Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Ζ. Δ. Αϊναλής, Το κορίτσι που του άρεσε να διηγείται βρώμικες ιστορίες


Ζ. Δ. Αϊναλής

Το Κορίτσι Που Του Άρεσε Να Διηγείται Βρώμικες Ιστορίες




Έκλεισε με θόρυβο την πόρτα πίσω του πέρασε το μπράτσο του γύρω από τη μέση της και χαμήλωσε το κεφάλι του προς το μέρος της εκείνη έκλινε ελαφρά το κεφάλι τόσο όσο να αποφύγει τα χείλη του που κατευθύνονταν κόκκινα με ακρίβεια στα δικά της την κοίταξε στιγμιαία με περιέργεια και αγγίζοντας ελαφρά το πηγούνι της με την άκρη των δακτύλων του το έστρεψε προς το μέρος του τα χείλη τους έσμιξαν ώρα πολύ η γλώσσα του ολοένα βαθύτερα να ανασκαλεύει το στόμα της τα χέρια του περιέτρεχαν άπληστα το κορμί της τα στήθη της υπέροχα μεγάλα στήθη βαριά τα οπίσθια της το ιερό του φύλου της τρίγωνο κατέβασε την μία τιράντα του φορέματος της αφήνοντας να φανεί το στήθος της πλούσιο μέσα από το φόρεμα κόκκινο κι εκείνη να βουλιάζει να βουλιάζει ολοένα βαθύτερα μέσα στην αλουμινένια πράσινη σκούρα εξώπορτα του γυμνού φοιτητικού της διαμερίσματος απόμεινε έτσι τέλος γυμνή σταυρωμένη πάνω στην πράσινη πόρτα ενδεδυμένη μονάχα τις πρόστυχες μαύρες κορδέλες του εσώρουχου της ξεκούμπωσε τα κουμπιά του παντελονιού του πρώτα το πρώτο κι έτσι ένα ένα μέχρι το τελευταίο αργά έχωσε την παλάμη της μες το εσώρουχο του και χούφτωσε το φουσκωμένο καυλί του αδημονώντας να νιώσει τον πυρετό της καύλας του την σκληράδα γονάτισε κοιτώντας τον στα μάτια μπροστά του και άρχισε να γλείφει τον πούτσο καυλωμένο αχόρταγα μες στο στόμα της να βυθίζει ως τα κατάβαθα του λαιμού της το πέος παίζοντας ταυτόχρονα τ’ αρχίδια με το δεξί της χέρι μπρος πίσω λικνίζοντας τα κωλομέρια κουνιούνται ασυναίσθητα το γονατισμένο κορμί της ακολουθεί την κίνηση του αριστερού της χεριού και συνάμα ελευθερώνοντας απ’ τα παπάρια το άλλο χαϊδεύει το πλημμυρισμένο μουνί της καυτό την ανασηκώνει την παίρνει στην αγκαλιά του ελάχιστα βήματα πίσω δεν μπορεί να περπατήσει καλά απ’ το κατεβασμένο του παντελόνι την ακουμπά στο τραπέζι απαλά φέρνει το πρόσωπο του βαθιά μέσα στο τρίγωνο των λαγόνων της ως μέσα βαθιά τα χείλη απ’ άκρη σ’ άκρη τα χείλη του αιδοίου της γλείφει στα πόδια της σκυμμένος ανάμεσα εκείνη πάντα καθισμένη ανατριχιάζει σιωπηλά που και που της ξεφεύγουν επιφωνήματα ανακούφισης ηδονικά πάνω κάτω η γλώσσα του άπληστα αξεδίψαστα απύθμενα βάθη εξερευνά πάνω κάτω ξανά και ξανά ερεθισμένη οπή μέσα έξω η γλώσσα του κινείται στενά ανάμεσα κλειτορίδα και κόλπο γύρω γύρω χαϊδεύοντας ολοένα χαϊδεύοντας τις τρίχες ξανθές του εφηβαίου της απαλά τα δάχτυλα του τρυπώνουνε στον κόλπο την κλειτορίδα κόλπος και πάλι ξανά σηκώνει και με τα δυο του χέρια τα κωλομέρια της στον αέρα τα πόδια της μετεωρίζονται ανοιχτά ανοίγει στα δυο τα μεριά η γλώσσα του βυθίζεται στην κωλότρυπα της μέσα βαθιά ελευθερώνει το χέρι του το δεξί φέρνει το δείχτη στο στόμα της εκείνη το πιπιλά και στο κώλο της πίσω πάλι ξανά ανιχνεύοντας την περιφέρεια του πρωκτού της αργά αργά της το βάζει κι έπειτα ολόκληρο ολοένα πιο μέσα βαθιά ισιώνει το κορμί του το κορμί της στο τραπέζι ξανά ακουμπά με το χέρι του πιάνει τον πούτσο του τον τρίβει στου μουνιού της τα χείλια και μπαίνει μέσα της τον νιώθει μέσα της στον κόλπο της χωρίς δυσκολία απ’ την καύλα το καυλί του γλιστρά τη γαμά πιο βαθιά πιο βαθιά την πηδά την ξεσκίζει τη τσούλα βαθιά το κορμί της συσπάστηκε τεντώθηκε η πλάτη της τόξο στα σεντόνια οι παλάμες γροθιά δεν πρόλαβε να αποτελειώσει την ιστορία της όσην ώρα εκείνος την έγλειφε έκλεισε τα μάτια της και πήρε μιαν ανάσα βαθιά τον ένιωσε που ήρθε και ξάπλωσε δίπλα της γυρνά προς το μέρος της να την πάρει αγκαλιά εκείνη απέστρεψε το κεφάλι της τον σιχαινόταν έτσι που μύριζε τη μυρουδιά του μουνιού της στο στόμα του σηκώθηκε δίχως να τον κοιτάξει και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο ακούμπησε και με τα δυο στο νιπτήρα τα χέρια της κοίταξε το πρόσωπο της στον καθρέφτη για ώρα πολλή άνοιξε τη βρύση και την άφησε άσκοπα έτσι να τρέχει έκανε τις παλάμες της χωνί γέμισε νερό και έπλυνε το πρόσωπο της κοιτώντας στον καθρέφτη και πάλι έτσι δίχως να σκουπιστεί να στάζουνε τα νερά κι ο ήχος του νερού που κυλά και χάνεται να σου σβήνει τα πάντα ολόγυρα κοίταξε τα σγουρά μαύρα μαλλιά της μερικά βήματα προς τα πίσω κοίτα αυτά τα βυζιά μου πόσο μικρά είναι όμορφα όμως έτσι που είναι στητά έχω πάντως ωραία μεγάλη θηλή κι οι ρώγες έτσι μυτερές που εξέχουνε είναι νομίζω ερεθιστικές έκλεισε τη βρύση και μπήκε στη μπανιέρα άνοιξε το νερό και το άφησε να πέφτει πλούσια πάνω της έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω απολαμβάνοντας την αίσθηση αυτή αδειάζοντας το κεφάλι της από σκέψεις από μικρή το συνήθιζε αυτό η πιο μεγάλη απόλαυση οι μόνες δίχως σκέψη στιγμές έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στο υγρό κατρακύλισμα του νερού…


…κατηφής σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι γυμνός διέσχισε το δωμάτιο ως το παράθυρο τράβηξε την κουρτίνα μια στάλα δισταχτικά κοίταξε αφηρημένα την κίνηση έξω σπασμένη νυχτερινή άφησε την κουρτίνα να πέσει το κεφάλι σκυμμένο πάντα τα ίδια ξανά και ξανά γύρισε πίσω και πήρε να ντύνεται το παντελόνι του απ’ τη κρεμάστρα το πουκάμισο τη ζώνη κουμπώνοντας μηχανικά κάθισε στο κρεβάτι φορώντας τις κάλτσες αδιάφορα τα βαρέθηκα όλ’ αυτά τα σκατά κι ωστόσο το μυαλό του έτρεχε κιόλας σε προβλήματα πραχτικά πώς θα βρει που τέτοια ώρα ταξί όχι που δεν τον ένοιαζε είν’ απλά που ο νους του ανθρώπου έχει την τάση να λύνεται ακόμα και στα πιο μεγάλα μπροστά αδιέξοδα προσωπικά στιγμές δυστυχίας πικρές δένοντας τα κορδόνια σφιχτά ο κρότος της πόρτας που κλείνει την βρήκε ακριβώς να τραβάει την κουρτίνα του μπάνιου έστρεψε προς την κατεύθυνση του ήχου ασυναίσθητα το κεφάλι ξαναγύρισε τράβηξε απ’ το πιαστράκι την πετσέτα και άρχισε να σκουπίζεται πάει κι αυτός σκέφτηκε σκουπίστηκε εξονυχιστικά τα πόδια πρώτα ένα ένα λυγισμένα στης μπανιέρας τη βάση το στήθος την πλάτη μετά δευτερόλεπτα αρκετά την ευαίσθητη περιοχή άνοιξε έξω και περπάτησε ελεύθερη μέχρι την βρύση στην κουζίνα γυμνή τα πέλματα της ξυπόλητη ακούγονται στα πλακάκια αφήνουν σημάδια που εξατμίζοντ’ εφήμερα κινήθηκε αθόρυβα δίχως φως μόνη αυτή σαν αερικό στο σκοτάδι να λαμπυρίζει η γύμνια της μες τα νοικιασμένα δωμάτια σαν την παλάμη της τόσα χρόνια οι τοίχοι γλιστράνε κι απομακρύνονται μόνοι τους τις νύχτες σαν την αισθάνονται να εγείρεται ανατριχιάζοντας απαλά απ’ την απότομη ψύχρα να σβήσει την δίψα της γύρισε στο δωμάτιο με μια πλακωμένη καρδιά διάθεση βαριά από εκείνες τις δυσάρεστες φορές που ο οργασμός αφήνει μια επίγευση δυσάρεστη στη ψυχή βαρυθυμία ένα συναίσθημα ανολοκλήρωτο πέταξε από πάνω της την πετσέτα κι έμεινε απελευθερωμένη τελείως γυμνή με κάποιο απροσδιόριστο συναίσθημα μελαγχολίας να βαραίνει το στήθος της ήξερε ότι κατά πάσα πιθανότητα έφυγε κι εκείνος για πάντα έτσι πάντα περαστικοί απ’ τη ζωή της οι άντρες ήξερε πως πολλούς τους ενοχλούσαν οι ιδιοτροπίες της άλλοι δεν ενδιαφερόνταν παρά μόνο για λίγες στιγμές εφήμερης ανακούφισης κάνοντας την να νιώθει μπιντές άλλοι τρομάζανε φοβόνταν να τα βάζουνε κάθε μέρα μαζί της είναι πάντα μάχη βέβαια δε λέω ο έρωτας είναι αγώνας για επικράτηση ανάμεσα σε δυο άκρα αντίθετα χωρίς ποτέ ηττημένους και νικητές ανατρίχιασε ελαφρά πίεσε το μυαλό της ν’ αλλάξει κατεύθυνση θα μπορούσα ίσως και να το πάρω απόφαση αυτό θα έκανε πιο εύκολα τα πράγματα θα σταματούσα τουλάχιστον να ελπίζω η διάψευση της ελπίδας αυτό είναι το πλέον αβάσταχτο ένα μαρτύριο που σε κατατρώγει βαθμηδόν πέρα για πέρα φριχτό και τι ζωή θα ήταν απ’ την άλλη δίχως ελπίδα κι αυτή αφυδατωμένη ζωή πάντως τουλάχιστον δεν θα χρειαζόταν να εφευρίσκω δικαιολογίες μια δήθεν απελευθέρωση να παρουσιάσω ένα πρόσωπο άλλο αλλά σε ποιόν και γιατί ποιόν να κοροϊδέψεις τουλάχιστον αξιοπρεπής μέσα στη δυστυχία να στέκεσαι όρθια γιατί υπάρχει πολλή δυστυχία στον κόσμο μοναξιά πολλή και δυστυχία στον κόσμο οι άνθρωποι περιφέρονται ψάχνοντας εναγώνια κάτι νομίζοντας πως πρέπει μόνο ν’ απολαμβάνουν δίχως τίποτε ποτέ να θυσιάζουν τώρα στις πολιτείες τις νύχτες μια μαύρη σιωπή κάτω από τους στύλους ηλεκτροδοτήσεως χιλιάδες απατημένες καρδιές μέμφονται τη μιζέρια τους όλα είναι τόσο ανόητα τόσο βλακωδώς ανυπόφορα θυμήθηκε τον Αλέκο την πρώτη φορά που τον πήγε σε στριπτιτζάδικο πως το ‘σκασε κείνος μετά από λίγο αηδιασμένος εκείνη να αποφασίζει να μείνει και να μεθύσει ν’ αποδείξει στον εαυτό της άραγε τι να τον εκδικηθεί όχι που νόμιζε θα τον ακολουθήσω είναι γελασμένος αν νομίζει πως θα τρέχω πίσω του ο ηλίθιος θυμωμένη πρώτα πρώτα με τον ίδιο τον εαυτό της τα ανισόρροπα πάθη της που την τραβούσαν σε μέρη απόμερα πάντα σκοτεινά απομακρύνοντας την απ’ όλους τους άλλους να κατεβάζει το ένα μετά το άλλο τα ποτά κι όλα ν’ αρχίσουν να γυρνάνε γαϊτανάκι τρομακτικά μια αίσθηση φωταγωγημένου ιλίγγου κι έπειτα όλος εκείνος ο λαβύρινθος από πρόσωπα τυλιγμένα μέσα σε μια μεθυσμένη ομίχλη ήχους αλλοιωμένους και φώτα τσίρκο ελέφαντες να φωνάζουνε δυνατά μες τ’ αυτιά μου σιγά σιγά να μαζεύονται γύρω της αρσενικά στα μάτια τους έβλεπες το ίδιο ηλίθιο βλέμμα το βλέμμα του ζώου μπροστά στην κότα το βλέμμα του πετεινού ο ένας της έπιανε το χέρι ο άλλος της χάιδευε τρυφερά δήθεν τα μαλλιά ο άλλος ψαχούλευε τα μπούτια της φιλικά και κείνη παρόλο που ένιωθε μέσα της να γιγαντώνεται μια τεράστια σιχασιά εξακολουθούσε να υποδαυλίζει την καύλα τους έντεχνα έγινε σε λίγο η βασίλισσα του μαγαζιού οι σερβιτόρες ημίγυμνες την κοιτάζαν με μίσος τι κοιτάζεις μωρή ξεκωλιάρα κι εσύ τους χάλασα βλέπεις την πελατεία τόσα χαμένα απροσδόκητα μπουρμπουάρ και το κοπάδι των ανδρών σα λυσσασμένων σκύλων να ανταγωνίζονται γελοία ποιος θα κερδίσει το κορμί της έπαθλο επάξια κερδισμένο σε βάρβαρη δημοπρασία τύφλα ο ένας να επιδεικνύει τα ποντίκια του άλλος μιαν ευγένεια αταίριαστη άλλος την ευφράδεια του τόσο ανυπόφορα υποκριτές γελοίοι οι άνδρες είναι σαν τα μικρά παιδιά ότι κι αν κάνουν δεν κρύβονται ποτέ από τη μαμά ναι καλέ μου δοκίμασα απ’ το ποτό σου τι είπες πίνεις πως τι μου ξανάπες και τι βρε χαμένε σε πειράζει να το επαναλάβεις και δώσ’ του γέλια απ’ το μπουλούκι μάζα κινούμενη των σαρκών αδυνατώντας να καταλάβουν πόσο βαθιά τους σιχαίνοταν όλους όλους όλους ανεξαιρέτως όλο αυτό το βάρβαρο σινάφι το αποκρουστικό και πόσο τους είχε εκείνη τη στιγμή ανάγκη όλον αυτόν τον θαυμασμό τυφλό αυτήν την άγρια οφθαλμοφανή πολιορκία διάχυτη στην ατμόσφαιρα διέγερση σεξουαλική η άγρια ηδονή να σκίζει τα στήθια της η ανάγκη για τον απόλυτο έλεγχο αυτού του συρφετού να ξέρει πως ότι κι αν γίνει όλοι κρεμόντουσαν απ’ τα χείλη της όταν μιλούσε την κοιτάζαν στα μάτια λατρεύοντας την σιωπηλά μόνη γυναίκα αυτή μέσα σε τόσους άντρες όλοι δικοί της πως κι ετούτος κι εκείνος θα κάνουνε ότι θέλω εγώ φτάνει να τους το πω πως μια κουβέντα μου αρκεί να τους κάνω να σέρνονται στα τέσσερα κουνώντας την ουρά τους να πηγαινοέρχονται έτσι σα τα σκυλιά σκουπίζοντας το πάτωμα με τις ηλίθιες γραβάτες τους ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο άνδρας κουστουμαρίζεται παρφουμαρίζεται και βγαίνει να γαμήσει αφού ούτως ή άλλως δεν τον ενδιαφέρει τίποτ’ άλλο ένα κομμάτι σάρκα μόνο γιατί αυτός ο κόπος ή μήπως νομίζουν πως υπάρχει καμιά γυναίκα τόσο ηλίθια που δεν το καταλαβαίνει πότε θέλει ο άλλος απλά να γαμήσει ποιον νομίζουν ότι κοροϊδεύουν και δώσ’ του να γελά και δώσ’ του να μιλά και δώσ’ του να τους λέει ιστορίες φανταστικές πραγματικές τι σημασία είχε τέτοιαν ώρα και που λέτε όταν σταμάτησε το πούλμαν κατέβηκαν οι επιβάτες και τρέξαν όλοι βιαστικοί στο μέρος να κατουρήσουν ποιος θα προλάβει τότε εκείνος πρόσεξε περνώντας μπροστά από τις γυναικείες και κοιτώντας καθώς είχε το κακό συνήθειο μέσα είδε τις δυο μικρές πουτανίτσες που καθόνταν ακριβώς απέναντι του στο λεωφορείο και που όλην την ώρα προσπαθούσανε με κάθε τρόπο να προσελκύσουνε την προσοχή του αυτή που καθόταν απ’ έξω φορούσε καλοκαίρι γαρ άλλο που δεν ήθελε να τα πετάξει όλα έξω ένα μίνι μέχρι τον κώλο και δεν μου βολευότανε τάχα η κυρία και να ανεβάζει τα γόνατα να τα ακουμπάει στο μπροστινό κάθισμα και να του έχουν βγει του κακομοίρη τα μάτια να κοιτάει τα μπούτια της κυρίας γυμνά ίσαμε τον κώλο σχεδόν και δώσ’ του να γελάνε μεταξύ τους δυνατά δυνατά να προσελκύσουνε την γενική προσοχή θαρρείς και μ’ αυτά που φορούσε η δεσποινίς είχε την ανάγκη να κάνει και τίποτ’ άλλο για να προκαλέσει την αρσενική προσοχή και δώσ’ του γέλια τα ζώα χαχανητά η ομήγυρη ευθυμισμένη συνολικά μη βλέποντας την ώρα και την στιγμή πότε θα φύγουνε σε ποιον θα τύχει ο κλήρος τζάμπα να γαμήσει και σήμερα ήταν ένα μικρό καράβι που ήταν α-α-αταξιδευτό που ήταν α-α-αταξιδευτό οεοεοεοε κι ήρθε η στιγμή να κλείσει κλείνουμε το κατάστημα αυτή η τρομερή στιγμή που την περίμενε με φόβο θανάσιμο κι αγωνία εφιάλτης στιγμή κι ήξερε πως δεν θα ‘φευγε από δω μέσα σώα αν δεν διαλέξω κάποιο αρχίδι κι έπειτα βλέπουμε έναν τον κουμαντέρνω τουλάχιστο κι α μπέμπα μπλομ του κιθ ε μπλομ α μπέμπα μπλομ του κιθ ε μπλομ α μπέμπα μπλομ του κιθ ε μπλομ μπλιμ μπλομ έφυγε μ’ ένα υποκείμενο που φαινόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή κάπως πιο σοβαρό είχε όλην την ώρα κρατηθεί παράμερα χαμογελώντας ειρωνικά με μιαν υπεροψία ασυμβίβαστη για το χώρο ούτε και θυμάμαι το πώς βρεθήκαμε σε κάποια υπόγεια διάβαση τι μεσολάβησε πορτοκαλί τα φώτα τρέχανε ποντικοί μες το κεφάλι μου είχα μια ροζ βουή κι ένα τρένο να ουρλιάζει δυνατά μηχανήματα και φωτιά σφυρηλατημένη οργή γαμημένα τακούνια μη με πιέζεις τόσο άσε το μπράτσο μου άσε το μπράτσο που σου λέω και ξάφνου μια στιγμή κάτω από μια λάμπα άκου να σου πω κοριτσάκι και μου ‘σφιξε με βία τον καρπό εγώ μου ‘ρθε να βάλω τα κλάματα κάτι η έκπληξη κάτι ο φόβος το αλκοόλ έσκυψε και με φίλησε στο λαιμό τα χέρια ψαχουλεύαν τα στήθη μου κι εμένα δάκρυα να κυλάνε στα μάτια άφωνα και πικρά έχωσε το χέρι του κάτω απ’ τη φούστα μου ένιωσα το άγγιγμα του επάνω στη σάρκα μου αηδίασα έκανα μια κίνηση άχρηστη τάχα να φύγω ήξερα από πριν ήτανε μάταιο μου άστραψε ένα χαστούκι και με ξάπλωσε χάμω σαν να ‘σπασα τότε ολόκληρη ξαφνικά μονομιάς όλην την ώρα ένιωθα πάνω μου την ανάσα του ν’ αγκομαχά και να ζέχνει από το αλκοόλ τέλειωσε κι έφυγε και με παράτησε να πνίγομαι μόνη μου να ξερνάω να κλαίω τα δάκρυα σπασμοί αναφιλητά καυτά να κυλάνε στην άσφαλτο να σηκωθώ πώς να βρω τη δύναμη που να πάω…



…έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στο υγρό κατρακύλισμα του νερού… ένα αίσθημα πρωτόγνωρο να πλημμυρίζει το είναι της αγάπη προς όλον τον κόσμο και όντως εκείνη τη δοσμένη στιγμή τον αγαπούσε έτσι όπως δεν είχα ποτέ αγαπήσει κανέναν έτσι όπως δεν με είχε αγαπήσει κανένας ποτέ και ταυτόχρονα μια θλίψη βαθιά κάτι σαν οίκτος για τον ίδιο τον εαυτό της αυτό το παράπονο που σε πιάνει ξαναδιαβάζοντας ερωτικές επιστολές παλιές που έγραψες και δεν τόλμησες να στείλεις ωστόσο ποτέ δειλιάζοντας την τελευταία στιγμή απελπισμένα μηνύματα σύντομα σφραγισμένα σε μποτίλιες που δεν ριχτήκαν ποτέ τους στη θάλασσα μια συγκίνηση ειλικρινής και βαθιά συντριβή αυτό το συναίσθημα απροσπέλαστο ιερό και βαθύ μοναξιάς πως δεν υπάρχει κανείς να το μοιραστείς στον κόσμο κανείς μόνη μου στο ρυθμό αβέβαιο κόσμων τεμνόμενων το μόνο που ζήτησα ότι καθένας ζητά απ’ τη ζωή και δεν μπόρεσα να καταλάβω ποτέ τελικά ποιος έφταιγε για τη δυστυχία μου ήταν οι ανεπάρκειες οι δικές μου ή εκείνες των άλλων Θεέ μου γαμώτο χιλιάδες χρόνια σκέφτονται οι άνθρωποι τα ίδια και τα ίδια ξανά χιλιάδες χρόνια τα σκεφτήκανε κι έπειτα από τότε αναμασούνε τα ίδια ξανά και ξανά πότε δεν θα βάλουν ποτέ τους μυαλό τα ίδια λάθη οι ίδιες ανισορροπίες η ίδια αίσθηση πως σέρνεις τα βήματα σου τυφλά σ’ έναν κόσμο παράλογο περπατώντας στην ομίχλη ανάμεσα σε σκιές κάτω από γκρίζα κτίρια μουχλιασμένα βουλιαγμένα ολόκληρα σε μια σιωπή απειλητική περιγράμματα περικυκλωμένοι από θηρία οι ίδιοι θηρία προϊστορικά και πρωτόγονα κυνηγώντας δαγκώνοντας και ξεσκίζοντας στάζουν από παντού στο στόμα μου αίματα στο σώμα μου αίματα κακοφορμισμένες πληγές τα ίδια αδιέξοδα οι ίδιες αγωνίες οι ίδιες μικρότητες τα ίδια επαναλαμβανόμενα σφάλματα οι φθόνοι οι ζήλιες μικροσυμφέροντα και μηχανορραφίες φαυλότητες εγωισμοί Μήδειες μαινάδες τυφλωμένες από δυνάμεις παράλογες σε έναν κόσμο τόσο παράλογο τόσο τραχύ είναι φορές που νιώθω τελείως γυμνή να περιφέρομαι ανάμεσα σ’ αρσενικά πεινασμένα πεινασμένη με τη σειρά μου δε λέω κι εγώ να μη ξέρω τι θέλω να μη ξέρω τι ψάχνω κι όλα να μου φταίνε μες σε έναν κόσμο που σε διώχνει κάθε μέρα εξόριστοι απ’ τη ζωή φλέγομαι μέσα σε μια επανάληψη ατέλειωτη του στατικού αιώνιου πόνου πρώτου να πρέπει κάθε μέρα να μετράς να υπομένεις να ζεις μέσα στη βεβαιότητα αυτού του ίδιου επαναλαμβανόμενου πόνου από στιγμή σε στιγμή ειν’ η ζωή βγαίνω τα βράδια και τριγυρνώ δίχως σκοπό ψηλαφώντας με την παλάμη ανύπαρκτους τοίχους ανύπαρκτων δέντρων κορμούς γύρω γύρω να μην αγγίξω να μην μολύνω μόνη ανάμνηση όμορφη που έχει δικαίωμα να σταματήσει κάποτε κάθε ζωή μία ακινητοποιημένη στο χρόνο στιγμή αγάπη μου πως περάσαν έτσι τα χρόνια τόσα χρόνια αγάπη μου έτσι πως περάσαν μακριά σου πως μπόρεσα και συνήθισα μακριά σου άχαρο πράμα ο άνθρωπος σ’ όλα συνηθίζει κανείς και πως αλλάζει ο άνθρωπος από λεπτό σε λεπτό… κι όλες εκείνες οι εκδηλώσεις λατρείας και πανικού πριν τον αποχαιρετισμό εκείνο το ατέλειωτο σφίξιμο στην καρδιά πως διαλύθηκαν όλα μέσα σε λίγες βδομάδες μετά άραγε να το μαντεύαμε μας προειδοποιούσανε τίποτα μυστικά βάθη της ψυχής σκοτεινά το ξέρω πως κατά βάθος εγώ τα προκάλεσα όλα αυτά μα όσο και να ‘ναι μ’ έπιασες εξ απίνης όταν με πήρες τόσα χιλιόμετρα μακριά και μου πες πως πρέπει ίσως να βάλουμε ένα τέλος πια πως μου φανήκαν τότε όλα τόσο αναπάντεχα τόσο απροσδόκητα και πόσο γρήγορα και μου ‘λεγες κλαίγοντας κι οι δυο δε θα πάψω να σ’ αγαπάω ποτέ θαρρείς και χρειαζόταν να μου το πεις αγάπη μου αγάπη μου δεν έπαψα να σ’ αγαπάω στιγμή αυτό το αίσθημα απέραντης τρυφερότητας για σένα που μου κληροδοτήσανε τόσα χρόνια μαζί πόσες χιλιάδες στιγμές πως είναι δυνατόν να ξεχάσω έστω και το παραμικρό την πιο ασήμαντη στιγμή όταν με ξύπναγες με φιλιά τρυφερά ξύπνα καρδούλα μου είναι ώρα πρέπει να σηκωθείς εσύ είχες από ώρα σηκωθεί μου ‘χες ‘τοιμάσει τσάι πάντα τους χειμώνες ζεστό κι έφευγες πάντα πρώτος εσύ δεν προλαβαίνω αγάπη μου να πάρουμε μαζί πρωινό κι αποτελείωνες τον καφέ σου στο πόδι με φιλούσες στο μέτωπο πάντα στο μέτωπο τα πρωινά αλήθεια δεν ξέρω γιατί Θεέ μου νιώθω ακόμα τα χείλη σου στο μέτωπο στο στήθος μου στο λαιμό αγάπη μου αγάπη μου πως άφησα τον εαυτό μου και σ’ έδιωξε πόσες και πόσες φορές πιασμένοι απ’ το χέρι ή αγκαλιά διασχίζαμε αφιλόξενους δρόμους ανάμεσα σε βλέμματα κάποτε εχθρικά κι ούτε και που μας ένοιαζε τότε όπως άρχισε να με νοιάζει μετά όταν απέμεινα μόνη και έπρεπε μόνη μου να σηκώνω όλο το βάρος της ύπαρξης μου η ίδια εγώ φορτίο τόσο αβάσταχτο είναι φόρες που με πίκρα αναλογίζομαι σε ποιους ανθρώπους θ’ αφήσουμε το βάρος της ζωντανής μας ανάμνησης αν ο άνθρωπος ζει ζει μόνο μέσα από την μνήμη των άλλων μέσα στην σκέψη των άλλων αν δεν υπάρχει κανείς μια σκιά τότε που περιπλανιέται απάνω στη γη σε μια ανυπαρξία ουσιαστική είναι φορές που μου λείπει τόσο πολύ η ανάσα σου μετά τον έρωτα πλάι μου επάνω στα στήθη μου τα αμέτρητα χάδια σου τρυφερά σ’ όλην την περιφέρεια του κορμιού μου πόσα ατέλειωτα βράδια ξημερωθήκαμε να διαβάζουμε στο πανεπιστήμιο για τα διαγωνίσματα μαζί κι έπειτα άρχισε σιγά σιγά να πέφτει σιωπή θυμάσαι την τελευταία φορά στο σταθμό του τρένου έβλεπα να ανεβαίνεις ένα ένα αργά απ’ τον κόσμο που σπρώχνονταν τα σκαλιά να σε παίρνουν μακριά μου κι ήξερα πως ήτανε η τελευταία που σε ‘βλεπα από κοντά Θεέ μου φορά και γύρω να βρέχει λες κι επίτηδες δυνατά γύρισες και με κοίταξες και κατάλαβα πως νιώθεις το ίδιο και συ μωρό μου αγάπη μου χρυσή πιάστηκες με το δεξί χέρι απ’ τη χειρολαβή και με κοιτούσες και περνούσε ο κόσμος σκουντώντας και βρίζοντας ατέλειωτο ποτάμι μακρύ κι άλλοι στην αποβάθρα τρέχαν κουκουλωμένοι μ’ αυτοσχέδια αδιάβροχα προστατευτικά αμέτοχοι σε ότι συνέβαινε εκείνη τη στιγμή εκεί μπροστά στα μάτια τους δίπλα τους στη μνήμη μου έχει για πάντα εντυπωθεί η στερνή μας ανάμνηση κοινή εγώ όπως και τώρα αναζητούσα ποιος ξέρει τι μην μπορώντας ποτέ να στεριώσω ν’ αγαπηθώ ίσως έπρεπε τελικά να γίνουνε όλα όπως γίνανε θυμάσαι που μου είπες κάποια απ’ το τηλέφωνο βραδιά έψαχνα ατέρμονα κάτι άλλο δίχως κι η ίδια να ξέρω το τι κι άπλωσες το χέρι σου μες τη βροχή κίνηση αργή άγγιξες το πρόσωπο μου σαν να το άγγιζες για πρώτη φορά περιέφερες την παλάμη σ’ όλο το πρόσωπο μου αργά ιχνηλατώντας συλλέγοντας τις σταγόνες μια μια σταματήσαν τα δάχτυλα σου λίγο περισσότερο στα ίδια χείλη μου αυτά έκλαιγα μ’ αναφιλητά θα τα πούμε έτσι μου ‘πες κάπως σαν να ρωτούσες κι η φωνή σου ραγισμένη σε χιλιάδες ραγισμένες φωνές τα μάτια σου κι εσένα υγρά δεν απάντησα έκλαιγα με λυγμούς σφύριξε το τρένο κλείσαν οι πόρτες και πίσω απ’ το τζάμι καρδιά μου εσύ να φεύγεις να φεύγεις μακριά έκρυψα στις παλάμες το μέτωπο να μην βλέπω δεν ήθελα ξεσπώντας πια λεύτερη σε λυγμούς τρομερούς και το ‘νιωσα τότε καλά με πλήρη επίγνωση πως έμενα μόνη πλέον για πάντα και ένιωσα μια αγωνία θανάσιμη να μου ξεσκίζει τη ψυχή έκανα να τρέξω να σε προλάβω πιο πολύ πανικός της στιγμής κι όχι κανένας φτηνός μελοδραματισμός ευχήθηκα βλέπεις τόσες φορές την ελευθερία μου σαν ένα ενδεχόμεν’ ανέφικτο κι όταν ξαφνικά την απέκτησα τρόμαξα δεν ήξερα πώς να την κουμαντάρω τι να την κάνω να σε προλάβω να σου πω συγχώρεσε με αγάπη μου σ’ αγαπώ για πάντα θα σ’ αγαπώ σ’ αγαπούσα χιλιάδες χρόνια εσένα ζητούσα πριν ακόμα καν γεννηθώ συγχώρεσε με αγάπη μου δεν μπορώ μόνη μου δεν μπορώ μην μ’ αφήνεις μόνη μου δεν μπορώ μα κατάλαβα πως ήταν ήδη αργά σε φαντάστηκα καθισμένο την παλάμη σου να υποβαστάζει με κόπο το μέτωπο κοιτώντας έξω απ’ το τζάμι τα μέρη μου τα μέρη αυτά που δεν θα ήταν ποτέ δικά μας ξανά συγκρατώντας με κόπο τα δάκρυα ενθυμούμενος το παλιό παραμύθι των γιαγιάδων μας οι άντρες δεν κλαίνε ποτέ δεν κατάλαβα γιατί είναι ντροπή για έναν άντρα να κλαίει πικρά να μην γίνει τάχα ρεζίλι σε ποιον να πρέπει να κρατηθεί να μην κλάψει αυτά τα δάκρυα που τόσο τα είχε ανάγκη πολύ τα δάκρυα σου για μένα αγάπη μου αγάπη μου τι μ’ έπιασε τώρα ξαφνικά και κλαίω σαν τη χαζή τι τα θυμήθηκα όλα αυτά ιστορίες από χρόνια νεκρές όμως ακόμα και τώρα θυμάμαι απ’ έξω το τελευταίο σημείωμα που μου έστειλες κάποιο βράδυ στον υπολογιστή λίγο πριν τον οριστικό χωρισμό το διάβασα ξανά και ξανά το τύπωσα και το διάβασα και τις ακόλουθες μέρες κλαίγοντας μ’ αναφιλητά ώσπου το έκαψα και το έσβησα κι απ’ τον υπολογιστή δεν μπορούσα να το νιώθω τόσο δίπλα μου εκεί αλλά αποτυπώθηκε μέσα μου κι από τότε παραμένει εκεί μωρό μου σ’ αγάπησα καρδιά μου πολύ μου ‘γραφες όπως δεν είχες τολμήσει να μου μιλήσεις ποτέ πάντα συνεσταλμένος κι ελάχιστα εκδηλωτικός γιατί τώρα να φεύγεις σε νιώθω ολοένα συνέχεια πιο μακριά και πως θα ζήσω τώρα μονάχος έτσι που συνήθισα να είμαι μαζί σου αγάπη μου η ζωή μου τα τελευταία χρόνια ήταν ήσουν εσύ… πώς να ζήσω τώρα με την ιδέα ότι δεν θα είμαστε ένα εγώ κι εσύ πια μαζί… είναι γεγονός πως η απουσία σου έγινε μια κατάσταση που περισσότερο ή λιγότερο έμαθα να τη χειρίζομαι… όμως είναι φορές αγάπη μου που οι αναμνήσεις πολιορκούν το μυαλό μου και τότε η απουσία σου η πιθανότητα και μόνο μιας ζωής δίχως καθόλου την παρουσία σου αγάπη μου μου φαίνονται ανυπόφορα… συγχώρεσε με για το ασυνάρτητο του μηνύματος είμαι μεθυσμένος και πάλι κι απόψε νιώθω δυστυχισμένος καρδιά μου τόσο μόνος…μου λείπεις… αλήθεια μου λείπεις καρδιά μου πολύ… προς το παρόν ακόμα ο Άλκης σου… σταματάω κάπου εδώ θολά τα μάτια μου απ’ τα δάκρυα κι άλλο πια δεν βλέπω τίποτα… θέλω να ξέρεις πως ότι κι αν γίνει θα σε αγαπάω πάντα και θα σε νοιάζομαι πάντα ειλικρινά μωρό μου… συγγνώμη… δεν θέλω να σε πιέζω… ξέρω πως περνάς δύσκολα… να προσέχεις τον εαυτό σου καρδούλα μου… πόσα χρόνια να περάσαν από τούτο το μήνυμα εσύ θα έφτιαξες βέβαια τη ζωή σου απ’ την αρχή ο χρόνος τα γιατρεύει όλα και τη χειρότερη πληγή και μόνο τις δικές μου δεν σβήνει πληγές στο χρόνο διαιωνίζονται μέσα καυτές σαν την ανάσα μου που θολώνει τα τζάμια γυμνή που κοιτάζω στο δρόμο ξεχνώντας κάθε προφύλαξη απ’ τα παράθυρα της πόλης την κίνηση το χειμώνα μες τη βροχή μετρώντας τις ψιχάλες αδιάφορα στο τζάμι που με κλείνει απ’ τον κόσμο και πόσο θυμάμαι βασανιστικά σε ζήλεψα ακατανόητα στην αρχή όσο δεν είχα επιτρέψει στον εαυτό μου να ζηλέψει όλα τα χρόνια μαζί αφού πια χωρίσαμε με ποιο αλήθεια δικαίωμα ένα πάθος τρομερό να μου ξεσκίζει αδιάκοπα την ψυχή οι αμφιβολίες κι η αγωνία που μου δημιουργούσανε τα νέα δεδομένα της δικής σου αποκλεισμένης πια από μένα ζωής με ποιους βγαίνεις τώρα άγνωστους μου ανθρώπους με ποιες να συναναστρέφεσαι ποιες προκαλούνε την προσοχή σου ποιες σε φιλούσαν με ποιες να μιλάς ποιες σου σκεπάζαν με την παλάμη τους τρυφερά την παλάμη στο πρώτο σας ραντεβού αν τύχαινε να μου μιλήσεις στο τηλέφωνο κάπως ψυχρά είναι άραγε τώρα η άλλη μπροστά αν τύχαινε να μην σήκωνες το τηλέφωνο που άφηνα επίτηδες ώρα να χτυπά να πηδιέται άραγε τώρα με την άλλη και δώσ’ του το τηλέφωνο να χτυπά ξανά και ξανά σταμάτησα κι εγώ να παίρνω στο τέλος τηλέφωνα κόλαση τελικά είναι μάλλον οι άλλοι όσο περνάνε τα χρόνια με συνθλίβει με την συνειδητοποίηση της η φράση αυτή που κάποτε είχα βρει ανυπόφορα υπεροπτική αλλά τι να σου κάνω φταίω μήπως κι εγώ έτσι που με κατάντησαν ένα πλάσμα ανισόρροπο γεμάτο ανασφάλειες και πληγές καυτές εσωτερικές τα χρόνια που πέρασαν μου πήραν το πρόσωπο σκληρύναν τα χαρακτηριστικά μου μια πέτρα πώς να γελάσω έκλαψα τόσο πολύ δεν μπορώ πια να κλάψω δίχως κανείς ν’ αναλαμβάνει την ευθύνη κανείς για το τέρας που είμαι το τέρας που φτιάξανε άλλοι και μου ‘κανε κόπο κάθε φορά έκπληξη να συνειδητοποιώ πως ότι οι άνθρωποι αποκαλούσαν συνήθως ελευθερία συμπυκνωνόταν στον πιο επονείδιστο ατομικισμό και στην ασυδοσία κοίτα την πάρτη σου κι άσε τους άλλους να πεθάνουν ένας για όλους και όλοι για μένα και τα σχετικά μπλα μπλα και πάλι μπλα μπλα διατυμπανίζοντας την απόλυτη ελευθερία του ατόμου στη σύγχρονη προοδεύουσα ευημερούσα φιλελεύθερη πολιτισμένη κοινωνία τη δυνατότητα του να πιάσει που λένε τον ταύρο απ’ τα κέρατα ή όπως ‘λεγαν στην πρωτεύουσα άντρακλες συγχωριανοί νεόπλουτοι του γέρου μου οφείλει κανείς να πιάνει τη ζωή απ’ τ’ αρχίδια φίλε μου και να διαμορφώσει τη μοίρα του μόνος του να κάνει τις επιλογές του βρε αδερφέ εντέλει κι ας ‘βλεπαν κάθε μέρα τους χειμώνες τους άστεγους να πεθαίνουν στα πόδια τους κι ας ‘βλεπαν κάθε βράδυ τις πουτάνες να ξυλιάζουν στην άκρη του δάσους θλιβερές και θλιμμένες κοκκινοσκουφίτσες παράξενες και να μην υπάρχει πια κυνηγός μόνο λύκοι τους άκουγες να ουρλιάζουν στ’ αυτιά σου απόκοσμα τις νύχτες άσκοπα που περιφέρεις τα βήματα σου ακούω τον ήχο που βγάζουν τα τακούνια μου στ’ άδεια πλακόστρωτα όταν περνάω δίχως κανένας να ενδιαφέρεται αν στο επόμενο στενό θα πεθάνω περνάω και τα φύλλα κίτρινα του φθινόπωρου πεσμένα υψώνονται λίγο απ’ τον αέρα πριν πέσουν και πάλι στη γη αθόρυβα ποιος νοιάζεται ή μη όσο με λούζει αυτή η βροχή χρυσή η ανάλαφρη πτώση των φύλλων των δέντρων ξερών άραγε τούτος ο άνδρας που να πηγαίνει ποια γυναίκα τον περιμένει τι μάτια πάναστρα Θεέ μου θλιμμένα δεν έχω ξαναδεί μάτια σαν κι ετούτα θλιμμένα βαθιά θα μπορούσα και να ερωτευτώ ίσως έναν άνδρα με μάτια τέτοια θλιμμένα αθεράπευτα απαράλλαχτα σαν κι αυτά κι όμως εγώ μόνη μου αθεράπευτα μόνη κι αυτό δεν αλλάζει δεν μπορεί ν’ αλλάξει ούτε ανάμεσα σ’ εκατοντάδες ανθρώπους τις νύχτες που συνωστίζομαι σε κλαμπ σκοτεινά θυμάμαι κάποια φορά που μας έβγαλαν εμένα και τη Χριστίνα βόλτα ο μπαμπάς κι μαμά παλιά τότε ήταν αγαπημένοι ακόμα ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν πριν ακόμα ξεκινήσουν τα τόσα προβλήματα και μας πήγαν στο Λούνα Παρκ πως ένιωσα εκείνο το αίσθημα αβάσταχτης μοναξιάς να μου πλακώνει την καρδιά ανάμεσα σ’ εκατοντάδες άλλα παιδιά τώρα που το σκέφτομαι όμως ήταν η Χριστίνα που είχε ανέκαθεν ένα βλέμμα θλιμμένο μόνιμα σαν να την βάραινε μια σκιά ώρες ώρες χανότανε σ’ έναν κόσμο δικό της άγνωστο ξένο σε όλους μας και θυμάμαι που έμπαινα στο δωμάτιο της διστακτικά και την έβλεπα ώρες ατέλειωτες ακίνητη στο κρεβάτι να κοιτά το ταβάνι ακούγοντας μουσική με τα χέρια πλεγμένα πίσω απ’ το κεφάλι τα χείλη σφιχτά και να περιπλανιέται το βλέμμα της κάπου μακριά Χριστίνα αγαπούλα μου τώρα που περάσαν τα χρόνια και μπορώ να καταλάβω πόσα υπέφερες κι εσύ εγώ τότε ήμουν μικρή που αρχίσανε όλα και πάλι δεν τα καταλάβαινα όλα εσύ που τα διέκρινες όλα αυτά από πριν κι έγινες από τότε για πάντα μελαγχολική κι όταν γελούσες ακόμα γελούσες πικρά σχεδόν με παράπονο ένα γέλιο κακό εκδικητικό τόσο που μου ‘τανε ανυπόφορο να σε βλέπω καρδούλα μου να γελάς πόσο έχω φταίξει αλήθεια κι απέναντι σου και τότε κι αργότερα όλα όσα σου τύχανε και εγώ πάντα σ’ επέκρινα για τις πράξεις σου τρομερά και ποτέ δεν ήμουν εκεί ποτέ ποτέ δεν σου έδειξα την αγάπη μου πόσο πολύ στ’ αλήθεια σε αγαπώ πόσα σήμαινες για μένα η μεγαλύτερη αδερφή πόσο μου στάθηκες όταν εκείνοι χωρίσανε και πως διαλύθηκε ο κόσμος μου χίλια κομμάτια όταν το έσκασες απ’ το σπίτι χωρίς τίποτα τίποτα σε κανέναν να πεις θυμάμαι καλά που γύρισα μια του Δεκέμβρη απ’ το σχολείο βραδιά και βρήκα μες τα σκοτάδια το μπαμπά να κλαίει με αναφιλητά με το πρόσωπο θαμμένο στις παλάμες βαθιά δεν τόλμησα ν’ ανοίξω το φως μα μόλις γύρισα το κλειδί και μπήκα και τον άκουσα στο σαλόνι μου σπάραξε την ψυχή και με πήραν τα κλάματα κι εμένα δίχως καλά καλά να ξέρω γιατί ίσως η συγκίνηση η συσσωρευμένη των ημερών ένταση στην αρχή δεν κατάλαβα δεν μου πήγαινε το μυαλό νόμισα κλαίει για τη μαμά και γύρισε τότε μες το ημίφως και με κοίταξε πονεμένα με κείνο το πρόσωπο ολόκληρο μια τρεμάμενη σακατεμένη ζωή κι άνοιξε τα χέρια του κι έτρεξα και χώθηκα στην αγκαλιά του βαθιά και κλαίγαμε έτσι αγκαλιασμένοι κι οι δυο ήταν η μόνη στιγμή που βρεθήκαμε ίσως τόσο κοντά και μου ‘πε συντετριμμένος μέσα από τα αναφιλητά αγάπη μου η αδερφή σου μας εγκατέλειψε τώρα μείναμε οι δυο μας μόνοι εσύ κι εγώ κι ακόμα και τώρα που μεσολαβήσανε τόσα και τόσα και τον μίσησα τον άνθρωπο αυτόν που ήταν πατέρας μου κάποτε τόσο βαθιά θυμάμαι ακόμα αυτή τη στιγμή και νιώθω πάντα το ίδιο συναίσθημα μια συμπόνια απέραντη όπως τότε που τον βρήκα να κλαίει μόνο του στα σκοτάδια κατακερματισμένη ζωή κάποτε σκέφτομαι τι έφταιξε τάχα κι αυτός το ‘θελε να ‘ναι τέτοιος που ήταν τελικά σε τι φταίνε οι άνθρωποι όλοι μικρές μικρές αδύναμες όλο πάθη φοβισμένες ψυχές ν’ αναζητούν μες τον κόσμο όπως όπως κατεύθυνση έναν τρόπο να πορευτούν στη ζωή σαν τη μαμά ποτέ δεν κατάλαβα έτσι κάπως πάντα της σαν περαστική κι ας μην την συγχώρησα που μας παράτησε ποτέ φοβισμένη μες το σπίτι να κάθεται μόνη στη κουζίνα με τις ώρες μες τι σιωπή κοιτάζοντας το άδειο φλιτζανάκι του καφέ ή έξω απ’ τα παράθυρα τα φθινόπωρα τη βροχή και μετά φευγαλέα φιγούρα πάντοτε βιαστική με το ίδιο τρομαγμένο βλέμμα στα μάτια της το λιωμένο κόκκινο ταγιέρ Κυριακή παρά Κυριακή…


…κατηφής κοίταζε έξω από το τζάμι τα αυτοκίνητα να τσαλαβουτάνε μες τα νερά κόρνες βρισίματα βιαστικά ομπρέλες κυνηγημένοι περαστικοί άφησε την κουρτίνα να πέσει και βαριεστημένα κατευθύνθηκε στην κουζίνα πήρε το μπρίκι άνοιξε τη βρύση άφησε το νερό να τρέξει λίγο και το γέμισε έπειτα μέχρι τη μέση το απόθεσε στο μικρό μάτι της κουζίνας και ακούμπησε στα ντουλάπια περιμένοντας να βράσει σταύρωσε τα χέρια τα άφησε να πέσουν ακούμπησε τις παλάμες ανάστροφα στα πορτάκια των ντουλαπιών τα ξανασταύρωσε τα άφησε να πέσουν ξανά πλησίασε περισσότερο στο παραθυράκι της κουζίνας τράβηξε το κουρτινάκι και άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί για λίγο αδιάφορα μες τη βροχή ένας ήχος απ’ την κουζίνα απέσπασε την προσοχή της έκλεισε το μάτι πήρε το μπρίκι το άφησε στο πατάκι άνοιξε ένα ντουλάπι έβγαλε από μέσα το πακετάκι με τα φακελάκια το τσάι πήρε ένα έσκισε το κάλυμμα και το έβαλε στη κούπα που είχε ακουμπήσει στο τραπέζι τη γέμισε νερό και ακούμπησε ξανά το μπρίκι στο πατάκι τύλιξε τις παλάμες γύρω από την κούπα και περίμενε να γίνει το τσάι βούτηξε μια δυο φορές το τσάι στο νερό σηκώθηκε και ξαναπήγε στο παραθυράκι μετά από λίγο ξαναγύρισε στο τραπέζι έβγαλε από την κούπα το τσάι το στράγγιξε με τα δάχτυλα και το πέταξε στα σκουπίδια έκατσε ξανά στην καρέκλα τυλίγοντας ξανά τις παλάμες στην καυτή επιφάνεια της κούπας ανακάτεψε έπειτα για λίγο με το κουταλάκι σήκωσε την κούπα στο ύψος του στόματος φύσηξε το περιεχόμενο και δοκίμασε δειλά να πιει μια γουλιά απ’ το καυτό ακόμα περιεχόμενο ακούμπησε ξανά στο τραπέζι την κούπα της ερχόταν να βάλει τα κλάματα προσπάθησε να πιει ακόμα μία γουλιά ακούμπησε και πάλι την κούπα κοιτάζοντας απέναντι το τοίχο μες το γκρίζο ημίφως του βροχερού πρωινού ξαφνικά με την ανάστροφη της παλάμης πέταξε την κούπα μακριά παρατηρώντας την να διαγράφει μέσα σε δευτερόλεπτα μια κίνηση ημικυκλική να διαλύεται σε χίλια κομμάτια στον απέναντι τοίχο πριν καν προσκρούσει είχε ήδη μετανιώσει από μικρή σιχαινόταν τις υστερίες το βλέμμα της ξεχάστηκε για λίγο επάνω στη στάμπα που σχηματίστηκε στον τοίχο να στάζει γκρίζα υγρή να αναδύονται μες το κρύο αχνοί ανατρίχιασε σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιο νευρική και πήρε να ντύνεται φεύγοντας βρόντηξε την πόρτα πίσω της χωρίς να κλειδώσει περιπλανήθηκε για ώρες πολλές αφηρημένη μες την βροχή άσκοπα θα κόντευε να νυχτώσει τώρα το χειμώνα νυχτώνει νωρίς στάθηκε για λίγο περιμένοντας την έγκριση του σηματοδότη να διασχίσει την διάβαση στο απέναντι πεζοδρόμιο μια γυναίκα μεσόκοπη χειρονομούσε ασταμάτητα φαίνεται ξένη σε ποιον να γνέφει άραγε γύρισε το κεφάλι αριστερά προς το μέρος που έδειχνε εκείνη τώρα ωρύοταν το τελευταίο πράγμα που ένιωσε ένα οξύ τράνταγμα κάψιμο στα πλευρά κι έπειτα να εκτοξεύεται κάπου μακριά και μετά να παγώνει ολόκληρο το κορμί να διαλύονται μες σε ομίχλη σκιές οι άνθρωποι αλλοιωμένα χρώματα πρόσωπα κόκκινα κίτρινα φώτα ήχοι βροχή ουρλιαχτά σειρήνες περιπολικά ο κόσμος ένα τεράστιο Λούνα Παρκ… και σκοτάδι μετά.

***


Το ποιητικό αφήγημα «Το Κορίτσι Που Του Άρεσε Να Διηγείται Βρώμικες Ιστορίες» εκδόθηκε στη συλλογή Αποσπάσματα (2008)


4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

με αγγιξες

Ανώνυμος είπε...

στοχευσες στην καρδια της σιωπης χωρις να τη λαβωσεις κι αυτο γιατι δε χαλασες την απαραιτητη για τη ζωτικοτητα της αταξια της

Ανώνυμος είπε...

WWW.ARELIS.GR

ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΕΡΩΤΟΝΟΜΙΚΟΝ ΤΟ ΠΙΟ ΑΙΣΘΗΣΙΑΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΙΟ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΕΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ
ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΓΙΑ ΗΛΙΚΙΕΣ ΚΑΤΩ ΤΩΝ 18 ΕΤΩΝ

scabby people είπε...

ta eixa agorasei auta ta apospasmata
einai polu kala
thumbs up !