Τετάρτη 22 Αυγούστου 2007

Ενημέρωση

Ενημερώνω όλους τους συνεργάτες και τους θαμώνες του ιστολογίου πως ο Σατούρνος λόγω κάποιον προσωπικών προβλημάτων και σημαντικών υποχρεώσεων δεν θα ασχοληθεί με το ιστολόγιο για ένα περίπου μήνα. ( Φανταστείτε να ήταν και υπαρκτό πρόσωπο….) Αυτό σημαίνει πως απλώς το ιστολόγιο δεν θα ανανεωθεί για ένα μήνα. Καινούριο υλικό ξανά στα τέλη Σεπτεμβρίου. ( Η αλήθεια είναι πως ένα τρακτέρ του πάτησε την γάτα και την ώρα που την πήγαινε στο νοσοκομείο πήρε φωτιά το σπίτι του από εκείνο τον θερμοσίφωνα που είχε ξεχάσει αναμμένο. Πήρε άδεια λόγο πένθους για την γάτα, το παπαγαλάκι, τον μιρμυγκοφάγο και τον σκίουρό του (τα τρία τελευταία πέθαναν στη φωτιά καθώς είχαν παγιδυτεί στην μπανιέρα ( μία βδομάδα άδεια για κάθε απανθρακωμένη πέρσον(α) ) ) )

Μονόλογος


Αφιερωμένο εξαιρετικά σε όλους τους παρατημένους,

αλκοολικούς κι εν γένει αποτυχημένους.

Τώρα τις νύχτες δεν κλείνω μάτι για σένα καριόλα. Ένας ύπνος τώρα τα χαράματα μονάχα με παίρνει ανήσυχος. Ιδρωμένα σεντόνια εφιάλτες φαντασιώσεις. Ξυπνώ με τις εικόνες σου στο μυαλό μου. Κι αισθάνομαι τόσο λίγος, τόσο μικρός. Προδομένος ξανά, περισυλλέγοντας ήττες. Εσύ μπορεί και να τα ‘χεις καλά με τον εαυτό σου. Τουλάχιστον θα μου πεις ξέρεις εγώ στο ‘χα πει απ’ την αρχή. Δεν μπορώ να είμαι μαζί σου, δεν είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Σε αγαπώ πολύ αλλά ξέρεις καλά πως για να ερωτευτείς κάποιον, να τον αφήσεις να μοιραστεί τη ζωή σου πρέπει να υπάρχει και κάτι άλλο. Αυτό που με τράβηξε πάνω σου ήταν η ιδιοφυΐα σου. Με κολάκευε που ήσουν ερωτευμένος μαζί μου. Αυτό ήτανε όλο. Κι εντάξει το καταλαβαίνω. Ποτέ στη ζωή μου δεν μ’ ερωτεύτηκε ούτε μια απ’ τις γυναίκες που ερωτεύθηκα με πάθος παράφορο βαθιά. Ούτε εγώ θα ερωτευόμουν ένα άνθρωπο σαν κι εμένα. Είμαι προφανώς ο μόνος άνθρωπος σε τούτη τη πόλη χωρίς αυτό το κάτι άλλο. Τι να ζηλέψεις σε μένα; Την επιβλητική μου κορμοστασιά, το μαρμάρινο πρόσωπο μου, στο βλέμμα μου τη μαρμαρυγή; Κι όταν με φώναζες χαϊδευτικά μικρή μου ιδιοφυΐα στα μπαρ κοιτούσες το σερβιτόρο απέναντι. Την ιδιοφυΐα όμως γρήγορα τη βαριούνται και με την πρώτη ευκαιρία ζήτησες προφανώς κάποιον άντρα κομμένο στα μέτρα σου κανονικό. Ανάστημα, ψηλό, κορμί αθλητικό, προφίλ αρχαιοελληνικό. Μπορούσες εντούτοις να το παίξεις αλλιώς. Κι εντάξει εγώ ήμουν ερωτευμένος μαζί σου τυφλός. Έτρεχα πίσω σου σα το σκυλί πέντε μήνες. Εσύ γιατί με κρατούσες κοντά σου; Γιατί μου ‘δινες τον έρωτα σου σε δόσεις κάθε βράδυ αναθερμαίνοντας σβήνοντας το πρωί τις ελπίδες μου όλες. Το χείλη σου γιατί με άφησες να γνωρίσω, να λατρέψω τα στήθη σου, κάθε καμπύλη σου, το κορμί σου; Γιατί ζούσες μαζί μου περιβάλλοντας με στοργή τη μιζέρια μου στήνοντας γύρω μου μια χώρα ονείρου; Ίσως και να ‘χες πάρει ποιος ξέρει απόφαση να κάνεις κανένα ψυχικό. Τώρα πια μετά απ’ όλα αυτά πώς να σε αντικρίσω; Εγώ που τόσο σ’ αγάπησα; Με τι δύναμη να βρεθώ δίπλα σου έστω και λίγα λεπτά, πώς να σε δω; Σκέφτομαι τα χέρια σου να ξεκουμπώνουν ανυπόμονα τα κουμπιά του παντελονιού του. Τα δάχτυλα σου να τρέχουνε στο κορμί του, να κατεβάζουν το σλιπ του. Τα χείλη σου στο καυλί του, σκυμμένη μπροστά του. Άραγε τον κοιτάζεις όπως κοιτούσες κι εμένα; Εν τω μεταξύ, εγώ να πνίγω τις μέρες στο αλκοόλ, κολλημένος τις νύχτες στην τηλεόραση, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου πόσο μαλάκας είμαι. Καλή διασκέδαση, κούκλα. Και στο διάολο.

Le grand écrivain,

Athènes, Août 2007

Απ’ αφορμή το χιονόνερο

Απ’ αφορμή το χιονόνερο

Στον Δ. Β.

Ήτανε άνθρωπος δειλός

συνεσταλμένος

στις συναναστροφές

σίγουρα με παίρνουν για ηλίθιο

μα εντός των ορίων των ημισφαιρίων του εγκεφάλου του

γινόταν

ο ηγήτωρ

ο λαμπρός ο χαρισματικός

ο άφθαστος ρήτωρ ο μεγαλήτωρ

ο κρατερός εραστής υπερουσίων υπάρξεων

υπεραγαπώντων και υπερθαυμαζόντων αυτόν

υπερετοίμων όπως θυσιάσωσι την ασήμαντον ύπαρξιν των υπέρ αυτού

μα τι λέω

γιατί γινόταν

ήταν

ο έξοχος ο συνομιλητής ο ηδύς

ο περιζήτητος σ’ όλες τις συνευρέσεις

ο περιλάλητος ο πολυπόθητος ο αξιάγαστος

ο μεγαλοπρεπής

-Τι όμορφα που μιλάει, καλέ!

-Σωστή απόλαυση να τον ακούς!

-Σπάνιος νέος, λαμπρός!

-Μα που τα ξέρει όλ’ αυτά!

-Και τέτοια ωριμότητα για την ηλικία του!

και χαιρόταν και χαιρόταν

και βαριόταν

έχοντας εντός του στοιβαγμένες τόσο πολλές συνομιλίες

έχοντας λησμονήσει πόσο είν’ ωραίο να μιλάς

Le grand écrivain,

Athènes, Août 2007


Άλλη μία μικρή Ιστορία

Ο Σατούρνος είχε πιει. Αυτό πιθανότατα αποτελεί την καλύτερη δικαιολογία για τα όσα ακολούθησαν. Μετά από προτροπή του εαυτού του αποφάσισε να σηκωθεί στο βήμα της γενικής συνέλευσης και να μιλήσει. Ένοιωθε πολύ ωραία που θα τραβούσε όλα τα βλέμματα επάνω του. Αφού ζήτησε την άδεια του κλητήρα ανέβηκε πάνω σχεδόν αμέσως. Αυτό συνέβη διότι οι περισσότεροι είχαν χάσει την γλώσσα τους από κάποιο ατύχημα ή κάποια αρρώστια. ‘Αυτό είναι καλό’ σκέφτηκε ο Σατούρνος διότι δεν θα μουρμούριζαν ενώ αυτός θα μιλούσε. Ανέβηκε στο βήμα με δύο μεγάλα άλματα. Ακούμπησε το μικρόφωνο. Έκανε λίγο πίσω και πάλι μπροστά. Έξυσε λίγο τον αγκώνα του. Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε ψηλά, το δένδρο που κρεμόταν από το ταβάνι και είχε αρχίσει να χάνει τα φύλλα του . Έκανε να μιλήσει αλλά δίστασε. Έβγαλε το δεξιό του παπούτσι και το πέταξε ήρεμα στο κενό ανάμεσα στις θέσεις και την ορχήστρα. Κοίταξε το ρολόι του. Το χτύπησε μα το μεσαίο του δάκτυλο αμήχανα και μετά το αφουγκράστηκε. Τίποτα. Δεν δούλευε, πράγμα που σήμαινε πως είχε ξεχάσει από πέρυσι τον Φεβρουάριο το θερμοσίφωνο ανοικτό. Έξυσε ξανά τον αγκώνα του. Και μετά από παύση τεσσάρων δευτερολέπτων άρχισε: ‘ βλέπω πως…’ σταμάτησε. Ξαναδοκίμασε ‘ μα κοιτάχτε να δείτε…’. Έκανε μια αμήχανη παύση για να ξύσει τον αγκώνα του και συνέχισε: ‘ Αγαπητοί τυφλοπόντικες , η καταπίεση του σκότους μας έχει θέσει , εκ της αδυναμίας μας , μουγκούς. Πρέπει να επαναστατήσουμε ενάντια του καθεστώτος του μπλε θορύβου.’ Κάποιοι ακροατές άρχισαν να εξάπτονται καθώς ένιωθαν αντίθετοι στον λόγο του Σατούρνου. Αυτός όμως συνέχισε ‘ Ας ξαναανακαλύψουμε τον έρωτα για τα ζεστά στρώματα θαλάσσης και τις καφετιές σέλες. Ας οσμιστούμε ξανά το κυανοπράσινο φως και τους σελιδοδείκτες. Μόνοι μας μπορούμε χωρίς τους ελαιοπαραγωγούς συννέφων.’ Ο Σατούρνος είχε ήδη κάνει ένα βήμα. Ήδη έβλεπε στις πατούσες κάποιον ακροατών μια σπίθα που συμβόλιζε την αρέσκεια της φασολάδας, ενώ κάποιοι έξυναν τους αγκώνες τους. Υπήρχαν και κάποιοι αδιάφοροι. Ο Σατούρνος συνέχισε: ‘ Όμως πόσο αξίζει μία πρίζα όταν μπορείς να έχεις δύο μακριές κοτσίδες; Δύο ούγιες ή μήπως τρεις ; Όσο και ένα γυάλινο στρώμα θα μου πείτε. Όχι αγαπητοί μου, στοιχίζει όσο και μισή πατούσα μέσα σε ένα κρύο ρυάκι , ένα πρωινό της 21ης Μαΐου. Ευχαριστώ.’ Και κλείνοντας έτσι ευγενικά έκανε πίσω για να απομακρυνθεί από το βήμα, πράγμα που συμβόλιζε την αποχώρηση του. Ένας μικρός άφησε την τρομπέτα που κρατούσε και αφού μάζεψε το παπούτσι από κάτω, το πέταξε με δύναμη σημαδεύοντας το κεφάλι του Σατούρνου. Το παπούτσι αστόχησε και πέτυχε το ταβάνι με αποτέλεσμα να φρακάρει σε μία ρίζα. Έτσι ο Σατούρνος δεν ξανάδε ποτέ το παπούτσι του.

Ο Παραλίας

Ας πούμε πως βρίσκομαι σε κάποια παραλία. Έχω αράξει την κορμάρα μου και αλείφομαι με λαδάκι. Από το καλό που σε κάνει να γυαλίζεις. Ξαφνικά τον βλέπω. Ήταν χοντρός και άσχημος, το επισημαίνω αυτό γιατί υπάρχουν και κάποιοι παχουλοί άνθρωποι που παρ’όλα τα κιλά θα μπορούσες να τους χαρακτηρίσεις ευπαρουσίαστους. Αυτόν όχι. Ίδρωνε και με κοίταζε. Φορούσε ένα πράσινο πουλόβερ μουσκεμένο από τον ιδρώτα και ένα καφέ παντελόνι. Τα χέρια του κρέμονταν και με κοίταζε. Φοβήθηκα.<< Τι κοιτάζεις ρε μαλάκα χοντρέ>> του είπα.

Ρούφηξε την μύξα που κρέμονταν από την μύτη του. Με κοίταζε. << Κοίτα χοντρούλη αν θες να κάνουμε παρέα εντάξει αλλά ότι άλλο έχεις στο μυαλό σου να το ξεχάσεις. Δεν είμαι εγώ τέτοιο αγόρι. Το έπιασες?>>.Συνέχισε να κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα. Ανάμεικτα βλακεία, κακία, πόθος. Μάλλον δεν το είχε πιάσει. Έξυσα την κοιλιά, το κεφάλι και έπειτα τ’αρχίδια μου. Μύρισα το χέρι μου. Μύριζε άσχημα. Σκατά. Ο χοντρός συνέχισε να με κοιτάζει. Σηκώθηκα και του έσκασα μια σφαλιάρα. Έβαλε τα κλάματα. Λυπήθηκα. Τον πήρα από το χέρι και πήγα να του πάρω παγωτό. Συνήλθε λίγο. Ρούφηξε τη μύξα που εξακολούθησε να του κρέμεται. <<Συγνώμη>> ψέλλισε. Έβαλε ξανά τα κλάματα. Τον πήρα από το χέρι και τον πήγα στα αποδυτήρια. Τον έβάλα να καθίσει και κατέβασα το μαγιό μου.<< Κοίτα χοντρέ μπορείς να μου τον ρουφήξεις για λίγο αλλά μέχρι εκεί. Μόνο μη μου τον γεμίσεις μύξες.>> Κοίταξε την ψωλή μου. Το βλέμμα του φωτίστηκε. Ξεκίνησε να ρουφάει. Μία τις μύξες του μία την ψωλή μου. Ένιωσα όμορφα. Ανέβασε ρυθμούς και σε λίγο τέλειωσα. Μπούκωσα το στόμα του με σπέρμα.<< Μην το φτύσεις θα σου κάνει καλό>> Με άκουσε. Το κατάπιε όλο. Έφυγα. Ο χοντρός με ακολούθησε. Κολλιτσίδας ο χοντρός. Σκεφτόμουνα πως θα είχε εξελιχτεί η μέρα μου αν δεν του είχα μιλήσει. Είδα δύο κοπέλες να μου χαμογελάνε. Φαντάστηκα τον εαυτό μου μαζί τους. Σκατά.

Είχα ξεμείνει με τον χοντρό. Τον πήρα στο δωμάτιο μου και τον πήδηξα. Δεν ήταν και οι καλύτερες διακοπές που έκανα. Ούτε και οι χειρότερες.

χαρούλα


στη φωτογραφία οι ήρωες της αυτοβιογραφικής ιστορίας. Απο αριστερά Δημήρης Β. , χαρούλα.

Μια μέρα απ’ τη ζωή του Δημήτρη Β.

Ο Δημήτρης Β. βγήκε από το σπίτι του κοιτώντας με προφύλαξη τον περιβάλλοντα χώρο. Τα μάτια του έπαιξαν λίγο ανήσυχα στο ημίφως. Δεν φαινόταν, ωστόσο, να υπάρχει λόγος ανησυχίας. Κανένας στον όροφο. Κατέβηκε τις σκάλες νυχοπατώντας κολλημένος στην πλευρά του τοίχου. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο μέρος. Ποτέ δεν ξέρεις ποια πόρτα θ’ ανοίξει. Έπρεπε πάντα να παίρνει αναρίθμητες προφυλάξεις. Στο ισόγειο είδε την πόρτα της θυρωρού κλειστή. Έτρεξε προς την έξοδο με κομμένη ανάσα. Στην εξώπορτα κοντοστάθηκε. Όσο έβλεπε το μάτι του δεν φάνηκε να διακρίνει κανέναν γνωστό. Κούμπωσε το παλτό του κατεβάζοντας στη συνέχεια το φθαρμένο του ημίψηλο μέχρι τα μάτια. Έξυσε μια στιγμή το αξύριστο μάγουλο του αναποφάσιστος. Τελικά ξεκίνησε. Έξω ψιλόβρεχε. Ο ουρανός γκρίζος. Περιπλανήθηκε λίγο στους δρόμους της πόλης. Κανείς δε φαινόταν να τον προσέχει. Αυτοκίνητα, μουντά, βιαστικά πρόσωπα, αγχωμένοι διαβάτες. Πήρε να περπατάει. Ξεχαρβαλωμένα παράθυρα, σπασμένα τζάμια, γκρίζα, κακορίζικα κτίρια. Στις ταράτσες οι κεραίες έγερναν, κουρασμένες πουτάνες. Μόλις απομακρύνθηκε λίγο από τη διάμετρο του σπιτιού του ανάσανε. Ανέβασε λίγο το καπέλο και χάθηκε στους λαβυρίνθους του κέντρου. Σήμερα δυσκολευόταν πολύ να εντοπίσει το θύμα του. Θα κόντευε να νυχτώσει για τα καλά όταν την είδε. Είχε ρίξει τυχαία το βλέμμα του στην στάση. Καθόταν εκεί. Αμίλητη, θλιμμένη. Διάβαζε βαριεστημένα κάποιο χοντρό πανεπιστημιακό σύγγραμμα. Φαινόταν όμως καθαρά πως το μυαλό της το είχε αλλού. Κάθισε δίπλα της. Έβγαλε από τη τσάντα του το Υπόγειο κι έκανε πως διαβάζει ρίχνοντας που και που κλεφτές ματιές με την άκρη του ματιού του στα χέρια της. Παρακολουθούσε τα δάκτυλα της ν’ αλλάζουνε τις σελίδες. Κι όταν το λεωφορείο της έφτασε σηκώθηκε κι εκείνος μαζί της. Κόλλησε σχεδόν πίσω της περιμένοντας ν’ ανοίξει ο οδηγός τη μεσαία πόρτα. Ένα μπουλούκι ξεχύθηκε. Γριές σπρώχνονταν στην είσοδο και στην έξοδο, μετανάστες με σακούλες κάποιου φτηνού σούπερ – μάρκετ στο χέρι. Ευτυχώς, όταν ανέβηκαν, το λεωφορείο είχε σχεδόν αδειάσει. Κάθισε απέναντι της. Για να μπορεί να βλέπει το πρόσωπο της. Εκείνη του έριξε μια φευγαλέα ματιά. Περισσότερο αδιάφορη παρά φοβισμένη. Έκλεισε το βιβλίο της κι απέμεινε να κοιτάζει με βλέμμα αδειανό τις ψιχάλες στο τζάμι. Τα φώτα είχαν από ώρα ανάψει, κόκκινα, κίτρινα, διαβάσεις, αυτοκίνητα, στην Αχαρνών οι προσόψεις των στριπτιτζάδικων. Έκλεισε με τη σειρά του κι αυτός το βιβλίο. Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο σκοτάδι. Κάποια στιγμή εκείνη σηκώθηκε. Δεν σηκώθηκε μαζί της. Δεν ήθελε να την βάλει σε υποψίες. Πρόλαβε να κατέβει ακριβώς τη στιγμή που κλείναν οι πόρτες. Τράβηξε το παλτό του πριν ξεκινήσει το λεωφορείο. Είχε λίγο σκιστεί στην άκρη. Τσαντίστηκε. Έριξε ένα γύρω το βλέμμα απελπισμένος στο ενδεχόμενο να την χάσει. Εκείνη ότι έστριβε στο παρακάτω στενό. Τάχυνε το βήμα του. Η καρδιά του χτυπούσε με χίλιους παλμούς. Αυτή η αίσθηση που του είχε γίνει χρόνια τώρα ανάγκη. Οι δρόμοι ένα γύρω του άδειοι. Άκουγε τον χτύπο απ’ τα τακούνια της στο οδόστρωμα, ανάμεσα στις κατεστραμμένες πλάκες του πεζοδρομίου. Το περπάτημα της αποφασιστικό και γρήγορο. Τα μαύρα μαλλιά της ν’ ακολουθούν τον παλμό του κορμιού της. Εξαφανίστηκε στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Βλαστήμησε την τύχη του. Δεν υπήρχε πουθενά κανένα πρόσφορο μέρος να την παρακολουθήσει. Έτρεξε πίσω της. Το ασανσέρ είχε σταματήσει στο τέταρτο όροφο. Έψαξε στα κουδούνια το όνομα της. Βγήκε έξω ξανά. Πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο κι ακούμπησε όσο περισσότερο στο τοίχο της πολυκατοικίας. Αν ήταν στον πρώτο ή στο δεύτερο κάτι μπορεί να γινόταν. Τώρα στον τέταρτο δεν είχε καμία ελπίδα. Ένιωσε προδομένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ποτέ δεν τον αγάπησαν οι γυναίκες που αγάπησε πολύ. Κουλουριάστηκε στο πεζοδρόμιο με την πλάτη στο τοίχο αγκαλιάζοντας τα γόνατα του. Χαμήλωσε το κεφάλι κι έκλαψε με λυγμούς σιωπηλά. Τα χαράματα ξεκίνησε να φύγει.

Le grand écrivain,

Athènes, Août 2007

Μια μικρή ιστορία

Ο Σατούρνος είχε ξυπνήσει, Πάλι. Είχε ξυπνήσει τόσες φορές από την γέννηση του είχε χάσει το μέτρημα πια. Δεν θυμόταν επίσης κανένα ξύπνημα να ήταν ιδιαίτερα εύκολο. Είχε βαρεθεί να βλέπει κάθε μέρα το ίδιο δωμάτιο. Χωρίς παράθυρα, χωρίς διακόσμηση, χωρίς έπιπλα, χωρίς χρώματα. Μήπως όμως θα έπρεπε να είναι ευγνώμων που είχε και αυτό;

Έψαξε για την εφημερίδα του. Ήταν μια εφημερίδα που είχε αγοράσει πριν από τρία χρόνια. Την είχε βρει σε ένα παλιατζίδικο και την είχε πληρώσει πολύ φθηνά. Η εφημερίδα όμως τώρα έλειπε. Ποίος την είχε πάρει άραγε; Αν και αυτό θα τον πήγαινε πολύ πίσω στο πρόγραμμα έπρεπε να βγει έξω και να ψάξει. Έβαλε την άσπρη μπλούζα του. Είχε πάνω της λεκέδες από μακαρονάδα και φακές. Του άρεσε αυτή η μπλούζα γιατί του θύμιζε τα αγαπημένα του φαγητά.

Βγήκε στο δρόμο και κατευθύνθηκε προς την πλατεία. Πηγαίνοντας, στη διαδρομή, χτυπούσε όλα τα κουδούνια που έβλεπε. Λίγο πριν φτάσει στην πλατεία συνάντησε την Μαίρη. Η Μαίρη ήταν μια πολύ καλή κοπέλα που αγαπούσε όλο τον κόσμο. Δυστυχώς για αυτήν δεν την αγαπούσε όλος ο κόσμος. Ο Σατούρνος την ρώτησε αν είχε δει πουθενά την εφημερίδα του. Αυτή αποκρίθηκε αρνητικά αλλά του πρότεινε να ρωτήσει τον Γρηγόρη. Ο Γρηγόρης έπινε ντοματόζουμο στη πλατεία και φορούσε ράσα για να τον αναγνωρίζουν. Ο Σατούρνος επανέλαβε την ερώτηση του σ’ αυτόν. Ο Γρηγόρης είχε έντονα χαρακτηριστικά. Του άρεσε το ντοματόζουμο αλλά και τα θαλασσινά. Συνήθως εκμεταλλευόταν ανθρώπους και με την πειθώ του τους ανάγκαζε να εξυπηρετούν τα συμφέροντά του. Η αλήθεια είναι πως γενικά πολλοί του είχαν αδυναμία, ακόμα και η Μαίρη. Αλλά και αυτός αγαπούσε την Μαίρη. Πολλές φορές την έβαζε να του πλένει τα πόδια. Έδειξε μεγάλη αδιαφορία για την εφημερίδα του Σατούρνου με αποτέλεσμα ο τελευταίος να παρεξηγηθεί, και να φύγει αναστατωμένος χοροπηδώντας και απαγγέλλοντας ένα άρθρο της εφημερίδας του που είχε μάθει καλά.

Λίγη ώρα αργότερα πέρασε από το σπίτι του Γιάννη. Του χτύπησε την πόρτα. Ο Γιάννης ήταν ένα καλό και ήσυχο παιδί. Κάποια τραυματική εμπειρία από τα παιδικά του χρόνια τον είχε στιγματίσει. Δεν πλησίαζε τους ανθρώπους και δεν τους άγγιζε. Αυτό που δεν άντεχε όμως καθόλου ήταν τα φιλιά. Ο Σατούρνος ήταν φίλος του. Γι αυτό τον άφησε να περάσει. Ο Γιάννης είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και μια κοιλίτσα πολύ πεταχτή. Ο Σατούρνος μπήκε και κάθισε σε μια πολύ παλιά πολυθρόνα, σχεδόν ετοιμόρροπη. Ήξερε ότι εδώ θα εύρισκε παρηγοριά. Ο Γιάννης κάθισε και αφού άνοιξε το παράθυρο άναψε και ένα τσιγάρο. Ο ήρωας μας άρχισε να του διηγείται την ιστορία του. Την στιγμή που του περιέγραψε και το τελευταίο κομμάτι μετά την αποχώρηση του από την πλατεία σήκωσε αμήχανα τον αναπτήρα. Τον άναψε μία φορά και τον πέταξε μέσα σε ένα άδειο τασάκι. Στο άκουσμα του ήχου που παρήχθη από την σύγκρουση του αναπτήρα με το γυάλινο σταχτοδοχείο τα μάτια του Γιάννη γούρλωσαν και αμέσως πετάχτηκε όρθιος. Σε μηδενικό χρόνο άρχισε να χοροπηδάει, ουρλιάζοντας και προτάσσοντας τους κλειστούς αγκώνες του, κουνώντας τους πέρα δώθε. Δεν πρόλαβε να κάνει πέντε αλματάκια και στο έκτο έδωσε ένα σάλτο και πήδηξε από το ανοικτό παράθυρο. Ο Σατούρνος γεμάτος περιέργεια κοίταξε έξω από το παράθυρο. Πολλά μέτρα κάτω διέκρινε το νεκρό σώμα του Γιάννη και το βαμμένο κόκκινο χώμα με πολλά ίχνη εγκεφάλου. Μη προλαβαίνοντας να ασχοληθεί με τον πρόσφατα αποθανόντα φίλο του άρπαξε τον αναπτήρα και βγήκε από το δωμάτιο.

Είχε αρχίσει να νοιώθει απόγνωση καθώς η εφημερίδα του, του έλειπε όλο και περισσότερο. Σκέφτηκε να ψάξει στις τουαλέτες μήπως κανένας ανώμαλος την χρησιμοποίησε για να σκουπίσει τον κώλο του. Μπήκε στις πρώτες τουαλέτες που βρήκε όμως συνειδητοποίησε πως τα φώτα ήταν σβησμένα και αν έμπαινε πιο μέσα δεν θα ξανάβγαινε. Ψηλάφισε τον τοίχο για να βρει κάτι σαν διακόπτη. Τελικά βρήκε έναν από αυτούς τους κυκλικούς αλλά δεν λειτουργούσε. Ξαναπροσπάθησε. Τίποτα. Ήταν έτοιμος να αρχίσει να κλαίει όταν άκουσε κάποιους ψιθύρους. Ερχόντουσαν από το δωμάτιο υπηρεσίας όπου φυλάσσονται σφουγγαρίστρες, σκούπες και καθαριστικά. Άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε κάτι εκπληκτικό. Περί τα εννέα άτομα καθόντουσαν οκλαδόν και άκουγαν τον Άλκη να μιλάει – ή καλύτερα να αγορεύει – πάνω σε ένα τουμπαρισμένο καφάσι. Ο Άλκης φορούσε σανδάλια και ένα χιτώνα. Παλιός γνωστός αλλά είχαν πάψει να κάνουν παρέα με τον Σατούρνο. Ο Άλκης ήταν πολύ καλό παιδί και πολύ ωραίο, είχε αέρα, είχε εξυπνάδα, είχε πάρα πολλά χαρίσματα. Γενικότερα προσέλκυε πολύ κόσμο με την χαρισματική προσωπικότητά του. Είχε επίσης και ένα πολύ συγκεκριμένο ψεύδισμα του τον έκανε τέλειο. Όμως κάτι δεν πήγαινε καλά. Η φωνή του Άλκη δεν έφθανε στα αυτιά του Σατούρνου. Ήταν σαν να ανοιγοκλείνει απλώς το στόμα του. Σαστισμένος πλησίασε έναν από τους ακροατές. Αλλά ενώ είχε αρχίσει να του μιλάει ο Σατούρνος αυτός δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τι του έλεγε. Ο Σατούρνος αποκαρδιωμένος απομακρύνθηκε σκεπτόμενος πως ο Άλκης πιθανότατα θα προετοίμαζε καμία επαναστατική κίνηση, και πως και να ήξερε κάτι για την εφημερίδα του δεν θα μπορούσε να τον ακούσει ο Σατούρνος. Έτσι αποχώρησε από τις εγκαταστάσεις υγιεινής. Όλα αυτά του φαινόντουσαν αδιάφορα μπροστά στο τραγικό γεγονός της κλοπής – διότι περί κλοπής πρόκειται – της εφημερίδας του.

Βγήκε έξω σχεδόν τρέχοντας. Ήταν όμως της μοίρας του να συναντήσει εμπόδια στην αναζήτησή του. Συγκεκριμένα ένα σαπούνι από λίπος χοίρου ( σε σχήμα μπανανόφλουδας ίσως; ) ήταν προσεκτικά τοποθετημένο στο πάτωμα ώστε να το πατήσει μόνο ο Σατούρνος. Έξι δευτερόλεπτα αργότερα άνοιξε τα μάτια του. Έβλεπε ανθρώπους από πάνω του να τον προσπερνάνε. Πρόσεξε μία γνώριμη φάτσα. Η Ιωάννα. Χρειάστηκε να φωνάξει δύο με τρεις φορές το όνομά της για να αντιληφθεί η Ιωάννα την παρουσία του. Η Ιωάννα ήταν ένα κορίτσι από την επαρχεία της Μαντζουρίας. Όταν ήταν μικρή κάποιος μπήκε σπίτι της και βίασε και σκότωσε την αδελφή της ενώ εκείνη έβλεπε. Από τότε ακούει φωνές. Ήταν μια καλή κοπέλα κατά βάθος, αλλά ποτέ δεν ξέρεις πότε κάποιος θα αρπάξει το ηλεκτρικό πριόνι και θα αρχίσει να συλλέγει κρανία. Αφού ο Σατούρνος σηκώθηκε άρχισε γεμάτος ενθουσιασμό να διηγείται την ιστορία του στην Ιωάννα. Λίγο αφού περιέγραψε και την σκηνή με το σαπούνι η Ιωάννα άρχισε να πνίγεται. Ο Σατούρνος την χτύπησε στην πλάτη, και μια και δυο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όταν αυτή άρχισε να μελανιάζει ο ήρωας μας σκέφτηκε πως ένας δεύτερος ανεξήγητος θάνατος εν τη παρουσία του ( και τι παρουσία! .( ήρθε ο καιρός να αποκαλύψουμε πως αφηγητής είναι ο ήρωας.)) ίσως να κινούσε τις υποψίες κάποιας ανεξάρτητης αρχής, των δημοτικών κηπουρών ίσως, και δεν θα ήθελε τίποτα κηπουρούς στα πόδια του ενώ θα έψαχνε για την εφημερίδα του. Αυτές οι σκέψεις του όμως σταμάτησαν όταν από το λαιμό και το στόμα της Ιωάννας πετάχτηκε , με το τελευταίο βήξιμο ένα χαρτάκι και κόλλησε με το σάλιο της στον απέναντι τοίχο. Το χρώμα της επανήλθε. Ο Σατούρνος πλησίασε επιφυλακτικά και ξεκόλλησε τα χαρτάκια από τον τοίχο σκουπίζοντας τα σάλια στην λευκή του μπλούζα. Ξεδίπλωσε το χαρτάκι και έμεινε έκπληκτος από το γραπτό περιεχόμενό του. Συγκεκριμένα έγραφε: Την εφημερίδα την έχει ο Αδόλφος. Ξαφνικά όλα έδειχναν να συνδέονται και να ξεδιαλύνεται το μεγάλο μυστήριο. Μα ήταν σχεδόν φανερό. Εκείνη την στιγμή ξαναήρθαν στη μνήμη του τα γεγονότα της χθεσινής βραδιάς. Περιληπτικά , Ο Αδόλφος είχε έρθει στο δωμάτιο του Σατούρνου και του ζητούσε να δανειστεί την εφημερίδα. Αμέσως ένοιωσε μεγάλη ευγνωμοσύνη για την Ιωάννα. Γύρισε και αμήχανα άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του. Εντοπίζοντας τον αναπτήρα σκέφτηκε πως θα ήταν ένα καλό δείγμα ευγνωμοσύνης και της το έτεινε χωρίς να πει τίποτα. Αυτή παίρνοντας ένα ύφος πανικού έκανε μια χειρονομία άρνησης του δώρου. Ο Σατούρνος βιαστικά , μην καταλαβαίνοντας, πήγε να τις δείξει ότι λειτουργεί και τον άναψε στιγμιαία. Αστραπιαία , σαν να ήταν περιλουσμένη με βενζίνη, η Ιωάννα πήρε αμέσως φωτιά και άρχισε να καίγεται. Χωρίς βιασύνες και φωνές , παρά τις φλόγες που την τύλιγαν , έσκυψε και κάθισε οκλαδόν. Ο Σατούρνος την παρατηρούσε με θαυμασμό για την αντοχή και την υπομονή της. Τέσσερα δευτερόλεπτα αργότερα γύρισε το σώμα του και άρχισε να περπατάει σκεπτόμενος τον Αδόλφο. Ο Αδόλφος ήταν ένα καχεκτικό και μικρόσωμο ανθρωπάκι με πολύ κακία μέσα του που του άρεσε να βασανίζει ανθρώπους. Πουλούσε όπιο, και άλλα οπιούχα προϊόντα, σε τυφλούς. Επίσης περιστασιακά τους πουλούσε και ( οπιούχες ) μαγκούρες. Εκείνος πίστευε ότι έκανε φιλανθρωπία αλλά οι αστυνομικοί είχαν άλλη άποψη. Συνήθως συμμερίζονταν τις απόψεις των δημοτικών κηπουρών σε τέτοια θέματα. Τέλος ,εποχιακά, δούλευε σε τυροπιτάδικο για τυφλούς όπου πουλούσε κασερόπιτες. Ο Σατούρνος τον αναζήτησε στο μέρος που περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του, κάτω από το άγαλμα της ελευθερίας. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. ( εδώ τελειώνει η ιστορία γιατί η συνέχεια δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον.)

Σάββατο 11 Αυγούστου 2007

Ας λάμψει το φώς

Σε αντίθεση με τα κακεντρεχή σχόλια που έχουν γραφτεί από ανώνυμους (για ποιο λόγο άραγε ντρέπονται να γράψουν το όνομά τους και να φέρουν την ευθύνη του λόγου τους ; ) παραθέτω παρακάτω σε μορφή ανάρτησης τον διάλογο που προέκυψε από τα σχόλια της 1ης ανάρτησης ( Cult Έναρξις ) τα οποία αφαίρεσα από τα σχόλια έπειτα ( και αυτό είναι μία απάντηση σε αυτούς του ανώνυμους απεχθείς ). Ο άνθρωπος αυτός που γράφει και κάνει πολύ εύστοχα σχόλια υπογράφει με το όνομα sonrutas.

sonrutas:Τι εξαίσια δουλειά και τι ευφάνταστο δημιούργημα. Η δύναμη της αφήγησης, οι συνεχείς αναφορές σε κινηματογράφο, ζωγραφική, λογοτεχνία , σαν τους περίτεχνους δαχτυλισμούς ενός κονσέρτου φλάουτο. Οι αναφορές στον εξπρεσιονισμό, στον σουρεαλισμό και στον υπερρεαλισμό. Διαβάζοντας αυτό το κείμενο κανείς θεωρεί πως διαβάζει την παγκόσμια ιστορία της τέχνης όλης της ανθρωπότητας. Επίσης μέσα σε αυτό το έργο διακρίνεται και όλη η δική σας προσωπική πορεία. Είστε αναμφισβήτητα ο σημαντικότερος καλλιτέχνης που έχω συναντήσει ποτέ μου μπορώ να πω. Θέλω να γνωρίσω όλες τις πτυχές του έργου σας αλλά και εσάς.

Saturnos: Ω! , μα ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια αλλά και πόσο δίκιο έχετε.

sonrutas:Μα θα επιμείνω διότι έχω μείνει έκπληκτος. Είστε τόσο έξυπνος και τόσο όμορφος. Από τους πιο όμορφους ανθρώπους που έχουν πατήσει το πόδι τους στην γη.

Saturnos: Αν και ξέρετε πως υπερβάλετε λιγάκι, από πού με γνωρίζεται;

sonrutas: Έτυχε να είμαι και εγώ στο Mozartum όπου σπουδάσατε τραγούδι και θέατρο ( μεταξύ των πολυετών ετέρων σπουδών σας ) και σας παρακολουθούσα καθ’ όλη την διάρκεια των σπουδών σας εκεί. Ξέρετε εγώ είμαι από το Salzburg. Θυμάμαι ξεκάθαρα πως ήσασταν ο καλύτερος εξ όλων των φοιτητών εκεί και πως σας θαύμαζαν οι καθηγητές σας ( αν όχι σας ζήλευαν).

Saturnos: ω, μα θα έλεγα πως υπερβάλλεται αν δεν είχατε απόλυτο δίκιο.

sonrutas: Και γνωρίζω επίσης πως είστε ένας βαθιά μορφωμένος άνθρωπος, και επίσης πως αρέσετε πάρα πολύ στις γυναίκες.

Saturnos: Σας ευχαριστώ πολύ για τα λόγια σας και από αυτά που λέτε βλέπω πως με γνωρίζετε πραγματικά.

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2007

Ο άνθρωπος και το υπόγειο


Και εδώ ο Δημήτρης Β. Ένας φίλος από τα παλιά από την αγγλία. Μαρξιστής απο κούνια. Η καταγωγή του είναι από τον πύργο ηλείας. Ενώ φαντασιώνεται ότι είναι κάτοικος των εξαρχείων στην πραγματικότητα μένει στα κτελ κηφισού. Μέγα ιστορικό αποτυχίας στις θετικές επιστήμες... (έπεται συνέχεια)

Cult Έναρξις

Έχασα την πράσινη δεξιά μου κάλτσα και την αριστερή κόκκινη δεν έχω που να την βάλω διότι χάλασε το πλυντήριο. Τώρα την βάζω στο ψυγείο δίπλα στον νεροχύτη όπου μουλιάζω τα βιβλία για να μην ξεραθούν και χαλάσουν. Εγκατέστησα μια κολόνα στην μέση του σπιτιού βαμμένη τιρκουάζ για να δίνει χρώμα στο δωμάτιο. Το μπουκάλι από το οποίο πίνω νερό έχει πολλές τρύπες για να πίνουν παράλληλα και οι γάτες μαζί μου. Στο τηλεχειριστήριο έχω ενσωματώσει ένα κουμπί με το οποίο ενεργοποιώ τις παντούφλες μου. Πηγαίνουν έξω και μαζεύουν τσουκνίδες και γαιδουρόχορτα. Στο τηλέφωνο έχω μάθει άλλα κόλπα. Η βαθύτερη επικοινωνία μεταξύ του ατόμου μου και του τηλεφώνου άρχισε όταν αυτό κόλλησε μια γρίπη. Την επομένη της επανάκαμψης του άρχισε να αναπτύσσει εγκέφαλο. Σήμερα αναστατώνει την ζωή μου. Έχει μάθει να με μιμείται. Όταν με καλούν οι φίλοι και οι συγγενείς άλλες φορές τους το παίζει καλός και άλλες φορές τους βρίζει. Εξ’ αιτίας αυτού τις προάλλες η προγιαγιά μου έστειλε έναν άνθρωπο από το Δαφνί για να με πάρει. Τελικά την γλίτωσα όταν έριξα το φταίξιμο στο τραπέζι. Η αλήθεια είναι πως το τηλέφωνο έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Μία από αυτές τις μέρες πρέπει να το αποσυνδέσω, ελπίζω να με αφήσει. Πάντως θα του το ζητήσω ευγενικά. Ο μόνος που μου φέρεται καλά είναι το καλοριφέρ. Μου παίζει μουσική και με νανουρίζει. Μέχρι και τα σεντόνια δεν σταματάν να με πειράζουν. Κάνουν συνέχεια τα φαντάσματα και μετά βρέχονται και τρέχουν μέσα στο σπίτι μέχρι να γίνει λούτσα όλο.

Τους μισώ όλους. Θα μετακομίσω σε ένα αίθριο ξερό και ζεστό, μόνο εγώ , το καλοριφέρ ,o νεροχύτης μου και η αριστερή κόκκινη κάλτσα μου.