Τώρα ο κόσμος που κοιτώ είναι αλήθεια. Αληθινό είναι αυτό που βλέπω εγώ. Ό,τι βλέπω εγώ δεν το βλέπουν οι άλλοι. Η δική μου αλήθεια δεν είναι η αλήθεια των άλλων. Κι αυτό που εμένα μου φαίνεται αυτονόητο στους άλλους φαντάζει παράδοξο. Προσπαθώ να μεταφράσω αυτό το καινούργιο συναίσθημα. Οι λέξεις μου δεν μου φτάνουν. Ανακατώνω τις λέξεις. Αναρωτιέμαι που αρχίζει η δική μου αλήθεια και που τελειώνει των άλλων. Επισκέπτομαι συνέχεια τα όνειρα μου ψάχνω να βρω τα λόγια να κάνω την πράξη μου όνειρο. Όνειρο είναι αυτό που βλέπω εγώ. Ό,τι βλέπω εγώ δεν το βλέπουν οι άλλοι. Και τα όνειρα τα δικά μου μοιάζουν στους άλλους εφιάλτες. Ανοίγω την πόρτα στο όνειρο. Περπατάω μέσα σ’ ένα πούσι πυκνό προσπαθώντας να μεταμορφώσω τον κόσμο να τον κάνω τον κόσμο μου το σύμπαν διαστέλλεται και μένω μόνος και πάλι οι άλλοι εξαφανίζονται κι εγώ κοιτάω την πλάτη μου. Λείπω. Κι όμως ξέρω καλά πως είμαι ακόμα εδώ. Όπως ξέρω καλά το νιώθω πως δεν είμαι δεν μπορεί δεν πρέπει να είμαι μόνος μου. Νιώθω την παρουσία τους ν’ αχνοφέγγει μες τα σκοτάδια. Μία σιωπή αμφίσημη. Πίσω από δάση δέντρα σκοτεινά και λίμνες πεδιάδες μέσα σε κάστρα έρημες πόλεις κι ερειπωμένα χωριά. Μέσα σ’ ένα απέραντο διάστημα κι ένα σπίτι νεκρό. Και θέλω να τους φωνάξω ν’ ανοίξω την πόρτα και να τους ψάξω. Να πάρω τους δρόμους να τρέχω ν’ αναγνωρίσω τα πρόσωπα τους ψηλαφιστά ν’ αποκτήσουν χαρακτηριστικά. Σκιές. Σκοτεινές σκιές σιωπηλές. Πώς να τους ψάξω σ’ έναν κόσμο που δεν είναι δικός τους; Πώς να τους ψάξω σ’ έναν κόσμο που είναι μόνο δικός μου; Δεν υπάρχω μόνος μου κι όμως ζω σ’ έναν κόσμο δικό μου. Πώς να κάνω τον κόσμο μου κόσμο τους; Πώς να τους κάνω να υπάρξουνε πλάι μου; Να τους δώσω τα κλειδιά για τον κόσμο μου; Μεταφράζω το όνειρο και βλέπουν εφιάλτες. Όσα γνωρίζουν εγώ δεν τ’ αναγνωρίζω κι όσα φοβούνται δεν με τρομάζουν. Όσα γνωρίζω αρνούνται να τα κοιτάξουν κι όσα φοβάμαι τους φαίνονται μάταια. Πώς να εναρμονίσω τους κόσμους μας; Πώς να εναρμονίσω την αλήθεια μου στις υπάρξεις τους; Πώς να δέσω την ύπαρξη μου στον κόσμο τους που καθόλου δεν τον αναγνωρίζω για κόσμο μου; Πώς να παρεισφρήσω στα όνειρα τους και να τα κάνω δικά μου; Πως να κάνω τα δικά μου όνειρα κόσμο τους; Σε Όνειρο πώς να συγκροτήσω τα όνειρα; Πώς να δω στην εγγενή μου αντίφαση μια ψηφίδα του Όλου και στ’ όνειρο μου την αντανάκλαση του Ενός όταν το Ένα επιμένει να μου διαφεύγει λανθάνων μέσα σ’ αισθήσεις εφήμερες χωρίς συνοχή; Πώς να διαχειριστώ την ήττα ότι υπήρξα χωρίς να υπάρξω; Και πώς να επουλώσω την αυτεπίγνωση πως δεν θα υπήρχαν αν δεν είχα υπάρξει; Βαθιά μες το αίμα υπάρχει μία πληγή που δεν τη γιατρεύουν τα λόγια.
Παναγιώτης Παγιάτης, Ένα ζευγάρι παπούτσια για τον Σίσυφο
-
Καθηγητά, η ιστορία που θα σας πω έχει, νομίζω, ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Συνέβη ενώ βρισκόμουν σε ένα μικρό μπαράκι στην Αγίας Ζώνης λίγο πριν από
τη συνάντησ...
Πριν από 1 μήνα
1 σχόλιο:
"Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.
Κάτι που θα ‘κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά.
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.
Κάτι που θα’ κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ.
Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ… Σκεφτήτε… Εγώ.
Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…
Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ.
Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι’ οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.
Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιό απομακρυσμένες
κι’ εγώ σ’ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.
Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
γιά τους αστερισμούς ή γιά τα κύματα
γιά τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.
Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ’ ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.
Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι’ ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει.
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ.
Και μιά γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
– μιά γριά σ’ ένα πολύβουο καφενείο –
μιά αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι’ ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.
Και μιά βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιάς Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δήτε – ίσως – τη Γκρέτα να επιστρέψει.
Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι’ από πεζό χωμάτινο ένα μνήμα,
δε θα ‘ναι ποιητικώτερο και πι’ όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;
Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.
Η μόνη μου παράκληση όμως θα ‘τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε.
Κι’ όπως εγώ για έν’ αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθήτε"
Δημοσίευση σχολίου