Ο Σατούρνος είχε ξυπνήσει, Πάλι. Είχε ξυπνήσει τόσες φορές από την γέννηση του είχε χάσει το μέτρημα πια. Δεν θυμόταν επίσης κανένα ξύπνημα να ήταν ιδιαίτερα εύκολο. Είχε βαρεθεί να βλέπει κάθε μέρα το ίδιο δωμάτιο. Χωρίς παράθυρα, χωρίς διακόσμηση, χωρίς έπιπλα, χωρίς χρώματα. Μήπως όμως θα έπρεπε να είναι ευγνώμων που είχε και αυτό;
Έψαξε για την εφημερίδα του. Ήταν μια εφημερίδα που είχε αγοράσει πριν από τρία χρόνια. Την είχε βρει σε ένα παλιατζίδικο και την είχε πληρώσει πολύ φθηνά. Η εφημερίδα όμως τώρα έλειπε. Ποίος την είχε πάρει άραγε; Αν και αυτό θα τον πήγαινε πολύ πίσω στο πρόγραμμα έπρεπε να βγει έξω και να ψάξει. Έβαλε την άσπρη μπλούζα του. Είχε πάνω της λεκέδες από μακαρονάδα και φακές. Του άρεσε αυτή η μπλούζα γιατί του θύμιζε τα αγαπημένα του φαγητά.
Βγήκε στο δρόμο και κατευθύνθηκε προς την πλατεία. Πηγαίνοντας, στη διαδρομή, χτυπούσε όλα τα κουδούνια που έβλεπε. Λίγο πριν φτάσει στην πλατεία συνάντησε την Μαίρη. Η Μαίρη ήταν μια πολύ καλή κοπέλα που αγαπούσε όλο τον κόσμο. Δυστυχώς για αυτήν δεν την αγαπούσε όλος ο κόσμος. Ο Σατούρνος την ρώτησε αν είχε δει πουθενά την εφημερίδα του. Αυτή αποκρίθηκε αρνητικά αλλά του πρότεινε να ρωτήσει τον Γρηγόρη. Ο Γρηγόρης έπινε ντοματόζουμο στη πλατεία και φορούσε ράσα για να τον αναγνωρίζουν. Ο Σατούρνος επανέλαβε την ερώτηση του σ’ αυτόν. Ο Γρηγόρης είχε έντονα χαρακτηριστικά. Του άρεσε το ντοματόζουμο αλλά και τα θαλασσινά. Συνήθως εκμεταλλευόταν ανθρώπους και με την πειθώ του τους ανάγκαζε να εξυπηρετούν τα συμφέροντά του. Η αλήθεια είναι πως γενικά πολλοί του είχαν αδυναμία, ακόμα και η Μαίρη. Αλλά και αυτός αγαπούσε την Μαίρη. Πολλές φορές την έβαζε να του πλένει τα πόδια. Έδειξε μεγάλη αδιαφορία για την εφημερίδα του Σατούρνου με αποτέλεσμα ο τελευταίος να παρεξηγηθεί, και να φύγει αναστατωμένος χοροπηδώντας και απαγγέλλοντας ένα άρθρο της εφημερίδας του που είχε μάθει καλά.
Λίγη ώρα αργότερα πέρασε από το σπίτι του Γιάννη. Του χτύπησε την πόρτα. Ο Γιάννης ήταν ένα καλό και ήσυχο παιδί. Κάποια τραυματική εμπειρία από τα παιδικά του χρόνια τον είχε στιγματίσει. Δεν πλησίαζε τους ανθρώπους και δεν τους άγγιζε. Αυτό που δεν άντεχε όμως καθόλου ήταν τα φιλιά. Ο Σατούρνος ήταν φίλος του. Γι αυτό τον άφησε να περάσει. Ο Γιάννης είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και μια κοιλίτσα πολύ πεταχτή. Ο Σατούρνος μπήκε και κάθισε σε μια πολύ παλιά πολυθρόνα, σχεδόν ετοιμόρροπη. Ήξερε ότι εδώ θα εύρισκε παρηγοριά. Ο Γιάννης κάθισε και αφού άνοιξε το παράθυρο άναψε και ένα τσιγάρο. Ο ήρωας μας άρχισε να του διηγείται την ιστορία του. Την στιγμή που του περιέγραψε και το τελευταίο κομμάτι μετά την αποχώρηση του από την πλατεία σήκωσε αμήχανα τον αναπτήρα. Τον άναψε μία φορά και τον πέταξε μέσα σε ένα άδειο τασάκι. Στο άκουσμα του ήχου που παρήχθη από την σύγκρουση του αναπτήρα με το γυάλινο σταχτοδοχείο τα μάτια του Γιάννη γούρλωσαν και αμέσως πετάχτηκε όρθιος. Σε μηδενικό χρόνο άρχισε να χοροπηδάει, ουρλιάζοντας και προτάσσοντας τους κλειστούς αγκώνες του, κουνώντας τους πέρα δώθε. Δεν πρόλαβε να κάνει πέντε αλματάκια και στο έκτο έδωσε ένα σάλτο και πήδηξε από το ανοικτό παράθυρο. Ο Σατούρνος γεμάτος περιέργεια κοίταξε έξω από το παράθυρο. Πολλά μέτρα κάτω διέκρινε το νεκρό σώμα του Γιάννη και το βαμμένο κόκκινο χώμα με πολλά ίχνη εγκεφάλου. Μη προλαβαίνοντας να ασχοληθεί με τον πρόσφατα αποθανόντα φίλο του άρπαξε τον αναπτήρα και βγήκε από το δωμάτιο.
