντήσει στα κυνήγια του, ρίγος συγκλόνισε το κορμί του και άρχισε να τρέμει σαν τη φλόγα του κεριού στο σαμντάνι, σαν την ίδια εκείνη φλόγα που έγινε η αρχή του μαρτυρίου του. Όμως μην τολμώντας να σβήσει το κερί του, κλείδωσε την πόρτα του σπιτιού και κρέμασε απ’ έξω μια παλιά πινακίδα, όπου είχε γράψει τα ακόλουθα:
Εγώ χτύπησα σήμερα τα μεσάνυχτα τον Γίγαντα, με δόλο απάνω στον ύπνο του, μεθυσμένον. Όμως φοβάμαι μήπως στο τέλος γλιτώσει. Κάτι ωστόσο μου λέει πως δεν θα γλιτώσει. Δεν μπορεί, δεν πρέπει να μην τον έχω σκοτώσει. Όχι. Τον έχω σκοτώσει για πάντα.
Η επιγραφή αυτή δεν βρέθηκε ποτέ. Φαίνεται πως ένας διαβολεμένος άνεμος, που φύσηξε τα χαράματα, την ξεκόλλησε, κι αφού τη στριφογύρισε στα στενά σοκάκια και στις εξοχές, ύστερα την έριξε μέσα στη λίμνη και χάθηκε.
Βγαίνοντας από το σπίτι, προτού στρίψει τη γωνιά, γύρισε κι έριξε μια κλεφτή ματιά στα μαύρα παραθυρόφυλλα, όπου πίσω τους χόρευε με άγρια λύσσα η φλόγα του κεριού. Η εικόνα της άδειας του κάμαρης με τους κόκκινους τοίχους, που φωτιζόταν από το καταραμένο εκείνο κερί, δίχως κανέναν, ούτε αυτόν τον ίδιο μέσα της, που όμως τον έβλεπε ακόμα εκεί, όπως ήταν πριν λίγη ώρα, τον έκανε πάλι να ριγήσει μέσα στη δίχως κουμπιά ζακέτα του. Τάχυνε το βήμα του, έφτασε στο σταθμό, κι αφού έβγαλε εισιτήριο, πιέζοντας τον εαυτό του να φανεί ψύχραιμος και ατάραχος, επιβιβάστηκε στο τρένο δίχως να έχει μαζί του ούτε βαλίτζα ούτε σάκκο.
Η διαδρομή υπήρξε μακριά και κουραστική. Περνούσαν μπροστά του τοπία βυθισμένα στο σκοτάδι, πέρα στο βάθος μόλις γυαλίζανε τα νερά μικρών λιμνών, όμως αυτός έβλεπε ένα κερί να πλέει σε κάθε επιφάνεια, κάθε τόσο έσταζε από το κερί μια φαρδιά σταλαγματιά, που άπλωνε περισσότερο μόλις έπεφτε στο νερό, και έπλεε κι αυτή σαν άσπρο λουλούδι.
Το τρένο ήταν παλιό, πολλά τζάμια του λείπανε και μέσα στα βαγόνια έμπαινε η ανάσα της νύχτας. Μαζί έμπαιναν και κάτι μικροσκοπικές γυναίκες, που είχαν το δαχτυλάκι τους τυλιγμένο με άσπρη γάζα. Τον έδειχναν μια στιγμή με το δεμένο τους δάχτυλο χωρίς να βγάζουν άχνα, το έκρυβαν ύστερα στο στήθος τους και, σφίγγοντας τις σάρπες στους ώμους τους, εξαφανίζονταν πάλι από την ίδια μεριά απ’ όπου είχαν μπει. Ο φωτισμός του βαγονιού ήταν πενιχρός, και οι δυο μοναδικοί συνταξιδιώτες του κοιμόντουσαν πάνω στους πάγκους, έχοντας σκεπασμένα τα πόδια και τα κεφάλια τους με σκούρες προβιές. Από καιρό σε καιρό κατρακυλούσαν από τη μια άκρη του πάγκου στην άλλη, σαν τσουβαλάκια, και οι προβιές τους φεύγανε, ξεσκεπάζοντας τα κίτρινα, γυμνά πόδια τους. Εκείνος από τη θέση του, τους παρατηρούσε και, τις δυο-τρεις φορές που συνέβη η παραπάνω σκηνή, διέκρινε πάλι στο βάθος των ματιών τους, καθώς τ’ άνοιγαν, τη φλόγα ενός κεριού που τρεμόσβηνε. Μα κι όταν έκλειναν τα μάτια τους, έβλεπε καθαρά πως εξακολουθούσαν να φωτίζονται από μέσα με το ίδιο κίτρινο φως. Τραβούσε τότε από πάνω τους το τρομαγμένο του βλέμμα και το κάρφωνε στην κοιλιά ενός μεγάλου ψαριού, που ο ένας το είχε κρεμάσει με σπάγκο από το στόμα σε ένα καρφί, δίπλα στο παράθυρο, η αστραφτερή κοιλιά με τα μεγάλα λέπια άρχιζε σιγά-σιγά να γαλαζώνει, και μια μπλε τώρα φλόγα άναβε ξαφνικά στα βάθη της. Με το μέτωπο πλημμυρισμένο ιδρώτα, κλείνει τα δικά του μάτια για να γλυτώσει από το απαίσιο φως της φλόγας, που δεν παύει να τον παρακολουθεί. Επιτέλους έφτασαν στο τέρμα. Το ανήγγειλαν οι σούστες του τρένου που έτριξαν ανατριχιαστικά και μια σφυρίχτρα που σφύριξε τρεις φορές. Γι αυτόν, όμως, το τέρμα έμοιαζε περισσότερο με φριχτή αρχή.
Είχε πάρει πια την απόφαση του· θα προσπαθούσε να αποφύγει με κάθε τρόπο τη σύλληψη, γιατί κυρίως φοβόταν τις ανακρίσεις που θα ακολουθούσαν για τους λόγους και τις αιτίες εκείνου του φόνου. Με βήμα σχεδόν σταθερό, ξεμάκρυνε γρήγορα από το σταθμό, αφήνοντας πίσω του και το τελευταίο κατοικημένο σπίτι· περπατούσε τώρα στην παγωμένη εξοχή κι ένιωθε την υγρασία να μουσκεύει τις σόλες των παπουτσιών του. Πήρε το στενό ανηφορικό μονοπάτι προς το οροπέδιο, που είναι κλεισμένο γύρω-γύρω από ψηλά μυτερά βράχια, επάνω στις κοφτερές αιχμές τους, γεράκια ακονίζουν τα νύχια τους. Στην κοιλιά τους καίει μια δυνατή φωτιά, και στις μεριές του κορμιού τους που η ψώρα έχει μαδήσει τα φτερά, το κρέας τους είναι κατακόκκινο και ωμό και αχνίζει στο κρύο της αυγής, που ολοένα πλησιάζει, ολοένα.
Η παρουσία του νέου δε φαίνεται καθόλου να ξαφνιάζει τα όρνια, ίσα-ίσα μοιάζουν σαν να τον περίμεναν, κι αυτό τον βάνει σε συλλογή. Οι σκέψεις μπερδεύονται στο κεφάλι του κι ο φόβος αρχίζει πάλι να τον κυριεύει. Καθώς περνάει ανάμεσα τους στέκουν ακίνητα στις κορυφές των βράχων, σαν συλλογισμένα γερόντια, με τους γιακάδες των πανωφοριών σηκωμένους. Στα μάτια τους καίει πρασινωπή φλόγα.
«Ξου, ξου, ξου», τους κάνει δυνατά και τους κουνάει απειλητικά τα χέρια, μα τα γεράκια μένουν πάντα ακίνητα στην ίδια θέση. Μέσα στην απόλυτη ησυχία που ακολουθεί ακούγεται ένας μικρός θόρυβος, που γίνεται αμέσως ύστερα αέρας, του αγγίζει τα μάγουλα και τον παγώνει, είναι ο ανασασμός των πουλιών, κατάψυχρος και συρτός.
«Ξου, ξου, ξου», ξανακάνει πιο δυνατά. Σηκώνει ένα λιθάρι από χάμω και τους το ρίχνει· το λιθάρι ακούγεται να χτυπάει βαριά και υπόκωφα πάνω στα βράχια και ύστερα κατρακυλάει στα πόδια του. Τα πουλιά δε σαλεύουν καθόλου, μονάχα κλείνουν διαδοχικά πότε το ένα τους μάτι πότε το άλλο, σαν να τον κοροιδεύουν· και είναι τόσο φριχτό αυτό όταν το κάνουν όλα μαζί, χωρίς διακοπή, που παύει να τα κοιτάζει και, σφίγγοντας με τα χέρια το κεφάλι, τρέχει μπροστά, αλλάζοντας το βήμα του σε πήδημα άταχτο και γοργό.
Και να, το σπίτι με τους πέτρινους τοίχους φάνηκε πια. Είναι χτισμένο σε ψήλωμα, και ανάμεσα από τα κυπαρίσσια, που φρουρούν την πρόσοψη του, ξεχωρίζουν οι δύο εξώστες του με κλειστά τα θυρόφυλλα. Στον δεύτερο εξώστη, ένα ψηλό κοντάρι τινάζεται στον ουρανό· το κοντάρι κάποιας σημαίας που δεν υπάρχει.
Η σιδερένια εξώπορτα τρίζει καθώς τη σπρώχνει, σαν κάτι να είναι σφηνωμένο στους αρμούς της, που την εμποδίζει ν’ ανοίξει διάπλατα· ανοίγει αργά, κάνοντας του τόπο να περάσει. Αλλά στο κατώφλι του σπιτιού δειλιάζει· δεν ξέρει αν πρέπει να μπει. Θέλει να γυρίσει να φύγει, μα οι πράσινες φλόγες που αναβοσβήνουν στα μάτια των πουλιών πάνω στα βράχια, καθώς γυρνάει και τ’ αντικρίζει μακριά, τον κάνουν να αποφασίσει. Με βήματα κλονισμένα περνάει την πόρτα.
Μέσα στο απέραντο σπίτι βασιλεύει σιωπή· ο μόνος θόρυβος που φτάνει στα αυτιά του είναι ο θόρυβος των βημάτων του που σέρνονται στο σκονισμένο δάπεδο προσεχτικά. Καθώς προχωράει, τα μάτια του αρχίζουν να συνηθίζουν το σκοτάδι. Το δωμάτιο όπου βρίσκεται τώρα, αφού πέρασε ένα μικρό διάδρομο, φωτίζεται ελάχιστα. Η οροφή του είναι γυάλινη, φτιαγμένη από δεκάδες μικρά τζάμια χωρισμένα μεταξύ τους με σιδερόβεργες και, παρόλο το χώμα και το παχύ στρώμα από σάπια φύλλα που τα σκεπάζουν, αφήνουν να γλιστρούν ανάμεσα τους οι αχτίνες των αστεριών. Το λιγοστό φως φτάνει για να δει πως το δωμάτιο είναι μια μεγάλη άδεια σάλα· μόνο μερικά καλάθια βρίσκονται εκεί, βαλμένα στη σειρά το ένα κοντά στο άλλο, και κάτι ασπριδερό γυαλίζει μέσα τους. Πλησιάζοντας, βλέπει πως είναι μεγάλα πλεχτά κλουβιά, τέτοια που κι αυτός, μικρός, χρησιμοποιούσε στα κυνήγια του· κι εκείνο που φάνταζε στο μισοσκόταδο κάτασπρο, είδε με φρίκη πως ήταν σκελετός πουλιού. Εξετάζοντας τα κλουβιά, που τα μέτρησε εφτά, βεβαιώθηκε πως το καθένα έκλεινε μέσα του και από ένα σκελετό μεγαλόσωμου πουλιού. Το μυαλό του πέταξε στα γεράκια, κι ένιωσε πάλι στο πρόσωπο του την απαίσια ανάσα τους. Για να μην βλέπει τα εφτά κλουβιά με τα λείψανα, κοίταξε ψηλά στη γυαλόφραχτη οροφή. Πίσω της διέκρινε ξανά τα γνώριμα μάτια. Πήδηξε τρομαγμένος και σκόνταψε σ’ ένα μεγάλο πιθάρι, που τραντάχτηκε βγάζοντας έναν κούφιο, μακρινό ήχο που έμοιαζε να έρχεται μέσα από τη γη, σάμπως το πιθάρι να συγκοινωνούσε με μια βαθιά υπόγεια στέρνα. Μια σιγανή, θλιμμένη μελωδία ακούστηκε ευθύς αμέσως.
Κάποιος έπαιζε με τις χορδές μιας κιθάρας, κάποιος που δεν φαινόταν, αλλά βρισκόταν σίγουρα στα απάνω διαμερίσματα όπου έφερνε η ξύλινη σκάλα· μπροστά στα χοντρά κάγκελα της είχε σωριαστεί τώρα ο νέος. Κι ο κάποιος αυτός – πρέπει να ήταν σπουδαίος καλλιτέχνης – έπαιζε έναν μελαγχολικό σκοπό, τόσο γλυκό και παραπονεμένο, που είχε από τα παιδικά του χρόνια ν’ ακούσει. Ο νέος ξέχασε μεμιάς όλες τις φοβέρες και τις αγωνίες της εφιαλτικής βραδιάς, ξέχασε τις γυναίκες με το δεμένο δάχτυλο, που είχε δει πριν από λίγες ώρες να μπαίνουν από τα παράθυρα του τρένου· ξέχασε τα μάτια των γερακιών που τον καταδίωκαν, και τους σκελετούς των πουλιών στα κλουβιά. Όταν η εξαίσια μουσική έσβησε, η καρδιά του ήταν ακόμη γεμάτη έκσταση, και τα βαριά βήματα, που άκουγε να σέρνονται στα σκαλοπάτια, δεν του προξενούσαν πια φόβο, γιατί ήταν βέβαιος πως ήταν βήματα φιλικά.
Ένας άνθρωπος πρόβαλε· φορούσε ρόμπα με φαρδιά μανίκια και είχε ζωσμένη στο στήθος του μια μικρή κιθάρα· αυτή είχε βγάλει τους παρήγορους ήχους που χάρισαν ηρεμία στην καρδιά του. Οι χορδές της κιθάρας – καθώς έπεφταν επάνω τους από τη γυαλένια στέγη οι αχτίνες των αστεριών – στραφτάλιζαν ασημένιες.
Τα μαλλιά και τα αυτιά του αγνώστου ήταν κρυμμένα σε σταχτύ σκούφο από μαλακή προβιά. Το πρόσωπο του ήταν σκοτεινό, αλλά από τα μάτια του έβγαινε ένα φως, σαν κι αυτό που παίρνει το κόκκινο κρασί μέσα στα κρυστάλλινα ποτήρια.
Στάθηκε μπροστά στον νέο· βλέποντας τον εκείνος, έφερε στο νου του τον έναν από τους δύο βραδινούς συνταξιδιώτες του. Ωστόσο ο άγνωστος δεν έμοιαζε σε τίποτα με εκείνους. Ο νέος θέλησε να τον παρακαλέσει να ξαναπαίξει τη θαυμάσια μουσική, που δεν είχε σβήσει ακόμα από τα αυτιά του. Δεν μπόρεσε όμως να βρει τα κατάλληλα λόγια, κι ο άγνωστος δεν του έδωσε τον καιρό· με φωνή βαθειά, όμοια με τον ήχο που έβγαλε πριν το πιθάρι, είπε φωτίζοντας του το πρόσωπο με την κόκκινη λάμψη των ματιών του.
« Δεν σε ρωτώ γιατί είναι το σπαθί σου ματοβαμμένο, ξένε. Καλώς ήρθες. Όμως, βλέπω τα ρούχα σου κατασκονισμένα· πάρε αυτήν την βούρτσα να καθαριστείς ».
Του έδωσε τη βούρτσα κι ο νέος ξεσκονίστηκε. Ο άγνωστος δεν έπαιζα πια το όργανο του, που κρεμόταν τώρα πεθαμένο από τη ζώνη του, σαν μεγάλο κομμένο αυτί· και η μαγεία σκόρπιζε σιγά-σιγά.
« Έλα να σε οδηγήσω στον κοιτώνα σου, είναι ώρα να αναπαυθείς », είπε πάλι κι άρχισε να ξεμακραίνει.
Ο άγνωστος άρχισε να κατεβαίνει μια άλλη σκάλα κι ο νέος πάντα τον ακολουθούσε. Ο αέρας όσο προχωρούν γίνεται πιο βαρύς, πιο πηχτός. Τα πόδια τους δεν πατάνε πια σε ξύλο μα σε χώμα· τα σκαλοπάτια τελείωσαν και βρέθηκαν στο υπόγειο. Ο άγνωστος στέκει στην είσοδο και του γνέφει να μπει. Ο νέος μπαίνει και κάνει ένα γύρο. Οι τοίχοι είναι από πέτρα που φωσφορίζει ελαφρά. Καθώς προχωρεί, κάπου σκοντάφτει. Κάτι πέφτει με πάταγο. Στο τρεμουλιαστό φως των τοίχων, βλέπει το καπάκι μιας κάσας αδειανής. Κοιτάζει γύρω του ανήσυχος. Και άλλες κάσες φορτωμένες σκόνη και σφαλισμένες με λουκέτα βρίσκονται στη σειρά.
Αγωνία αρχίζει πάλι να τον κυριεύει, ο ίδιος φόβος που τον έκανε να τρέμει ύστερα από τον φόνο, όταν βρισκόταν πια μακριά από την αδειανή κάμαρα του, κι όμως έβλεπε τον εαυτό του ακόμα μέσα εκεί, σαν να μην είχε καθόλου φύγει. Θέλει να γυρίσει να δει τον οικοδεσπότη, να τρέξει να του μιλήσει, να του ζητήσει να εξηγηθεί. Μα εκείνος δεν βρίσκεται πια στο κατώφλι της πόρτας που είναι τώρα κλειστή. Καταλαβαίνει τότε, και γεμάτος λύπη κάθεται σε μια γωνιά. Από το μικρό σιδερόφραχτο φεγγίτη αρχίζει να μπαίνει γαλαζωπό φως, που όσο πάει και ξεθωρι΄ζει. Όπου να ‘ναι θα ξημερώσει και πρέπει να βιαστεί. Ψάχνει γύρω του, μήπως βρει κανέναν καθρέφτη που χρειάζεται, μα καθρέφτης δεν βρίσκεται πουθενά. Βγάζει τότε από τη ζώνη του το ματωμένο μαχαίρι, το ίδιο που μπήχτηκε στην κοιλιά του μεθυσμένου Γίγαντα, και το μπήγει στο ξύλο της κάσας. Διορθώνει τη ζακέτα του προσπαθώντας να κουμπωθεί. Τα δάχτυλα του, ψηλαφητά, βρίσκουν πρώτα τις κουμπότρυπες· ύστερα ψάχνει τη δεξιά μεριά και πιάνει μονάχα τέσσερις κόμπους σφιχτούς.
Σπανίως η ζακέτα του είχε κουμπιά, γι αυτό και δεν παραξενεύεται. Όμως η έλλειψη τους, η ασήμαντη αυτή λεπτομέρεια, τον κάνει τώρα να πονέσει πολύ.
Θυμάται τους δικούς του· τον πατέρα του, που εκλιπαρούσε τη μάνα του να του ράψει ένα κουμπί που του είχε πέσει· μα εκείνη πάντα βαριόταν. Έβγαινε τότε αυτός έξω στο δρόμο, κορωμένος από το θυμό, και φώναζε δυνατά, βαρώντας τα στήθια του.
« Ακούστε με, γειτόνοι, πρέπει να μάθετε, να μάθει όλος ο κόσμος με τι γυναίκα με ένωσε η τύχη. Άφησε και μου έπεσαν, ένα-ένα, όλα μου τα κουμπιά και δεν μου τα ράβει!».
Ύστερα, τινάζοντας τα χέρια του δεξιά-αριστερά και γκρεμίζοντας ό,τι συναντούσε στο διάβα του, τραβούσε γραμμή στο πρώτο σπίτι που έβρισκε μπροστά του, χτυπούσε την πόρτα και παρακαλούσε την άγνωστη νοικοκυρά να του βάλει τα κουμπιά εξευτελίζοντας έτσι τη γυναίκα του στα μάτια των ξένων.
Και η μάνα του, την ίδια ώρα, έβγαζε κρυφά από το στήθος της ένα μικρό εικόνισμα, το στόλιζε με πράσινα φύλλα και, γονατιστή – με δάκρυα στα μάτια – παρακαλούσε με θέρμη και προσευχόταν για το θάνατο του τυράννου της.
Ένας πόνος, ένας θολός και απέραντος πόνος ξεχύνεται από μέσα του, έτοιμος ν’ αγκαλιάσει ολόκληρη τη γη. Με βήματα κλονισμένα πήγε προς το φεγγίτη. Μακριά, στο βάθος της κοιλάδας, ξεχώρισε δύο ανθρώπινες σκιές που περνούσαν σιωπηλές, βαστώντας αναμμένα φανάρια. Σταμάτησαν όμως άξαφνα και οι δύο μαζί, παρατηρώντας – καθώς φαίνεται – πως είχε αρχίσει να φωτίζει· ξεσκέπασαν τα καπάκια των φαναριών και φύσηξαν τη φλόγα που τρεμόσβησε μια στιγμή και ύστερα χάθηκε, σκορπώντας γύρω της μικρές αναμμένες κάφτρες.
Άφησε το φεγγίτη, και με κινήσεις τώρα σταθερές – είχε πάρει πια την απόφαση του – προχώρησε στην κάσα που περίμενε αδειανή· είδε πως ήταν από μαύρο ξύλοκαι δεν είχε κανένα στολίδι πάνω της. Την άγγιξε απαλά με τα δάκτυλα. Ήταν κρύα και σκληρή.
Μετρώντας με το μάτι τις διαστάσεις της, έβαλε πρώτα το ένα του πόδι μέσα – όπως έκανε τα βράδια όταν πήγαινε να πλαγιάσει στο κρεβάτι – ύστερα το άλλο. Ξαπλώθηκε. Του ερχόταν ίσια-ίσια. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του, που το σκέπαζε η δίχως κουμπιά στρατιωτική ζακέτα του, και περίμενε. Ακούστηκαν μακριά φωνές πουλιών που περνούσαν επάνω από τις λίμνες. Ένα σκυλί γαύγισε λίγα λεπτά τον ουρανό. Οι φωνές των πουλιών πάψαν, δεν ξανακούστηκαν. Τίποτα δεν ακούστηκε πια, ούτε κι εκείνη η εξαίσια μελωδία, που τόσο παρακάλεσε να ξανακούσει· ερχόταν μοναχά από μέσα του ο άταχτος βρόντος της καρδιά του, χτυπούσε τόσο δυνατά, που το στήθος του σειόταν ολόκληρο – σάμπως ξυλοσκίστες να ξεριζώναν δέντρα μέσα εκεί – και τα χέρια του αναταράζονταν κι αναπηδούσαν και αυτά, σαν κομμένα κλαδιά που κρέμονται από μια λεπτή φλούδα.
Είχε την εντύπωση πως βρισκόταν μέσα σε μια σαραβαλιασμένη βάρκα κι ένας κωπηλάτης πλάι του, που δεν μπορούσε να τον δει και που μασούλαγε αδιάκοπα μούσμουλα – η ξινή και λίγο σάπια μυρουδιά τους τον χτυπούσε στα ρουθούνια – τραβούσε τα κουπιά που έσκιζαν βαριά τα πηχτά νερά. Από τις τρύπες που άνοιγαν, ανέβαιναν για μια στιμγή οι στεναγμοί των πνιγμένων και τους καλούσαν. Μα ο κωπηλάτης, βουβός κι ατάραχος, τραβούσε γερά τα κουπιά, οδηγώντας τη βάρκα ολοένα μακρύτερα.
Προτού τον κυριέψει ολότελα η ναυτία, έβαλε όση δύναμη του απόμενε, κατάφερε να ξεσταυρώσει τα χέρια και σηκώνοντας από χάμω το καπάκι, το τράβηξε με ορμή πάνω στην κάσα. Το καρφωμένο μαχαίρι ταλαντεύτηκε, γράφοντας με τη λαβή του άσπρες τροχιές στον αέρα. Στο ελάχιστο διάστημα που χρειάστηκε για να σφαλίσει το καπάκι πρόλαβε να ξαναδεί, για τελευταία φορά, την αδειανή κάμαρα του με τους κόκκινους τοίχους, είδε τα παράθυρα να ανοίγουν διάπλατα και τον άνεμο να χυμάει και να σβήνει τη φλόγα του καταραμένου κεριού.
Ο κωπηλάτης συνέχισε να τραβάει, αμίλητος πλάι του – μασώντας πάντα τα σαπισμένα του μούσμουλα – ολοένα και πιο γρήγορα τα κουπιά, και να οδηγεί τη βάρκα που έτριζε, μέσα από σκοτεινά, ατέλειωτα, δίχως όχθες κανάλια.
Αθήνα, 1944