Άνοιξε τα μάτια. Αργά. Πολύ αργά. Μια όραση θρυμματισμένη. Ένα άρρωστο φως περνούσε μέσα από τις μισάνοιχτες ακόμα καμπύλες χαραμάδες των βλέφαρων διαλύοντας κάπως το πιο βαθύ σκοτάδι αρχέγονο ένα. Η πρώτη του σκέψη αν ήτανε άραγε ζωντανός. Έκλεισε πάλι τα μάτια. Ένα βαθύ πέπλο το σκοτάδι της λήθης. Να βουλιάζει. Ανυπαρξία. Κι όμως ήτανε αναμφίβολα ζωντανός. Μπορούσε να αισθανθεί την ανάσα του, το αίμα να κυλάει στις φλέβες του, τους παλμούς τις καρδιάς του. Άνοιξε τα μάτια απεγνωσμένος να καταλάβει που βρισκόταν, τι του συνέβη. Τυλιγμένος έναν καφετί ουρανό στολισμένο χρυσοπράσινες αμυχές. Και στο βάθος μία αδύναμη φωτεινή πηγή να διασχίζει κάθετα το σκοτάδι ασθενική. Και τότε ξάφνου κατάλαβε μονομιάς. Σε νερά σκοτεινά βουλιάζοντας βρισκόταν σε βάλτο! Πανικοβλήθηκε. Ένιωσε μονομιάς την ανάσα του να πνίγεται, να τον πνίγει. Προσπάθησε να ηρεμήσει. Ανάπνεε κανονικά! Πως γινότανε να αναπνέει κανονικά στο νερό; Αδυνατούσε να καταλάβει πως βρέθηκε έτσι ανέλπιστα περιστοιχισμένος να υπάρχει το βούρκο. Παρατήρησε καλύτερα γύρω του. Ό,τι με την πρώτη ματιά του είχαν φανεί λαμπυρίζουσες πληγές στο σκοτάδι δεν ήταν παρά γυρίνοι και βδέλλες. Προσπάθησε να κινήσει το χέρι του. Να το φέρει στα μάτια του. Δεν ήταν εκεί. Όσο και να προσπαθούσε ήτανε μάταιο. Δεν υπήρχαν τα μέλη του. Σε μια ύστατη απεγνωσμένη προσπάθεια να κινήσει το σώμα του, ν’ ανασηκωθεί. Η ουσία του να ξεγλιστρά από τις αισθήσεις ένας γυρίνος κι ο ίδιος εκεί λαμπυρίζουσα αμυχή ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες σφηνωμένος σε μιαν άγνωστη σάρκα πληγή. Καταδικασμένος μιαν ατέρμονη, άφωνη μοναξιά φυλακή. Δέχτηκε το γεγονός πιο ψύχραιμα από ότι κι ίδιος θα περίμενε. Σιγά σιγά προσπάθησε να αποδεχτεί τη παράξενη μοίρα του, να κατανοήσει το υπέρτατο ένα γιατί. Βαθιά μέσα του να ματώνει το είναι του η παράξενη αίσθηση πως δεν μοιραζότανε μόνος του τη σιωπή. Πως χιλιάδες και χιλιάδες άλλες ψυχές πριν και ταυτόχρονα με αυτόν. Περνούσαν οι μέρες βουτηγμένες σε μιαν απραξία αιωνιότητα άχρονη δίχως φεγγάρια και ήλιους εναλλαγή η ίδια πάντοτε απ’ την επιφάνεια ασθενική πηγή φωτεινή. Προσπάθησ’ απελπισμένα να παραιτηθεί. Δεν τον αφήνανε μία μία οι μνήμες σπαράγματα μιας άλλης ζωής. Να θυμάται ενστιχτωδώς αποσπάσματα παρά τη θέληση του να κρατηθεί στη ζωή, να ελπίζει, να μπορέσει να συνεχίσει να ζει. Επαναλαμβανόμενοι οι ίδιοι εφιάλτες απαντοχή. Οι ίδιες αντιδράσεις σ’ ένα ξένο κορμί. Το μόνο ενίοτε που τον τσάντιζε, παρά τη θέληση του, πως θα μπορούσε να είχε μεταμορφωθεί βάτραχος, μια πιο ολοκληρωμένη έστω μορφή. Και οι μέρες περνούσαν δίχως λιακάδα, δίχως βροχή. Να περιπλανιέται επιπλέοντας ανάμεσα σε παράξενα σώματα δίχως φωνή αιωρούμενα εκεί. Τώρα ο Δ. περιμένει πάντα στο βάλτο του τη νεράιδα. Ένα απελπισμένο φιλί άδολης αγάπης να τον μεταμορφώσει. Να περίμεναν άραγε όλοι για το ίδιο εκεί; Κάποτε κλαίει. Τα δάκρυα ένα με το είναι περιρρέων απαστράπτοντα να ενώνονται εφήμερα μιαν ουσία υγρή. Πόσοι αιώνες να είχαν περάσει από τότε που για πρώτη φορά είχε ακούσει πως νεράιδες δεν υπάρχουν παρά μόνο στα παραμύθια;
Le grand écrivain,
Paris, 21/09/07