Είχε αρχίσει να νοιώθει απόγνωση καθώς η εφημερίδα του, του έλειπε όλο και περισσότερο. Σκέφτηκε να ψάξει στις τουαλέτες μήπως κανένας ανώμαλος την χρησιμοποίησε για να σκουπίσει τον κώλο του. Μπήκε στις πρώτες τουαλέτες που βρήκε όμως συνειδητοποίησε πως τα φώτα ήταν σβησμένα και αν έμπαινε πιο μέσα δεν θα ξανάβγαινε. Ψηλάφισε τον τοίχο για να βρει κάτι σαν διακόπτη. Τελικά βρήκε έναν από αυτούς τους κυκλικούς αλλά δεν λειτουργούσε. Ξαναπροσπάθησε. Τίποτα. Ήταν έτοιμος να αρχίσει να κλαίει όταν άκουσε κάποιους ψιθύρους. Ερχόντουσαν από το δωμάτιο υπηρεσίας όπου φυλάσσονται σφουγγαρίστρες, σκούπες και καθαριστικά. Άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε κάτι εκπληκτικό. Περί τα εννέα άτομα καθόντουσαν οκλαδόν και άκουγαν τον Άλκη να μιλάει – ή καλύτερα να αγορεύει – πάνω σε ένα τουμπαρισμένο καφάσι. Ο Άλκης φορούσε σανδάλια και ένα χιτώνα. Παλιός γνωστός αλλά είχαν πάψει να κάνουν παρέα με τον Σατούρνο. Ο Άλκης ήταν πολύ καλό παιδί και πολύ ωραίο, είχε αέρα, είχε εξυπνάδα, είχε πάρα πολλά χαρίσματα. Γενικότερα προσέλκυε πολύ κόσμο με την χαρισματική προσωπικότητά του. Είχε επίσης και ένα πολύ συγκεκριμένο ψεύδισμα του τον έκανε τέλειο. Όμως κάτι δεν πήγαινε καλά. Η φωνή του Άλκη δεν έφθανε στα αυτιά του Σατούρνου. Ήταν σαν να ανοιγοκλείνει απλώς το στόμα του. Σαστισμένος πλησίασε έναν από τους ακροατές. Αλλά ενώ είχε αρχίσει να του μιλάει ο Σατούρνος αυτός δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τι του έλεγε. Ο Σατούρνος αποκαρδιωμένος απομακρύνθηκε σκεπτόμενος πως ο Άλκης πιθανότατα θα προετοίμαζε καμία επαναστατική κίνηση, και πως και να ήξερε κάτι για την εφημερίδα του δεν θα μπορούσε να τον ακούσει ο Σατούρνος. Έτσι αποχώρησε από τις εγκαταστάσεις υγιεινής. Όλα αυτά του φαινόντουσαν αδιάφορα μπροστά στο τραγικό γεγονός της κλοπής – διότι περί κλοπής πρόκειται – της εφημερίδας του.
Βγήκε έξω σχεδόν τρέχοντας. Ήταν όμως της μοίρας του να συναντήσει εμπόδια στην αναζήτησή του. Συγκεκριμένα ένα σαπούνι από λίπος χοίρου ( σε σχήμα μπανανόφλουδας ίσως; ) ήταν προσεκτικά τοποθετημένο στο πάτωμα ώστε να το πατήσει μόνο ο Σατούρνος. Έξι δευτερόλεπτα αργότερα άνοιξε τα μάτια του. Έβλεπε ανθρώπους από πάνω του να τον προσπερνάνε. Πρόσεξε μία γνώριμη φάτσα. Η Ιωάννα. Χρειάστηκε να φωνάξει δύο με τρεις φορές το όνομά της για να αντιληφθεί η Ιωάννα την παρουσία του. Η Ιωάννα ήταν ένα κορίτσι από την επαρχεία της Μαντζουρίας. Όταν ήταν μικρή κάποιος μπήκε σπίτι της και βίασε και σκότωσε την αδελφή της ενώ εκείνη έβλεπε. Από τότε ακούει φωνές. Ήταν μια καλή κοπέλα κατά βάθος, αλλά ποτέ δεν ξέρεις πότε κάποιος θα αρπάξει το ηλεκτρικό πριόνι και θα αρχίσει να συλλέγει κρανία. Αφού ο Σατούρνος σηκώθηκε άρχισε γεμάτος ενθουσιασμό να διηγείται την ιστορία του στην Ιωάννα. Λίγο αφού περιέγραψε και την σκηνή με το σαπούνι η Ιωάννα άρχισε να πνίγεται. Ο Σατούρνος την χτύπησε στην πλάτη, και μια και δυο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όταν αυτή άρχισε να μελανιάζει ο ήρωας μας σκέφτηκε πως ένας δεύτερος ανεξήγητος θάνατος εν τη παρουσία του ( και τι παρουσία! .( ήρθε ο καιρός να αποκαλύψουμε πως αφηγητής είναι ο ήρωας.)) ίσως να κινούσε τις υποψίες κάποιας ανεξάρτητης αρχής, των δημοτικών κηπουρών ίσως, και δεν θα ήθελε τίποτα κηπουρούς στα πόδια του ενώ θα έψαχνε για την εφημερίδα του. Αυτές οι σκέψεις του όμως σταμάτησαν όταν από το λαιμό και το στόμα της Ιωάννας πετάχτηκε , με το τελευταίο βήξιμο ένα χαρτάκι και κόλλησε με το σάλιο της στον απέναντι τοίχο. Το χρώμα της επανήλθε. Ο Σατούρνος πλησίασε επιφυλακτικά και ξεκόλλησε τα χαρτάκια από τον τοίχο σκουπίζοντας τα σάλια στην λευκή του μπλούζα. Ξεδίπλωσε το χαρτάκι και έμεινε έκπληκτος από το γραπτό περιεχόμενό του. Συγκεκριμένα έγραφε: Την εφημερίδα την έχει ο Αδόλφος. Ξαφνικά όλα έδειχναν να συνδέονται και να ξεδιαλύνεται το μεγάλο μυστήριο. Μα ήταν σχεδόν φανερό. Εκείνη την στιγμή ξαναήρθαν στη μνήμη του τα γεγονότα της χθεσινής βραδιάς. Περιληπτικά , Ο Αδόλφος είχε έρθει στο δωμάτιο του Σατούρνου και του ζητούσε να δανειστεί την εφημερίδα. Αμέσως ένοιωσε μεγάλη ευγνωμοσύνη για την Ιωάννα. Γύρισε και αμήχανα άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του. Εντοπίζοντας τον αναπτήρα σκέφτηκε πως θα ήταν ένα καλό δείγμα ευγνωμοσύνης και της το έτεινε χωρίς να πει τίποτα. Αυτή παίρνοντας ένα ύφος πανικού έκανε μια χειρονομία άρνησης του δώρου. Ο Σατούρνος βιαστικά , μην καταλαβαίνοντας, πήγε να τις δείξει ότι λειτουργεί και τον άναψε στιγμιαία. Αστραπιαία , σαν να ήταν περιλουσμένη με βενζίνη, η Ιωάννα πήρε αμέσως φωτιά και άρχισε να καίγεται. Χωρίς βιασύνες και φωνές , παρά τις φλόγες που την τύλιγαν , έσκυψε και κάθισε οκλαδόν. Ο Σατούρνος την παρατηρούσε με θαυμασμό για την αντοχή και την υπομονή της. Τέσσερα δευτερόλεπτα αργότερα γύρισε το σώμα του και άρχισε να περπατάει σκεπτόμενος τον Αδόλφο. Ο Αδόλφος ήταν ένα καχεκτικό και μικρόσωμο ανθρωπάκι με πολύ κακία μέσα του που του άρεσε να βασανίζει ανθρώπους. Πουλούσε όπιο, και άλλα οπιούχα προϊόντα, σε τυφλούς. Επίσης περιστασιακά τους πουλούσε και ( οπιούχες ) μαγκούρες. Εκείνος πίστευε ότι έκανε φιλανθρωπία αλλά οι αστυνομικοί είχαν άλλη άποψη. Συνήθως συμμερίζονταν τις απόψεις των δημοτικών κηπουρών σε τέτοια θέματα. Τέλος ,εποχιακά, δούλευε σε τυροπιτάδικο για τυφλούς όπου πουλούσε κασερόπιτες. Ο Σατούρνος τον αναζήτησε στο μέρος που περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του, κάτω από το άγαλμα της ελευθερίας. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. ( εδώ τελειώνει η ιστορία γιατί η συνέχεια δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου