Μανόλης Πρατικάκης
(1943)
Από τη συλλογή Γενεαλογία (1984)
[ Χ ]
η κάθοδος
Αριστερά μια σκάλα πέτρινη ελικοειδής που κατεβαίνει σιωπηλά σε έναν άλλο αιώνα. Οι τοίχοι του από τούβλο κόκκινο και ψήγματα φωτιάς παντού τοιχογραφίες καπνισμένες και σε πάγκους μεσαιωνικούς που η φθορά να κάθονται. Θαμώνες από διαφορετικές φυλές έμποροι στο μισόφωτο σωμάτων και ψυχοπομποί, φτωχές δούλες και γεννήματα πάνω σε χαλιά αιματωμένα που τα καθαρίζουν ευνούχοι. Σαρακηνοί γενειοφόροι μ’ ένα γέλιο μπλε που φουρτουνιάζει λες εκείνη την ακύμαντη θάλασσα. Όλοι κοιτούν στο κέντρο της Αίθουσας μια νέα γυναίκα που σαλεύει ξαπλωμένη κι αναδεύει τους ερεθισμένους χιτώνες του αμφιβληστροειδούς. Είναι δεμένη με σκοινιά κι εκείνα τα βλέμματα τη σφίγγουν πισθάγκωνα. Ξαπλωμένη πάνω σε ένα μικρό λόφο από ξύλα, μεσ’ απ’ τα βαθιά φέγγη έρχεται των οραμάτων της που οδηγήσανε στρατούς. Αλλά ωραία μ’ εκείνη την αγιάτρευτη ομορφιά που συνοφρυώνει έθνη. Μ’ εκείνα τα βάραθρα της ομορφιάς.
Σα φεγγάρι που ανατέλλει μόλις από τα κλαδιά αραιά τινάζει το σώμα της και γέρνει. Κι εκείνα τα μαλλιά μακριές ρίζες ως κάτω στο χώμα. Μοιάζει με Ιωάννα της Λωρραίνης αλλά ξάφνου φαίνεται το πρόσωπο. Σα δίδυμη αδερφή εκείνης της νέας γυναίκας της δεμένης στον πάσσαλο, δίπλα στην άλλη με την άλλη με τη λεοντή που τώρα ντύνουν ερεβώδη άμφια. Ίδιες συσπάσεις και χαρακτηριστικά ίδιες αιτίες και σκοτεινιάσματα λαών. Έχει μια θανάσιμη σαν Μάνα συγγένεια μαζί της που τώρα τη γεννάς μες στη φωτιά. Ο θάνατος της μια μικρή πυρκαγιά κι εξεγείρει. Αλλά όταν ένα φωτοβόλο πλάσμα μέσα της και το τέλος εφάνη της εκπύρσωσης αναπυδά, για ν’ απαιτήσει με το πλήρωμα του χρόνου τα προνόμια. Που ήταν ορισμένος γι’ αυτά εναλλάξ και δεμένος με έναν πλατύ όρκο.
Ένας τρόμος αρχαίος τους συνεπαίρνει και μαζεύονται καταπώς πριν απ’ τις μπόρες εκείνα τα στίφη των πουλιών. Στα γείσα της μέρας και στους φράχτες κάθονται λες γήινα κοπάδια ενστίκτων έτοιμα να χυθούν.
Με μια ξαφνική και απέραντη όσφρηση μυρίζουν το θάνατο σε απόσταση πολλών ημερών. Στρέφουν ξανά τα μάτια στο σωρό τα ξύλα όπου τώρα ένα δέντρο θροΐζει από απέραντες οικογένειες. Το δέντρο αυτό λουσμένο στο φως και πηγή ανεξάντλητη φωτός, πυρ αείζωτον απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα Εκείνος ο σφαιρικός όγκος των ξύλων από παντού ίσος με τον εαυτό του. Ένας ολοστρόγγυλος Σφαίρος που χαίρεται μέσα στην κυκλική μοναξιά. Μια ξύλινη σχεδία φαίνεται να πλέει τώρα πάνω στη μικρή λιμνούλα του Λίβερπουλ.
Το δάπεδο της Αίθουσας από πέτρινες πλάκες μισοφαγωμένες και σε μία ένας σιδερένιος κρίκος. Σηκώνει την πέτρα κι από κάτω ελικοειδής που οδηγεί μια κλίμακα σ’ ένα εκτυφλωτικό θολωτό μέρος. Αστραφτεροί αιώνες και δοξασμένοι. Επάνω στα νερά της θάλασσας νησιά κι απέναντι ωραία αλκυόνα να φτεροκοπά η Έφεσος.
Στο βάθος μια γυναίκα στέκει εκστατική μπροστά στο ανυπόμονο πλήθος, πάρεξ ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει. Σίβυλλα δε μαινομένω στόματι καθ’ Ηράκλειτον αγέλαστα και ακαλλώπιστα και αμύριστα φθεγγομένη χιλίων ετών εξικνείται τη φωνή δια τον θεόν. Ο θεός ημέρη ευφρόνη, χειμών θέρος, πόλεμος ειρήνη, κόρος λιμός. Αλλοιώνεται σαν τη φωτιά όταν αναμειχθεί με αρώματα και παίρνει όνομα ανάλογα με την ηδονή του καθενός τους.
Ήδη γαρ ποτ’ εγώ εγενόμην κούρος τε κόρη θάμνος τ’ οιωνός τε και εξ αλός έλλοιπος ιχθύς. Σαν κοινό και γήινο χαρακτηριστικό, άτμητο και αμοίραστο και ατεμάχιστο και Εν και ομοούσιο και αγαθό και ομόηχο και πανανθρώπινη ρίζα και Συλλογικό ίχνος στον πηλό.
Φύσηξε τη σκόνη από μία πέτρα και εδιάβασε: ψυχής πείρατα ιών ουκ αν εξεύροιο, πάσαν επιπορευόμενος οδόν, ούτωβαθύν λόγον έχει, μάλα τοι δύσβατος ατραπητός, ορφνή και σκότος αλάμπετον.
[ ΧΙ ]
το σκιάχτρο
Κατεβαίνει τώρα απ’ τα βουνά όπου πολύ πόνεσε και
τράφηκε από πικρά σπαράγγια. Μέσα σε καπνούς
να μαυρίζει το καμένο ψωμί.
Πάνω και κάτω αστράφτει σε χαράδρες να τον
συλλαβίζει ένας άνεμος. Τα γένια του μακριά τα
μάκρυνε ο καιρός τα χτύπησε το φως: σκοτεινοί
θάμνοι σε σχιστόλιθο.
Η χλαίνη του τρύπια από παντού: από κάθε
θραύσμα ονείρου παίζει τώρα το σκοπό του μ’
ένα μαύρο φλάουτο ο θάνατος.
Ακατοίκητο σπίτι το κορμί του μισογκρεμισμένο·
άγρια χόρτα να το κατοικούν. Σιωπηλός και
αμίλητος άντρας φαγωμένος από δώδεκα μεριές
να λάμνει μες στο χάραμα εκείνος που ήταν ο
ασύγκριτος έφηβος. Η Μάνα του του φώναζε
γύρισε πίσω γιόκα μου αμούστακο παιδί, που πας
ακελάηδιστο πουλάκι μες στη σίγουρη φωτιά,
ασέλωτο αχαλίνωτο πουλάρι μέσα στις πικρές
χαράδρες και το σίδερο. Η αδερφή του δάκρυα
ποταμοί βάδιζε στο πλάι του, γιαλό γιαλό μόλις
τον άγγιζε. Στα λαμπερά χαλίκια της θαλάσσης
έφευγε ο αρχάγγελος.
Τώρα ένα σκιάχτρο ασάλευτο μέσα στη μέρα
ανεξερεύνητη μορφή, ξύλινη
ράχη ξύλινοι μηροί,
απότομη πλαγιά που γέρνει σε γκρεμό
παλιό σπασμένο μεσημέρι σκοτεινότερο
νερό.
Η κατάμαυρη γίδα
να βόσκει
σ’ απανθρακωμένο τοπίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου