Κώστας Στεργιόπουλος
ΤΑ ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
(1971)
Γη του Πυρός
Εδώ θα πεθάνουμε,
σκάβοντας για νερό
κάτω απ’ αυτό το σκληρό φως,
σε τούτη την άνυδρη γη
που φλέγεται.
Μας τριγυρίζουν ίσκιοι από γεράκια,
όρνια αρπακτικά,
δηλητηριώδεις σαύρες,
ο κόσμος των ερπετών.
Σωθήκαμε προσωρινά
σε καλύβια και τσαντήρια.
Χρόνια τώρα σωνόμαστε προσωρινά,
σέρνοντας τον καιρό,
ζώντας με φτηνά δολώματα.
Πέρα, τα μακρινά νησιά,
πετούν μεσούρανες φωτιές από τη μνήμη.
(Πως τα ‘ξερε, πόσο καλά τα ξέρει
όλα αυτά η ψυχή μας!)
Θα πεθάνουμε εδώ,
αγναντεύοντας το πέλαγος,
γατζωμένοι σε τούτα τα βράχια.
Ανάμεσα στους ανθρωποφάγους
Τους είδα που άναβαν την πυρά,
κι η σιωπή τους βάρυνε απάνω μου
σαν απόφαση.
Τα τροχισμένα δόντια, τ’ αρπαχτικά νύχια.
Μα εκείνοι σώπαιναν πάντα
ανέκφραστοι κάτω απ’ τα μασκαρεμένα τους
πρόσωπα,
φορτωμένα στολίδια ψεύτικα
και λοφία.
Πίσω απ’ τις λόχμες,
σάλευαν κρυμμένα πλήθος δόρατα,
αόρατα μάτια και φτερά·
ενώ, βαθιά απ’ το δάσος,
έφταναν κιόλας ήχοι από σκοτεινά τύμπανα,
απόμακρα ουρλιαχτά, βραχνά μουγκρίσματα,
μαζί με βρυχηθμούς άλλων θηρίων.
Κι εγώ να περιμένω
δεμένος στο στύλο πιστάγκωνα,
ελπίζοντας και μη ελπίζοντας,
μόνος
ανάμεσα στους ανθρωποφάγους.
Ξαναγυρίζουμε
Ξαναγυρίζουμε στην εποχή του χαλκού
και του λίθου.
Κυκλοφορούμε ανάμεσα στα τελευταία μαμούθ,
με ξύλινα ρόπαλα και δέρματα ζώων,
κυνηγώντας το ρένο και τον τάρανδο,
ανάβοντας δαδιά και λυχνάρια, για να φωτίσουμε
τις τρώγλες μας,
πασχίζοντας πάνω σε κέρατα και κόκαλα
να ιστορήσουμε τη ζωή μας.
Ξαναγυρίζουμε στην εποχή των παγετώνων,
στη μεγάλη αδράνεια.
Ο ήλιος δεν μπορεί να λιώσει τους πάγους μας,
δεν μπαίνει απ’ τα παράθυρα μας.
Ξάφνου φουντώνει σα σβηστή φωτιά
μας καίει τα βλέφαρα,
κι ώσπου να λάμψει,
βυθίζεται ξανά στο υπερπόντιο χάος.
Αποτραβιόμαστε στα σκοτεινά μας σπήλαια·
Βουλιάζουμε στην προϊστορική νύχτα.
Ζώα θηριόμορφα, που μόλις σέρνονται στη γη
βγαίνοντας απ’ το τέλμα τους,
ιπτάμενα ερπετά,
υδρόβια σαρκοφάγα, πτεροδάκτυλα
μαρτυρούνε το πέρασμα μας.
Ξαναγυρίζουμε στην εποχή των θαλάσσιων τεράτων.
Με τα δόντια
Σκοποί τελευταίο νούμερο,
ανάμεσα στους απογόνους των δεινοσαύρων.
Να κρατήσουμε πρέπει μ’ έναν κόκκο σινάπεως.
Ολιγόπιστοι, μα όχι άπιστοι.
Με τα δόντια πρέπει να κρατήσουμε,
δεκατιζόμενοι.
Ο κόσμος μας ετοιμοθάνατος,
κι ο καιρός μας ένας μεθυσμένος,
που προσπαθούμε να τον στηρίξουμε,
τρεκλίζοντας κι εμείς μαζί του.
Κνίσες και τελετουργικές θυσίες στο Μαμμωνά.
Μικροαστός στο τιμόνι κι η συντροφιά όλο χαμόγελα,
καταβροχθίζοντας εκεί τα σφάγια.
Σφίγγες ωραίες,
με μυστικά και δίχως μυστικά,
«ποπ» και «οπ»,
και τα πόδια τους γδύνουν τον αέρα.
Αυτή τη λίγη πίστη
με πόσο πείσμα την κρατώ.
Γιατί χανόμαστε αλλιώς,
το καράβι κάνει νερά
και κατεβαίνουμε όλοι στον πάτο.
Τα κοιμητήρια
Τόποι χλοεροί, με μάρμαρα και κυπαρίσσια,
με χώμα μουσκεμένο από πολλά δάκρυα,
που εμείς τους λέμε
νεκροταφεία ή κοιμητήρια.
Εκεί δεν κατοικεί κανείς.
Λησμονημένοι τόποι,
που θαρρούμε πως κοιμίζουν τους
αγαπημένους μας.
Κάποτε μόνο ο άνεμος διαβαί-
νοντας βγάνει φωνή,
κάποτε μόνο αφήνει λυπημέ-
νη τη φωνή του το πουλί.
Εκεί κανείς δεν κατοικεί.
Ήλιος και βροχή,
παιχνίδια του αττικού χειμώνα.
Τα κοιμητήρια είναι για τους ζωντανούς.
Οι νεκροί έχουν πεθάνει.
Φως κτιστό
Φως κτιστό,
βγήκες ανάγλυφες να δείξεις των βουνών τις ράχες,
άσπρους τους τοίχους κι άσπρα τα λιθάρια
κι άσπρο το μάκρος της ματιάς,
και το σπουργίτι παγωμένο που πηδάει στα γείσα.
Κρυστάλλινα ηλιόλουστη μέρα
με παγωνιά,
που λες θα θρυμματίσει
τους κύβους των σπιτιών,
κάτω απ’ το γαλανό ουράνιο χάος.
Άσπρο φως,
τώρα σε ξέρω πιο καλά.
Τρυπάς τα μάτια ως το σκοτάδι της καρδιάς,
μπαίνεις κι αστράφτεις ως τους πάγους μας
και στη λευκή μας ερημιά, για να ζεστάνεις
τη λίγη αυτή χαρά που μας ανήκει.
Φως κτιστό,
δεν ανατέλλεις στα βλέφαρα
των πεθαμένων.
Άκτιστο φως στα μάτια των αγγέλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου