Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

Project Romanticism




Novalis

(1772 - 1801)


YMNOI ΣTH NYXTA


Mετάφραση:

Mιχάλης Παπαντωνόπουλος



V


Προ αμνημονεύτων χρόνων, σιδερένια Μοίρα εξουσίαζε τις διάσπαρτες φυλές των ανθρώπων με άλαλη βία. Βαριά, σκοτεινά δεσμά έσφιγγαν την έντρομη ψυχή τους. Απέραντη απλωνόταν η γη – κατοικία και πατρίδα των Θεών. Από αιώνες μυστήρια ορθωνόταν η Κτίση της. Πάνω από τα κόκκινα βουνά της αυγής, μέσα στην ιερή αγκαλιά της θάλασσας, κατοικούσε ο ήλιος: το ζωντανό, εκτυφλωτικό φως που έκαιγε τα πάντα.

Ένας αρχαίος γίγαντας βάσταζε στην πλάτη του τον μακάριο κόσμο. Δεσμώτες κάτω από βουνά ζούσαν οι πρωτότοκοι της Μητέρας-Γης: ανήμποροι μέσα στο ολέθριο μένος τους για το καινούριο, υπέρλαμπρο γένος των Θεών και το συγγενές του γένος των χαρούμενων ανθρώπων. Τα σκοτεινά πράσινα βάθη της θάλασσας ήταν η αγκαλιά μιας θεάς. Στις κρυστάλλινες σπηλιές ξεφάντωνε ένα ακόλαστο πλήθος. Ποτάμια και δέντρα και άνθη και ζώα είχαν ανθρώπινες αισθήσεις. Γλυκό κερνούσε το κρασί η αφθονία κι έπαιρνε νεανική μορφή: ένας θεός ανάμεσα στα αμπέλια· μία στοργική μητέρα θεά που δέσποζε μέσα στα ολόχρυσα δεμάτια – η ιερή μέθη της αγάπης: γλυκό προσκύνημα στην ομορφότερη θεά – μια ατέλειωτη, πολύχρωμη γιορτή των παιδιών του Ουρανού και των κατοίκων της Γης βούιζε η ζωή, όπως η άνοιξη μες τους αιώνες. Και όλες οι φυλές λάτρευαν με αφέλεια παιδική την αιθέρια φωτιά με τις πλήθος πτυχές, σαν ό,τι το Ύψιστο του κόσμου. Ένας και μόνο υπήρχε στοχασμός· μία και μόνο φρικτή οπτασία,


που χύμηξε φοβερή στα πρόσχαρα τραπέζια

και περιέβαλε το πνεύμα με άγρια ταραχή.

Κι ούτε οι θεοί δεν γνώριζαν ποια συμβουλή

θα γέμιζε παρηγοριά τα σκοτισμένα στήθη.

Άδυτος ο δρόμος του τέρατος

και καμιά ικεσία, καμιά προσφορά δεν κατεύναζε την

οργή·

Ο θάνατος ήταν που έπαψε με πόνο,

με αγωνία και δάκρυα τη γιορτή.

Για πάντα, πλέον, απομονωμένο από το καθετί

ό,τι σαλεύει εδώ η καρδιά με ολόγλυκη λαγνεία,

που θάλλει απ’ τους αγαπημένους μακριά,

κι εγείρει τη μακρά οιμωγή, τη μάταιη νοσταλγία·

ένα όνειρο αμυδρό έμοιαζε στον νεκρό απλώς

και του επέβαλε μια ανήμπορη μονομαχία:

στον βράχο της απύθμενης θλίψης έσπαζε

το κύμα της ευδαιμονίας.



Με τόλμη και την υψηλή φλόγα των αισθήσεων

ομόρφαινε ο άνθρωπος την αποτρόπαιη μάσκα·

ένας πράος νέος άντρας σβήνει το φως και αναπαύεται –

το τέλος θα ’ναι σίγουρα γλυκό, καθώς ο στεναγμός

μιας άρπας.

Η μνήμη λιώνει στον ψυχρό κατακλυσμό των ίσκιων·

έτσι το τραγούδι έψαλε τη θλιβερή ανάγκη.

Κι ωστόσο, αίνιγμα παρέμεινε η νύχτα η ακατάλυτη:

μιας εξουσίας μακρινής το αυστηρό σύμβολο και σημάδι.


Ο αρχαίος κόσμος πλησίαζε στο τέλος του. Ο χαρούμενος κήπος του νέου γένους είχε μαραθεί – ψηλά, στον έρημο, στον πιο ελεύθερο χώρο προσέτρεχαν οι άνθρωποι, καθώς μεγάλωναν και άφηναν την παιδική τους ηλικία. Οι θεοί χάνονταν με την ακολουθία τους. Η φύση: έρημη και άψυχη. Με σιδερένιες αλυσίδες την κρατούσαν ο στείρος αριθμός και το αυστηρό μέτρο δεμένη. Και της ζωής η απροσμέτρητη ανθοφορία σκόρπιζε, όπως οι άνεμοι κι η σκόνη, σε σκότος λέξεις. Η πίστη παράκληση κι η Φαντασία, η επουράνια σύντροφος που μεταβάλλει τα πάντα και τα συναδελφώνει, είχαν δραπετεύσει. Μίσος φυσούσε ένας ψυχρός βοριάς πάνω από κόκαλα λιβάδια, και παγωμένη η πατρίδα των θαυμάτων έφευγε, σκόρπιζε στον αιθέρα. Κατάφωτοι κόσμοι κατέκλυζαν τις ουράνιες εκτάσεις. Σε πιο βαθύ Ιερό, στον πιο υψηλό χώρο της αγάπης σερνόταν η Ψυχή με όσες της δυνάμεις – για να εξουσιάσει, εκεί, ως την αυγή της καθημερινής λαμπρότητας του κόσμου. Το φως δεν ήταν πια οικία των θεών και ουράνιο σημάδι – τώρα, τους έσκεπε η νύχτα με τα πέπλα της: η δύναμη αγκαλιά της Αποκάλυψης – κι εντός της οι θεοί επέστρεφαν και βυθίζονταν στον ύπνο τους, για να υπερβούν καινές μορφές πλήρεις φωτός τη μεταμόρφωση του κόσμου. Σε έναν λαό που ωρίμασε πρόωρα πολύ από όλους περιφρονημένος, κι απ’ την αγνή, μακάρια νεότητα πεισματικά έμεινε ξένος, πρόβαλε ο νέος κόσμος το ως τότε άγνωστο πρόσωπό του· στη φτώχεια ενός ποιητικού καταλύματος· Υιός της πρώτης παρθένου μητέρας – του μυστικού εναγκαλισμού αιώνιος καρπός. Πρώτη η σοφία της Ανατολής –διαίσθηση ανθισμένη– εννόησε την απαρχή της νέας Εποχής. Άστρο τούς έδειχνε την οδό για το ταπεινό λίκνο του Βασιλιά. Στο όνομα του απώτερου μέλλοντος τον προσκύνησαν λαμπρότητα και ευωδία: τα ύψιστα θαύματα της φύσης. Έρημη άνοιγε η ουράνια καρδιά: άνθος της παντοδύναμης αγάπης – στραμμένο στην απόμακρη όψη του πατέρα, γαλήνιο επάνω στο μακάριο στήθος οιωνό της στοργικά αυστηρής μητέρας. Με ένθεο πάθος κοιτούσε ο προφήτης οφθαλμός του νέου Βλαστού τον μέλλοντα καιρό και τους αγαπημένους: τους απόγονους του θεϊκού του γένους – αμέριμνος για ό,τι πεπρωμένο του επί γης. Γρήγορα γύρω του μαζεύτηκαν οι πλέον άδολες καρδιές, κυριευμένες από τη βαθιά, θαυμάσια αγάπη. Κοντά του, φύτρωνε βλαστός μια νέα ζωή: όμως, για εκείνον ξένη. Αστείρευτες οι λέξεις, χαρμόσυνες ειδήσεις, σαν σπίθες ενός πνεύματος θεού έπεφταν από τα φιλικά του χείλη. Από ακτή ακτές μακριά, κάτω απ’ της Ελλάδας γεννημένος τον χαρούμενο ουρανό, ήλθε ένας Βάρδος στην Παλαιστίνη και δόθηκε με όλη του την καρδιά στο βρέφος των θαυμάτων:


εσύ είσαι η μορφή του νέου ανδρός, που από καιρό

στέκει στους τάφους μας βαθιά στοχαστική·

ένα παρήγορο σημάδι μέσα στο έρεβο σκοτάδι –

του πιο υψηλού Ανθρώπου η χαρμόσυνη αυγή.

Ό,τι μας γκρέμισε στην άβυσσο θλίψη,

με νοσταλγία γλυκιά, τώρα μας ανασύρει.

Στην ώρα του θανάτου πρόβαλε η αιώνια ζωή·

εσύ είσαι θάνατος, και λύτρωση μαζί.


Και κίνησε όλο αγαλλίαση για το Ινδουστάν – μεθυσμένη η καρδιά του από αγάπη γλυκιά, ξεχείλιζε τραγούδια την παραφορά κάτω απ’ τον ήπιο ουρανό, ώστε ένα πλήθος καρδιές υποκλινόταν στο πέρασμά του και το χαρμόσυνο άγγελμα σήκωνε στον αέρα χίλιες χιλιάδες κλαδιά. Σύντομα, μετά τον αποχωρισμό του, η ακριβή ζωή μετρήθηκε: θυσία για την άβυσσο πτώση του ανθρώπου· κι Εκείνος πέθανε σε νεαρή ηλικία· ξένος πολύ από τον προσφιλή Του κόσμο: τον θρήνο της μητέρας και τους δειλούς συντρόφους. Το στόμα Του: μειλίχιο· άδειασε το σκοτεινό ποτήρι των φρικτών Παθών. Με δέος και αγωνία πλησίαζε η στιγμή της Γέννησης τον Νέο Κόσμο. Σκληρά αντιστάθηκε στους φόβους του παλιού θανάτου. Βαρύ επάνω Του έσπαζε το φορτίο του παλιού κόσμου. Το βλέμμα Του αποζήτησε τη μητέρα ακόμη μία φορά – τότε Τον έπληξε λυτρωτικό το χέρι της αιώνιας ζωής· και κοιμήθηκε. Λίγες ημέρες μόνο, κρεμόταν το βαθύ πέπλο πάνω απ’ τη γη που έτρεμε, πάνω απ’ τη θάλασσα βουή, – ξεσπούσαν οι αγαπημένοι Του σε δάκρυα ποτάμια. Και άνοιξε η σφραγίδα του Μυστηρίου – και πνεύματα ουράνια σήκωναν, έπαιρναν ψηλά την πανάρχαιη πέτρα από τον σκοτεινό τάφο. Άγγελοι παραστέκονταν στον προσκέφαλο ύπνο Του – απ’ ό,τι του ονείρου Του με αβρότητα πλασμένοι. Και ξύπνησε μέσα στη νέα λαμπρότητα των θεών και αναδύθηκε στα Ύψη του νεογέννητου κόσμου – κι έθαψε με το ίδιο Του το χέρι το Παλιό Πτώμα στην έρημη σπηλιά και κύλησε στη θέση της, με παντοδύναμο χέρι, την πέτρα που δε θα παραμέριζε καμία δύναμη, ποτέ πια!

Ακόμη δακρύζουν χαρά οι αγαπημένοι Σου: δάκρυα συγκίνησης και της απύθμενης ευγνωμοσύνης στον τάφο Σου· ακόμη Σε βλέπουν –έντρομη αγαλλίαση– να ανασταίνεσαι· και ανασταίνονται κι εκείνοι· ακόμη βλέπουν να θρηνείς πάθος γλυκό στο στήθος της μητέρας· ακόμη αυστηρός να περιφέρεσαι μαζί με τους συντρόφους Σου και να κηρύττεις λέξεις που έδρεψες από το Δέντρο της Ζωής τον Λόγο Σου· κι ακόμη: να σπεύδεις όλο νοσταλγία στα χέρια του Πατέρα· τον Νέο Άνθρωπο να φέρνεις και τα αστείρευτα ποτήρια του μέλλοντα χρυσού καιρού. Σύντομα η μητέρα έσπευσε να Σε ακολουθήσει – σ’ έναν θριαμβικό ουρανό. Η πρώτη δίπλα Σου στη νέα πατρίδα. Έκτοτε, κύλησε πολύς καιρός και σάλευε όλο και πιο λαμπερή η νέα Σου Κτίση· χιλιάδες ήλθαν κοντά Σου, αφήνοντας τον πόνο και τις τύψεις, και Σε ακολούθησαν γεμάτοι αφοσίωση και νοσταλγία και πίστη – περπατώντας μαζί Σου και με την ουράνια Παρθένο, στο Βασίλειο της αγάπης: Υπηρέτες στον Ναό του ουρανού θανάτου και δικοί Σου εις τους αιώνες.


Σηκώνεται η πέτρα

και ο Άνθρωπος ξυπνά·

σ’ εσένα μένουμε πιστοί

και δεν νιώθουμε δεσμά.

Ρέει πικρότατη η οδύνη

μπρος στο χρυσό ποτήρι,

όταν η Πλάση και η ζωή,

στον τελευταίο Δείπνο, υποκύπτει.

Σε γάμο ο θάνατος καλεί·

και εκτυφλωτικοί καίνε οι λύχνοι·

στη θέση τους οι παρθένες –

το λάδι να μην λείψει.

Κι όμως: οι εκτάσεις ηχούσαν

την πομπή από μακριά

και τα άστρα μάς καλούσαν

με ανθρώπινη λαλιά.

Χιλιάδες, Μαρία, υψώνονται

καρδιές προς την Ουσία σου.

Και μόνο εσένα αποζητούν

στον Ίσκιο της ζωής:

ελπίζουν να θεραπευθούν

με προφητική χαρά.

Κράτα τους, άγια ύπαρξη,

στο πιστό στήθος σου σφιχτά.


Έτσι αυτοί, που κατατρώγονται

από φλόγα βάσανα πικρά,

φεύγουν απ’ τον κόσμο αυτόν

και σ’ εσένα στρέφονται ξανά:

που μας έδραμες βοηθός

στην ανάγκη και στον πόνο.

Τώρα, σπεύδουμε κι εμείς μαζί τους

για να υπάρξουμε στο Αιώνιο.

Όποιος την πίστη του αγάπη εκφέρει,

σε τάφο οδύνη δεν θρηνεί.

Το γλυκό αγαθό της αγάπης

κανένας δεν του το στερεί.

Η νύχτα: έκσταση τον κατακλύζει

και τη νοσταλγία του καταπραΰνει·

πιστά τα παιδιά τ’ Ουρανού

την επικράτεια της καρδιάς του φρουρούν.

Κουράγιο, οδεύει η καθ’ ημάς

ζωή προς την Αιώνια·

η μέσα φωτιά διευρύνει

και μεταμορφώνει το Πνεύμα μας.

Λιώνει ο κόσμος των αστερισμών,

ρέει: χρυσός οίνος ζωής.

Ως τον πάτο θα τον ξεδιψάσουμε

και άστρα εκτυφλωτικά θα λάμψουμε.

Η αγάπη ελευθερώθηκε: έσπασαν τα δεσμά·

και χωρισμός: ποτέ πια.

Φουσκώνει, αγριεύει όλη η ζωή,

σαν θάλασσα απέραντη δίχως ακτή.

Μόνο μια νύχτα αγαλλίαση·

μόνο ένα ποίημα αιώνιο·

και ο γεμάτος ήλιος μας

είναι του Θεού το πρόσωπο.


***



Τον Αύγουστο του 1800 δημοσιεύεται στο περιοδικό Athenäum –όργανο της φιλοσοφικής και λογοτεχνικής έκφρασης του πρώιμου γερμανικού ρομαντισμού, που εξέδιδαν στην Ιένα, από το 1798 ως το 1800, οι αδελφοί Φρίντριχ και Αουγκούστ Βίλχελμ Σλέγκελ– η αναθεωρημένη εκδοχή των Ύμνων στη Νύχτα του Νοβάλις, ψευδώνυμο του Γκέοργκ Φρίντριχ Φίλιπ Βαρώνου φον Χάρντενμπεργκ. Ήταν ένα από τα λίγα έργα του που είδαν το φως της δημοσιότητας κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του. Είχε προηγηθεί ένα χειρόγραφο σχεδίασμα (τέλη 1799-αρχές 1800) διαρθρωμένο σε στίχους. Το δεύτερο σχεδίασμα, το οποίο ο ποιητής σκόπευε να τιτλοφορήσει Η Νύχτα, ανακύπτει λίγο αργότερα: τέλη Ιανουαρίου-αρχές Φεβρουαρίου 1800. Γραμμένο στο μεγαλύτερο μέρος του σε έρρυθμη πρόζα, επιλέγεται από τον Νοβάλις ως η οριστική μορφή της σύνθεσης. Πρόκειται για έναν συγκερασμό λογοτεχνικών τρόπων, ειδών και φιλοσοφίας, που εκφράζει το όραμα ενός υψηλού, οικουμενικού έργου, καίριου ζητούμενου στην καλλιτεχνική δημιουργία των πρώιμων Γερμανών ρομαντικών.

Η βαθύτατη οδύνη που δοκίμασε ο Νοβάλις από τον πρόωρο θάνατο της αγαπημένης του, Σοφί φον Κυν, συνιστά τον προφανή αυτοβιογραφικό πυρήνα του συνθέματος. Όσο για τον πνευματικό πυρήνα, οι επιρροές από τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε είναι προφανείς. Σύμφωνα με τον Φίχτε, το Εγώ (το υποκείμενο, η εμπειρική συνείδηση) παράγει το Μη-Εγώ (το αντικείμενο, την απόλυτη συνείδηση). Ως εκ τούτου, η παράσταση του φυσικού κόσμου ανάγεται σε κατ’ εξοχήν δημιούργημα του πνεύματος, και η σχέση του πραγματικού με το πεπερασμένο σ’ εκείνη τη νοσταλγία που παίρνει τη μορφή του έρωτα για το Αιώνιο. Ωστόσο, στους Ύμνους στη Νύχτα, ο Νοβάλις δεν θα εφαρμόσει απλώς τις παραπάνω φιλοσοφικές απόψεις, αλλά θα τις αναθεωρήσει και θα τις διευρύνει κριτικά. Αρχικά, η λυρική φωνή του ποιητικού υποκειμένου αναλαμβάνει να αρθρώσει την έγχρονη συνείδηση του άχρονου. Μέχρι τον 5ο Ύμνο, έχουμε να κάνουμε με μιαν ανασκοπηση της ιστορικής και θρησκευτικής εξέλιξης της ανθρωπότητας από τους αρχαίους χρόνους ως την εποχή της συγγραφής του ποιήματος. Στον 6ο Ύμνο, το ποιητικό υποκείμενο αποκτά συλλογικότητα, σκιαγραφόντας –με την ένταση ενός θρησκευτικού τραγουδιού– τη φρικτή εμπειρία της απόστασης από τον Θεό, μιας απόστασης που διαθέτει τη χροιά της νοσταλγίας για τον θάνατο, για εκείνη τη λυτρωτική απαρχή της αιώνιας ζωής. Έτσι επιτυγχάνεται ο οικουμενικός χαρακτήρας που επιθυμεί να προσδώσει ο Νοβάλις στο έργο του. Η συλλογικότητα δεν αφήνει περιθώρια για μελοδραματικές αναγνώσεις του έργου, δείχνοντας προς την κατεύθυνση του φιλοσοφικού αναστοχασμού. Εδώ, η εμπειρική συνείδηση μπορεί να συλλάβει το αιώνιο, μόνο μέσω της θέασης του απείρου σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, σ’ ένα παρόν που νοσταλγεί το παρελθόν και ποθεί το μέλλον. Πρόκειται για τη μετάβαση από τον φυσικό και πεπερασμένο χρόνο στον μεταφυσικό, για την ανάπτυξη του απόλυτου στη συνείδηση του υποκειμένου, για την ανα-παράσταση της ουσίας στο χρονικά προσδιορισμένο έδαφος του ποιήματος, το οποίο καρπούται –μέσω της τέχνης– το μέρισμά του στην αιωνιότητα.

Το υπέρτατο αυτό δράμα της πραγμάτωσης του αιωνίου εντός του πεπερασμένου –και αντιστρόφως– αναπτύσσεται προς τις τρεις εκείνες κατευθύνσεις της συνείδησης του χρόνου, που τόσο λάτρεψαν οι ρομαντικοί: προς το παρελθόν ως νοσταλγία ενός χρυσού εντεύθεν, προς το μέλλον ως θέαση ενός σκοτεινού επέκεινα, προς το παρόν ως επιστροφή στο ένδοξο ενταύθα του κειμένου. Χαρακτηριστικά, οι Ύμνοι συνιστούν ανά δύο μία ξεχωριστή ενότητα, όπου ο μεν πρώτος περιγράφει κάθε φορά την εξέλιξη του βίου στην οδυνηρή συνθήκη αποξένωσης που δοκιμάζει μέσα στο επίγειο βασίλειο του φωτός και τη λύτρωση που βρίσκει στην εξουσία της αιώνιας νύχτας, ενώ ο δεύτερος το ξύπνημα του Εγώ από το όραμα και την εναγώνια λαχτάρα του να βυθιστεί ξανά σε αυτό. Αυτή η φιλοσοφική σύλληψη της έννοιας του χρόνου αναθέτει στο όνειρο, στην πολυσήμαντη, προφητική ενέργεια της ψυχής που αναιρεί κάθε χωροχρονική σύμβαση, τον ρόλο του διεκπεραιωτή της καλλιτεχνικής ιδέας. Η ρηξικέλευθη, αλλά κάθε άλλο παρά άναρχη, συνειρμικότητα του ονείρου τίθεται ως ο κατ’ εξοχήν χρόνος και τόπος του πνεύματος· εκεί όπου συνενώνονται διαλεκτικά ποίηση και πρόζα, λογοτεχνική θεωρία, φιλοσοφικός και θρησκευτικός αναστοχασμός· εκεί όπου καθετί βρίσκεται σε μιαν αέναη διαδικασία εξέλιξης, πασχίζοντας να επιστρέψει στην αυθεντικότητα, να ενωθεί μυστικά με τη φύση. Ο βάρδος-ποιητής αναλαμβάνει τον ρόλο του ιερέα-προφήτη, κρατώντας το κλειδί των μεγάλων μυστηρίων της κτίσης. Το οικουμενικό θρησκευτικό όραμα του Νοβάλις φοράει το ορφικό προσωπείο του και προχωράει στην ιεροτελεστία της μέθεξης των ιστορικών σταδίων ανάπτυξης του πνεύματος. Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος των ανθρωπόμορφων θεοτήτων, που νοούσε τον θάνατο μόνο ως εκείνο το κυρίαρχο Έξω του βίου, εισρέει στους ύστερους αρχαίους χρόνους, που τον ενσωμάτωσαν ανεπαρκώς στη ροή του βίου, καταλύοντας απλώς τη μέχρι τότε θεώρησή του ως αδελφού του ύπνου, για να αρθεί στο πνευματικό ύψος του χριστιανικού κόσμου, που συμφιλίωσε τον άνθρωπο με την ιδέα του θανάτου, καθώς η γέννηση, τα πάθη, η σταύρωση και η ανάσταση του Χριστού έπαψαν να ενθαρρύνουν, σε αντίθεση με άλλες θρησκείες, τον φρικτό τρόμο για το τέλος. Εκεί όπου μια νέα θρησκεία θεμελιώνεται στην αρχή της αγάπης, ο τάφος της νεκρής αγαπημένης μετατρέπεται σε ιερό τόπο λατρείας. Η εξιδανικευμένη μορφή της αντικαθιστά την υπέρτατη μορφή του Χριστού. Το ποίημα είναι ήδη μια λειτουργία μετοχής στο ιερό, ένας ναός στον οποίο το ανθρώπινο υποκείμενο έχει την ευκαιρία να ανατρέψει τη «λογική», καθεστηκυία τάξη των έργων και των ημερών ενός κόσμου δομημένου πάνω σε στείρα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά μοντέλα, ώστε να δεξιωθεί την παντοδύναμη εξουσία του ιερού στοιχείου της νύχτας, με τον δικό του ήλιο: την αγαπημένη.

