skip to main |
skip to sidebar
Μια μέρα απ’ τη ζωή του Δημήτρη Β.
Ο Δημήτρης Β. βγήκε από το σπίτι του κοιτώντας με προφύλαξη τον περιβάλλοντα χώρο. Τα μάτια του έπαιξαν λίγο ανήσυχα στο ημίφως. Δεν φαινόταν, ωστόσο, να υπάρχει λόγος ανησυχίας. Κανένας στον όροφο. Κατέβηκε τις σκάλες νυχοπατώντας κολλημένος στην πλευρά του τοίχου. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο μέρος. Ποτέ δεν ξέρεις ποια πόρτα θ’ ανοίξει. Έπρεπε πάντα να παίρνει αναρίθμητες προφυλάξεις. Στο ισόγειο είδε την πόρτα της θυρωρού κλειστή. Έτρεξε προς την έξοδο με κομμένη ανάσα. Στην εξώπορτα κοντοστάθηκε. Όσο έβλεπε το μάτι του δεν φάνηκε να διακρίνει κανέναν γνωστό. Κούμπωσε το παλτό του κατεβάζοντας στη συνέχεια το φθαρμένο του ημίψηλο μέχρι τα μάτια. Έξυσε μια στιγμή το αξύριστο μάγουλο του αναποφάσιστος. Τελικά ξεκίνησε. Έξω ψιλόβρεχε. Ο ουρανός γκρίζος. Περιπλανήθηκε λίγο στους δρόμους της πόλης. Κανείς δε φαινόταν να τον προσέχει. Αυτοκίνητα, μουντά, βιαστικά πρόσωπα, αγχωμένοι διαβάτες. Πήρε να περπατάει. Ξεχαρβαλωμένα παράθυρα, σπασμένα τζάμια, γκρίζα, κακορίζικα κτίρια. Στις ταράτσες οι κεραίες έγερναν, κουρασμένες πουτάνες. Μόλις απομακρύνθηκε λίγο από τη διάμετρο του σπιτιού του ανάσανε. Ανέβασε λίγο το καπέλο και χάθηκε στους λαβυρίνθους του κέντρου. Σήμερα δυσκολευόταν πολύ να εντοπίσει το θύμα του. Θα κόντευε να νυχτώσει για τα καλά όταν την είδε. Είχε ρίξει τυχαία το βλέμμα του στην στάση. Καθόταν εκεί. Αμίλητη, θλιμμένη. Διάβαζε βαριεστημένα κάποιο χοντρό πανεπιστημιακό σύγγραμμα. Φαινόταν όμως καθαρά πως το μυαλό της το είχε αλλού. Κάθισε δίπλα της. Έβγαλε από τη τσάντα του το Υπόγειο κι έκανε πως διαβάζει ρίχνοντας που και που κλεφτές ματιές με την άκρη του ματιού του στα χέρια της. Παρακολουθούσε τα δάκτυλα της ν’ αλλάζουνε τις σελίδες. Κι όταν το λεωφορείο της έφτασε σηκώθηκε κι εκείνος μαζί της. Κόλλησε σχεδόν πίσω της περιμένοντας ν’ ανοίξει ο οδηγός τη μεσαία πόρτα. Ένα μπουλούκι ξεχύθηκε. Γριές σπρώχνονταν στην είσοδο και στην έξοδο, μετανάστες με σακούλες κάποιου φτηνού σούπερ – μάρκετ στο χέρι. Ευτυχώς, όταν ανέβηκαν, το λεωφορείο είχε σχεδόν αδειάσει. Κάθισε απέναντι της. Για να μπορεί να βλέπει το πρόσωπο της. Εκείνη του έριξε μια φευγαλέα ματιά. Περισσότερο αδιάφορη παρά φοβισμένη. Έκλεισε το βιβλίο της κι απέμεινε να κοιτάζει με βλέμμα αδειανό τις ψιχάλες στο τζάμι. Τα φώτα είχαν από ώρα ανάψει, κόκκινα, κίτρινα, διαβάσεις, αυτοκίνητα, στην Αχαρνών οι προσόψεις των στριπτιτζάδικων. Έκλεισε με τη σειρά του κι αυτός το βιβλίο. Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο σκοτάδι. Κάποια στιγμή εκείνη σηκώθηκε. Δεν σηκώθηκε μαζί της. Δεν ήθελε να την βάλει σε υποψίες. Πρόλαβε να κατέβει ακριβώς τη στιγμή που κλείναν οι πόρτες. Τράβηξε το παλτό του πριν ξεκινήσει το λεωφορείο. Είχε λίγο σκιστεί στην άκρη. Τσαντίστηκε. Έριξε ένα γύρω το βλέμμα απελπισμένος στο ενδεχόμενο να την χάσει. Εκείνη ότι έστριβε στο παρακάτω στενό. Τάχυνε το βήμα του. Η καρδιά του χτυπούσε με χίλιους παλμούς. Αυτή η αίσθηση που του είχε γίνει χρόνια τώρα ανάγκη. Οι δρόμοι ένα γύρω του άδειοι. Άκουγε τον χτύπο απ’ τα τακούνια της στο οδόστρωμα, ανάμεσα στις κατεστραμμένες πλάκες του πεζοδρομίου. Το περπάτημα της αποφασιστικό και γρήγορο. Τα μαύρα μαλλιά της ν’ ακολουθούν τον παλμό του κορμιού της. Εξαφανίστηκε στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Βλαστήμησε την τύχη του. Δεν υπήρχε πουθενά κανένα πρόσφορο μέρος να την παρακολουθήσει. Έτρεξε πίσω της. Το ασανσέρ είχε σταματήσει στο τέταρτο όροφο. Έψαξε στα κουδούνια το όνομα της. Βγήκε έξω ξανά. Πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο κι ακούμπησε όσο περισσότερο στο τοίχο της πολυκατοικίας. Αν ήταν στον πρώτο ή στο δεύτερο κάτι μπορεί να γινόταν. Τώρα στον τέταρτο δεν είχε καμία ελπίδα. Ένιωσε προδομένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ποτέ δεν τον αγάπησαν οι γυναίκες που αγάπησε πολύ. Κουλουριάστηκε στο πεζοδρόμιο με την πλάτη στο τοίχο αγκαλιάζοντας τα γόνατα του. Χαμήλωσε το κεφάλι κι έκλαψε με λυγμούς σιωπηλά. Τα χαράματα ξεκίνησε να φύγει.
Le grand écrivain,
Athènes, Août 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου