Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Αλεξάνδρα Γκιάφη, Οι Μικροί Άνθρωποι

Jackson Pollock, She Wolf



Αλεξάνδρα Γκιάφη


Οι Μικροί Άνθρωποι


Ανάμνηση


Συρμάτινα πλέγματα χαράζουν το μυαλό μου

και ο καιρός γελάει

χαϊδεύει τ’ αστραπόφερτα ποτάμια των ματιών σου

και σε χωριάτικη λινάτσα σε κεντάει.

Στο καφενέ στέκεις Ευρωπαίος

περιπαίζοντας τα χωρατά μου

και στου τρένου τα πολύχρωμα βαγόνια

χάνω τα ίχνη από τα βήματα μου.


Απόγνωση


Ό,τι δε γνώρισα από σένα

σα να μου το ‘χες τάξει

θα γίνει φυλακή δίχως επισκεπτήριο.

Το σταμπωτό φουστάνι μου

ακουαρέλα δανεική

χρώμα θα χάσει και χλωμό

απ’ τα χέρια μου θα πάρει.

Λύτρωση το χάραμα δε φέρνει,

η ανάσα είν’ ακόμα πορφυρή

μα εγώ στέκω πάλι απέναντι σου

και ζητώ να σ’ αγαπήσω πιο πολύ.


Αποχαιρετισμός


Εσύ που γύρευες την αλήθεια σου

και τον κορεσμό δεν τον πιστεύεις

τώρα γιατί φεύγεις;

Εδώ είμαι…

τα κύτταρα ενώνω

και την ανθρώπινη μορφή

για σένα αποκτώ.

Τα λίγα ‘όχι’, εκείνα τα πολύτιμα

αυτά μόνο κρατώ

και τα κουτάκια μου διασπώ

μάζα αγάπης που ορμώ

σε ολοκλήρωσης κενό.

Ό,τι δεν είμαι αντανακλώ

γυάλινο πρίσμα, ρόδου χρώμα

αυτό είμαι κι εγώ.

Μπορείς αν θες να φύγεις

γιατί το μέσα σου αγαπώ

απλά που δεν με γνώρισες

γι αυτό μόνο πενθώ.


Ερωτικό


Απόψε θα χορέψω για σένα!

Θα χορέψω μέχρι το πρωί.

Η μουσική ζωή θα δώσει στα νεκρά μου μέλη

και θα ξυπνήσω όλη τη γειτονιά να δει το θαύμα.

Απόψε θα φωτίσω για σένα τις γκρίζες μας κολώνες

πειρατικοί σταθμοί θα παίζουν το χορό μου.

Απόψε θα ζηλέψω για σένα!

Θα ζηλέψω με πάθος όνειρα μεγάλα

θα γίνω θεατρίνα και

στο σανίδι της ψυχής σου

θα δώσω την πιο γλυκειά παράσταση.

Και τα λουλούδια του κοινού

στο χώμα θ’ ακουμπήσω

να βλαστήσουν εκεί τα άνθη της χαράς μου

και να σου προσφέρουν τον πιο φωτεινό κήπο!

Απόψε θα πεθάνω για σένα!


Θύμηση


Έτσι έφυγα μακριά σου

ώσπου η φωνή μου βράχνιασε.

Έγιναν θρήνος τα τραγούδια

… έπειτα σιωπή.

Μα μέσα στο στείρο πια σκαρί μου,

άδειο από ζωή, άδειο κι από φόβο,

στα γερασμένα κύτταρα μου

θυμάται ακόμα το μυαλό

δυο χέρια που αγάπησα

κι ένα παιδί που ρώταγε όλο απορία:

Μπαμπά γιατί αυτή η γυναίκα κρατά λευκά στεφάνια;


Το ανδρικό γινάτι


Τι με κοιτάς;

Δεν έχω πια φωνή να τραγουδώ μαζί σου…

Τετράδιο το πρόσωπο μου

γεμάτο βρόχινες γραμμές

με λέξεις ανορθόγραφες

στο χρόνο αλλοιωμένες.

Φοβάμαι το περπάτημα τη μέρα.

Τους αστικούς δρόμους έκανες ναρκοπέδια,

τις άσπρες τους γραμμές τεντώνεις με αφέλεια

κι εγώ τραβάω λάθος μονοπάτι

σαν σου προσφέρω λάφυρο

το ανδρικό γινάτι.





Από τη συλλογή Οι μικροί άνθρωποι (2003), εκδ. Δωδώνη.

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

Γιώργος Λίλλης, Κατακερματισμένη απολογία μες στο σκοτάδι

Emil Nolde, Prophet (woodcut)


Γιώργος Λίλλης


Κατακερματισμένη απολογία μες στο σκοτάδι


Οι παγωμένες σκιές και η ανάσα.

Που είχε κάνει σχοινί τη φωνή και θηλιά

το άγριο σούρουπο των ματιών·

των ματιών μου το παγωμένο οροπέδιο.

Κι ας ήμουν μόνος

κι ας ήμουν στο σκοτάδι μόνος

το σκοτάδι που από μελάνι γίνεται λέξη κι από λέξη

σπιτάκι μνήμης στη λευκή πεδιάδα

το σκοτάδι που ανοίγει την πορτούλα

πίσω ακριβώς απ’ το θώρακα και μετρά

το υπόλοιπο της ζωής· αν η μπαταρία

αρχίζει να σκουριάζει

κι άλλα τέτοια παρανοϊκά

σαν να ορμούν δέντρα και νερά

πολλά νερά μες το δωμάτιο.


Φοβισμένος τυλίγομαι μέσα·

γιατρεύομαι σ’ ενύπνια που δεν αγαπούν το φως.

Και με κοιτάζουν.

Περιεργάζονται το σχήμα μου, ελέγχουν την πείνα μου για φυγή

καταδυναστεύουν την όραση μου. Μόνο ένα κομμάτι

ουρανό. Κι αυτό όχι κατάδικο μου. Κι άλλοι δίπλα μου νηστικοί και μόνοι

εκλιπαρούν και το μοιράζω λοιπόν το κομμάτι.

Μ’ έχουν πιάσει και φωνάζω βοήθεια

σώστε τα μελάνια μου

σώστε τις σκιές μες τις λέξεις

αφήστε ν’ αφουγκραστώ την ανάσα

την ανάσα μου καθώς βασανίζεται

ν’ ανέβει από τη σπηλιά του λαιμού κι όπως σπάζοντας

να σκορπά φωνή

χιλιάδες τρομαγμένες νυχτερίδες δίχως φεγγάρι σαν σε όνειρο·

μεγάλο τρομακτικό όνειρο:


Το δωμάτιο δίχως τοίχους σ’ ένα λιβάδι.


Μοιάζω με μυρμήγκι στα χέρια

άγριων εφήβων που με γυαλί αντίκρυ

στον ήλιο προσπαθούν να με κάψουν.

Παγιδεύομαι και βγάζω κραυγή, ώσπου

γίνεται από το στόμα μου σχοινί.

Δεν ξέρω που καταλήγει

μα έτσι τεντωμένο πιάνομαι

και με δύναμη σκαρφαλώνω.

Ένα καράβι περιμένει. Πλέουμε

σε μια θάλασσα που στο βάθος τελειώνει.

Ακολουθούν σμήνος ιπτάμενα ψάρια.


Μην έχοντας άλλη εκλογή πέφτω στο νερό

και βρίσκομαι ξαφνικά να κολυμπώ σ’ ένα μπουκάλι.

Φιγούρες ανθρώπων γύρω απ’ το τραπέζι.

Κάποιος δίχως να με προσέξει έτσι όπως πάσχιζα

να κρατηθώ στην επιφάνεια με ρίχνει στο ποτήρι

με πίνει. Βυθίζομαι στο σκοτάδι, ώσπου φτάνω

σε μια ολόφωτη αίθουσα γεμάτη κόσμο.

Δίχως να καταλάβω βρίσκομαι

στην αγκαλιά μιας κοπέλας. Με οδηγεί

σ’ ένα δωμάτιο. Κάτι με τραντάζει ρυθμικά.

Είμαστε ακριβώς στην καρδιά του, ψιθυρίζει.

Βγάζει τα ρούχα και ξαπλώνει

γυμνή πάνω στο κόκκινο. Τη βλέπω να κόβει

προσεκτικά την καρδιά του άτυχου που με κατάπιε

να μου προσφέρει.


Κι όπως τρομαγμένος φεύγω βλέπω.

Γονάτισαν τα σπίτια στις σκιές τους

καταπλακώθηκαν από σκοτάδι.

Παρατηρούσα άναυδος πως

μερικά μην αντέχοντας

την οδύνη του εξευτελισμού αυτοκτονούσαν

με τα καλώδια της ΔΕΗ.


Οι δρόμοι ζωντάνευαν, ασφάλτινα φίδια

ορμούσαν στ’ αυτοκίνητα·

στις ερημιές του αντικρινού λόφου

το τελευταίο δάσος παραδιδόταν στη στρατιά

των κεραιών της τηλεόρασης

δάση πυκνά από σίδερο, φυλλωσιές από ατσάλι

περιμένοντας να φωλιάσουν

τα πρώτα μεταλλαγμένα πουλιά, βγαλμένα

από τα εφιαλτικά όνειρα του Χίτσκοκ.


Κάποια γυναίκα φυλακισμένη

πίσω απ’ το παράθυρο

αποφασίζοντας να θυσιαστεί

παρά να χωθούν βαθιά μέσα της

τα χρώματα που σκορπούσε

το τοπίο πάνω της

έπαιρνε ψαλίδι

και κόβοντας τα μακριά της μαλλιά

τα σκορπούσε

ώσπου λες κι αυτό ήταν

το μοναδικό βάρος που την κρατούσε

ανυψωνόταν και χανόταν.


Η τρέλα καραδοκούσε κάτω από το κρεβάτι μου

τέρατα που είχαν φράξει την είσοδο του δωματίου

ενθρονισμένα…


Βγαίνω απ’ την κρυψώνα σε τοπίο αχανές.

Φοβισμένος πως κάποτε θα έρθουν.

Κι επικαλούμαι το σκοτάδι να τους κάνει να μη βλέπουν.

Το σκοτάδι μου. Και βλέπω. Να μπαίνει

όλη η θάλασσα.

Και να μην πνίγομαι.

Ενυδρεία ασφαλή

ενάντια σε πληγές από πένες αιχμηρές και αιμοβόρες.

Που το ξέρω. Με θέλουν.

Πανεύκολα θα με διαπεράσουν και θα μ’ αφήσουν έτσι

τρυπημένο από παντού όλοι

να βλέπουν.


Και φτάνω. Κι όπως ανοίγω στην τύχη

Διαβάζω σαν σε ημερολόγιο. Και τρομάζω. Είμαι εγώ

τα πρόσωπα κι είμαι

εγώ αυτός που γράφει. Και διαβάζω ό,τι γράφω

δυνατά διαβάζω

και μ’ ακούν


Ξημέρωσε. Όπως χθες, όπως τόσα χρόνια, τόσους αιώνες. Η νύχτα που πέρασε άφησε πάλι τα σημάδια της πάνω μου. Δεν θα ξανακοιμηθώ. Θα μείνω έτσι από πείσμα ξάγρυπνος μέχρι τέλος. Ξάγρυπνος μέχρι τον ύπνο της νύχτας, του ονείρου και του ίδιου του ύπνου. Κάποτε θα νυστάξουν, κάποτε θα βαρεθούν, θ’ απελπιστούν, και θα κοιμηθούν. Θα το κάνουν. Και θα είμαι ο μόνος που θα το δει. Ξύπνιος και μόνος. Κάνει ζέστη. Κοιτάζω το ρολόι περιμένοντας να χάσει το ρυθμό του για να έρθει το τέλος του χρόνου, των μηνών, των ωρών, των λεπτών, των δευτερολέπτων. Να σβήσει ο χρόνος και να πετρώσω εδώ δίπλα στο παράθυρο με το φλιτζάνι του καφέ στο χέρι. Μπροστά στον καθρέφτη. Μεταίχμιο οι δυο όψεις μου και στη μέση το γυαλί. Που βρίσκομαι; Γιατί είμαι εδώ; Ποιος είναι αυτός που κοιτά μέσα στον καθρέφτη; Πολλοί άνθρωποι σκοτώνονται. Πολλοί τρελαίνονται. Πρέπει να υπάρχει κάποια αιτία για όλα αυτά. Μοιάζω με το τίποτα. Και πως μοιάζει το τίποτα; Ποιος κατοικεί μέσα μου; Μισός θεός, μισός διάβολος ή τι; Είναι δοσμένα όλα λένε οι μυημένοι. Που; Πως; Πότε; Αυτός ο τόπος είναι γεμάτος μυστικά, κρυμμένα, τέλεια καμουφλαρισμένα, καλά προστατευμένα. Μόνο οι άγγελοι μπορούν να τ’ αγγίξουν. Μονάχα αυτοί να μου λένε: «Πιάσε στα χέρια σου την άμμο. Αυτή που τόσα χρόνια κοιμάται σε τούτο το ακρογυάλι. Μπορείς να τη νιώσεις;» με ρωτούν, «μπορείς να την απαριθμήσεις; Πόσο μικρός είσαι για αριθμούς.» Είμαι ανοιχτός σαν τον ουρανό, ανοιχτός σαν τη θάλασσα. Πόσες ζωές μου έχουν μείνει; Χθες, σήμερα, αύριο. Εικόνες δίχως αφορμή. Σάββατο σήμερα. Πως πέρασε τόσο γρήγορα ο αιώνας; Πεταμένες γόπες στο πάτωμα. Ρούχα, παπούτσια, το σεντόνι, το κρεβάτι, η καρέκλα. Ειρωνεία. Ποιος μπορεί να περιγράψει τον εαυτό του χωρίς να πει ψέματα; Μοιάζω με χιλιάδες υπάρξεις, με χιλιάδες αισθήσεις. Κλειδώνω την πόρτα. Αισθάνομαι σαν πέτρα. Ανίκανος για κάθε αντίδραση. Οι βροχές, τα λιοπύρια και οι χειμώνες, με αγγίζουν μα δεν μιλώ. Μπορείς να αισθανθείς την αγωνία μου να κοιτώ, να αισθάνομαι και να μην μπορώ να αντιδράσω; Το νιώθεις; Ευτυχώς που υπάρχουν και τα όνειρα να μας ζωγραφίζουν τα μάτια. Παρόλο που κουράζονται κι αυτά νιώθοντας την ανασφάλεια του κενού…



Στο σκοτάδι μετέωρος. Σαν να ‘χει το φιλμ σταματήσει στο Pause.

Το άγριο μάτι του βορρά πάνω στα τζάμια

κι ακούω μέσα μου ακούω τις κρυφές φωνές να εκλιπαρούν να μην ενδώσω

όσο κι αν τα βέλη ανοίξουν τη σάρκα.

Κι οι τέσσερις τοίχοι. Το αντηχείο του φόβου·

Είναι αδύνατον να προσαρμοστώ στην πραγματικότητα που εισβάλλει

νιώθω το βάρος να με βουλιάζει μέσα στο πάτωμα και να χάνομαι

στις ρίζες του σπιτιού, έτσι που ο Αχέροντας κι όλοι οι νεκρόφιλοι

με περιμένουν μ’ αναμμένα κεριά στην απέναντι όχθη

κι εγώ φωνάζω όχι, όχι, όχι, και βυθίζω τα χέρια στο χώμα κι αυτό ουρλιάζει

σηκώνεται όρθιο και με πετά μ’ όλη τη δύναμη προς το μέρος τους με πετά.

Ώσπου τον βλέπω.

Κοιτάζω γύρω. Όλοι φευγάτοι. Μονάχα αυτός παίζοντας μ’ ένα

χαρώνειο νόμισμα. Ο Τειρεσίας. Και πλησιάζω. Ήρεμος πια.

Σχεδόν γαλήνιος.



« Αν τραυματίσεις το όνειρο βγάζει αίμα;


Ποιες μυρωδιές έχουν κλείσει μέσα τους οι μνήμες;


Όταν οι ήχοι δεν ταξιδεύουν που κοιμούνται;


Τι χρώματα κρύβει ένα πεθαμένο ποτάμι στα χέρια του καλοκαιριού;


Και πως η μυρωδιά και μόνο της βροχής στον αέρα το ανασταίνει ξανά μες το


φθινόπωρο;


Και γιατί όταν πεθαίνει ο άνθρωπος δεν ξαναζωντανεύει όπως το ποτάμι;


Τι τρώει η σελήνη όταν πεινά τα μεσάνυχτα;


Ακούγονται απόηχοι μυστικών φωνών μέσα στον ύπνο σου;


Μπορούν οι λέξεις να κρατήσουν τη γεύση σου μετά το θάνατο σου;»


με ρωτά με απόλυτη σοβαρότητα.

Δεν ξέρω τι ν’ απαντήσω.

Και μια πικρή γεύση πεθαμένου τριαντάφυλλου

με παίρνει για τη στέγη των χαμένων χαδιών.

Στο σκοτάδι μετέωρος. Μ’ όλα τα εργαλεία της γραφής

Βαθιά μου μπηγμένα. Να βλέπουν τα βροχερά μου

μονοπάτια ως τα κάτω.


Νομιμοποιώντας του απόλυτου μηδενός την επινόηση

στα ήσυχα νερά του ύπνου

μες στο θάνατο·

το κέλυφος μιας νεκρής χελώνας στην ερημιά

και το αντίθετο σκηνικό με το γεράκι να ταΐζει τα πεινασμένα του νεογνά·

το ένδοξο σχεδιάγραμμα της πλοκής της ζωής

και της κατάληξης της.

Κι όπως χορεύει στο στήθος μου ο άνεμος

Βασιλεύουσα σελήνη καλπάζουσα στα νερά αναδύεται χλομή·

το πιο βαθύ μαύρο στα υπόγεια της υπάρξεως

με πλήρη υγρασία τα πνευμόνια μου αιμορραγούν μέλλον

ποτάμι λατρευτικό της ροής

κι άγριο

ανοίγοντας διόδους στο σφαλιστό μου οικόπεδο·

πυκνές τσουκνίδες όνειρα και αγχώδη δευτερόλεπτα

στο κουρδιστό ξυπνητήρι του μυαλού μου.

Έχουν και τα όνειρα ολισθηρότητα. Πέφτουν στην ουτοπία

και δολοφονούνται από την απόλυτη πεποίθηση της βαβυλωνιακής τους διάστασης·

νευρώσεις – Alptraum

κι όπως σκοτεινιάζει στη θεαματική βιτρίνα μπήγονται

τα πρώτα εικονίδια του μέλλοντος

στου θώρακα μου την περισυλλογή. Το σύνορο

της εκκωφαντικής πραγματικότητας.


Στα όνειρα μου πάντα κατοικεί το υγρό στοιχείο.

Το σώμα

είναι ένα χωμάτινο οχυρό που το διαπερνούν οι άνεμοι

σηκώνεται σκόνη η φωνή

και πέφτει ξανά στις αχανείς εκτάσεις της σιωπής.


Και ξέρω. Οι λέξεις

δεν με σώζουν.




Bielefeld, Φθινόπωρο 2002

***


O Γιώργος Λίλλης γεννήθηκε το 1974 στη Γερμανία και μεγάλωσε στην Αθήνα. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στο Bielefeld της Γερμανίας. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Το δέμα της νύχτας (1999), Η χώρα των κοιμωμένων υδάτων (2001), Στο σκοτάδι μετέωρος (2003), και Τα όρια του λαβύρινθου (2008). Το «Κατακερματισμένη απολογία μες στο σκοτάδι» είναι το τέταρτο και τελευταίο μέρος της συλλογής Στο σκοτάδι μετέωρος.

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Ζ. Δ. Αϊναλής, Το κορίτσι που του άρεσε να διηγείται βρώμικες ιστορίες


Ζ. Δ. Αϊναλής

Το Κορίτσι Που Του Άρεσε Να Διηγείται Βρώμικες Ιστορίες




Έκλεισε με θόρυβο την πόρτα πίσω του πέρασε το μπράτσο του γύρω από τη μέση της και χαμήλωσε το κεφάλι του προς το μέρος της εκείνη έκλινε ελαφρά το κεφάλι τόσο όσο να αποφύγει τα χείλη του που κατευθύνονταν κόκκινα με ακρίβεια στα δικά της την κοίταξε στιγμιαία με περιέργεια και αγγίζοντας ελαφρά το πηγούνι της με την άκρη των δακτύλων του το έστρεψε προς το μέρος του τα χείλη τους έσμιξαν ώρα πολύ η γλώσσα του ολοένα βαθύτερα να ανασκαλεύει το στόμα της τα χέρια του περιέτρεχαν άπληστα το κορμί της τα στήθη της υπέροχα μεγάλα στήθη βαριά τα οπίσθια της το ιερό του φύλου της τρίγωνο κατέβασε την μία τιράντα του φορέματος της αφήνοντας να φανεί το στήθος της πλούσιο μέσα από το φόρεμα κόκκινο κι εκείνη να βουλιάζει να βουλιάζει ολοένα βαθύτερα μέσα στην αλουμινένια πράσινη σκούρα εξώπορτα του γυμνού φοιτητικού της διαμερίσματος απόμεινε έτσι τέλος γυμνή σταυρωμένη πάνω στην πράσινη πόρτα ενδεδυμένη μονάχα τις πρόστυχες μαύρες κορδέλες του εσώρουχου της ξεκούμπωσε τα κουμπιά του παντελονιού του πρώτα το πρώτο κι έτσι ένα ένα μέχρι το τελευταίο αργά έχωσε την παλάμη της μες το εσώρουχο του και χούφτωσε το φουσκωμένο καυλί του αδημονώντας να νιώσει τον πυρετό της καύλας του την σκληράδα γονάτισε κοιτώντας τον στα μάτια μπροστά του και άρχισε να γλείφει τον πούτσο καυλωμένο αχόρταγα μες στο στόμα της να βυθίζει ως τα κατάβαθα του λαιμού της το πέος παίζοντας ταυτόχρονα τ’ αρχίδια με το δεξί της χέρι μπρος πίσω λικνίζοντας τα κωλομέρια κουνιούνται ασυναίσθητα το γονατισμένο κορμί της ακολουθεί την κίνηση του αριστερού της χεριού και συνάμα ελευθερώνοντας απ’ τα παπάρια το άλλο χαϊδεύει το πλημμυρισμένο μουνί της καυτό την ανασηκώνει την παίρνει στην αγκαλιά του ελάχιστα βήματα πίσω δεν μπορεί να περπατήσει καλά απ’ το κατεβασμένο του παντελόνι την ακουμπά στο τραπέζι απαλά φέρνει το πρόσωπο του βαθιά μέσα στο τρίγωνο των λαγόνων της ως μέσα βαθιά τα χείλη απ’ άκρη σ’ άκρη τα χείλη του αιδοίου της γλείφει στα πόδια της σκυμμένος ανάμεσα εκείνη πάντα καθισμένη ανατριχιάζει σιωπηλά που και που της ξεφεύγουν επιφωνήματα ανακούφισης ηδονικά πάνω κάτω η γλώσσα του άπληστα αξεδίψαστα απύθμενα βάθη εξερευνά πάνω κάτω ξανά και ξανά ερεθισμένη οπή μέσα έξω η γλώσσα του κινείται στενά ανάμεσα κλειτορίδα και κόλπο γύρω γύρω χαϊδεύοντας ολοένα χαϊδεύοντας τις τρίχες ξανθές του εφηβαίου της απαλά τα δάχτυλα του τρυπώνουνε στον κόλπο την κλειτορίδα κόλπος και πάλι ξανά σηκώνει και με τα δυο του χέρια τα κωλομέρια της στον αέρα τα πόδια της μετεωρίζονται ανοιχτά ανοίγει στα δυο τα μεριά η γλώσσα του βυθίζεται στην κωλότρυπα της μέσα βαθιά ελευθερώνει το χέρι του το δεξί φέρνει το δείχτη στο στόμα της εκείνη το πιπιλά και στο κώλο της πίσω πάλι ξανά ανιχνεύοντας την περιφέρεια του πρωκτού της αργά αργά της το βάζει κι έπειτα ολόκληρο ολοένα πιο μέσα βαθιά ισιώνει το κορμί του το κορμί της στο τραπέζι ξανά ακουμπά με το χέρι του πιάνει τον πούτσο του τον τρίβει στου μουνιού της τα χείλια και μπαίνει μέσα της τον νιώθει μέσα της στον κόλπο της χωρίς δυσκολία απ’ την καύλα το καυλί του γλιστρά τη γαμά πιο βαθιά πιο βαθιά την πηδά την ξεσκίζει τη τσούλα βαθιά το κορμί της συσπάστηκε τεντώθηκε η πλάτη της τόξο στα σεντόνια οι παλάμες γροθιά δεν πρόλαβε να αποτελειώσει την ιστορία της όσην ώρα εκείνος την έγλειφε έκλεισε τα μάτια της και πήρε μιαν ανάσα βαθιά τον ένιωσε που ήρθε και ξάπλωσε δίπλα της γυρνά προς το μέρος της να την πάρει αγκαλιά εκείνη απέστρεψε το κεφάλι της τον σιχαινόταν έτσι που μύριζε τη μυρουδιά του μουνιού της στο στόμα του σηκώθηκε δίχως να τον κοιτάξει και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο ακούμπησε και με τα δυο στο νιπτήρα τα χέρια της κοίταξε το πρόσωπο της στον καθρέφτη για ώρα πολλή άνοιξε τη βρύση και την άφησε άσκοπα έτσι να τρέχει έκανε τις παλάμες της χωνί γέμισε νερό και έπλυνε το πρόσωπο της κοιτώντας στον καθρέφτη και πάλι έτσι δίχως να σκουπιστεί να στάζουνε τα νερά κι ο ήχος του νερού που κυλά και χάνεται να σου σβήνει τα πάντα ολόγυρα κοίταξε τα σγουρά μαύρα μαλλιά της μερικά βήματα προς τα πίσω κοίτα αυτά τα βυζιά μου πόσο μικρά είναι όμορφα όμως έτσι που είναι στητά έχω πάντως ωραία μεγάλη θηλή κι οι ρώγες έτσι μυτερές που εξέχουνε είναι νομίζω ερεθιστικές έκλεισε τη βρύση και μπήκε στη μπανιέρα άνοιξε το νερό και το άφησε να πέφτει πλούσια πάνω της έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω απολαμβάνοντας την αίσθηση αυτή αδειάζοντας το κεφάλι της από σκέψεις από μικρή το συνήθιζε αυτό η πιο μεγάλη απόλαυση οι μόνες δίχως σκέψη στιγμές έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στο υγρό κατρακύλισμα του νερού…


…κατηφής σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι γυμνός διέσχισε το δωμάτιο ως το παράθυρο τράβηξε την κουρτίνα μια στάλα δισταχτικά κοίταξε αφηρημένα την κίνηση έξω σπασμένη νυχτερινή άφησε την κουρτίνα να πέσει το κεφάλι σκυμμένο πάντα τα ίδια ξανά και ξανά γύρισε πίσω και πήρε να ντύνεται το παντελόνι του απ’ τη κρεμάστρα το πουκάμισο τη ζώνη κουμπώνοντας μηχανικά κάθισε στο κρεβάτι φορώντας τις κάλτσες αδιάφορα τα βαρέθηκα όλ’ αυτά τα σκατά κι ωστόσο το μυαλό του έτρεχε κιόλας σε προβλήματα πραχτικά πώς θα βρει που τέτοια ώρα ταξί όχι που δεν τον ένοιαζε είν’ απλά που ο νους του ανθρώπου έχει την τάση να λύνεται ακόμα και στα πιο μεγάλα μπροστά αδιέξοδα προσωπικά στιγμές δυστυχίας πικρές δένοντας τα κορδόνια σφιχτά ο κρότος της πόρτας που κλείνει την βρήκε ακριβώς να τραβάει την κουρτίνα του μπάνιου έστρεψε προς την κατεύθυνση του ήχου ασυναίσθητα το κεφάλι ξαναγύρισε τράβηξε απ’ το πιαστράκι την πετσέτα και άρχισε να σκουπίζεται πάει κι αυτός σκέφτηκε σκουπίστηκε εξονυχιστικά τα πόδια πρώτα ένα ένα λυγισμένα στης μπανιέρας τη βάση το στήθος την πλάτη μετά δευτερόλεπτα αρκετά την ευαίσθητη περιοχή άνοιξε έξω και περπάτησε ελεύθερη μέχρι την βρύση στην κουζίνα γυμνή τα πέλματα της ξυπόλητη ακούγονται στα πλακάκια αφήνουν σημάδια που εξατμίζοντ’ εφήμερα κινήθηκε αθόρυβα δίχως φως μόνη αυτή σαν αερικό στο σκοτάδι να λαμπυρίζει η γύμνια της μες τα νοικιασμένα δωμάτια σαν την παλάμη της τόσα χρόνια οι τοίχοι γλιστράνε κι απομακρύνονται μόνοι τους τις νύχτες σαν την αισθάνονται να εγείρεται ανατριχιάζοντας απαλά απ’ την απότομη ψύχρα να σβήσει την δίψα της γύρισε στο δωμάτιο με μια πλακωμένη καρδιά διάθεση βαριά από εκείνες τις δυσάρεστες φορές που ο οργασμός αφήνει μια επίγευση δυσάρεστη στη ψυχή βαρυθυμία ένα συναίσθημα ανολοκλήρωτο πέταξε από πάνω της την πετσέτα κι έμεινε απελευθερωμένη τελείως γυμνή με κάποιο απροσδιόριστο συναίσθημα μελαγχολίας να βαραίνει το στήθος της ήξερε ότι κατά πάσα πιθανότητα έφυγε κι εκείνος για πάντα έτσι πάντα περαστικοί απ’ τη ζωή της οι άντρες ήξερε πως πολλούς τους ενοχλούσαν οι ιδιοτροπίες της άλλοι δεν ενδιαφερόνταν παρά μόνο για λίγες στιγμές εφήμερης ανακούφισης κάνοντας την να νιώθει μπιντές άλλοι τρομάζανε φοβόνταν να τα βάζουνε κάθε μέρα μαζί της είναι πάντα μάχη βέβαια δε λέω ο έρωτας είναι αγώνας για επικράτηση ανάμεσα σε δυο άκρα αντίθετα χωρίς ποτέ ηττημένους και νικητές ανατρίχιασε ελαφρά πίεσε το μυαλό της ν’ αλλάξει κατεύθυνση θα μπορούσα ίσως και να το πάρω απόφαση αυτό θα έκανε πιο εύκολα τα πράγματα θα σταματούσα τουλάχιστον να ελπίζω η διάψευση της ελπίδας αυτό είναι το πλέον αβάσταχτο ένα μαρτύριο που σε κατατρώγει βαθμηδόν πέρα για πέρα φριχτό και τι ζωή θα ήταν απ’ την άλλη δίχως ελπίδα κι αυτή αφυδατωμένη ζωή πάντως τουλάχιστον δεν θα χρειαζόταν να εφευρίσκω δικαιολογίες μια δήθεν απελευθέρωση να παρουσιάσω ένα πρόσωπο άλλο αλλά σε ποιόν και γιατί ποιόν να κοροϊδέψεις τουλάχιστον αξιοπρεπής μέσα στη δυστυχία να στέκεσαι όρθια γιατί υπάρχει πολλή δυστυχία στον κόσμο μοναξιά πολλή και δυστυχία στον κόσμο οι άνθρωποι περιφέρονται ψάχνοντας εναγώνια κάτι νομίζοντας πως πρέπει μόνο ν’ απολαμβάνουν δίχως τίποτε ποτέ να θυσιάζουν τώρα στις πολιτείες τις νύχτες μια μαύρη σιωπή κάτω από τους στύλους ηλεκτροδοτήσεως χιλιάδες απατημένες καρδιές μέμφονται τη μιζέρια τους όλα είναι τόσο ανόητα τόσο βλακωδώς ανυπόφορα θυμήθηκε τον Αλέκο την πρώτη φορά που τον πήγε σε στριπτιτζάδικο πως το ‘σκασε κείνος μετά από λίγο αηδιασμένος εκείνη να αποφασίζει να μείνει και να μεθύσει ν’ αποδείξει στον εαυτό της άραγε τι να τον εκδικηθεί όχι που νόμιζε θα τον ακολουθήσω είναι γελασμένος αν νομίζει πως θα τρέχω πίσω του ο ηλίθιος θυμωμένη πρώτα πρώτα με τον ίδιο τον εαυτό της τα ανισόρροπα πάθη της που την τραβούσαν σε μέρη απόμερα πάντα σκοτεινά απομακρύνοντας την απ’ όλους τους άλλους να κατεβάζει το ένα μετά το άλλο τα ποτά κι όλα ν’ αρχίσουν να γυρνάνε γαϊτανάκι τρομακτικά μια αίσθηση φωταγωγημένου ιλίγγου κι έπειτα όλος εκείνος ο λαβύρινθος από πρόσωπα τυλιγμένα μέσα σε μια μεθυσμένη ομίχλη ήχους αλλοιωμένους και φώτα τσίρκο ελέφαντες να φωνάζουνε δυνατά μες τ’ αυτιά μου σιγά σιγά να μαζεύονται γύρω της αρσενικά στα μάτια τους έβλεπες το ίδιο ηλίθιο βλέμμα το βλέμμα του ζώου μπροστά στην κότα το βλέμμα του πετεινού ο ένας της έπιανε το χέρι ο άλλος της χάιδευε τρυφερά δήθεν τα μαλλιά ο άλλος ψαχούλευε τα μπούτια της φιλικά και κείνη παρόλο που ένιωθε μέσα της να γιγαντώνεται μια τεράστια σιχασιά εξακολουθούσε να υποδαυλίζει την καύλα τους έντεχνα έγινε σε λίγο η βασίλισσα του μαγαζιού οι σερβιτόρες ημίγυμνες την κοιτάζαν με μίσος τι κοιτάζεις μωρή ξεκωλιάρα κι εσύ τους χάλασα βλέπεις την πελατεία τόσα χαμένα απροσδόκητα μπουρμπουάρ και το κοπάδι των ανδρών σα λυσσασμένων σκύλων να ανταγωνίζονται γελοία ποιος θα κερδίσει το κορμί της έπαθλο επάξια κερδισμένο σε βάρβαρη δημοπρασία τύφλα ο ένας να επιδεικνύει τα ποντίκια του άλλος μιαν ευγένεια αταίριαστη άλλος την ευφράδεια του τόσο ανυπόφορα υποκριτές γελοίοι οι άνδρες είναι σαν τα μικρά παιδιά ότι κι αν κάνουν δεν κρύβονται ποτέ από τη μαμά ναι καλέ μου δοκίμασα απ’ το ποτό σου τι είπες πίνεις πως τι μου ξανάπες και τι βρε χαμένε σε πειράζει να το επαναλάβεις και δώσ’ του γέλια απ’ το μπουλούκι μάζα κινούμενη των σαρκών αδυνατώντας να καταλάβουν πόσο βαθιά τους σιχαίνοταν όλους όλους όλους ανεξαιρέτως όλο αυτό το βάρβαρο σινάφι το αποκρουστικό και πόσο τους είχε εκείνη τη στιγμή ανάγκη όλον αυτόν τον θαυμασμό τυφλό αυτήν την άγρια οφθαλμοφανή πολιορκία διάχυτη στην ατμόσφαιρα διέγερση σεξουαλική η άγρια ηδονή να σκίζει τα στήθια της η ανάγκη για τον απόλυτο έλεγχο αυτού του συρφετού να ξέρει πως ότι κι αν γίνει όλοι κρεμόντουσαν απ’ τα χείλη της όταν μιλούσε την κοιτάζαν στα μάτια λατρεύοντας την σιωπηλά μόνη γυναίκα αυτή μέσα σε τόσους άντρες όλοι δικοί της πως κι ετούτος κι εκείνος θα κάνουνε ότι θέλω εγώ φτάνει να τους το πω πως μια κουβέντα μου αρκεί να τους κάνω να σέρνονται στα τέσσερα κουνώντας την ουρά τους να πηγαινοέρχονται έτσι σα τα σκυλιά σκουπίζοντας το πάτωμα με τις ηλίθιες γραβάτες τους ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο άνδρας κουστουμαρίζεται παρφουμαρίζεται και βγαίνει να γαμήσει αφού ούτως ή άλλως δεν τον ενδιαφέρει τίποτ’ άλλο ένα κομμάτι σάρκα μόνο γιατί αυτός ο κόπος ή μήπως νομίζουν πως υπάρχει καμιά γυναίκα τόσο ηλίθια που δεν το καταλαβαίνει πότε θέλει ο άλλος απλά να γαμήσει ποιον νομίζουν ότι κοροϊδεύουν και δώσ’ του να γελά και δώσ’ του να μιλά και δώσ’ του να τους λέει ιστορίες φανταστικές πραγματικές τι σημασία είχε τέτοιαν ώρα και που λέτε όταν σταμάτησε το πούλμαν κατέβηκαν οι επιβάτες και τρέξαν όλοι βιαστικοί στο μέρος να κατουρήσουν ποιος θα προλάβει τότε εκείνος πρόσεξε περνώντας μπροστά από τις γυναικείες και κοιτώντας καθώς είχε το κακό συνήθειο μέσα είδε τις δυο μικρές πουτανίτσες που καθόνταν ακριβώς απέναντι του στο λεωφορείο και που όλην την ώρα προσπαθούσανε με κάθε τρόπο να προσελκύσουνε την προσοχή του αυτή που καθόταν απ’ έξω φορούσε καλοκαίρι γαρ άλλο που δεν ήθελε να τα πετάξει όλα έξω ένα μίνι μέχρι τον κώλο και δεν μου βολευότανε τάχα η κυρία και να ανεβάζει τα γόνατα να τα ακουμπάει στο μπροστινό κάθισμα και να του έχουν βγει του κακομοίρη τα μάτια να κοιτάει τα μπούτια της κυρίας γυμνά ίσαμε τον κώλο σχεδόν και δώσ’ του να γελάνε μεταξύ τους δυνατά δυνατά να προσελκύσουνε την γενική προσοχή θαρρείς και μ’ αυτά που φορούσε η δεσποινίς είχε την ανάγκη να κάνει και τίποτ’ άλλο για να προκαλέσει την αρσενική προσοχή και δώσ’ του γέλια τα ζώα χαχανητά η ομήγυρη ευθυμισμένη συνολικά μη βλέποντας την ώρα και την στιγμή πότε θα φύγουνε σε ποιον θα τύχει ο κλήρος τζάμπα να γαμήσει και σήμερα ήταν ένα μικρό καράβι που ήταν α-α-αταξιδευτό που ήταν α-α-αταξιδευτό οεοεοεοε κι ήρθε η στιγμή να κλείσει κλείνουμε το κατάστημα αυτή η τρομερή στιγμή που την περίμενε με φόβο θανάσιμο κι αγωνία εφιάλτης στιγμή κι ήξερε πως δεν θα ‘φευγε από δω μέσα σώα αν δεν διαλέξω κάποιο αρχίδι κι έπειτα βλέπουμε έναν τον κουμαντέρνω τουλάχιστο κι α μπέμπα μπλομ του κιθ ε μπλομ α μπέμπα μπλομ του κιθ ε μπλομ α μπέμπα μπλομ του κιθ ε μπλομ μπλιμ μπλομ έφυγε μ’ ένα υποκείμενο που φαινόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή κάπως πιο σοβαρό είχε όλην την ώρα κρατηθεί παράμερα χαμογελώντας ειρωνικά με μιαν υπεροψία ασυμβίβαστη για το χώρο ούτε και θυμάμαι το πώς βρεθήκαμε σε κάποια υπόγεια διάβαση τι μεσολάβησε πορτοκαλί τα φώτα τρέχανε ποντικοί μες το κεφάλι μου είχα μια ροζ βουή κι ένα τρένο να ουρλιάζει δυνατά μηχανήματα και φωτιά σφυρηλατημένη οργή γαμημένα τακούνια μη με πιέζεις τόσο άσε το μπράτσο μου άσε το μπράτσο που σου λέω και ξάφνου μια στιγμή κάτω από μια λάμπα άκου να σου πω κοριτσάκι και μου ‘σφιξε με βία τον καρπό εγώ μου ‘ρθε να βάλω τα κλάματα κάτι η έκπληξη κάτι ο φόβος το αλκοόλ έσκυψε και με φίλησε στο λαιμό τα χέρια ψαχουλεύαν τα στήθη μου κι εμένα δάκρυα να κυλάνε στα μάτια άφωνα και πικρά έχωσε το χέρι του κάτω απ’ τη φούστα μου ένιωσα το άγγιγμα του επάνω στη σάρκα μου αηδίασα έκανα μια κίνηση άχρηστη τάχα να φύγω ήξερα από πριν ήτανε μάταιο μου άστραψε ένα χαστούκι και με ξάπλωσε χάμω σαν να ‘σπασα τότε ολόκληρη ξαφνικά μονομιάς όλην την ώρα ένιωθα πάνω μου την ανάσα του ν’ αγκομαχά και να ζέχνει από το αλκοόλ τέλειωσε κι έφυγε και με παράτησε να πνίγομαι μόνη μου να ξερνάω να κλαίω τα δάκρυα σπασμοί αναφιλητά καυτά να κυλάνε στην άσφαλτο να σηκωθώ πώς να βρω τη δύναμη που να πάω…



…έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στο υγρό κατρακύλισμα του νερού… ένα αίσθημα πρωτόγνωρο να πλημμυρίζει το είναι της αγάπη προς όλον τον κόσμο και όντως εκείνη τη δοσμένη στιγμή τον αγαπούσε έτσι όπως δεν είχα ποτέ αγαπήσει κανέναν έτσι όπως δεν με είχε αγαπήσει κανένας ποτέ και ταυτόχρονα μια θλίψη βαθιά κάτι σαν οίκτος για τον ίδιο τον εαυτό της αυτό το παράπονο που σε πιάνει ξαναδιαβάζοντας ερωτικές επιστολές παλιές που έγραψες και δεν τόλμησες να στείλεις ωστόσο ποτέ δειλιάζοντας την τελευταία στιγμή απελπισμένα μηνύματα σύντομα σφραγισμένα σε μποτίλιες που δεν ριχτήκαν ποτέ τους στη θάλασσα μια συγκίνηση ειλικρινής και βαθιά συντριβή αυτό το συναίσθημα απροσπέλαστο ιερό και βαθύ μοναξιάς πως δεν υπάρχει κανείς να το μοιραστείς στον κόσμο κανείς μόνη μου στο ρυθμό αβέβαιο κόσμων τεμνόμενων το μόνο που ζήτησα ότι καθένας ζητά απ’ τη ζωή και δεν μπόρεσα να καταλάβω ποτέ τελικά ποιος έφταιγε για τη δυστυχία μου ήταν οι ανεπάρκειες οι δικές μου ή εκείνες των άλλων Θεέ μου γαμώτο χιλιάδες χρόνια σκέφτονται οι άνθρωποι τα ίδια και τα ίδια ξανά χιλιάδες χρόνια τα σκεφτήκανε κι έπειτα από τότε αναμασούνε τα ίδια ξανά και ξανά πότε δεν θα βάλουν ποτέ τους μυαλό τα ίδια λάθη οι ίδιες ανισορροπίες η ίδια αίσθηση πως σέρνεις τα βήματα σου τυφλά σ’ έναν κόσμο παράλογο περπατώντας στην ομίχλη ανάμεσα σε σκιές κάτω από γκρίζα κτίρια μουχλιασμένα βουλιαγμένα ολόκληρα σε μια σιωπή απειλητική περιγράμματα περικυκλωμένοι από θηρία οι ίδιοι θηρία προϊστορικά και πρωτόγονα κυνηγώντας δαγκώνοντας και ξεσκίζοντας στάζουν από παντού στο στόμα μου αίματα στο σώμα μου αίματα κακοφορμισμένες πληγές τα ίδια αδιέξοδα οι ίδιες αγωνίες οι ίδιες μικρότητες τα ίδια επαναλαμβανόμενα σφάλματα οι φθόνοι οι ζήλιες μικροσυμφέροντα και μηχανορραφίες φαυλότητες εγωισμοί Μήδειες μαινάδες τυφλωμένες από δυνάμεις παράλογες σε έναν κόσμο τόσο παράλογο τόσο τραχύ είναι φορές που νιώθω τελείως γυμνή να περιφέρομαι ανάμεσα σ’ αρσενικά πεινασμένα πεινασμένη με τη σειρά μου δε λέω κι εγώ να μη ξέρω τι θέλω να μη ξέρω τι ψάχνω κι όλα να μου φταίνε μες σε έναν κόσμο που σε διώχνει κάθε μέρα εξόριστοι απ’ τη ζωή φλέγομαι μέσα σε μια επανάληψη ατέλειωτη του στατικού αιώνιου πόνου πρώτου να πρέπει κάθε μέρα να μετράς να υπομένεις να ζεις μέσα στη βεβαιότητα αυτού του ίδιου επαναλαμβανόμενου πόνου από στιγμή σε στιγμή ειν’ η ζωή βγαίνω τα βράδια και τριγυρνώ δίχως σκοπό ψηλαφώντας με την παλάμη ανύπαρκτους τοίχους ανύπαρκτων δέντρων κορμούς γύρω γύρω να μην αγγίξω να μην μολύνω μόνη ανάμνηση όμορφη που έχει δικαίωμα να σταματήσει κάποτε κάθε ζωή μία ακινητοποιημένη στο χρόνο στιγμή αγάπη μου πως περάσαν έτσι τα χρόνια τόσα χρόνια αγάπη μου έτσι πως περάσαν μακριά σου πως μπόρεσα και συνήθισα μακριά σου άχαρο πράμα ο άνθρωπος σ’ όλα συνηθίζει κανείς και πως αλλάζει ο άνθρωπος από λεπτό σε λεπτό… κι όλες εκείνες οι εκδηλώσεις λατρείας και πανικού πριν τον αποχαιρετισμό εκείνο το ατέλειωτο σφίξιμο στην καρδιά πως διαλύθηκαν όλα μέσα σε λίγες βδομάδες μετά άραγε να το μαντεύαμε μας προειδοποιούσανε τίποτα μυστικά βάθη της ψυχής σκοτεινά το ξέρω πως κατά βάθος εγώ τα προκάλεσα όλα αυτά μα όσο και να ‘ναι μ’ έπιασες εξ απίνης όταν με πήρες τόσα χιλιόμετρα μακριά και μου πες πως πρέπει ίσως να βάλουμε ένα τέλος πια πως μου φανήκαν τότε όλα τόσο αναπάντεχα τόσο απροσδόκητα και πόσο γρήγορα και μου ‘λεγες κλαίγοντας κι οι δυο δε θα πάψω να σ’ αγαπάω ποτέ θαρρείς και χρειαζόταν να μου το πεις αγάπη μου αγάπη μου δεν έπαψα να σ’ αγαπάω στιγμή αυτό το αίσθημα απέραντης τρυφερότητας για σένα που μου κληροδοτήσανε τόσα χρόνια μαζί πόσες χιλιάδες στιγμές πως είναι δυνατόν να ξεχάσω έστω και το παραμικρό την πιο ασήμαντη στιγμή όταν με ξύπναγες με φιλιά τρυφερά ξύπνα καρδούλα μου είναι ώρα πρέπει να σηκωθείς εσύ είχες από ώρα σηκωθεί μου ‘χες ‘τοιμάσει τσάι πάντα τους χειμώνες ζεστό κι έφευγες πάντα πρώτος εσύ δεν προλαβαίνω αγάπη μου να πάρουμε μαζί πρωινό κι αποτελείωνες τον καφέ σου στο πόδι με φιλούσες στο μέτωπο πάντα στο μέτωπο τα πρωινά αλήθεια δεν ξέρω γιατί Θεέ μου νιώθω ακόμα τα χείλη σου στο μέτωπο στο στήθος μου στο λαιμό αγάπη μου αγάπη μου πως άφησα τον εαυτό μου και σ’ έδιωξε πόσες και πόσες φορές πιασμένοι απ’ το χέρι ή αγκαλιά διασχίζαμε αφιλόξενους δρόμους ανάμεσα σε βλέμματα κάποτε εχθρικά κι ούτε και που μας ένοιαζε τότε όπως άρχισε να με νοιάζει μετά όταν απέμεινα μόνη και έπρεπε μόνη μου να σηκώνω όλο το βάρος της ύπαρξης μου η ίδια εγώ φορτίο τόσο αβάσταχτο είναι φόρες που με πίκρα αναλογίζομαι σε ποιους ανθρώπους θ’ αφήσουμε το βάρος της ζωντανής μας ανάμνησης αν ο άνθρωπος ζει ζει μόνο μέσα από την μνήμη των άλλων μέσα στην σκέψη των άλλων αν δεν υπάρχει κανείς μια σκιά τότε που περιπλανιέται απάνω στη γη σε μια ανυπαρξία ουσιαστική είναι φορές που μου λείπει τόσο πολύ η ανάσα σου μετά τον έρωτα πλάι μου επάνω στα στήθη μου τα αμέτρητα χάδια σου τρυφερά σ’ όλην την περιφέρεια του κορμιού μου πόσα ατέλειωτα βράδια ξημερωθήκαμε να διαβάζουμε στο πανεπιστήμιο για τα διαγωνίσματα μαζί κι έπειτα άρχισε σιγά σιγά να πέφτει σιωπή θυμάσαι την τελευταία φορά στο σταθμό του τρένου έβλεπα να ανεβαίνεις ένα ένα αργά απ’ τον κόσμο που σπρώχνονταν τα σκαλιά να σε παίρνουν μακριά μου κι ήξερα πως ήτανε η τελευταία που σε ‘βλεπα από κοντά Θεέ μου φορά και γύρω να βρέχει λες κι επίτηδες δυνατά γύρισες και με κοίταξες και κατάλαβα πως νιώθεις το ίδιο και συ μωρό μου αγάπη μου χρυσή πιάστηκες με το δεξί χέρι απ’ τη χειρολαβή και με κοιτούσες και περνούσε ο κόσμος σκουντώντας και βρίζοντας ατέλειωτο ποτάμι μακρύ κι άλλοι στην αποβάθρα τρέχαν κουκουλωμένοι μ’ αυτοσχέδια αδιάβροχα προστατευτικά αμέτοχοι σε ότι συνέβαινε εκείνη τη στιγμή εκεί μπροστά στα μάτια τους δίπλα τους στη μνήμη μου έχει για πάντα εντυπωθεί η στερνή μας ανάμνηση κοινή εγώ όπως και τώρα αναζητούσα ποιος ξέρει τι μην μπορώντας ποτέ να στεριώσω ν’ αγαπηθώ ίσως έπρεπε τελικά να γίνουνε όλα όπως γίνανε θυμάσαι που μου είπες κάποια απ’ το τηλέφωνο βραδιά έψαχνα ατέρμονα κάτι άλλο δίχως κι η ίδια να ξέρω το τι κι άπλωσες το χέρι σου μες τη βροχή κίνηση αργή άγγιξες το πρόσωπο μου σαν να το άγγιζες για πρώτη φορά περιέφερες την παλάμη σ’ όλο το πρόσωπο μου αργά ιχνηλατώντας συλλέγοντας τις σταγόνες μια μια σταματήσαν τα δάχτυλα σου λίγο περισσότερο στα ίδια χείλη μου αυτά έκλαιγα μ’ αναφιλητά θα τα πούμε έτσι μου ‘πες κάπως σαν να ρωτούσες κι η φωνή σου ραγισμένη σε χιλιάδες ραγισμένες φωνές τα μάτια σου κι εσένα υγρά δεν απάντησα έκλαιγα με λυγμούς σφύριξε το τρένο κλείσαν οι πόρτες και πίσω απ’ το τζάμι καρδιά μου εσύ να φεύγεις να φεύγεις μακριά έκρυψα στις παλάμες το μέτωπο να μην βλέπω δεν ήθελα ξεσπώντας πια λεύτερη σε λυγμούς τρομερούς και το ‘νιωσα τότε καλά με πλήρη επίγνωση πως έμενα μόνη πλέον για πάντα και ένιωσα μια αγωνία θανάσιμη να μου ξεσκίζει τη ψυχή έκανα να τρέξω να σε προλάβω πιο πολύ πανικός της στιγμής κι όχι κανένας φτηνός μελοδραματισμός ευχήθηκα βλέπεις τόσες φορές την ελευθερία μου σαν ένα ενδεχόμεν’ ανέφικτο κι όταν ξαφνικά την απέκτησα τρόμαξα δεν ήξερα πώς να την κουμαντάρω τι να την κάνω να σε προλάβω να σου πω συγχώρεσε με αγάπη μου σ’ αγαπώ για πάντα θα σ’ αγαπώ σ’ αγαπούσα χιλιάδες χρόνια εσένα ζητούσα πριν ακόμα καν γεννηθώ συγχώρεσε με αγάπη μου δεν μπορώ μόνη μου δεν μπορώ μην μ’ αφήνεις μόνη μου δεν μπορώ μα κατάλαβα πως ήταν ήδη αργά σε φαντάστηκα καθισμένο την παλάμη σου να υποβαστάζει με κόπο το μέτωπο κοιτώντας έξω απ’ το τζάμι τα μέρη μου τα μέρη αυτά που δεν θα ήταν ποτέ δικά μας ξανά συγκρατώντας με κόπο τα δάκρυα ενθυμούμενος το παλιό παραμύθι των γιαγιάδων μας οι άντρες δεν κλαίνε ποτέ δεν κατάλαβα γιατί είναι ντροπή για έναν άντρα να κλαίει πικρά να μην γίνει τάχα ρεζίλι σε ποιον να πρέπει να κρατηθεί να μην κλάψει αυτά τα δάκρυα που τόσο τα είχε ανάγκη πολύ τα δάκρυα σου για μένα αγάπη μου αγάπη μου τι μ’ έπιασε τώρα ξαφνικά και κλαίω σαν τη χαζή τι τα θυμήθηκα όλα αυτά ιστορίες από χρόνια νεκρές όμως ακόμα και τώρα θυμάμαι απ’ έξω το τελευταίο σημείωμα που μου έστειλες κάποιο βράδυ στον υπολογιστή λίγο πριν τον οριστικό χωρισμό το διάβασα ξανά και ξανά το τύπωσα και το διάβασα και τις ακόλουθες μέρες κλαίγοντας μ’ αναφιλητά ώσπου το έκαψα και το έσβησα κι απ’ τον υπολογιστή δεν μπορούσα να το νιώθω τόσο δίπλα μου εκεί αλλά αποτυπώθηκε μέσα μου κι από τότε παραμένει εκεί μωρό μου σ’ αγάπησα καρδιά μου πολύ μου ‘γραφες όπως δεν είχες τολμήσει να μου μιλήσεις ποτέ πάντα συνεσταλμένος κι ελάχιστα εκδηλωτικός γιατί τώρα να φεύγεις σε νιώθω ολοένα συνέχεια πιο μακριά και πως θα ζήσω τώρα μονάχος έτσι που συνήθισα να είμαι μαζί σου αγάπη μου η ζωή μου τα τελευταία χρόνια ήταν ήσουν εσύ… πώς να ζήσω τώρα με την ιδέα ότι δεν θα είμαστε ένα εγώ κι εσύ πια μαζί… είναι γεγονός πως η απουσία σου έγινε μια κατάσταση που περισσότερο ή λιγότερο έμαθα να τη χειρίζομαι… όμως είναι φορές αγάπη μου που οι αναμνήσεις πολιορκούν το μυαλό μου και τότε η απουσία σου η πιθανότητα και μόνο μιας ζωής δίχως καθόλου την παρουσία σου αγάπη μου μου φαίνονται ανυπόφορα… συγχώρεσε με για το ασυνάρτητο του μηνύματος είμαι μεθυσμένος και πάλι κι απόψε νιώθω δυστυχισμένος καρδιά μου τόσο μόνος…μου λείπεις… αλήθεια μου λείπεις καρδιά μου πολύ… προς το παρόν ακόμα ο Άλκης σου… σταματάω κάπου εδώ θολά τα μάτια μου απ’ τα δάκρυα κι άλλο πια δεν βλέπω τίποτα… θέλω να ξέρεις πως ότι κι αν γίνει θα σε αγαπάω πάντα και θα σε νοιάζομαι πάντα ειλικρινά μωρό μου… συγγνώμη… δεν θέλω να σε πιέζω… ξέρω πως περνάς δύσκολα… να προσέχεις τον εαυτό σου καρδούλα μου… πόσα χρόνια να περάσαν από τούτο το μήνυμα εσύ θα έφτιαξες βέβαια τη ζωή σου απ’ την αρχή ο χρόνος τα γιατρεύει όλα και τη χειρότερη πληγή και μόνο τις δικές μου δεν σβήνει πληγές στο χρόνο διαιωνίζονται μέσα καυτές σαν την ανάσα μου που θολώνει τα τζάμια γυμνή που κοιτάζω στο δρόμο ξεχνώντας κάθε προφύλαξη απ’ τα παράθυρα της πόλης την κίνηση το χειμώνα μες τη βροχή μετρώντας τις ψιχάλες αδιάφορα στο τζάμι που με κλείνει απ’ τον κόσμο και πόσο θυμάμαι βασανιστικά σε ζήλεψα ακατανόητα στην αρχή όσο δεν είχα επιτρέψει στον εαυτό μου να ζηλέψει όλα τα χρόνια μαζί αφού πια χωρίσαμε με ποιο αλήθεια δικαίωμα ένα πάθος τρομερό να μου ξεσκίζει αδιάκοπα την ψυχή οι αμφιβολίες κι η αγωνία που μου δημιουργούσανε τα νέα δεδομένα της δικής σου αποκλεισμένης πια από μένα ζωής με ποιους βγαίνεις τώρα άγνωστους μου ανθρώπους με ποιες να συναναστρέφεσαι ποιες προκαλούνε την προσοχή σου ποιες σε φιλούσαν με ποιες να μιλάς ποιες σου σκεπάζαν με την παλάμη τους τρυφερά την παλάμη στο πρώτο σας ραντεβού αν τύχαινε να μου μιλήσεις στο τηλέφωνο κάπως ψυχρά είναι άραγε τώρα η άλλη μπροστά αν τύχαινε να μην σήκωνες το τηλέφωνο που άφηνα επίτηδες ώρα να χτυπά να πηδιέται άραγε τώρα με την άλλη και δώσ’ του το τηλέφωνο να χτυπά ξανά και ξανά σταμάτησα κι εγώ να παίρνω στο τέλος τηλέφωνα κόλαση τελικά είναι μάλλον οι άλλοι όσο περνάνε τα χρόνια με συνθλίβει με την συνειδητοποίηση της η φράση αυτή που κάποτε είχα βρει ανυπόφορα υπεροπτική αλλά τι να σου κάνω φταίω μήπως κι εγώ έτσι που με κατάντησαν ένα πλάσμα ανισόρροπο γεμάτο ανασφάλειες και πληγές καυτές εσωτερικές τα χρόνια που πέρασαν μου πήραν το πρόσωπο σκληρύναν τα χαρακτηριστικά μου μια πέτρα πώς να γελάσω έκλαψα τόσο πολύ δεν μπορώ πια να κλάψω δίχως κανείς ν’ αναλαμβάνει την ευθύνη κανείς για το τέρας που είμαι το τέρας που φτιάξανε άλλοι και μου ‘κανε κόπο κάθε φορά έκπληξη να συνειδητοποιώ πως ότι οι άνθρωποι αποκαλούσαν συνήθως ελευθερία συμπυκνωνόταν στον πιο επονείδιστο ατομικισμό και στην ασυδοσία κοίτα την πάρτη σου κι άσε τους άλλους να πεθάνουν ένας για όλους και όλοι για μένα και τα σχετικά μπλα μπλα και πάλι μπλα μπλα διατυμπανίζοντας την απόλυτη ελευθερία του ατόμου στη σύγχρονη προοδεύουσα ευημερούσα φιλελεύθερη πολιτισμένη κοινωνία τη δυνατότητα του να πιάσει που λένε τον ταύρο απ’ τα κέρατα ή όπως ‘λεγαν στην πρωτεύουσα άντρακλες συγχωριανοί νεόπλουτοι του γέρου μου οφείλει κανείς να πιάνει τη ζωή απ’ τ’ αρχίδια φίλε μου και να διαμορφώσει τη μοίρα του μόνος του να κάνει τις επιλογές του βρε αδερφέ εντέλει κι ας ‘βλεπαν κάθε μέρα τους χειμώνες τους άστεγους να πεθαίνουν στα πόδια τους κι ας ‘βλεπαν κάθε βράδυ τις πουτάνες να ξυλιάζουν στην άκρη του δάσους θλιβερές και θλιμμένες κοκκινοσκουφίτσες παράξενες και να μην υπάρχει πια κυνηγός μόνο λύκοι τους άκουγες να ουρλιάζουν στ’ αυτιά σου απόκοσμα τις νύχτες άσκοπα που περιφέρεις τα βήματα σου ακούω τον ήχο που βγάζουν τα τακούνια μου στ’ άδεια πλακόστρωτα όταν περνάω δίχως κανένας να ενδιαφέρεται αν στο επόμενο στενό θα πεθάνω περνάω και τα φύλλα κίτρινα του φθινόπωρου πεσμένα υψώνονται λίγο απ’ τον αέρα πριν πέσουν και πάλι στη γη αθόρυβα ποιος νοιάζεται ή μη όσο με λούζει αυτή η βροχή χρυσή η ανάλαφρη πτώση των φύλλων των δέντρων ξερών άραγε τούτος ο άνδρας που να πηγαίνει ποια γυναίκα τον περιμένει τι μάτια πάναστρα Θεέ μου θλιμμένα δεν έχω ξαναδεί μάτια σαν κι ετούτα θλιμμένα βαθιά θα μπορούσα και να ερωτευτώ ίσως έναν άνδρα με μάτια τέτοια θλιμμένα αθεράπευτα απαράλλαχτα σαν κι αυτά κι όμως εγώ μόνη μου αθεράπευτα μόνη κι αυτό δεν αλλάζει δεν μπορεί ν’ αλλάξει ούτε ανάμεσα σ’ εκατοντάδες ανθρώπους τις νύχτες που συνωστίζομαι σε κλαμπ σκοτεινά θυμάμαι κάποια φορά που μας έβγαλαν εμένα και τη Χριστίνα βόλτα ο μπαμπάς κι μαμά παλιά τότε ήταν αγαπημένοι ακόμα ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν πριν ακόμα ξεκινήσουν τα τόσα προβλήματα και μας πήγαν στο Λούνα Παρκ πως ένιωσα εκείνο το αίσθημα αβάσταχτης μοναξιάς να μου πλακώνει την καρδιά ανάμεσα σ’ εκατοντάδες άλλα παιδιά τώρα που το σκέφτομαι όμως ήταν η Χριστίνα που είχε ανέκαθεν ένα βλέμμα θλιμμένο μόνιμα σαν να την βάραινε μια σκιά ώρες ώρες χανότανε σ’ έναν κόσμο δικό της άγνωστο ξένο σε όλους μας και θυμάμαι που έμπαινα στο δωμάτιο της διστακτικά και την έβλεπα ώρες ατέλειωτες ακίνητη στο κρεβάτι να κοιτά το ταβάνι ακούγοντας μουσική με τα χέρια πλεγμένα πίσω απ’ το κεφάλι τα χείλη σφιχτά και να περιπλανιέται το βλέμμα της κάπου μακριά Χριστίνα αγαπούλα μου τώρα που περάσαν τα χρόνια και μπορώ να καταλάβω πόσα υπέφερες κι εσύ εγώ τότε ήμουν μικρή που αρχίσανε όλα και πάλι δεν τα καταλάβαινα όλα εσύ που τα διέκρινες όλα αυτά από πριν κι έγινες από τότε για πάντα μελαγχολική κι όταν γελούσες ακόμα γελούσες πικρά σχεδόν με παράπονο ένα γέλιο κακό εκδικητικό τόσο που μου ‘τανε ανυπόφορο να σε βλέπω καρδούλα μου να γελάς πόσο έχω φταίξει αλήθεια κι απέναντι σου και τότε κι αργότερα όλα όσα σου τύχανε και εγώ πάντα σ’ επέκρινα για τις πράξεις σου τρομερά και ποτέ δεν ήμουν εκεί ποτέ ποτέ δεν σου έδειξα την αγάπη μου πόσο πολύ στ’ αλήθεια σε αγαπώ πόσα σήμαινες για μένα η μεγαλύτερη αδερφή πόσο μου στάθηκες όταν εκείνοι χωρίσανε και πως διαλύθηκε ο κόσμος μου χίλια κομμάτια όταν το έσκασες απ’ το σπίτι χωρίς τίποτα τίποτα σε κανέναν να πεις θυμάμαι καλά που γύρισα μια του Δεκέμβρη απ’ το σχολείο βραδιά και βρήκα μες τα σκοτάδια το μπαμπά να κλαίει με αναφιλητά με το πρόσωπο θαμμένο στις παλάμες βαθιά δεν τόλμησα ν’ ανοίξω το φως μα μόλις γύρισα το κλειδί και μπήκα και τον άκουσα στο σαλόνι μου σπάραξε την ψυχή και με πήραν τα κλάματα κι εμένα δίχως καλά καλά να ξέρω γιατί ίσως η συγκίνηση η συσσωρευμένη των ημερών ένταση στην αρχή δεν κατάλαβα δεν μου πήγαινε το μυαλό νόμισα κλαίει για τη μαμά και γύρισε τότε μες το ημίφως και με κοίταξε πονεμένα με κείνο το πρόσωπο ολόκληρο μια τρεμάμενη σακατεμένη ζωή κι άνοιξε τα χέρια του κι έτρεξα και χώθηκα στην αγκαλιά του βαθιά και κλαίγαμε έτσι αγκαλιασμένοι κι οι δυο ήταν η μόνη στιγμή που βρεθήκαμε ίσως τόσο κοντά και μου ‘πε συντετριμμένος μέσα από τα αναφιλητά αγάπη μου η αδερφή σου μας εγκατέλειψε τώρα μείναμε οι δυο μας μόνοι εσύ κι εγώ κι ακόμα και τώρα που μεσολαβήσανε τόσα και τόσα και τον μίσησα τον άνθρωπο αυτόν που ήταν πατέρας μου κάποτε τόσο βαθιά θυμάμαι ακόμα αυτή τη στιγμή και νιώθω πάντα το ίδιο συναίσθημα μια συμπόνια απέραντη όπως τότε που τον βρήκα να κλαίει μόνο του στα σκοτάδια κατακερματισμένη ζωή κάποτε σκέφτομαι τι έφταιξε τάχα κι αυτός το ‘θελε να ‘ναι τέτοιος που ήταν τελικά σε τι φταίνε οι άνθρωποι όλοι μικρές μικρές αδύναμες όλο πάθη φοβισμένες ψυχές ν’ αναζητούν μες τον κόσμο όπως όπως κατεύθυνση έναν τρόπο να πορευτούν στη ζωή σαν τη μαμά ποτέ δεν κατάλαβα έτσι κάπως πάντα της σαν περαστική κι ας μην την συγχώρησα που μας παράτησε ποτέ φοβισμένη μες το σπίτι να κάθεται μόνη στη κουζίνα με τις ώρες μες τι σιωπή κοιτάζοντας το άδειο φλιτζανάκι του καφέ ή έξω απ’ τα παράθυρα τα φθινόπωρα τη βροχή και μετά φευγαλέα φιγούρα πάντοτε βιαστική με το ίδιο τρομαγμένο βλέμμα στα μάτια της το λιωμένο κόκκινο ταγιέρ Κυριακή παρά Κυριακή…


…κατηφής κοίταζε έξω από το τζάμι τα αυτοκίνητα να τσαλαβουτάνε μες τα νερά κόρνες βρισίματα βιαστικά ομπρέλες κυνηγημένοι περαστικοί άφησε την κουρτίνα να πέσει και βαριεστημένα κατευθύνθηκε στην κουζίνα πήρε το μπρίκι άνοιξε τη βρύση άφησε το νερό να τρέξει λίγο και το γέμισε έπειτα μέχρι τη μέση το απόθεσε στο μικρό μάτι της κουζίνας και ακούμπησε στα ντουλάπια περιμένοντας να βράσει σταύρωσε τα χέρια τα άφησε να πέσουν ακούμπησε τις παλάμες ανάστροφα στα πορτάκια των ντουλαπιών τα ξανασταύρωσε τα άφησε να πέσουν ξανά πλησίασε περισσότερο στο παραθυράκι της κουζίνας τράβηξε το κουρτινάκι και άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί για λίγο αδιάφορα μες τη βροχή ένας ήχος απ’ την κουζίνα απέσπασε την προσοχή της έκλεισε το μάτι πήρε το μπρίκι το άφησε στο πατάκι άνοιξε ένα ντουλάπι έβγαλε από μέσα το πακετάκι με τα φακελάκια το τσάι πήρε ένα έσκισε το κάλυμμα και το έβαλε στη κούπα που είχε ακουμπήσει στο τραπέζι τη γέμισε νερό και ακούμπησε ξανά το μπρίκι στο πατάκι τύλιξε τις παλάμες γύρω από την κούπα και περίμενε να γίνει το τσάι βούτηξε μια δυο φορές το τσάι στο νερό σηκώθηκε και ξαναπήγε στο παραθυράκι μετά από λίγο ξαναγύρισε στο τραπέζι έβγαλε από την κούπα το τσάι το στράγγιξε με τα δάχτυλα και το πέταξε στα σκουπίδια έκατσε ξανά στην καρέκλα τυλίγοντας ξανά τις παλάμες στην καυτή επιφάνεια της κούπας ανακάτεψε έπειτα για λίγο με το κουταλάκι σήκωσε την κούπα στο ύψος του στόματος φύσηξε το περιεχόμενο και δοκίμασε δειλά να πιει μια γουλιά απ’ το καυτό ακόμα περιεχόμενο ακούμπησε ξανά στο τραπέζι την κούπα της ερχόταν να βάλει τα κλάματα προσπάθησε να πιει ακόμα μία γουλιά ακούμπησε και πάλι την κούπα κοιτάζοντας απέναντι το τοίχο μες το γκρίζο ημίφως του βροχερού πρωινού ξαφνικά με την ανάστροφη της παλάμης πέταξε την κούπα μακριά παρατηρώντας την να διαγράφει μέσα σε δευτερόλεπτα μια κίνηση ημικυκλική να διαλύεται σε χίλια κομμάτια στον απέναντι τοίχο πριν καν προσκρούσει είχε ήδη μετανιώσει από μικρή σιχαινόταν τις υστερίες το βλέμμα της ξεχάστηκε για λίγο επάνω στη στάμπα που σχηματίστηκε στον τοίχο να στάζει γκρίζα υγρή να αναδύονται μες το κρύο αχνοί ανατρίχιασε σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιο νευρική και πήρε να ντύνεται φεύγοντας βρόντηξε την πόρτα πίσω της χωρίς να κλειδώσει περιπλανήθηκε για ώρες πολλές αφηρημένη μες την βροχή άσκοπα θα κόντευε να νυχτώσει τώρα το χειμώνα νυχτώνει νωρίς στάθηκε για λίγο περιμένοντας την έγκριση του σηματοδότη να διασχίσει την διάβαση στο απέναντι πεζοδρόμιο μια γυναίκα μεσόκοπη χειρονομούσε ασταμάτητα φαίνεται ξένη σε ποιον να γνέφει άραγε γύρισε το κεφάλι αριστερά προς το μέρος που έδειχνε εκείνη τώρα ωρύοταν το τελευταίο πράγμα που ένιωσε ένα οξύ τράνταγμα κάψιμο στα πλευρά κι έπειτα να εκτοξεύεται κάπου μακριά και μετά να παγώνει ολόκληρο το κορμί να διαλύονται μες σε ομίχλη σκιές οι άνθρωποι αλλοιωμένα χρώματα πρόσωπα κόκκινα κίτρινα φώτα ήχοι βροχή ουρλιαχτά σειρήνες περιπολικά ο κόσμος ένα τεράστιο Λούνα Παρκ… και σκοτάδι μετά.

***


Το ποιητικό αφήγημα «Το Κορίτσι Που Του Άρεσε Να Διηγείται Βρώμικες Ιστορίες» εκδόθηκε στη συλλογή Αποσπάσματα (2008)


Κυριακή 7 Ιουνίου 2009

Project Romanticism



Samuel Taylor Coleridge

(1772 1834)



On Poesy or Art

(1818)


MAN communicates by articulation of sounds, and paramountly by the memory in the ear; nature by the impression of bounds and surfaces on the eye, and through the eye it gives significance and appropriation, and thus the conditions of memory, or the capability of being remembered, to sounds, smells, etc. Now Art, used collectively for painting, sculpture, architecture, and music, is the mediatress between, and reconciler of nature and man. It is, therefore, the power of humanizing nature, of infusing the thoughts and passions of man into everything which is the object of his contemplation; color, form, motion, and sound, are the elements which it combines, and it stamps them into unity in the mould of a moral idea.

The primary art is writing;—primary, if we regard the purpose abstracted from the different modes of realizing it, those steps of progression of which the instances are still visible in the lower degrees of civilization. First, there is mere gesticulation; then rosaries or wampum; then picture-language; then hieroglyphics, and finally alphabetic letters. These all consist of a translation of man into nature, of a substitution of the visible for the audible.

The so-called music of savage tribes as little deserves the name of art for the understanding as the ear warrants it for music. Its lowest state is a mere expression of passion by sounds which the passion itself necessitates;—the highest amounts to no more than a voluntary reproduction of these sounds in the absence of the occasioning causes, so as to give the pleasure of contrast—for example, by the various outcries of battle in the song of security and triumph. Poetry also is purely human; for all its materials are from the mind, and all its products are for the mind. But it is the apotheosis of the former state, in which by excitement of the associative power passion itself imitates order, and the order resulting produces a pleasurable passion, and thus it elevates the mind by making its feelings the object of its reflection. So likewise, while it recalls the sights and sounds that had accompanied the occasions of the original passions, poetry impregnates them with an interest not their own by means of the passions, and yet tempers the passion by the calming power which all distinct images exert on the human soul. In this way poetry is the preparation for art, inasmuch as it avails itself of the forms of nature to recall, to express, and to modify the thoughts and feelings of the mind.

Still, however, poetry can only act through the intervention of articulate speech, which is so peculiarly human that in all languages it constitutes the ordinary phrase by which man and nature are contradistinguished. It is the original force of the word “brute,” and even “mute” and “dumb” do not convey the absence of sound, but the absence of articulated sounds.

As soon as the human mind is intelligibly addressed by an outward image exclusively of articulate speech, so soon does art commence. But please to observe that I have laid particular stress on the words “human mind”—meaning to exclude thereby all results common to man and all other sentient creatures, and consequently confining myself to the effect produced by the congruity of the animal impression with the reflective powers of the mind; so that not the thing presented, but that which is re-presented by the thing, shall be the source of the pleasure. In this sense nature itself is to a religious observer the art of God; and for the same cause art itself might be defined as of a middle quality between a thought and a thing, or as I said before, the union and reconciliation of that which is nature with that which is exclusively human. It is the figured language of thought, and is distinguished from nature by the unity of all the parts in one thought or idea. Hence nature itself would give us the impression of a work of art, if we could see the thought which is present at once in the whole and in every part; and a work of art will be just in proportion as it adequately conveys the thought, and rich in proportion to the variety of parts which it holds in unity.

If, therefore, the term “mute” be taken as opposed not to sound but to articulate speech, the old definition of painting will in fact be the true and best definition of the fine arts in general, that is, muta poesis, mute poesy, and so of course poesy. And, as all languages perfect themselves by a gradual process of desynonymizing words originally equivalent, I have cherished the wish to use the word “poesy” as the generic or common term, and to distinguish that species of poesy which is not muta poesis by its usual name “poetry”; while of all the other species which collectively form the fine arts, there would remain this as the common definition—that they all, like poetry, are to express intellectual purposes, thoughts, conceptions, and sentiments which have their origin in the human mind—not, however, as poetry does, by means of articulate speech, but as nature or the divine art does, by form, color, magnitude, proportion, or by sound, that is, silently or musically.

Well! it may be said—but who has ever thought otherwise? We all know that art is the imitatress of nature. And, doubtless, the truths which I hope to convey would be barren truisms, if all men meant the same by the words “imitate” and “nature.” But it would be flattering mankind at large, to presume that such is the fact. First, to imitate. The impression on the wax is not an imitation, but a copy, of the seal; the seal itself is an imitation. But, further, in order to form a philosophic conception, we must seek for the kind, as the heat in ice, invisible light, etc., whilst, for practical purposes, we must have reference to the degree. It is sufficient that philosophically we understand that in all imitation two elements must coexist, and not only coexist, but must be perceived as coexisting. These two constituent elements are likeness and unlikeness, or sameness and difference, and in all genuine creations of art there must be a union of these disparates. The artist may take his point of view where he pleases, provided that the desired effect be perceptibly produced—that there be likeness in the difference, difference in the likeness, and a reconcilement of both in one. If there be likeness to nature without any check of difference, the result is disgusting, and the more complete the delusion, the more loathsome the effect. Why are such simulations of nature, as wax-work figures of men and women, so disagreeable? Because not finding the motion and the life which we expected, we are shocked as by a falsehood, every circumstance of detail, which before induced us to be interested, making the distance from truth more palpable. You set out with a supposed reality and are disappointed and disgusted with the deception; while, in respect to a work of genuine imitation, you begin with an acknowledged total difference, and then every touch of nature gives you the pleasure of an approximation to truth. The fundamental principle of all this is undoubtedly the horror of falsehood and the love of truth inherent in the human breast. The Greek tragic dance rested on these principles, and I can deeply sympathize in imagination with the Greeks in this favorite part of their theatrical exhibitions, when I call to mind the pleasure I felt in beholding the combat of the Horatii and Curiatii most exquisitely danced in Italy to the music of Cimarosa.

Secondly, as to nature. We must imitate nature! yes, but what in nature—all and everything? No, the beautiful in nature. And what then is the beautiful? What is beauty? It is, in the abstract, the unity of the manifold, the coalescence of the diverse; in the concrete, it is the union of the shapely (formosum) with the vital. In the dead organic it depends on regularity of form, the first and lowest species of which is the triangle with all its modifications, as in crystals, architecture, etc.; in the living organic it is not mere regularity of form, which would produce a sense of formality; neither is it subservient to anything beside itself. If may be present in a disagreeable object, in which the proportion of the parts constitutes a whole; it does not arise from association, as the agreeable does, but sometimes lies in the rupture of association; it is not different to different individuals and nations, as has been said, nor is it connected with the ideas of the good, or the fit, or the useful. The sense of beauty is intuitive, and beauty itself is all that inspires pleasure without, and aloof from, and even contrarily to, interest.

If the artist copies the mere nature, the natura naturata, what idle rivalry! If he proceeds only from a given form, which is supposed to answer to the notion of beauty, what an emptiness, what an unreality there always is in his productions, as in Cipriani’s pictures! Believe me, you must master the essence, the natura naturans, which presupposes a bond between nature in the higher sense and the soul of man.

The wisdom in nature is distinguished from that in man by the co-instantaneity of the plan and the execution; the thought and the product are one, or are given at once; but there is no reflex act, and hence there is no moral responsibility. In man there is reflection, freedom, and choice; he is, therefore, the head of the visible creation. In the objects of nature are presented, as in a mirror, all the possible elements, steps, and processes of intellect antecedent to consciousness, and therefore to the full development of the intelligential act; and man’s mind is the very focus of all the rays of intellect which are scattered throughout the images of nature. Now, so to place these images, totalized and fitted to the limits of the human mind, as to elicit from, and to superinduce upon, the forms themselves the moral reflections to which they approximate, to make the external internal, the internal external, to make nature thought, and thought nature—this is the mystery of genius in the fine arts. Dare I add that the genius must act on the feeling, that body is but a striving to become mind—that it is mind in its essence?

In every work of art there is a reconcilement of the external with the internal; the conscious is so impressed on the unconscious as to appear in it; as compared mere letters inscribed on a tomb with figures themselves constituting the tomb. He who combines the two is the man of genius; and for that reason he must partake of both. Hence there is in genius itself an unconscious activity; nay, that is the genius in the man of genius. And this is the true exposition of the rule that the artist must first eloign himself from nature in order to return to her with full effect. Why this? Because if he were to begin by mere painful copying, he would produce masks only, not forms breathing life. He must out of his own mind create forms according to the severe laws of the intellect, in order to generate in himself that co-ordination of freedom and law, that involution of obedience in the prescript, and of prescript in the impulse to obey, which assimilates him to nature, and enables him to understand her. He merely absents himself for a season from her, that his own spirit, which has the same ground with nature, may learn her unspoken language in its main radicals, before he approaches to her endless compositions of them. Yes, not to acquire cold notions—lifeless technical rules—but living and life-producing ideas, which shall contain their own evidence, the certainty that they are essentially one with the germinal causes in nature—his consciousness being the focus and mirror of both—for this does the artist for a time abandon the external real in order to return to it with a complete sympathy with its internal and actual. For of all we see, hear, feel, and touch the substance is and must be in ourselves; and therefore there is no alternative in reason between the dreary (and thank heaven! almost impossible) belief that everything around us is but a phantom, or that the life which is in us is in them likewise; and that to know is to resemble, when we speak of objects out of ourselves, even as within ourselves to learn is, according to Plato, only to recollect;—the only effective answer to which, that I have been fortunate to meet with, is that which Pope has consecrated for future use in the line—

“And coxcombs vanquish Berkeley with a grin!”

The artist must imitate that which is within the thing, that which is active through form and figure, and discourses to us by symbols—the Natur-geist, or spirit of nature, as we unconsciously imitate those whom we love; for so only can he hope to produce any work truly natural in the object and truly human in the effect. The idea which puts the form together cannot itself be the form. It is above form, and is its essence, the universal in the individual, or the individuality itself—the glance and the exponent of the indwelling power.

Each thing that lives has its moment of self-exposition, and so has each period of each thing, if we remove the disturbing forces of accident. To do this is the business of ideal art, whether in images of childhood, youth, or age, in man or in woman. Hence a good portrait is the abstract of the personal; it is not the likeness for actual comparison, but for recollection. This explains why the likeness of a very good portrait is not always recognized; because some persons never abstract, and among these are especially to be numbered the near relations and friends of the subject, in consequence of the constant pressure and check exercised on their minds by the actual presence of the original. And each thing that only appears to live has also its possible position of relation to life, as nature herself testifies, who, where she cannot be, prophesies her being in the crystallized metal, or the inhaling plant.

The charm, the indispensable requisite, of sculpture is unity of effect. But painting rests in a material remoter from nature, and its compass is therefore greater. Light and shade give external, as well internal, being even with all its accidents, while sculpture is confined to the latter. And here I may observe that the subjects chosen for works of art, whether in sculpture or painting, should be such as really are capable of being expressed and conveyed within the limits of those arts. Moreover, they ought to be such as will affect the spectator by their truth, their beauty, or their sublimity, and therefore they may be addressed to the judgment, the senses, or the reason. The peculiarity of the impression which they may make may be derived either from color and form, or from proportion and fitness, or from the excitement of the moral feelings; or all these may be combined. Such works as do combine these sources of effect must have the preference in dignity.

Imitation of the antique may be too exclusive, and may produce an injurious effect on modern sculpture:—first, generally, because such an imitation cannot fail to have a tendency to keep the attention fixed on externals rather than on the thought within;—secondly, because, accordingly, it leads the artist to rest satisfied with that which is always imperfect, namely, bodily form, and circumscribes, his views of mental expression to the ideas of power and grandeur only;—thirdly, because it induces an effort to combine together two incongruous things, that is to say, modern feelings in antique forms;—fourthly, because it speaks in a language, as it were, learned and dead; the tones of which, being unfamiliar, leave the common spectator cold and unimpressed;—and lastly, because it necessarily causes a neglect of thoughts, emotions, and images of profounder interest and more exalted dignity, as motherly, sisterly, and brotherly love, piety, devotion, the divine become human—the Virgin, the Apostle, the Christ. The artist’s principle in the statue of a great man should be the illustration of departed merit; and I cannot but think that a skilful adoption of modern habiliments would, in many instances, give a variety and force of effect which a bigoted adherence to Greek or Roman costume precludes. It is, I believe, from artists finding Greek models unfit for several important modern purposes that we see so many allegorical figures on monuments and elsewhere. Painting was, as it were, a new art, and being unshackled by old models it chose its own subjects, and took an eagle’s flight. And a new field seems opened for modern sculpture in the symbolical expression of the ends of life, as in Guy’s monument, Chantrey’s children in Worcester Cathedral, etc.

Architecture exhibits the greatest extent of the difference from nature which may exist in works of art. It involves all the powers of design, and is sculpture and painting inclusively. It shows the greatness of man, and should at the same time teach him humility.

Music is the most entirely human of the fine arts, and has the fewest analoga in nature. Its first delightfulness is simple accordance with the ear; but it is an associated thing, and recalls the deep emotions of the past with an intellectual sense of proportion. Every human feeling is greater and larger than the exciting cause—a proof, I think, that man is designed for a higher state of existence; and this is deeply implied in music in which there is always something more and beyond the immediate expression.

With regard to works in all the branches of the fine arts, I may remark that the pleasure arising from novelty must of course be allowed its due place and weight. This pleasure consists in the identity of two opposite elements—that is to say, sameness and variety. If in the midst of the variety there be not some fixed object for the attention, the unceasing succession of the variety will prevent the mind from observing the difference of the individual objects; and the only thing remaining will be the succession, which will then produce precisely the same effect as sameness. This we experience when we let the trees or hedges pass before the fixed eye during a rapid movement in a carriage, or, on the other hand, when we suffer a file of soldiers or ranks of men in procession to go on before us without resting the eye on anyone in particular. In order to derive pleasure from the occupation of the mind, the principle of unity must always be present, so that in the midst of the multeity the cetripetal force be never suspended, nor the sense be fatigued by the predominance of the centrifugal force. This unity in multeity I have elsewhere stated as the principle of beauty. It is equally the source of pleasure in variety, and in fact a higher term including both. What is the seclusive or distinguishing term between them?

Remember that there is a difference between form as proceeding, and shape as superinduced;—the latter is either the death or the imprisonment of the thing;—the former is its self-witnessing and self-effected sphere of agency. Art would or should be the abridgment of nature. Now the fullness of nature is without character, as water is purest when without taste, smell, or color; but this is the highest, the apex only—it is not the whole. The object of art is to give the whole ad hominem; hence each step of nature hath its ideal, and hence the possibility of a climax up to the perfect form of a harmonized chaos.

To the idea of life victory or strife is necessary; as virtue consists not simply in the absence of vices, but in the overcoming of them. So it is in beauty. The sight of what is subordinated and conquered heightens the strength and the pleasure; and this should be exhibited by the artist either inclusively in his figure, or else out of it, and beside it to act by way of supplement and contrast. And with a view to this, remark the seeming identity of body and mind in infants, and thence the loveliness of the former; the commencing separation in boyhood, and the struggle of equilibrium in youth: thence onward the body is first simply indifferent; then demanding the translucency of the mind not to be worse than indifferent; and finally all that presents the body as body becoming almost of an excremental nature.