Έτσι η νύχτα και το ποίημα ταυτίζονται, γίνονται η αισθητή έκφραση της ύψιστης ιδέας, της μόνης αυθεντικής πραγματικότητας. Η νύχτα βρίσκει πάντοτε τον άνθρωπο έρημο, γυμνό, να τριγυρίζει στην τρομερή ερημιά της συνείδησης πως τα έργα της ημέρας δεν μπορούν να καλύψουν τους πόθους του. Η νύχτα βρίσκει πάντoτε τον άνθρωπο κατακερματισμένο, να ψελλίζει: Η καρδιά χορτάτη· ο κόσμος είναι που πεινάει. Όσο οξύμωρος κι αν φαντάζει αυτός ο ψίθυρος, συμπυκνώνει με τον ακριβέστερο τρόπο το υπαρξιακό άγχος που δοκιμάζει το υποκείμενο σε μιαν εποχή απουσίας του ιδανικού. Η πλησμονή των αγαθών, των απολαύσεων και των πνευματικών προϊόντων που του προσφέρεται δεν πρόκειται παρά για αισθητική και πνευματική απάτη. Εδώ έγκειται η καίρια επίκαιρη και άκρως επαναστατική πνευματικότητα των Ύμνων στη Νύχτα του Νοβάλις, ιδιαίτερα όταν αναλογίζεται κανείς το κεφαλαιοκρατικό μοντέλο οργάνωσης της σύγχρονης κοινωνίας, που εξουσιάζει τον καθ’ ημάς βίο. Γιατί ο άνθρωπος, παρά την τάση του προς την εσωτερική αταξία, δεν μπορεί να δεχθεί έναν χαοτικό κόσμο. Απαιτεί πάντα ένα κέντρο ως αποχρώντα λόγο κάθε σκέψης και πράξης. Και το κέντρο αυτό χρειάζεται μύθους. Η επιστροφή του Ξένου στην έρεβη Πατρίδα Του προβάλλει ως η μόνη πιθανή δυνατότητα να κατορθώσει το αγωνιώδες αρχετυπικό αίτημα του: να κάνει αυτόν τον κόσμο κόσμο του, να επιστρέψει στο απόλυτο, στην πλήρη ένωσή του με τη φυσική παράσταση του κόσμου. Μέσα στη νύχτα, το Εγώ θα ορίσει και πάλι την υπερβατική και κοσμική πραγματικότητά του, αναστοχαζόμενο το παρελθόν. Κρίνοντας την παροντική συνθήκη της παρουσίας του, θα πασχίσει να προβλέψει το μέλλον του –ανάγκη καίρια και διαχρονική που κάποτε η μαγεία, κάποτε η θρησκεία, κάποτε η φιλοσοφία, κάποτε τα συστήματα κοινωνικής οργάνωσης, κάποτε η επιστήμη πάσχουν να καλύψουν– ώστε να ανταπεξέλθει το τυχαίο της ύπαρξης στο σκότος του ακατανόητου μυστηρίου της ζωής.

Η άγρια, κυματοειδής λυρική έξαρση των Ύμνων στη Νύχτα άνοιξε νέους δρόμους στη φιλοσοφική σκέψη και στην ποιητική πράξη, δρόμους που από αρκετές πλευρές δεν έχουν ακόμα αξιοποιηθεί, στην πορεία μας μέσα στο αχανές βασίλειο των ιδεών.


Μιχάλης Παπαντωνόπουλος


Πλάτη Έβρου, Οκτώβριος 2006


Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Σώμα μόνον... Καυλόν Απόκρεω! (Μέρος Δεύτερον)



Ναπολέων Λαπαθιώτης


Οι μονόλογοι του καημένου Αντωνάκη


1

Οι επιθυμίες του Αντωνάκη


«Ξαπλωμένος σα γουρούνι μες στην Πάκαρ της μαμάς,

και με πρόθυμο ρουφιάνο τον καλό τον Αποστόλη,

του βαρβάτου μου του κώλου για να σβήσω τας ορμάς,

θάθελα να με γαμούσαν εκατό στρατοί και στόλοι!...»


2

Ο καημός του Αντωνάκη

(Προς τους νεαρούς Κομμουνιστάς)


Σα στοιχειό μέσ’ στις ταβέρνες κάθε βράδυ ξενυχτώ,

κι ένα πράμα μόνο ξέρω – κι η καρδούλα μου ματώνει,

πως ο νους σας έχει πέσει σ’ ένα ζήτημα φριχτό,

και ξεχνάτε να γαμάτε τον καημένο τον Αντώνη!...


6

Η εξομολόγηση του Αντωνάκη


«Χρόνια, τώρα, και χρονάκια γύριζα στους ξένους τόπους

μελετώντας, νύχτα μέρα, τις ψωλές και τους ανθρώπους,

αλλά μήτε στο Μαρόκο, μήτε και στη Χονολούλου,

δεν απάντησα, ποτέ μου, ψωλή σαν του Θρασυβούλου!

Τ’ είν’ εκείνη, βρε παιδί μου! Κόκκινη σα μπολσεβίκος,

πάντα ντούρα και βαρβάτη – και τι πάχος και τι μήκος!...

Για ψωλή καθώς εκείνη, κι όπως και του Αποστόλη,

είν’ ανάγκη να υπάρχουν ειδικοί, επίσης, κώλοι:

Ένας δε εκ των μεγίστων κώλων του παρόντος κόσμου,

άσσος μεταξύ των άσσων – είναι, πάντως, κι ο δικός μου!...»


11

Λέει ο Αντωνάκης:


Είμαι μεν αριστοκράτης, αλλά και δεινός σελέμης!

Είσαι καταστηματάρχης; Πρέπει τότε να με τρέμεις!

Κι όμως τι τιμή, για σκέψου, και τι καύχημα για σε,

να πατώ στο μαγαζί σου και να μένω βερεσέ!

Τι τιμή, να μην υπάρχει στην ταβέρνα σου γκαρσόνι,

λούστρος, μάγερας, λαντζέρης που να μη μου τόνε χώνει!

Τι τιμή, ν’ απολαμβάνει, μέρα νύχτα, συλλογίσου,

τέτοια μούρη, σαν και μένα, το κρασί σου, το φαγί σου!

- και για λίγη τιποτένια και σελέμικη τροφή,

στο προσωπικό να δίνω τέτοιον κώλον ευτραφή!

Μα, πολλές φορές, αυτό μου το σελέμικο γαμήσι

προκαλεί σκηνές, μπελάδες, αγανάκτηση και μίση…

Δεν βαριέσαι! Τους αρπάζω και στην κάμαρη τους πάω:

προκειμένου να τον φάω, τι σημαίνει κι αν τις φάω!...

17.X.1933




13

Ο Βλάμης χασικλής προς την Αντώνα:


Αντώνα μου, Μαντόνα μου, με το χοντρό τον κώλο,

που τόνε παίρνεις όλο,

Να σε γαμούσα τρεις βολές (κουνήσου, ντε, κομμάτι!)

κι ας μούβγαινε το μάτι!...


Κι έπειτα να φωνάζαμε και τα ντερβίσα τ’ άλλα,

να δεις, εσύ, καβάλα!

Κι όλοι, μια γύρα καθιστοί στο τουρλωτό σου μπούτι,

να παίζαμε μπαρμπούτι!...


24.2.1934

15

Οι “σπουδές” της Αντωνίας…


Τόσα χρόνια, στας “Ογρώπας”,

σαν πολύπειρος κυρά,

η παχύδερμος Αντώνα

μελετούσε στη σειρά…


Έβανε τον κώλο κάτου

κι επεδόθη στη σπουδή,

κι ούτε σήκωνε κεφάλι

- το δικό της δηλαδή!...


Τι να σπούδαζε; Ποιος ξέρει!

Δεν μπορεί να βρει κανείς!

Φαίνεται να προπονείτο

δι’ “αγώνας διεθνείς”…


Κι έτσι, τώρα, κι η Αντώνα

έχει πείρα για πολλά,

και κατέχει τόσες γλώσσες

για να γλύφει πιο καλά…


30. 3. 1934

16

Το επίγραμμα του Αντωνάκη


Αντωνάκης, Ευρωπαίος,

συνηθίζων παντός, όστις,

των περί τον κώλον γνώστης,

εκτελεί χρέη “ιππέως”,

να προσδέχεται το πέος

- συνεχώς κι αποτροπαίως…


30. 3. 1934

17

Μετά το καβαλίκεμα…


[α] Οι εντυπώσεις της Αντώνας:

Καύλα κι όρεξη πολλή,

ανεκτίμητος αγκάλη,

- μικρή μόνον η ψωλή:

Να την είχε πιο μεγάλη!...


[β] Οι εντυπώσεις του Γαμιά της:

Καλά όλα της νυκτός,

με παραφοράς ηδείας,

- πλην ο κώλος ανοικτός,

μέχρι φρίκης κι αηδίας…


2. 4. 1934

18

Η «ψυχολογική στιγμή» της Αντώνας!...


Η Αντώνα, μ’ ένα μούργο,

που την έχει καβαλήσει,

- τύπο φαύλο και πανούργο,

τα βρακιά της έχει λύσει,


κι όπως είναι, σαν το κτήνος,

τουρλωμένη στο ντιβάνι,

του μιλεί, ενώ εκείνος

προσπαθεί να της τη βάνει:


«Μη φοβάσαι! Βάν’ την όλη,

βάν’ την, δεν θα με ματώσει!

Σαν και το δικό μου κώλοι,

παίρνουν τόση κι άλλη τόση!...


Πιάσε λίγο το βυζί μου!

Τώρα, τρίψε μου τη ρώγα…

Θα το δεις όπου μαζί μου,

θα καείς από τη φλόγα!...


Φως μου, συ, παράδεισέ μου,

τ’ ουρανού σταλμένος είσαι;!...

Δεν αντέχω πια, χρυσέ μου!

Να, θα χύσω!… Χύνω!… Χύσε!...»

…………………………………


Κι η Αντώνα λιγωμένη,

με τον κώλο της χορτάτο,

δίνει μια και πέφτει κάτω

και ξερή για λίγο μένει!...


5.4.1934


20


Ο γνωστός μας Αντωνάκης, αθεράπευτος μπινές,

ήρως απρεπών σκανδάλων αποβάς στην κάμαρά του,

δεινό διώξιμον υπέστη, παταγώδες κι απηνές,

εξωσθείς απ’ την καημένη τη σπιτονοικοκυρά του!


Κι έτσι, πάντα φουσκωμένος, κορδωμένος και παχύς,

πιάνοντας τον πισινό του και φορώντας τα καλά του,

ζητεί τώρα για να κάτσει κάποιον οίκον “ανοχής”,

που ν’ ανέχεται τους άθλους και τα κωλοσκάνδαλά του…


26. 5. 1934

21


Ο καλός μας Αντωνάκης, κολοκύθας όσο λίγοι,

μη θιγείς, είκοσι χρόνους, απ’ του κόσμου τις ψωλές,

μολονότι, μέρα νύχτα, κατεβρόχθισε πολλές,

- από τα γραφόμενά μου τα κατάφερε κι εθίγη!


Κι απ’ τη λύπη του που τόσο τον πειράξαμεν εμείς,

κάλεσε, την ίδια μέρα, των “ανθρώπων” του τα πλήθη,

και προς δόξαν της αδίκως σπιλωθείσης του τιμής,

λυσσωδώς κατεγαμήθη!...


6. VI. 34


24

Η εθνική θυσία της Αντώνας!...


Αντώνα η μαμμόθρεπτος και παραφουσκωμένη,

κάτοχος κώλου λαϊκών, τελείως, φρονημάτων,

έξω φρενών με τους λοιπούς και με το κίνημά των

και θέλουσα διακαώς, ρητώς και παντί σθένει,

(αυτή, που μόνη της δουλειά στον κόσμον, είν’ ο έρως!)

να εργασθεί πιο εθνικώς κι αντιφιλελευθέρως,

προήλθεν εις απόφασιν πατριωτικοτάτην:

Αντί να παίρνει, του λοιπού, τον κάθε διαβάτην,

- να θυσιάσει μερικώς το πάθος εις τον θρόνον

και να μη δέχεται ψωλή, παρά βασιλοφρόνων…


30.3.1935

25

Lassata, sed non satiate

(Κουρασμένη, πλην όχι κορεσμένη)


Η παχύδερμος Αντώνα

δε φρονίμεψε, και μήτε

που σταμάτησε, καθόλου,

μέρα νύχτα να γαμήται!


Ζήτημ’ αν θα συναντήσεις

λούστρο, κάπελα, λαντζέρη,

στην Αθήνα, που να μην της

πέρασε κι από ΄να χέρι…


Τώρα το ΄ριξε στους μάγκες:

θέλει “νταβατζή” κι “αδρέφι”…

Και να δεις που, όσο τον τρώει,

τόσο, μάτια μου, τη θρέφει!...



Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Αφιέρωμα: Ελληνική ποίηση 1952 – 1974

Φώτης Κόντογλου, Πρόσφυγες ή η Κοιλάδα του Κλαυθμώνος



Θωμάς Γκόρπας


ΠΑΝΟΡΑΜΑ

(1975)


Τραγωδία


Κανείς δεν σκέφτηκε να κλείσει φεύγοντας την πόρτα

κανείς δεν σκέφτηκε τον άνεμο που θα ‘ρχονταν σε λίγο

κανείς δεν σκέφτηκε τι άφηνε και τι έπαιρνε κοντά του

φύλλα μαχαίρια βλέμματα ή τα τελευταία λόγια

που θα ‘διναν στην παρεξήγηση ένα τέλος.

Θέλω να σ’ αγαπήσω μα δε γίνεται έχω αργήσει

θέλω να σ’ αγαπήσω όσο δε μ’ αγάπησε κανένας

να σκιστώ για σένα ν’ αλλάξω γειτονιά ν’ αλλάξω στέκια.

Τώρα πελώρια άγνωστα χέρια ασυνείδητα με δέρνουν

τώρα ξαφνικά νερά μου έκλεισαν όλους τους δρόμους

τώρα παλιά τραγούδια λαϊκά βαραίνουν τον αέρα…

Αν θα σε ξαναβρώ δεν ξέρω που θα σε τρακάρω πάλι

σε πόλη ολοκαίνουργια με εναέριους δρόμους

ή σε μοντέρνα ερημιά ή μες το τελευταίο σκοτάδι…

Και θα ‘χω άραγε ακόμα την παλιά καρδιά;


Ποιοι μας αγαπάνε;


Αυτό το καλοκαίρι ποιος θα το πάρει;

Ποιοι μας αγαπάνε;

Κλειστό μαγαζί

κλειστό μαγαζί της αγάπης.

Κι αυτό το καλοκαίρι φέρνει για μένα μπάνια

σ’ αχρησιμοποίητες ακρογιαλιές

θαλασσινά ναπολιτάνικα φαγιά μπύρες ουίσκια

άγρια εκμετάλλευση εχθρών και φίλων

αποκρουστικά ξενύχτια σε ντεκόρ ποιητικά κι ευχάριστα.

Είμαι κουρασμένος πολύ κουρασμένος μέσα

πως θέλετε να το δείτε ανοίξτε με να το δείτε

έχω όμως κουράγιο

αδυνατώ να επιχειρήσω με πνεύμα επιχειρησιακό την ηλικία μου

αδυνατώ να πιστέψω πως αγάπησε έστω κι ένας έως τώρα

αδυνατώ να βρω μια σκοπιμότητα στην τέχνη

εκτός της σκοπιμότητος πως πρέπει να ζήσει κι αυτή

όπως τόσα άλλα ωραία ή χαμερπή αδιάφορο…

Σου λέω:

Θέλω να γείρω… να ξεκουραστώ… να γείρω…

να μάθω πάλι να μετράω τ’ άστρα χωρίς να χάνω και τον ουρανό

να ξαναγίνω θαυμαστής του ηλιοβασιλέματος

να λαχταράω το τσιγάρο ενώ δεν το έχω μάθει ακόμα.

Σου λέω:

Εγώ που αγάπησα τα πάντα πριν να τα γνωρίσω θέλω

ν’ αγαπήσω κάτι επιτέλους που το ξέρω!...


Ιστορίες


Είσαι μέσα σ’ ένα κλουβί. Αλλά δεν είσαι πουλί. Εγώ πότε πουλάω κλουβιά πότε πουλιά πότε καναβούρι πότε δίσκους 78 στροφών ρεμπέτικα και δημοτικά – πρώτες εκτελέσεις.

Ξαφνικά μου ήρθε η φράση: γαλάζιες καναβουριές

ξαφνικά μου ήρθε

ξαφνικά

η βροχή δεν σταμάτα

βρισκόμαστε στο Μεσολόγγι

έχω γνωρίσει εφτακόσιες ποιήσεις που σάπισαν μέσα σε μια βροχή που δε σταματά

εγώ ξέρω το κόλπο.

Όταν ήμουν μικρός κάποιος μεγάλος φίλος μου που αργότερα τον έσφαξαν εκ λάθους μου είπε:

Θωμά

το πέος και το δέος ποτέ δεν πουλιούνται μαζί… Γκέκε;

Γαλάζιες καναβουριές λοιπόν

γαλάζια πέλαγα γαλάζια μάτια λεφτά γαλάζια…

Η ευκολία της ποιήσεως έγινε ανταγωνιστική της δυσκολίας της πέψεως πάσης σαβούρας πάσης καλής κουβέντας πάσης μίξεως μοναξιάς και πάσης μαλακίας

το γαλάζιο εκ πρώτης όψεως είναι ελαφρύ

χρώμα

στο βάθος πλαστογραφεί το γκρι

το γκρι ανεπιτυχής απομίμησις του μαύρου

το μαύρο είναι τα καμένα σπλάχνα του άσπρου

το άσπρο είναι μια μικρή Μάγδα με ερωτηματικά

η Μάγδα είναι κέρατο βερνικωμένο καλαβρυτινό

τα πάντα βερνικωμένα είναι όμως τα κέρατα είναι λίγα

λίγα…

Είσαι κακός! Αρνείσαι τα πάντα. Δεν αφήνεις τίποτε απείραχτο!

Είσαι κομπλεξικός! Πες μου κάτι που είναι καλό! Πες μας έναν που τον παραδέχεσαι!

Τσιτσάνης Καλδάρας Καλδάρας Τσιτσάνης

όταν συμβεί το σοβαρόν

όταν συμβεί στα πέριξ καρδιές να κλαίνε

φωτιές να καίνε

Εσύ

σκοπίμως μένεις μόνη

Εσύ.

Το μαγαζί είχε ατμόσφαιρα πουτανέ

τ’ αρώματα των κοριτσιών έδιναν κ’ έπαιρναν

η ιδέα του χασισιού περιεπλανάτο στον αέρα

το χασίσι περιεπλανάτο από χέρι σε χέρι

στρατηγοί σωφέρ φαντάροι συγγραφείς ηθοποιοί επαγγελματίες φοιτητές υπάλληλοι του ΙΚΑ παίκτες του ΠΡΟΠΟ του ποδοσφαίρου του γάμου και των ιδεών

σαν ένας

έτρωγαν κ’ έπιναν φρούτα φιστίκια φώτα και χαλβά

Με με

τη μου…

Είσαι μέσα σ’ ένα κλουβί.

Είμαι μέσα σ’ ένα πετσί

αλλά καμιά φορά

βγαίνω κ’ έξω

βρε αδερφέ!

Σας φέρνω χαιρετισμούς από το Νικόλαο Σοφιανό τον Πάτερ Κοσμά τον Αλή Πασά το Ρήγα τον Χριστόφορο Περραιβό τον Γιώργη Καραϊσκάκη τον Στρατηγό Μακρυγιάννη τους Υψηλάντηδες…

Είναι καλά και ρωτάν πως τα περνάτε μαθαίνουν νέα σας από την τηλεόραση αλλά δεν τους φτάνει

γράψτε και κανένα γραμματάκι ρε παιδιά…

Να ‘ρθουν κι αυτοί!!!

Από κει πάνω; Από κει πέρα; Με τέτοιο καιρό;

Μεταξύ μας: Σας έχουν χεσμένους…

Ο Τσιτσάνης; Δε λέω πως δεν είναι καλός… στο είδος του βέβαια… αν σκεφτεί μάλιστα κανείς πως δεν ξέρει γράμματα… κι ούτε απ’ έξω πέρασε από ωδείο… και χασίκλα! Χριστέ μου, χασίκλα! Μου έλεγε η Μαίρη ότι όταν πριν δέκα χρόνια είχε πάει με τον μπαμπά της και τη μαμά της στο μαγαζί που τραγουδούσε ο Τσιτσάνης…

τ ς

ρ η

α ν

γ ά

ο σ

υ τ

δ ι

ο σ

ύ τ

σ

ε

ο

(η Νταίζη Πασχάκη αφού τελειοποιήθηκε εις το Εθνικόν Ωδείον εγνώρισε σε ένα πάρτυ τον Μιχαήλ Ψαρέλη τον αγάπησε την αγάπησε του έκανε ένα χρόνο την παρθένα της έκανε ένα χρόνο το καλό παιδί που αγωνίζεται να αποκατασταθεί επαγγελματικώς αρραβωνιαστήκαν κράτησαν τους πιο καλούς απ’ τους παλιούς τους φίλους παντρεύτηκαν δεν έκαναν αμέσως παιδί για να χαρούν λιγάκι τη ζωή τους τη χάρηκαν αυτή με τον γαλακτοπώλη της γειτονιάς «ανόητος αλλά έχει σεξ» αυτός στα μπορντέλα των παρόδων της Αχαρνών γκαστρώθηκε η Νταίζη άγνωστον πως ακατανόητον γιατί χώρισαν πριν γεννηθεί το παιδί αυτός παρέμεινε στη δουλειά του αυτή έγινε (καμάρωνε) κατήντησε (έλεγε αυτός που ζήλευε) τραγουδίστρια σε μπουάτ στα 32 της (φλεβίτις κλπ) και έπιασε χάρις εις το πλούσιον ρεπερτόριο της – είχε και ρεμπέτικο…)

ο Τσιτσάνης τραγουδούσε ακόμα

(κάποτε μια κυρία με λεφτά συνέστησε στην Νταίζη να δει τον Τσιτσάνη μπορούσε να του τηλεφωνήσει είναι θαυμάστρια του 20 χρόνια έγινε το ραντεβού στην κουζίνα του μαγαζιού όπου τραγουδούσε ο Βασίλης της μέτρησε τη φωνή μέσα σ’ ένα ντορεμιφασόλ… δεν κάνεις παιδί μου της είπε είναι δύσκολο το επάγγελμα βρες κανέναν νοικοκύρη να φτιάσεις τη ζωή σου δε βλέπεις τα δικά μας χάλια…

Η Νταίζη λίγους μήνες μετά άρχισε να παραδίδει μαθήματα μουσικής σε παιδιά έβγαζε καλό μεροκάματο πήρε και το παιδάκι της μαζί της…

Απ’ τον πρώτο σοβαρό γκόμενο που έπιασε ζήτησε να την πάει εκεί που τραγουδούσε ο Τσιτσάνης… έχουμε γνωριστεί…)

Ο Τσιτσάνης τραγουδούσε ακόμα

εγώ τραγουδάω ακόμα

δύσκολο πράγμα το τραγούδι

πολλοί τραγουδάνε

λίγοι έχουνε φωνή…


***


Σε συνεργασία με την Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης - Ποιείν:

http://www.poiein.gr/archives/4394/index.html