Ο Σατούρνος είχε πιει. Αυτό πιθανότατα αποτελεί την καλύτερη δικαιολογία για τα όσα ακολούθησαν. Μετά από προτροπή του εαυτού του αποφάσισε να σηκωθεί στο βήμα της γενικής συνέλευσης και να μιλήσει. Ένοιωθε πολύ ωραία που θα τραβούσε όλα τα βλέμματα επάνω του. Αφού ζήτησε την άδεια του κλητήρα ανέβηκε πάνω σχεδόν αμέσως. Αυτό συνέβη διότι οι περισσότεροι είχαν χάσει την γλώσσα τους από κάποιο ατύχημα ή κάποια αρρώστια. ‘Αυτό είναι καλό’ σκέφτηκε ο Σατούρνος διότι δεν θα μουρμούριζαν ενώ αυτός θα μιλούσε. Ανέβηκε στο βήμα με δύο μεγάλα άλματα. Ακούμπησε το μικρόφωνο. Έκανε λίγο πίσω και πάλι μπροστά. Έξυσε λίγο τον αγκώνα του. Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε ψηλά, το δένδρο που κρεμόταν από το ταβάνι και είχε αρχίσει να χάνει τα φύλλα του . Έκανε να μιλήσει αλλά δίστασε. Έβγαλε το δεξιό του παπούτσι και το πέταξε ήρεμα στο κενό ανάμεσα στις θέσεις και την ορχήστρα. Κοίταξε το ρολόι του. Το χτύπησε μα το μεσαίο του δάκτυλο αμήχανα και μετά το αφουγκράστηκε. Τίποτα. Δεν δούλευε, πράγμα που σήμαινε πως είχε ξεχάσει από πέρυσι τον Φεβρουάριο το θερμοσίφωνο ανοικτό. Έξυσε ξανά τον αγκώνα του. Και μετά από παύση τεσσάρων δευτερολέπτων άρχισε: ‘ βλέπω πως…’ σταμάτησε. Ξαναδοκίμασε ‘ μα κοιτάχτε να δείτε…’. Έκανε μια αμήχανη παύση για να ξύσει τον αγκώνα του και συνέχισε: ‘ Αγαπητοί τυφλοπόντικες , η καταπίεση του σκότους μας έχει θέσει , εκ της αδυναμίας μας , μουγκούς. Πρέπει να επαναστατήσουμε ενάντια του καθεστώτος του μπλε θορύβου.’ Κάποιοι ακροατές άρχισαν να εξάπτονται καθώς ένιωθαν αντίθετοι στον λόγο του Σατούρνου. Αυτός όμως συνέχισε ‘ Ας ξαναανακαλύψουμε τον έρωτα για τα ζεστά στρώματα θαλάσσης και τις καφετιές σέλες. Ας οσμιστούμε ξανά το κυανοπράσινο φως και τους σελιδοδείκτες. Μόνοι μας μπορούμε χωρίς τους ελαιοπαραγωγούς συννέφων.’ Ο Σατούρνος είχε ήδη κάνει ένα βήμα. Ήδη έβλεπε στις πατούσες κάποιον ακροατών μια σπίθα που συμβόλιζε την αρέσκεια της φασολάδας, ενώ κάποιοι έξυναν τους αγκώνες τους. Υπήρχαν και κάποιοι αδιάφοροι. Ο Σατούρνος συνέχισε: ‘ Όμως πόσο αξίζει μία πρίζα όταν μπορείς να έχεις δύο μακριές κοτσίδες; Δύο ούγιες ή μήπως τρεις ; Όσο και ένα γυάλινο στρώμα θα μου πείτε. Όχι αγαπητοί μου, στοιχίζει όσο και μισή πατούσα μέσα σε ένα κρύο ρυάκι , ένα πρωινό της 21ης Μαΐου. Ευχαριστώ.’ Και κλείνοντας έτσι ευγενικά έκανε πίσω για να απομακρυνθεί από το βήμα, πράγμα που συμβόλιζε την αποχώρηση του. Ένας μικρός άφησε την τρομπέτα που κρατούσε και αφού μάζεψε το παπούτσι από κάτω, το πέταξε με δύναμη σημαδεύοντας το κεφάλι του Σατούρνου. Το παπούτσι αστόχησε και πέτυχε το ταβάνι με αποτέλεσμα να φρακάρει σε μία ρίζα. Έτσι ο Σατούρνος δεν ξανάδε ποτέ το παπούτσι του.
Παναγιώτης Παγιάτης, Ένα ζευγάρι παπούτσια για τον Σίσυφο
-
Καθηγητά, η ιστορία που θα σας πω έχει, νομίζω, ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Συνέβη ενώ βρισκόμουν σε ένα μικρό μπαράκι στην Αγίας Ζώνης λίγο πριν από
τη συνάντησ...
Πριν από 1 μήνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου