Κυριακή 6 Ιουλίου 2008

Συνομιλίες IV (Μαύρο του Νοέμβρη Δάσος)

Oskar Kokoschka, Braut der Winde, 1913


Georg Trakl (1887 – 1914)


Μεταμόρφωση του Κακού

(Δεύτερο σχεδίασμα)


Φθινόπωρο· μαύρος βηματισμός στην άκρη του δάσους· στιγμή βουβής καταστροφής· το μέτωπο του λεπρού κρυφακούει κάτω απ’ το γυμνό δέντρο. Βράδυ τώρα περασμένο προ πολλού, πέφτει πάνω απ’ τα βρυώδη σκαλοπάτια· Νοέμβρης. Καμπάνα ηχεί και ο βοσκός ένα κοπάδι μαύρα, κόκκινα άλογα στο χωριό οδηγεί. Κάτω απ’ τις αγριοφουντουκιές ο πράσινος κυνηγός ξεκοιλιάζει ένα αγρίμι. Τα χέρια του αίμα αχνίζουν κι ο ίσκιος του ζώου, σκούρος και σιωπηλός, μες το φύλλωμα στενάζει, πάνω απ’ τα μάτια του ανδρός· το δάσος. Κάργιες σκορπίζουν· τρεις. Το πέταγμα τους μοιάζει με σονάτα, γεμάτη ακόρντα που σβήνουν κι ανδρική μελαγχολία· σιγά σιγά διαλύεται σύννεφο χρυσό. Κοντά στο μύλο αγόρια ανάβουνε φωτιά. Φλόγα: ο αδελφός του κάτωχρου ανθρώπου κι εκείνος γελάει κρυμμένος στα πορφυρά μαλλιά του· ή είναι ο τόπος του εγκλήματος · μέσα του ένας πέτρινος δρόμος περνάει. Οι βερβερίτσες χάθηκαν, εδώ και χρόνια υπάρχει κάτι που ονειρεύεται στον μολυβένιο αέρα κάτω απ’ τα πεύκα· αγωνία, πράσινο σκοτάδι, γουργουρητό ενός που πνίγεται: από την έναστρη λιμνούλα μεγάλο μαύρο ψάρι τραβάει ο ψαράς· όψη γεμάτη ωμότητα και παραφροσύνη. Οι φωνές των καλαμιών· στα νώτα ανδρών που φιλονικούν, πηγαίνει αυτός με κόκκινη βάρκα, στα παγωμένα νερά του φθινοπώρου, ζώντας σε σκοτεινά παραμύθια της γενιάς του· και πέτρινα τα μάτια ανοίγουν πάνω από νύχτες και παρθενικούς τρόμους. Κακό.

Τι σ’ αναγκάζει να σταθείς αμίλητος στη ρημαγμένη σκάλα του πατρικού σου; Μολυβένιο μαύρο. Τι σηκώνεις προς τα μάτια με χέρι ασημένιο και σαν αφιονισμένα τα βλέφαρα χαμηλώνουν; Αλλά μέσα από το πέτρινο τείχος, βλέπεις τον έναστρο ουρανό, το γαλαξία, τον Κρόνο· κόκκινο. Με λύσσα χτυπάει γυμνό το δέντρο στο πέτρινο τείχος. Εσύ στα ρημαγμένα σκαλοπάτια: δέντρο, αστέρι, πέτρα! Εσύ: ζώο γαλάζιο, που ήσυχα τρέμει· εσύ: ο χλωμός ιερέας, που το σφάζει στο μαύρο βωμό. Ω το χαμόγελο σου στο σκοτάδι, θλιμμένο και κακό, ώστε ένα παιδί στον ύπνο χλωμιάζει. Μια κόκκινη φλόγα σηκώθηκε απ’ το χέρι σου· μέσα της κάηκε μια νυχτοπεταλούδα. Ω η φλογέρα του φωτός· ω η φλογέρα του θανάτου. Τι σε ανάγκασε να σταθείς αμίλητος στη ρημαγμένη σκάλα του πατρικού σου; Κάτω ένας άγγελος με δάχτυλο κρυστάλλινο χτυπάει την πύλη.

Ω η κόλαση του ύπνου· δρομάκι σκοτεινό, σκούρος μικρός κήπος. Η μορφή της νεκρής σιγά σιγά ηχεί μες το γαλάζιο βράδυ. Πράσινα λουλουδάκια την ξεγελούν κι η όψη της την έχει εγκαταλείψει. Ή γέρνει χλωμή στο σκοτάδι του διαδρόμου πάνω απ’ το κρύο μέτωπο του δολοφόνου· λατρεία, φλόγα πορφυρή της ηδονής· ξεψυχώντας έπεσε ο αποκοιμισμένος πάνω από μαύρα σκαλοπάτια στο σκοτάδι.

Κάποιος σ’ εγκατέλειψε στο σταυροδρόμι κι ώρα πολλή κοιτάζεις πίσω. Ασημένιο το βήμα στον ίσκιο από μικρές ανάπηρες μηλιές. Πορφυρός λάμπει ο καρπός στο μαύρο κλαδί και στο χορτάρι το φίδι αλλάζει το δέρμα του. Ω το σκοτάδι· ο ιδρώτας που κυλά από το παγωμένο μέτωπο και τα θλιβερά όνειρα του κρασιού, στο καπηλειό του χωριού, κάτω από μαυροκαπνισμένα δοκάρια. Εσύ: ακόμη αγριότοπος, που μαγεύει ρόδινα νησιά από σκούρα σύννεφα καπνού κι από μέσα του βγάζει την άγρια κραυγή του γύπα, όταν, πάνω από μαύρους σκοπέλους, κυνηγά στη θάλασσα, στη θύελλα και στον πάγο. Εσύ: μέταλλο πράσινο κι από μέσα πυρωμένο, που θέλει να φύγει και να τραγουδήσει απ’ τον κοκάλινο λόφο τους ζοφερούς καιρούς και την φλεγόμενη πτώση του αγγέλου. Ω η απόγνωση, που πέφτει στα γόνατα βγάζοντας άλαλη κραυγή.

Ένας νεκρός σ’ επισκέπτεται. Το από μόνο του χυμένο αίμα τρέχει απ’ την καρδιά κι ανείπωτη στιγμή φωλιάζει σε μαύρο φρύδι· συνάντηση σκοτεινή. Εσύ: ένα φεγγάρι πορφυρό, όταν εκείνος φαίνεται στον πράσινο ίσκιο της ελιάς. Αιώνια νύχτα τον ακολουθεί.


Από τη συλλογή Ο Σεβαστιανός στο όνειρο (1915).

Μετάφραση Μιχάλης Παπαντωνόπουλος.

***

Wassily Kandinsky, Der Blaue Reiter, 1903


Ady Endre (1877 – 1919)


Ο χαμένος καβαλάρης


Χαμένος ο αρχαίος καβαλάρης καλπάζει,

Τυφλό τριπόδισμα οι οπλές του αλόγου,

Από τα δάση που ήταν, απ’ τα καλάμια π’ ανέμιζαν,

Σιδηροδέσμια τώρα τα πνεύματα ξεκινούν στον παλμό τους.


Δέντρα του παρελθόντος σιωπηλά

Ακίνητα και μελαγχολικά, ταραγμένη σκιά,

Και να που ξαφνικά μορφές χειμερινού παραμυθιού

Σάρκα κι οστά, στο ξέφωτο, που ν’ αφουγκράζεται προσεκτικά.


Εδώ, απροσπέλαστο το δάσος, σκυθρωπό,

Εδώ, πανάρχαιο το άσμα και λυπητερό,

Άσμα παλιών προγόνων μας πολεμιστών,

Μες της ομίχλης ν’ αντηχεί το άλαλο οχυρό.


Ένα φθινόπωρο στοιχειό και μας κυκλώνει από παντού,

Συντρόφοι λιγοστοί, κι οι αριθμοί τους να μειώνονται δραματικά.

Μες το μανδύα του από καταχνιάς φύκια περιδινούμενα και βρύα

Ο γκρίζος Νοέμβρης την πεδιάδα, με λόφους ζωσμένη, διασχίζει αργά.


Και να που ξαφνικά, παράξενα, η πεδιάδα ξανά

Ρούχα από σπάρτα, και να πρασινίζουνε οι δρυμοί

Τα μέλη του του Νοέμβρη, τα μέλη του της ομίχλης

Και να χάνεται στη καταχνιά πιο βαθιά των αιώνων που πέρασαν.


Μυστήριο μονάχα και το αίμα καυτό να κυλά

Μονοπάτια πανάρχαια, χνάρια προγονικά,

Τα καλάμια μονάχα, μονάχα το δάσος,

Μονάχα οι τρελοί των παλιών ημερών.


Χαμένος ο αρχαίος ταξιδιώτης καλπάζει,

Νιόφυτοι θάμνοι τρυπούν τις οπλές του αλόγου.

Κανένα φως δεν λάμπει μπροστά, κανένας λύχνος δεν καίει,

Κι αθέατα όλα του σήμερα τα χωριά.


Που αναριγώντας, τ’ αθέατα χωριά,

Το παρελθόν ονειρεύονται και κοιμούνται βουβά.

Απ’ την ομίχλη κι από το δάσος, το αρχαίο, το σκοτεινό,

Ξεπροβάλλουνε τώρα ο λύκος κι η άρκτος κι η άλκη η μεγάλη.


Χαμένος ο αρχαίος καβαλάρης καλπάζει,

Τυφλό τριπόδισμα οι οπλές του αλόγου,

Από τα δάση που ήταν, απ’ τα καλάμια π’ ανέμιζαν,

Σιδηροδέσμια τώρα τα πνεύματα ξεκινούν στον παλμό τους.



Από τη συλλογή Οδηγώντας τους νεκρούς (1918).

Μετάφραση Ζ. Δ. Αϊναλής.

3 σχόλια:

melen είπε...

Παρανάλωμα συνειρμών
τι να πω χωρίς να γίνω στάχτη;

Le grand écrivain είπε...

Είναι πραγματικά απίστευτο πόσο μοιάζει η γραφή των δύο αυτών - σύγχρονων - κεντροευρωπαίων ποιητών, του αυστριακού και του ούγγρου! Και η ομοιότητα έγκειται Melen, ακριβώς, όπως ήδη παρατήρησες, στη χρήση του συνειρμού και στην ανάλογη εικονοπλασία που προκύπτει.

Ανώνυμος είπε...

Kαλώς ή κακώς, Kεντροευρωπαίοι -είτε στην καταγωγή είτε στη ψυχική ροπή- μπορούν να γράψουν τέτοια ποιήματα.

Mατθαίος K.