Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

Γιώργος Λίλλης, Κατακερματισμένη απολογία μες στο σκοτάδι

Emil Nolde, Prophet (woodcut)


Γιώργος Λίλλης


Κατακερματισμένη απολογία μες στο σκοτάδι


Οι παγωμένες σκιές και η ανάσα.

Που είχε κάνει σχοινί τη φωνή και θηλιά

το άγριο σούρουπο των ματιών·

των ματιών μου το παγωμένο οροπέδιο.

Κι ας ήμουν μόνος

κι ας ήμουν στο σκοτάδι μόνος

το σκοτάδι που από μελάνι γίνεται λέξη κι από λέξη

σπιτάκι μνήμης στη λευκή πεδιάδα

το σκοτάδι που ανοίγει την πορτούλα

πίσω ακριβώς απ’ το θώρακα και μετρά

το υπόλοιπο της ζωής· αν η μπαταρία

αρχίζει να σκουριάζει

κι άλλα τέτοια παρανοϊκά

σαν να ορμούν δέντρα και νερά

πολλά νερά μες το δωμάτιο.


Φοβισμένος τυλίγομαι μέσα·

γιατρεύομαι σ’ ενύπνια που δεν αγαπούν το φως.

Και με κοιτάζουν.

Περιεργάζονται το σχήμα μου, ελέγχουν την πείνα μου για φυγή

καταδυναστεύουν την όραση μου. Μόνο ένα κομμάτι

ουρανό. Κι αυτό όχι κατάδικο μου. Κι άλλοι δίπλα μου νηστικοί και μόνοι

εκλιπαρούν και το μοιράζω λοιπόν το κομμάτι.

Μ’ έχουν πιάσει και φωνάζω βοήθεια

σώστε τα μελάνια μου

σώστε τις σκιές μες τις λέξεις

αφήστε ν’ αφουγκραστώ την ανάσα

την ανάσα μου καθώς βασανίζεται

ν’ ανέβει από τη σπηλιά του λαιμού κι όπως σπάζοντας

να σκορπά φωνή

χιλιάδες τρομαγμένες νυχτερίδες δίχως φεγγάρι σαν σε όνειρο·

μεγάλο τρομακτικό όνειρο:


Το δωμάτιο δίχως τοίχους σ’ ένα λιβάδι.


Μοιάζω με μυρμήγκι στα χέρια

άγριων εφήβων που με γυαλί αντίκρυ

στον ήλιο προσπαθούν να με κάψουν.

Παγιδεύομαι και βγάζω κραυγή, ώσπου

γίνεται από το στόμα μου σχοινί.

Δεν ξέρω που καταλήγει

μα έτσι τεντωμένο πιάνομαι

και με δύναμη σκαρφαλώνω.

Ένα καράβι περιμένει. Πλέουμε

σε μια θάλασσα που στο βάθος τελειώνει.

Ακολουθούν σμήνος ιπτάμενα ψάρια.


Μην έχοντας άλλη εκλογή πέφτω στο νερό

και βρίσκομαι ξαφνικά να κολυμπώ σ’ ένα μπουκάλι.

Φιγούρες ανθρώπων γύρω απ’ το τραπέζι.

Κάποιος δίχως να με προσέξει έτσι όπως πάσχιζα

να κρατηθώ στην επιφάνεια με ρίχνει στο ποτήρι

με πίνει. Βυθίζομαι στο σκοτάδι, ώσπου φτάνω

σε μια ολόφωτη αίθουσα γεμάτη κόσμο.

Δίχως να καταλάβω βρίσκομαι

στην αγκαλιά μιας κοπέλας. Με οδηγεί

σ’ ένα δωμάτιο. Κάτι με τραντάζει ρυθμικά.

Είμαστε ακριβώς στην καρδιά του, ψιθυρίζει.

Βγάζει τα ρούχα και ξαπλώνει

γυμνή πάνω στο κόκκινο. Τη βλέπω να κόβει

προσεκτικά την καρδιά του άτυχου που με κατάπιε

να μου προσφέρει.


Κι όπως τρομαγμένος φεύγω βλέπω.

Γονάτισαν τα σπίτια στις σκιές τους

καταπλακώθηκαν από σκοτάδι.

Παρατηρούσα άναυδος πως

μερικά μην αντέχοντας

την οδύνη του εξευτελισμού αυτοκτονούσαν

με τα καλώδια της ΔΕΗ.


Οι δρόμοι ζωντάνευαν, ασφάλτινα φίδια

ορμούσαν στ’ αυτοκίνητα·

στις ερημιές του αντικρινού λόφου

το τελευταίο δάσος παραδιδόταν στη στρατιά

των κεραιών της τηλεόρασης

δάση πυκνά από σίδερο, φυλλωσιές από ατσάλι

περιμένοντας να φωλιάσουν

τα πρώτα μεταλλαγμένα πουλιά, βγαλμένα

από τα εφιαλτικά όνειρα του Χίτσκοκ.


Κάποια γυναίκα φυλακισμένη

πίσω απ’ το παράθυρο

αποφασίζοντας να θυσιαστεί

παρά να χωθούν βαθιά μέσα της

τα χρώματα που σκορπούσε

το τοπίο πάνω της

έπαιρνε ψαλίδι

και κόβοντας τα μακριά της μαλλιά

τα σκορπούσε

ώσπου λες κι αυτό ήταν

το μοναδικό βάρος που την κρατούσε

ανυψωνόταν και χανόταν.


Η τρέλα καραδοκούσε κάτω από το κρεβάτι μου

τέρατα που είχαν φράξει την είσοδο του δωματίου

ενθρονισμένα…


Βγαίνω απ’ την κρυψώνα σε τοπίο αχανές.

Φοβισμένος πως κάποτε θα έρθουν.

Κι επικαλούμαι το σκοτάδι να τους κάνει να μη βλέπουν.

Το σκοτάδι μου. Και βλέπω. Να μπαίνει

όλη η θάλασσα.

Και να μην πνίγομαι.

Ενυδρεία ασφαλή

ενάντια σε πληγές από πένες αιχμηρές και αιμοβόρες.

Που το ξέρω. Με θέλουν.

Πανεύκολα θα με διαπεράσουν και θα μ’ αφήσουν έτσι

τρυπημένο από παντού όλοι

να βλέπουν.


Και φτάνω. Κι όπως ανοίγω στην τύχη

Διαβάζω σαν σε ημερολόγιο. Και τρομάζω. Είμαι εγώ

τα πρόσωπα κι είμαι

εγώ αυτός που γράφει. Και διαβάζω ό,τι γράφω

δυνατά διαβάζω

και μ’ ακούν


Ξημέρωσε. Όπως χθες, όπως τόσα χρόνια, τόσους αιώνες. Η νύχτα που πέρασε άφησε πάλι τα σημάδια της πάνω μου. Δεν θα ξανακοιμηθώ. Θα μείνω έτσι από πείσμα ξάγρυπνος μέχρι τέλος. Ξάγρυπνος μέχρι τον ύπνο της νύχτας, του ονείρου και του ίδιου του ύπνου. Κάποτε θα νυστάξουν, κάποτε θα βαρεθούν, θ’ απελπιστούν, και θα κοιμηθούν. Θα το κάνουν. Και θα είμαι ο μόνος που θα το δει. Ξύπνιος και μόνος. Κάνει ζέστη. Κοιτάζω το ρολόι περιμένοντας να χάσει το ρυθμό του για να έρθει το τέλος του χρόνου, των μηνών, των ωρών, των λεπτών, των δευτερολέπτων. Να σβήσει ο χρόνος και να πετρώσω εδώ δίπλα στο παράθυρο με το φλιτζάνι του καφέ στο χέρι. Μπροστά στον καθρέφτη. Μεταίχμιο οι δυο όψεις μου και στη μέση το γυαλί. Που βρίσκομαι; Γιατί είμαι εδώ; Ποιος είναι αυτός που κοιτά μέσα στον καθρέφτη; Πολλοί άνθρωποι σκοτώνονται. Πολλοί τρελαίνονται. Πρέπει να υπάρχει κάποια αιτία για όλα αυτά. Μοιάζω με το τίποτα. Και πως μοιάζει το τίποτα; Ποιος κατοικεί μέσα μου; Μισός θεός, μισός διάβολος ή τι; Είναι δοσμένα όλα λένε οι μυημένοι. Που; Πως; Πότε; Αυτός ο τόπος είναι γεμάτος μυστικά, κρυμμένα, τέλεια καμουφλαρισμένα, καλά προστατευμένα. Μόνο οι άγγελοι μπορούν να τ’ αγγίξουν. Μονάχα αυτοί να μου λένε: «Πιάσε στα χέρια σου την άμμο. Αυτή που τόσα χρόνια κοιμάται σε τούτο το ακρογυάλι. Μπορείς να τη νιώσεις;» με ρωτούν, «μπορείς να την απαριθμήσεις; Πόσο μικρός είσαι για αριθμούς.» Είμαι ανοιχτός σαν τον ουρανό, ανοιχτός σαν τη θάλασσα. Πόσες ζωές μου έχουν μείνει; Χθες, σήμερα, αύριο. Εικόνες δίχως αφορμή. Σάββατο σήμερα. Πως πέρασε τόσο γρήγορα ο αιώνας; Πεταμένες γόπες στο πάτωμα. Ρούχα, παπούτσια, το σεντόνι, το κρεβάτι, η καρέκλα. Ειρωνεία. Ποιος μπορεί να περιγράψει τον εαυτό του χωρίς να πει ψέματα; Μοιάζω με χιλιάδες υπάρξεις, με χιλιάδες αισθήσεις. Κλειδώνω την πόρτα. Αισθάνομαι σαν πέτρα. Ανίκανος για κάθε αντίδραση. Οι βροχές, τα λιοπύρια και οι χειμώνες, με αγγίζουν μα δεν μιλώ. Μπορείς να αισθανθείς την αγωνία μου να κοιτώ, να αισθάνομαι και να μην μπορώ να αντιδράσω; Το νιώθεις; Ευτυχώς που υπάρχουν και τα όνειρα να μας ζωγραφίζουν τα μάτια. Παρόλο που κουράζονται κι αυτά νιώθοντας την ανασφάλεια του κενού…



Στο σκοτάδι μετέωρος. Σαν να ‘χει το φιλμ σταματήσει στο Pause.

Το άγριο μάτι του βορρά πάνω στα τζάμια

κι ακούω μέσα μου ακούω τις κρυφές φωνές να εκλιπαρούν να μην ενδώσω

όσο κι αν τα βέλη ανοίξουν τη σάρκα.

Κι οι τέσσερις τοίχοι. Το αντηχείο του φόβου·

Είναι αδύνατον να προσαρμοστώ στην πραγματικότητα που εισβάλλει

νιώθω το βάρος να με βουλιάζει μέσα στο πάτωμα και να χάνομαι

στις ρίζες του σπιτιού, έτσι που ο Αχέροντας κι όλοι οι νεκρόφιλοι

με περιμένουν μ’ αναμμένα κεριά στην απέναντι όχθη

κι εγώ φωνάζω όχι, όχι, όχι, και βυθίζω τα χέρια στο χώμα κι αυτό ουρλιάζει

σηκώνεται όρθιο και με πετά μ’ όλη τη δύναμη προς το μέρος τους με πετά.

Ώσπου τον βλέπω.

Κοιτάζω γύρω. Όλοι φευγάτοι. Μονάχα αυτός παίζοντας μ’ ένα

χαρώνειο νόμισμα. Ο Τειρεσίας. Και πλησιάζω. Ήρεμος πια.

Σχεδόν γαλήνιος.



« Αν τραυματίσεις το όνειρο βγάζει αίμα;


Ποιες μυρωδιές έχουν κλείσει μέσα τους οι μνήμες;


Όταν οι ήχοι δεν ταξιδεύουν που κοιμούνται;


Τι χρώματα κρύβει ένα πεθαμένο ποτάμι στα χέρια του καλοκαιριού;


Και πως η μυρωδιά και μόνο της βροχής στον αέρα το ανασταίνει ξανά μες το


φθινόπωρο;


Και γιατί όταν πεθαίνει ο άνθρωπος δεν ξαναζωντανεύει όπως το ποτάμι;


Τι τρώει η σελήνη όταν πεινά τα μεσάνυχτα;


Ακούγονται απόηχοι μυστικών φωνών μέσα στον ύπνο σου;


Μπορούν οι λέξεις να κρατήσουν τη γεύση σου μετά το θάνατο σου;»


με ρωτά με απόλυτη σοβαρότητα.

Δεν ξέρω τι ν’ απαντήσω.

Και μια πικρή γεύση πεθαμένου τριαντάφυλλου

με παίρνει για τη στέγη των χαμένων χαδιών.

Στο σκοτάδι μετέωρος. Μ’ όλα τα εργαλεία της γραφής

Βαθιά μου μπηγμένα. Να βλέπουν τα βροχερά μου

μονοπάτια ως τα κάτω.


Νομιμοποιώντας του απόλυτου μηδενός την επινόηση

στα ήσυχα νερά του ύπνου

μες στο θάνατο·

το κέλυφος μιας νεκρής χελώνας στην ερημιά

και το αντίθετο σκηνικό με το γεράκι να ταΐζει τα πεινασμένα του νεογνά·

το ένδοξο σχεδιάγραμμα της πλοκής της ζωής

και της κατάληξης της.

Κι όπως χορεύει στο στήθος μου ο άνεμος

Βασιλεύουσα σελήνη καλπάζουσα στα νερά αναδύεται χλομή·

το πιο βαθύ μαύρο στα υπόγεια της υπάρξεως

με πλήρη υγρασία τα πνευμόνια μου αιμορραγούν μέλλον

ποτάμι λατρευτικό της ροής

κι άγριο

ανοίγοντας διόδους στο σφαλιστό μου οικόπεδο·

πυκνές τσουκνίδες όνειρα και αγχώδη δευτερόλεπτα

στο κουρδιστό ξυπνητήρι του μυαλού μου.

Έχουν και τα όνειρα ολισθηρότητα. Πέφτουν στην ουτοπία

και δολοφονούνται από την απόλυτη πεποίθηση της βαβυλωνιακής τους διάστασης·

νευρώσεις – Alptraum

κι όπως σκοτεινιάζει στη θεαματική βιτρίνα μπήγονται

τα πρώτα εικονίδια του μέλλοντος

στου θώρακα μου την περισυλλογή. Το σύνορο

της εκκωφαντικής πραγματικότητας.


Στα όνειρα μου πάντα κατοικεί το υγρό στοιχείο.

Το σώμα

είναι ένα χωμάτινο οχυρό που το διαπερνούν οι άνεμοι

σηκώνεται σκόνη η φωνή

και πέφτει ξανά στις αχανείς εκτάσεις της σιωπής.


Και ξέρω. Οι λέξεις

δεν με σώζουν.




Bielefeld, Φθινόπωρο 2002

***


O Γιώργος Λίλλης γεννήθηκε το 1974 στη Γερμανία και μεγάλωσε στην Αθήνα. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στο Bielefeld της Γερμανίας. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Το δέμα της νύχτας (1999), Η χώρα των κοιμωμένων υδάτων (2001), Στο σκοτάδι μετέωρος (2003), και Τα όρια του λαβύρινθου (2008). Το «Κατακερματισμένη απολογία μες στο σκοτάδι» είναι το τέταρτο και τελευταίο μέρος της συλλογής Στο σκοτάδι μετέωρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: