Κυριακή 29 Ιουνίου 2008

Δεύτερη φύση

Από αυτό το τεύχος έχουμε τη χαρά να εγκαινιάζουμε μία στήλη ποίησης στο πολιτιστικό ένθετο της Βαβυλωνίας. Ο στόχος μας είναι τριπλός. Αφενός να ξαναδιαβάσουμε μεγάλους νεοέλληνες και ξένους (σε νέες, ‘φρέσκες’, ει δυνατόν, μεταφράσεις) ποιητές και αφετέρου να δώσουμε την αφορμή και την δυνατότητα σε νέους ποιητές να αποκτήσουν ένα δικό τους βήμα, απελευθερώνοντας εκείνες τις δημιουργικές δυνάμεις που σήμερα, λόγω του κατεστημένου προβολής και προώθησης της ποίησης, καταδυναστεύονται. Ο τρίτος όμως και βασικότερος στόχος μας είναι να περάσουμε την πρωτοβουλία στους ίδιους τους δημιουργούς. Να συναντηθούμε, να συζητήσουμε να αποφασίζουμε όλοι από κοινού και αμεσοδημοκρατικά για το περιεχόμενο και το ύφος της στήλης αυτής. Διότι αν ο τρίτος αυτός στόχος μας δεν επιτευχθεί, τότε το εγχείρημα παύει να έχει το οποιοδήποτε νόημα. Κι αυτό διότι προφανώς, αν η στήλη αυτή παραμείνει στα χέρια των τεσσάρων-πέντε ανθρώπων που την ξεκινάνε, ελλοχεύει ο κίνδυνος να καταλήξουμε στο τέλος να επαναλαμβάνουμε τους ίδιους τους εαυτούς μας αντικατοπτρίζοντας μονότονα τις δικές μας επιλογές και το δικό μας γούστο. Μία πρωτοβουλία που έχει ως δεδηλωμένο στόχο την έμπρακτη δράση, την συνάντηση και την από κοινού συνδιαμόρφωση, χάνει το οποιοδήποτε νόημα αν δεν εμπλουτίζεται διαρκώς με νέο αίμα.

Όσο για το περιεχόμενο αυτού του μήνα, ξεκινάμε τη νέα αυτή στήλη, προσπαθώντας να παρουσιάσουμε ένα άλλο, ελάχιστα γνωστό στην Ελλάδα πρόσωπο – τη «Δεύτερη Φύση» – του μεγαλύτερου ίσως γάλλου ποιητή του 20ου αι., Paul Éluard, σε δικές μου μεταφράσεις.

Κλείνοντας, ως προσωρινά υπεύθυνος της στήλης αυτής, θα ήθελα να διατυπώσω την ευχή να πάψει σύντομα να έχει η στήλη την ανάγκη μου και τη διαμεσολάβηση μου.



Ζ. Δ. Αϊναλής



Paul Éluard


Κριτική της ποίησης


Μισώ τούτη την εποχή της βασιλείας των αστών

τη βασιλεία μπάτσων και παπάδων

μ’ ακόμα περισσότερο μισώ τον άνθρωπο αυτόν που δεν την μισεί

καθώς εγώ

μ’ όλες του τις δυνάμεις.


Και φτύνω στη μούρη σου άνθρωπε μηδαμινέ, από τη φύση πιο μικρέ,

που απ’ τα ποιήματα μου όλα, εσύ προτιμάς τούτη την Κριτική

της ποίησης.


(Από τη συλλογή Η άμεση ζωή, 1932)


***


Δεύτερη φύση


Ι


Στα γόνατα η νιότη στα γόνατα η οργή

Η προσβολή ματώνει απειλή ερειπώνει

Τα πείσματα δεν έχουνε πια το στέμμα τους οι τρελοί

Ζουν υπομονετικά στη χώρα των πάντων.


Και το μονοπάτι του θανάτου επικίνδυνου φράχτηκε

Από κηδείες εξαίσιες

Ο τρόμος γυαλίστηκε η μιζέρια έχει τις χάρες της

Κι ο έρωτας έτοιμος να γελάσει κατάμουτρα στους αθώους παχύσαρκους.


Χαρές φυσικές στοιχεία εν μουσική

Παρθενίες από λάσπη πιθήκων τεχνάσματα

Σεβάσμια κούραση αξιότιμη ασκήμια

Απασχολήσεις εύγεστες η λήθη που τρέφεται

Η οδύνη είν’ εδώ κατά τύχη

Κι εμείς το χώμα τα πάντα που πάνω του χτίστηκαν

Κι εμείς παντού

Όπου ο ουρανός ανατέλλει τους άλλους


Παντού όπου η άρνηση της ζωής είναι άχρηστη.


*


IV


Στα δεξιά κοιτώ τα πιο όμορφα μάτια

Στ’ αριστερά ανάμεσα στα φτερά τυφλά του τρόμου

Στα δεξιά ενήμερος από τον εαυτό μου

Στ’ αριστερά δίχως λόγο στις πηγές της ζωής.


Ακούω όλα τα λόγια που ξέρω που ενέπνευσα

Και που δεν ανήκουνε πια σε κανέναν

Μοιράζομαι τον έρωτα που πια δεν μ’ αναγνωρίζει

Και ξεχνώ την ανάγκη μου ν’ αγαπήσω.


Μα γυρνώ το κεφάλι να πάρω πάλι κορμί

Να θρέψω την έγνοια θνητή του όντος ζώντος

Η ντροπή σ’ ένα βάθος γενετήσιων μορφασμών.


*


IX


Τα μάτια καμένα του δάσους

Η άγνωστη μάσκα πεταλούδα της μοίρας

Μέσα σε παράλογες φυλακές

Της καρδιάς τα διαμάντια

Το κολιέ του εγκλήματος.


Οι απειλές δείχνουν τα δόντια τους

Δαγκώνουν το γέλιο

Ξεριζώνουν τα φτερά του ανέμου

Τα νεκρά φύλλα της διαφυγής.


Η πείνα σκεπάζει τ’ απόβλητα

Σφιχταγκαλιάζει το φάσμα του σιταριού

Ο τρόμος στα ράκη τρυπάει τους τοίχους

Πεδιάδες χλωμές μιμούνται το κρύο.


Μονάχος ο πόνος παίρνει φωτιά.



(Από τη συλλογή Ο έρωτας η ποίηση, 1929)



*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Βαβυλωνία

Σάββατο 28 Ιουνίου 2008

Παραχαράκτες δολαρίου


.... είναι περισσότερο δίπλα μας από ποτέ....





Είναι φανερό ότι οι κεντρικοί ήρωες αλλά και όλοι όσοι επέζησαν ενός στρατοπέδου συγκεντρώσεως θα αισθάνονται δια βίου ένοχοι για το γεγονός ότι οι ίδιοι επιβίωσαν ενώ κάποιοι άλλοι πέθαναν, καθώς και αμφιβολίες για το αν θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να είχαν πράξει αλλιώς. Ως σκηνοθέτης δεν θα μπορούσα να κατηγορήσω τον Σόροβιτς, τον πρωταγωνιστή μου, για το ότι κατάφερε να μείνει 6 χρόνια στο στρατόπεδο και να βγει ζωντανός – αυτό θα ήταν τουλάχιστον ανήθικο.


Stefan Ruzowitzky


Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Στην πραγματική ζωή αλλά και στο σινεμά. Συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα έχουν γυριστεί και ξαναγυριστεί με ποικίλα αποτελέσματα και οπτικές. Μετά την ταινία όμως του Alain Resnais Nuit et bruillard τι άλλο να από-τυπωθεί στο σελλιλόϊντ για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεις των Ναζι; Στην ταινία Παραχαράκτες του Stefan Ruzowitzky, όμως, ενώ το κινηματογραφικό σκηνικό έχει στηθεί σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, η ιστορία δεν επικεντρώνεται σ’ αυτό το γεγονός.

Ο Σόροβιτς, ο ήρωας της ταινίας, είναι περίφημος παραχαράκτης στην ναζιστική Γερμανία. Η κοινωνικοπολιτική κατάσταση δεν τον ενδιαφέρει, αρκεί ο ίδιος να μπορεί να ελίσσεται και να επιβιώνει. Συλλαμβάνεται όμως και οδηγείται στο τέλος κι αυτός με τη σειρά του σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μεταφέρεται από κει με μια ομάδα σε πτέρυγα με προνομιούχους κρατούμενους, σχεδιαστές, γραφίστες, και τυπογράφους. Στην ομάδα κρατούμενων που εντάσσεται στην πτέρυγα υπάρχει κι ο κρατούμενος Μπούργκερ. Ο καθένας πρεσβεύει μια διαφορετική αντίληψη και κοσμοθεωρία που αποτυπώνεται στις θέσεις και στις πράξεις τους μπροστά στα διλήμματα που τους παρουσιάζονται. Αυτές οι δυο κοσμοθεωρίες συγκρούονται συνεχώς από το πιο αδιάφορο καθημερινό γεγονός (μια παρτίδα χαρτιά – ιδιοφυές σεναριακό εύρημα), μέχρι το ζωτικό ζήτημα για τους Εβραίους κρατούμενους (παραχάραξη δολαρίου). Θέση στην διαμάχη αυτή ο σκηνοθέτης προσπαθεί να φαίνεται πως δεν παίρνει, η πλάστιγγα δεν γέρνει με το μέρος κανενός, οι πράξεις συνείδησης κι επιβίωσης αντιμάχονται συνεχώς σε λεπτές ισορροπίες. Ο Σόροβιτς κινείται συνεχώς με βάση τα προσωπικά του κίνητρα κι ο Μπούργκερ με όρους κοινωνικούς. Το συλλογικό άτομο βρίσκει την πλήρη συνείδηση του στο πρόσωπο του.

Μπούργκερ: - Δεν το θέλω. Όσο είμαι εδώ και περνάμε καλά, την ίδια στιγμή οι άλλοι έξω…

Σόροβιτς: - Δεν θα δώσω στους Ναζί την χαρά να αισθάνομαι ντροπή επειδή ζω…

Ο σκόπελος της παραχάραξης του αγγλικού νομίσματος προσπερνάται κι ο απώτερος στόχος του Γ’ Ράιχ να αγοράσει υλικά για τη συνέχιση του πολέμου κι να προσπαθήσει να οδηγήσει τις οικονομίες της Βρετανίας και των ΗΠΑ σε κρίση περνάει από την παραχάραξη του δολαρίου. Το κομβικό αυτό σημείο για του ήρωες αλλά και για την έκβαση του πόλεμου έρχεται να φέρει στην επιφάνεια ηθικά και προσωπικά διλήμματα πάνω και στα οποία επικεντρώνεται η ταινία. Ήδη το καλογραμμένο και πετυχημένο σενάριο μας οδηγεί με δραματουργική ακρίβεια. Η επίτευξη του στόχου επιτυγχάνεται αφού οι πρωταγωνιστές του ηθικού δράματος θα περάσουν δια πυρός και σιδηρού, με την λύση να δίνεται από το ίδιο το τέλος του πόλεμου και την απελευθέρωση τους από τους υπόλοιπους κρατούμενους. Τον ήρωα τον παρακολουθούμε στο τέλος να ξεφορτώνεται τα χρήματα και να ανακουφίζεται από το βάρος του παρελθόντος. Ακριβώς η τελική λύση είναι που το κάνει ενδιαφέρον το φιλμ και περισσότερο επίκαιρο ίσως κι από την πρόθεση του σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης είχε και προσωπικούς λόγους να γυρίσει μια τέτοιας θεματικής ταινία λόγω του ναζιστικού παρελθόντος της οικογένειας του. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα που φαίνεται να θέλει να θέσει η ταινία δεν είναι διαχείριση του παρελθόντος από τον πρωταγωνιστή, ασχέτως αν ήταν κι αυτό ανάμεσα στις προθέσεις του. Η ταινία αρχίζει με τον ήρωα στην θάλασσα και μια εφημερίδα να μας ενημερώνει για το τέλος του πόλεμου. Ξέφυγε από τα χέρια του κι ασυνείδητα μας μίλησε για μια διαχρονική προβληματική, ανάμεσα στον αγώνα για επιβίωση και τον αγώνα για την συνείδηση, προβληματική που είναι επίκαιρη όσο ποτέ, όχι μόνο αυτή καθαυτή αλλά κι ο τρόπος ανάπτυξης. Το ανοιχτό (επί της ουσίας) τέλος, η συνείδηση δηλαδή που αποκτά ο ήρωας είναι το αιχμηρό σημείο της ταινίας. Ανοιχτό γιατί η λύση, το πως δηλαδή θα επιδράσει η συνείδηση πάνω στον ήρωα δεν το μαθαίνουμε. Αλλάζει ο άξονας της ζωής του; Η ταινία επιτυγχάνει μια αξιοθαύμαστη ισορροπία ανάμεσα στην ρεαλιστική αφήγηση και στην υπέροχη στιλιζαρισμένη φωτογραφία του Benedict Neunenfels, στις δυνατές εσωτερικές ερμηνείες και στην υποβλητική ατμόσφαιρα που υπαγορεύεται από την ηχητική μπάντα.

Αυτός ο τρόπος ανάπτυξης, ότι δηλαδή ο ήρωας εκκινεί την σύγκρουση του με το περιβάλλον είτε από ένα λάθος του είτε από ένα τυχαίο περιστατικό κι οδηγείται κατ’ ανάγκη στην συνείδηση, είναι ένα μοντέλο που ταιριάζει στο σήμερα, στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου. Έννοιες κι ιδέες που πριν μπορούσαν να ξεσηκώσουν αρνητικά ή θετικά τον άνθρωπο τώρα είναι άδειες και προσχηματικές. Το διαφημιστικό σλόγκαν αφομοίωσε κι αλλοίωσε κάθε λέξη. Εμφυτεύτηκε στο εννοιολογικό και γλωσσικό DNΑ του ανθρώπου. Αυτήν την πορεία προς την συνείδηση μπορεί να εκμεταλλευτεί ο δημιουργός και να επαναδιαπραγματευτεί διαχρονικές προβληματικές και να βρει να σημεία ρήξης. Η αφήγηση είναι ένα από τα κύρια συστατικά πάνω στα οποία βασίστηκε όλο το μοντέρνο σινεμά και καθορίστηκε από το περιεχόμενο με βαρύτητα στο θέμα κι όχι στο μύθο. Ο Σόροβιτς είναι περισσότερο δίπλα μας από ποτέ.


Γ. Jesus


*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Βαβυλωνία

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008

Ακούω φωνές


Κανένας δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά. Ούτε καν ο ίδιος. Βέβαια αυτό είναι κάπως περίεργο γιατί εκείνος πάντα πίστευε το αντίθετο. Πως όλοι δηλαδή τον ‘παίρναν πολύ στα σοβαρά (εκτός απ’ τον ίδιο). Βέβαια αυτό είναι οπωσδήποτε αντιφατικό. Μα καλά πως του ήρθε τώρα στο μυαλό αυτή η σκέψη; Αυτό πια είναι τελείως παράδοξο. Απ’ το μυαλό του πέρασε η εικόνα μιας κυρίας αναποδογυρισμένης στο πάτωμα με στραμπουλιγμένο λαιμό ένας μεγάλος κύριος την όργωνε πρωκτικώς. Κατακόκκινη μια τρύπα να ερεθισμένη. Όχι, πρέπει να συγκεντρωθώ. Ξανάφερε στο μυαλό του τις ίδιες φράσεις με αντεστραμμένη σειρά προσπαθώντας να καταλάβει να επιστρέψει στον αρχικό συνειρμό. Η εικόνα με την κυρία και τον κύριο ξαναεμφανίστηκε. Παραιτήθηκε. Άνοιξε τα μάτια. Το πρώτο φως. Ένα άλογο με πράσινα πόδια πέρασε από μπροστά του. Στο παράθυρο κρεμόταν από μια ανεμόσκαλα ένας υαλοκαθαριστής. Ταλαντευόταν σαν εκκρεμές ορθή γωνία τα πόδια κούκος που δραπετεύει στις δώδεκα. Αιφνίδια τα πουλιά ξανακούστηκαν μέσα από τη σιωπή. Πως γίνεται να ξεχνάμε τα πουλιά; Πως γίνεται να ξεχνάμε τον ήχο; Σκάβοντας τον εγκέφαλο πως γίνεται να ξεχνάμε τον ήχο; Άκουσε το πρώτο πρωινό τραμ να περνά και να χάνεται. Δύο μωρά νεκρά βουβά αγκαλιασμένα σε μια μπανιέρα ηλεκτροπληξία την θερμοφόρα να ουρλιάζουνε ο πατέρας αποσβολωμένος η μητέρα αλαλάζει. Αυτό τον τελευταίο καιρό αισθανόταν λιγάκι μπερδεμένος. Δηλαδή έτσι έλεγε στους άλλους ότι δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει στη ζωή του. Ωστόσο ο ίδιος ήξερε καλά πως κατά βάθος δεν ήταν καθόλου μπερδεμένος. Σκέφτηκε πως αν για κάποιο παράξενο λόγο θα ήταν αδύνατο να πει ψέματα να κρυφτεί να αποκρύψει και τον ρωτούσε κάποιος να απαντήσει ειλικρινά τι θα ήθελε να κάνει στη ζωή του τότε οι επιθυμίες του θα αποκαλύπτονταν μονομιάς υπερβολικά απλές. Τόσο απλές που καταντούσαν ανέφικτες. Να είναι περιτριγυρισμένος ανθρώπους που τους αγαπά και τον αγαπούν να πίνουν να τρων να γελάν να χορεύουν να τραγουδάνε να μην δουλεύουν ο ίδιος δεν αισθάνθηκε ποτέ αυτήν τη σεσημασμένα επιτακτική αναγκαιότητα της εργασίας να κάνουν τον έρωτα τριγύρω του χιλιάδες γυναίκες ελκυστικές και παράφορες. Αν αυτό είναι δυνατόν κι από μια κάθε μέρα για όλες τις μέρες της ζωής του. Τίποτ’ άλλο. Τόσο απλά. Αλλά πάλι σκέφτηκε πως ίσως αυτά να τα θέλει τώρα αλλά άμα πάλι τα είχε δια μακρόν μπορεί ίσως τότε και καθόλου να μην τα ήθελε μπορεί τότε να δήλωνε δηλαδή εθελοντής από ανία να πάει να δουλεύει εργάτης στα ορυχεία χρυσού στην Παροικία του Άρη. Παρεμπιπτόντως σήμερα διάβαζα στην εφημερίδα πως τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια δεν έχουνε βρει ούτε μια νέα φλέβα χρυσού στην Παροικία και πως αν συνεχιστεί λέει αυτή η κατάσταση σε εβδομήντα χρόνια η Παροικία θα αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα αποθεματικού ευγενών μετάλλων. Χεστήκαμε. Σιγά μην ζούμε μετά από εβδομήντα χρόνια. Κάποιος του χτύπησε την πόρτα; Από πού ακούστηκε αυτή η φωνή;


Κυριακή 22 Ιουνίου 2008

Από «Το Ημερολόγιο ενός Τρελού»


Lu Hsun

(1881-1936)

I

Σήμερα το φεγγάρι λάμπει καταπληκτικά.

Είχα τριάντα χρόνια να το δω, κι όταν το αντίκρισα μου έφτιαξε το κέφι. Αρχίζω να συνειδητοποιώ πως τα τελευταία τριάντα-κάτι χρόνια ήμουν στο σκοτάδι. Τώρα όμως πρέπει να προσέχω πολύ. Αλλιώς, γιατί με κοίταξε δύο φορές εκείνο το σκυλί στο σπίτι των Τσάο;

Έχω σοβαρό λόγο να φοβάμαι.

II

Απόψε δεν έχει καθόλου φεγγάρι. Κακό σημάδι αυτό· το ξέρω. Το πρωί βγήκα έξω προσεκτικά και ο κ. Τσάο είχε κάτι παράξενο στο βλέμμα του, σαν να με φοβόταν, σαν να ήθελε να με σκοτώσει. Ήταν κι άλλοι έξι εφτά και με κουβέντιαζαν ψιθυριστά. Τρόμαξαν όταν τους είδα. Κι οι άλλοι που συνάντησα έτσι ήταν όλοι τους. Ο πιο αγριεμένος μού χαμογέλασε ειρωνικά· οπότε ανατρίχιασα απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια, γιατί κατάλαβα πως τα είχαν ετοιμάσει όλα.

Τέλος πάντων, δεν φοβήθηκα. Συνέχισα τον δρόμο μου. Λίγο παρακάτω ήταν κάτι παιδιά και μιλούσαν για μένα, και με κοίταζαν όπως με κοίταζε ο κ. Τσάο, αλλά τα πρόσωπά τους ήταν τρομερά ωχρά. Δεν μπορώ να καταλάβω τι τους έφταιξα και μου συμπεριφέρονται έτσι. Δεν κατάφερα να μην τους φωνάξω: «Τι λέτε; Πείτε μου!» Αλλά το έβαλαν στα πόδια.

Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μου έχει θυμώσει ο κ. Τσάο, τι είχαν εναντίον μου όλοι στον δρόμο. Άλλη άκρη δεν βγάζω παρά μόνο πως πριν από είκοσι χρόνια είχα πάρει σβάρνα τους λογαριασμούς που κρατούσε από παλιά ο κ. Κου Τσίου. Ο κ. Τσάο δεν τον γνωρίζει, αλλά κάπου θ’ άκουσε να κουβεντιάζουν την υπόθεση κι αποφάσισε να εκδικηθεί για λογαριασμό του. Γι’ αυτό συνωμότησε με τους άλλους στον δρόμο. Τα παιδιά όμως; Εκείνη την εποχή δεν είχαν γεννηθεί ακόμα. Τότε γιατί με κοίταζαν τόσο παράξενα σήμερα, σαν να με φοβούνταν, σαν να ήθελαν να με σκοτώσουν; Αυτό με τρομάζει πραγματικά. Σαστίζω, αναστατώνομαι.

Το βρήκα. Θα τους το είπαν οι γονείς τους!

III

Το βράδυ δεν μπορώ να κοιμηθώ. Είναι τόσα πράγματα που πρέπει να ψιλοκοσκινίσω, για να τα καταλάβω.

Αυτοί οι άνθρωποι –άλλους τους ξεφτίλισε ο δικαστής, άλλους τους χαστούκισε ο άρχοντας, άλλων τις γυναίκες τις άρπαξαν οι χωροφύλακες κι άλλων οι γονείς αυτοκτόνησαν από τα χρέη στους τοκογλύφους– δεν ήταν ποτέ τόσο τρομαγμένοι ούτε τόσο μοχθηροί όσο χθες· αυτοί οι άνθρωποι.

Το πιο παράξενο ήταν εκείνη η γυναίκα στον δρόμο, χθες. Καταχέρισε τον γιο της και του είπε: «Διαβολόπαιδο! Δεν θα ησυχάσω αν δεν σε φάω ζωντανό!» Αλλά κοίταζε συνέχεια εμένα. Πετάχτηκα μέχρι εκεί πάνω. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Τότε άρχισαν όλοι να χαμογελάνε –με κορόιδευαν– με κείνα τα πράσινα πρόσωπα και τα μακριά τους δόντια. Ο γερο-Τσιν όρμησε και μ’ άρπαξε και με πήγε σέρνοντας στο σπίτι.

Με πήγε σπίτι σέρνοντας, κι εκεί έκαναν όλοι πως δεν με γνώριζαν. Με κοίταζαν όπως οι άλλοι στον δρόμο. Όταν μπήκα στο γραφείο, με κλείδωσαν μέσα, σαν καμιά κότα ή καμιά πάπια στο κοτέτσι. Αυτό μ’ έκανε να σαστίσω ακόμα περισσότερο.

Πριν από κάμποσες μέρες ήρθε απ’ το Λυκόχωρο ένας που του νοικιάζουμε χωράφια να μας ενημερώσει πως καταστράφηκε η σοδειά, και είπε στον μεγάλο μου αδελφό πως πιάσανε οι χωριανοί κάποιον γνωστό κακούργο και τον σκοτώσανε στο ξύλο, κι ύστερα κάνα δυο του βγάλανε την καρδιά και το συκώτι, τα τηγάνισαν και τα έφαγαν, για να πάρουν το κουράγιο του. Όταν τους διέκοψα, κάρφωσαν πάνω μου τα μάτια τους. Σήμερα μόλις, κατάλαβα πως με κοίταζαν όπως ακριβώς κι οι άλλοι έξω.

Μόνο που το σκέφτομαι ανατριχιάζω απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια.

Έφαγαν ανθρώπους, άρα μπορεί να φάνε κι εμένα.

Τώρα ξέρω πως εκείνο το «Δεν θα ησυχάσω αν δεν σε φάω ζωντανό!» της γυναίκας, και τα χαμόγελα των ανθρώπων με τα πράσινα πρόσωπα και τα μακριά δόντια, κι η ιστορία του νοικάρη, την άλλη μέρα, είναι όλα σημάδια μυστικά. Είμαι βέβαιος. Φαίνεται το πράγμα. Νιώθω το φαρμάκι στα λόγια τους, το στιλέτο στα χαμόγελά τους. Τα δόντια τους είναι κάτασπρα κι αστράφτουν: είναι όλοι τους ανθρωποφάγοι.

Δεν είμαι κακός άνθρωπος, αλλά μου φαίνεται πως από τότε που πήρα σβάρνα τους λογαριασμούς του κ. Κου στενέψανε τα πράγματα για μένα. Θα ’χουν τίποτα μυστικά που δεν περνάνε απ’ το μυαλό μου, κι έτσι και θυμώσουν, όλους παλιάνθρωπους τους βλέπουν. Θυμάμαι πως όταν ο μεγάλος μου αδελφός με μάθαινε να γράφω εκθέσεις, άσχετα πόσο καλός ήταν ο άνθρωπος που έπρεπε να περιγράψω, υπογράμμιζε πάντα τα επιχειρήματα που έφερνα εναντίον του, για να μου δείξει πως ήταν ικανοποιημένος. Ενώ όταν δικαιολογούσα καμιά κακή πράξη, μου έλεγε: «Μπράβο! Αυτό δείχνει πως σκέπτεσαι πρωτότυπα.

Πώς να ξέρω τα μυστικά τους, αφού είναι έτοιμοι να φάνε άνθρωπο;

Πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός όταν πρόκειται να καταλάβεις κάτι. Νομίζω πως οι αρχαίοι έτρωγαν συχνά ανθρώπους, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Προσπάθησα να το ξεκαθαρίσω αυτό, αλλά η ιστορία μου δεν έχει χρονολογίες· μόνο σε κάθε σελίδα την ίδια καλικαντζούρα: «Ήθος και Αρετή». Ε, δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Διάβαζα όλη νύχτα, μέχρι που κάτι άρχισα να διακρίνω. Όλο το βιβλίο ήταν γραμμένο μόνο με δύο λέξεις: «Φάτε άνθρωπο».

Αυτές οι λέξεις που ήταν γραμμένες στο βιβλίο, κι αυτές οι λέξεις που ξεστόμισε ο νοικάρης μας, όλες με κοίταζαν παράξενα και χαμογελούσαν με νόημα.

Είμαι άνθρωπος και θέλουν να με φάνε!

IV

Το πρωί ησύχασα λίγη ώρα. Ο γερο-Τσεν μού έφερε κολατσιό: ένα πιατάκι με λαχανικά κι ένα πιατάκι με ψάρι στον ατμό. Τα μάτια του ψαριού ήταν άσπρα και σκληρά, και το στόμα του ανοιχτό σαν τα στόματα εκείνων των ανθρώπων που θέλουν να φάνε άνθρωπο. Μετά από δυο τρεις μπουκιές δεν ήξερα να πω αν αυτό που είχα στο στόμα μου ήταν ψάρι ή κρέας ανθρώπινο.

Είπα στον γερο-Τσεν να πει στον αδελφό μου πως πνιγόμουν εκεί μέσα και πως ήθελα να βγω λίγο στον κήπο. Ο γερο-Τσεν δεν έβγαλε κουβέντα. Έφυγε κι ύστερα γύρισε κι άνοιξε την πόρτα.

Δεν σάλεψα. Κοίταξα να δω πως θα με αντιμετωπίσουν. Ήμουν σίγουρος πως δεν θα με άφηναν να βγω. Σίγουρος, σιγουρότατος! Εμφανίστηκε ο μεγάλος μου αδελφός, κι οδηγούσε προσεκτικά έναν γέρο. Το βλέμμα του ήταν δολοφονικό, κι επειδή φοβήθηκε πως θα το καταλάβω, χαμήλωσε το κεφάλι κι άρχισε να μου ρίχνει ματιές πάνω απ’ τα γυαλιά του.

―Μια χαρά φαίνεσαι σήμερα, είπε ο αδελφός μου.

―Ναι, είπα εγώ.

―Κάλεσα τον κ. Χο σήμερα εδώ, για να σε εξετάσει, είπε ο αδελφός μου.

―Εντάξει, είπα εγώ. Στην πραγματικότητα, ήξερα πολύ καλά πως ο γέρος ήταν ο εκτελεστής μεταμφιεσμένος! Ήρθε τάχα για να μετρήσει τον σφυγμό μου, αλλά σίγουρα θέλει να δει αν είμαι αρκετά παχύς. Μόλις μου πιάσει τον καρπό θα καταλάβει πόσο κρέας έχω. Εγώ δεν φοβήθηκα όμως. Μπορεί να μην τρώω ανθρώπους, αλλά είμαι πιο δυνατός απ’ αυτούς. Άπλωσα και τα δυο μου χέρια να δω τι θα κάνει. Ο γέρος κάθισε, έκλεισε τα μάτια, με πασπάτεψε καλά καλά, κι έμεινε ακίνητος κάμποση ώρα. Ύστερα άνοιξε τα πονηρά του μάτια και είπε:

―Μην αφήσεις τη φαντασία σου να σε βάλει κάτω. Ξεκουράσου μερικές μέρες και θα είσαι πάλι μια χαρά.

«Μην αφήσεις τη φαντασία σου να σε βάλει κάτω! Ξεκουράσου μερικές μέρες!» Ε, βέβαια, όταν παχύνω εκείνοι θα έχουν περισσότερο φαΐ. Εγώ όμως τι έχω να κερδίσω; Πώς γίνεται να είμαι «μια χαρά»; Όλοι αυτοί θέλουν να φάνε άνθρωπο αλλά κρύβονται, δεν τολμάνε να το κάνουν ξεκάθαρα. Είναι να πεθαίνεις απ’ τα γέλια. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ, έβαλα τα γέλια. Δυνατά γέλια. Μα ήταν πραγματικά ξεκαρδιστικό. Ξέρω πως το γέλιο μου έδειχνε δύναμη και τιμιότητα. Ο γέρος κι ο αδελφός μου κιτρίνισαν. Τρόμαξαν από τη δύναμη και την τιμιότητά μου.

Αλλά επειδή είμαι γενναίος θέλουν να με φάνε. Λυσσάξανε από τη ζήλια τους και θέλουν να με φάνε, για να πάρουν κάτι από τη δύναμή μου κι αυτοί. Ο γέρος πήγε στην πόρτα, αλλά πριν φύγει, είπε σιγά στον αδελφό μου:

―Να φαγωθεί αμέσως! Κι ο αδελφός μου συμφώνησε.

Είσαι κι εσύ στο κόλπο, ε; Με τάραξε αυτή η απίστευτη ανακάλυψη, αλλά δεν ήταν κάτι που δεν το περίμενα: ο μεγάλος μου αδελφός είναι συνεργός αυτών που θέλουν να με φάνε!

Ο μεγάλος μου αδελφός είναι ανθρωποφάγος!

Είμαι ο μικρός αδελφός ενός ανθρωποφάγου!

Μπορεί να με φάνε, αλλά δεν παύω να είμαι ο μικρός αδελφός ενός ανθρωποφάγου!

V

Το ξανασκέφτηκα τις τελευταίες μέρες. Ας υποθέσουμε πως ο γέρος δεν ήταν ο εκτελεστής μεταμφιεσμένος, αλλά πραγματικός γιατρός. Τι πάει να πει αυτό; Μια χαρά ανθρωποφάγος μπορεί να είναι ένας γιατρός. Στο βιβλίο για τα βότανα, που έγραψε ο προκάτοχός του, ο Λι Σιτζεν, δηλώνεται καθαρά πως το ανθρώπινο κρέας μπορεί να μαγειρευτεί και να φαγωθεί. Λοιπόν; Τολμάει ακόμα να λέει πως δεν έχει φάει άνθρωπο;

Όσο για τον αδελφό μου, έχω τους λόγους μου να τον υποπτεύομαι. Όταν μου μάθαινε γράμματα, τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αυτιά να λέει: «Πουλούσανε τους γιους τους για να φάνε». Κι ύστερα, μια φορά που κουβεντιάζαμε για κάποιον παλιάνθρωπο, είπε: «Να τον εκτελέσουν; Να τον φάνε ζωντανό πρέπει, να τον γδάρουν και να πουλήσουν το τομάρι του». Τότε ήμουν μικρός και η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Εκείνος ούτε που έδειξε να παραξενεύεται όταν ο ενοικιαστής από το Λυκόχωρο τού είπε πως έφαγαν συκώτι και καρδιά ανθρώπου. Μόνο κούνησε το κεφάλι του. Σκληρός ήτανε πάντα. Αφού, λοιπόν, μπορούν να «πουλήσουν τους γιους τους για να φάνε», τότε μπορούν να πουλήσουν τους πάντες. Όλοι τρώγονται. Παλιότερα άκουγα τις εξηγήσεις του και επαναπαυόμουν. Τώρα ξέρω πως, την ώρα που μου μιλούσε, τα χείλια του ήταν πασαλειμμένα με ανθρώπινο ξύγκι. Και μόνο αυτό; Του άρεσε κιόλας. Χόρταινε με την καρδιά του.

VI

Σκοτάδι πίσσα. Δεν ξέρω πότε είναι μέρα και πότε νύχτα. Το σκυλί των Τσάο άρχισε πάλι να γαυγίζει. Είναι άγριο σαν λιοντάρι, φοβητσιάρικο σαν λαγός, πονηρό σαν αλεπού...

VII

Ξέρω πώς δουλεύουν. Δεν θέλουν να σκοτώσουν εν ψυχρώ, δεν τολμούν, φοβούνται τις συνέπειες. Όμως έφτιαξαν μια συμμορία και στήνουν παγίδες παντού, για να με κάνουν να σκοτωθώ μόνος μου. Το κατάλαβα από τη συμπεριφορά των αντρών και των γυναικών στον δρόμο τις προάλλες, κι απ’ τον τρόπο του μεγάλου μου αδελφού προχθές. Τι λαχταράνε; Να βγάλω το ζωνάρι μου και να κρεμαστώ απ’ το πατερό. Τότε θα χορτάσουν με την καρδιά τους, χωρίς να κατηγορηθούν για φόνο. Γι’ αυτό είναι όλο χαμόγελα. Κι αν το θύμα φοβάται να σκοτωθεί, κι αρρωστήσει, κι αδυνατίσει, αυτοί πάλι θα χαμογελάνε.

Τρώνε μόνο πεθαμένους! Θυμάμαι που διάβαζα κάπου για ένα πρόστυχο ζώο με κακό βλέμμα. Ύαινα το λένε και τρώει πτώματα. Ακόμα και τα μεγάλα κόκαλα τα ροκανίζει και τα καταπίνει. Ούτε που να το σκέφτεσαι! Οι ύαινες έχουν σχέση με τους λύκους και οι λύκοι ανήκουν στα κυνοειδή. Τις προάλλες, το σκυλί των Τσάο με κοίταζε επίμονα. Προφανώς είναι κι αυτό στο κόλπο. Συνένοχός τους είναι. Ο γέρος κατέβασε το κεφάλι για να μην δω το βλέμμα του, αλλά εγώ δεν ξεγελάστηκα!

Ο πιο ελεεινός είναι ο μεγάλος μου αδελφός. Άνθρωπος είναι κι αυτός. Γιατί δεν φοβάται; Γιατί συμφώνησε με τους άλλους να με φάνε; Το συνήθισε και δεν το παίρνει πια για έγκλημα; Ή μήπως ξέρει πως είναι κακό, αλλά κάνει την καρδιά του πέτρα;

Από τον αδελφό μου θ’ αρχίσω να παλεύω με τους ανθρωποφάγους. Με τον αδελφό μου θα προσπαθήσω ν’ αλλάξω μυαλά στους ανθρωποφάγους.

VIII

Στην πραγματικότητα, τα επιχειρήματά τους είναι πολύ παλιά...

Ξαφνικά κάποιος μπήκε μέσα. Δεν ήταν πάνω από είκοσι χρονών, αλλά δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τα χαρακτηριστικά του. Χαμογελούσε συνέχεια. Ωστόσο, όταν με κοίταξε, δεν μου φάνηκε αληθινό το χαμόγελό του. Τον ρώτησα:

―Είναι σωστό να τρώνε ανθρώπους;

―Αν δεν πέσει λοιμός, πώς γίνεται να φάνε ανθρώπους; απάντησε και χαμογελούσε ακόμα.

Κατάλαβα αμέσως πως ήταν ένας απ’ αυτούς, αλλά έκανα κουράγιο και ξαναρώτησα:

―Είναι σωστό;

―Γιατί ρωτάς τέτοιο πράγμα; Δεν μπορεί... θ’ αστειεύεσαι... ωραία μέρα είναι σήμερα.

―Μια χαρά είναι· και το φεγγάρι λάμπει καταπληκτικά. Αλλά εγώ άλλο σε ρωτάω. Είναι σωστό;

Θορυβήθηκε και μουρμούρισε:

―Όχι...

―Όχι; Τότε γιατί το κάνουν ακόμα;

―Τι εννοείς;

―Τι εννοώ; Αυτή την στιγμή τρώνε ανθρώπους στο Λυκόχωρο και τα βιβλία είναι γεμάτα μ’ αυτό το πράγμα. Το γράφουνε με κατακόκκινο μελάνι.

Η έκφρασή του άλλαξε, χλόμιασε, έφριξε.

―Μπορεί... είπε και με κοίταζε. Πάντα έτσι ήταν...

―Και είναι σωστό επειδή πάντα έτσι ήταν;

―Δεν θέλω τέτοιες κουβέντες. Τέλος πάντων, μην το πεις πουθενά. Όποιος μιλάει για τέτοια πράγματα βγαίνει χαμένος!

Πετάχτηκα πάνω κι άνοιξα τα μάτια μου καλά καλά, μα εκείνος χάθηκε από μπρος μου, κι έμεινα εκεί μούσκεμα στον ιδρώτα. Ήταν πολύ πιο νέος από τον μεγάλο μου αδελφό, μα είχε μπει κιόλας στο κόλπο. Θα τον δασκάλεψαν οι γονείς του. Και φοβάμαι πως θα δασκάλεψε κι αυτός τον γιο του. Γι’ αυτό με κοίταζαν έτσι άγρια ως και τα παιδιά.

IX

Θέλουν να φάνε άνθρωπο και περιμένουν τη σειρά τους, και περιμένοντας φοβούνται μην τους φάνε κι αυτούς με τη σειρά τους, και κοιτάζουν καχύποπτα ο ένας τον άλλον...

Τι άνετη που θα ήταν η ζωή τους αν δεν τους βάραινε αυτή η μανία, και πήγαιναν στη δουλειά τους, κι έβγαιναν περίπατο, κι έτρωγαν κι έπεφταν για ύπνο γλυκά γλυκά. Τώρα δεν έχουν στο μυαλό τους παρά μόνο αυτό. Πατέρες και γιοι, άντρες και γυναίκες, αδέλφια, φίλοι, δάσκαλοι και μαθητές, άσπονδοι εχθροί και ξένοι –ως κι αυτοί– ανήκουν στην ίδια συμμορία και κρατάνε ο ένας τον άλλο μην πάει και κάνει πρώτος αυτό που έχει στο μυαλό του.

X

Νωρίς το πρωί πήγα να βρω τον αδελφό μου. Ήταν στην πόρτα και κοίταζε τον ουρανό. Πήγα σιγά σιγά από πίσω, στάθηκα ατάραχος μπροστά στην πόρτα, και του είπα ευγενικά:

―Αδελφέ, έχω κάτι να σου πω.

―Τι πράγμα; ρώτησε και γύρισε απότομα κουνώντας το κεφάλι.

―Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, αλλά κομπιάζω. Αδελφέ, μπορεί οι πρωτόγονοι άνθρωποι να έτρωγαν και λίγο ανθρώπινο κρέας –αρχή ήτανε– όμως ύστερα άλλαξε το παρουσιαστικό τους, και μερικοί σταμάτησαν να τρώνε ανθρώπους, και προσπάθησαν να είναι καλοί κι έγιναν άνθρωποι, πραγματικοί άνθρωποι. Κάποιοι όμως συνεχίζουν ακόμα να τρώνε ανθρώπους. Όπως οι σαύρες. Μερικές άλλαξαν κι έγιναν ψάρια, πουλιά, μαϊμούδες κι ύστερα άνθρωποι. Κάποιες όμως δεν ήθελαν να είναι καλές κι έμειναν σαύρες. Λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι που τρώνε ανθρώπους πρέπει να ντρέπονται, όταν συγκρίνουν τους εαυτούς τους με κείνους που δεν τρώνε ανθρώπους. Πρέπει να ντρέπονται πολύ. Περισσότερο από μια σαύρα μπροστά σε μια μαϊμού. Κάποτε ο Γι Για μαγείρεψε τον γιο του κι έκανε τραπέζι στον Τσιεν και τον Τσου. Αυτά είναι αρχαία πράγματα, κι όμως απ’ τον καιρό που έπλασε ο Παν Κου τη θάλασσα και τη στεριά, οι άνθρωποι έτρωγαν συνέχεια τους ανθρώπους. Πρώτα ο γιος του Γι Για, ύστερα ο Χσου Χσιλίν, τώρα εκείνος ο άνθρωπος που τον έπιασαν στο Λυκόχωρο... Πέρσι εκτέλεσαν στην πόλη κάποιον, κι ένας φυματικός βούτηξε ψωμί στο αίμα του και το έφαγε. Θέλουν να με φάνε, και ξέρω πως δεν έχεις τη δύναμη να τους κρατήσεις. Αλλά γιατί τους βοηθάς; Αυτοί είναι ανθρωποφάγοι. Ό,τι θέλουν κάνουν. Σήμερα τρώνε εμένα, αύριο εσένα. Πως είσαι στην ίδια συμμορία δεν έχει σημασία. Αυτοί τρώγονται μεταξύ τους. Μ’ αν αλλάξεις αμέσως μυαλά, τότε θα ησυχάσουν όλοι. Πάει πολύς καιρός που γίνεται αυτό το πράγμα –χρόνια αμνημόνευτα– όμως σήμερα αξίζει να γίνουμε καλοί, να προσπαθήσουμε, έστω, να πούμε: «Όχι, αποκλείεται!» Είμαι σίγουρος πως μπορείς, αδελφέ. Τις προάλλες που σου ζήτησε ο ενοικιαστής να μειώσεις το νοίκι των χωραφιών, του είπες: «Όχι, αποκλείεται!»

Στην αρχή χαμογελούσε κυνικά, ύστερα όμως το βλέμμα του πήρε κάτι δολοφονικό, κι όταν ανέφερα τα περί συμμορίας έγινε κατακίτρινος. Έξω απ’ την πόρτα είχαν μαζευτεί κάμποσοι άνθρωποι –κι ο κ. Τσάο με τον σκύλο του– και ξελαιμιάζονταν να δούνε τι τρέχει. Δεν μπορούσα να τους ξεχωρίσω καλά, γιατί φορούσαν πλερέζες. Μερικοί φαίνονταν κατακίτρινοι κι ακίνητοι σαν πτώματα, αλλά από μέσα χαμογελούσαν. Συμμορία ήταν· ανθρωποφάγοι όλοι τους. Όμως αυτό δεν πάει να πει πως έκαναν τις ίδιες σκέψεις. Κάποιοι νόμιζαν πως αφού γίνεται από παλιά, τότε θα μπορούσαν να φάνε άνθρωπο. Κάποιοι άλλοι πίστευαν πως δεν είναι σωστό, αλλά το ήθελαν πολύ και φοβούνταν μην τους ανακαλύψουν. Γι’ αυτό αγρίεψαν όταν με άκουσαν να τους ξεμπροστιάζω. Συνέχισαν να χαμογελάνε όμως· κυνικά, με σφιγμένα χείλη.

Ξαφνικά ο αδελφός μου αγρίεψε κι έβαλε τις φωνές:

―Ξεκουμπιστείτε όλοι! Σας αρέσει να κοιτάτε τον τρελό;

Τότε κατάλαβα πόσο πανούργοι ήταν. Δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αλλάξουν. Είχαν καταστρώσει καλά το σχέδιό τους. Διέδωσαν πως είμαι τρελός κι έτσι, όταν θα μ’ έτρωγαν, δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα με τον κόσμο. Μπορεί να τους ευχαριστούσαν κιόλας. Το ίδιο έγινε και με κείνον τον παλιάνθρωπο που έφαγαν στο Λυκόχωρο. Παλιό κόλπο.

Ο γερο-Τσεν εξοργίστηκε κι όρμησε μέσα, αλλά δεν μπόρεσαν να μου κλείσουν το στόμα. Έπρεπε να μιλήσω σε κείνους τους ανθρώπους:

―Πρέπει ν’ αλλάξετε! Πρέπει ν’ αλλάξετε βαθιά μες στην καρδιά σας! τους είπα. Πρέπει να ξέρετε πως αύριο δεν θα έχουν θέση στον κόσμο οι ανθρωποφάγοι. Αν δεν αλλάξουν οι ανθρωποφάγοι, θα φαγωθούν μεταξύ τους. Όσο κι αν γεννοβολάνε, θα τους εξαφανίσουν οι πραγματικοί άνθρωποι, όπως εξαφανίζουν οι κυνηγοί τους λύκους. Όπως τα ερπετά!

Ο γερο-Τσεν τους έδιωξε όλους. Ο αδελφός μου είχε εξαφανιστεί. Ο γερο-Τσεν με συμβούλευσε να πάω στην κάμαρά μου. Πίσσα σκοτάδι ήταν εκεί μέσα. Τα σανίδια και τα πατερά έτρεμαν πάνω απ’ το κεφάλι μου. Ύστερα έσπασαν κι έπεσαν και με σκέπασαν.

Ασήκωτο το βάρος τουςq ούτε να σαλέψω δεν μπορούσα. Νόμιζαν πως θα πέθαινα. Εγώ ήξερα πως το βάρος δεν ήταν το σωστό, πάλεψα κι ελευθερώθηκα μούσκεμα στον ιδρώτα, και δεν είπα παρά:

―Πρέπει ν’ αλλάξετε! Πρέπει ν’ αλλάξετε βαθιά μες στην καρδιά σας! Πρέπει να ξέρετε πως αύριο δεν θα έχουν θέση στον κόσμο οι ανθρωποφάγοι.

XI

Ο ήλιος δεν φωτίζει, η πόρτα δεν ανοίγει, δύο γεύματα την ημέρα.

Έπιασα τα ξυλάκια μου και ύστερα σκέφτηκα τον αδελφό μου. Τώρα ξέρω πώς πέθανε η μικρή μου αδελφή. Αυτός το έκανε. Πέντε χρονών ήταν τότε η αδελφούλα μου. Ακόμα θυμάμαι τι γλυκό, τι τρυφερό που ήταν το βλέμμα της. Η μάνα έκλαιγε ασταμάτητα κι εκείνος την παρακαλούσε να μην κλαίει, μάλλον επειδή είχε φάει μόνος του τη μικρή και ντρεπόταν. Τέλος πάντων. Αν του είχε μείνει μια σταλιά ντροπή...

Ο αδελφός μου έφαγε την αδελφή μου, αλλά δεν ξέρω αν και πότε το κατάλαβε η μάνα μου.

Νομίζω πως το ήξερε, αλλά όταν έκλαιγε δεν μπορούσε να το πει ανοιχτά, να το φωνάξει· ίσως επειδή το θεωρούσε κι αυτή σωστό. Θυμάμαι μια φορά –τεσσάρων πέντε χρονών ήμουν– καθόμουν στη δροσιά, στην είσοδο, και ήρθε ο αδελφός μου και μου είπε πως αν πέσουν άρρωστοι οι γονείς σου και κόψεις ένα κομμάτι από πάνω σου και το μαγειρέψεις και τους δώσεις να φάνε, τότε θα ξέρουν πως έχουν μάλαμα παιδί. Η μάνα μου δεν έβγαλε κουβέντα. Αλλά αν κάποιος μπορεί να φάει ένα κομμάτι ανθρώπινο κρέας, τότε γιατί να μην φάει κι ολόκληρο άνθρωπο; Και μόνο που θυμάμαι τα κλάματά τους, σπαράζει η καρδιά μου. Αυτό είναι το παράξενο!

XII

Δεν αντέχω να το σκέπτομαι.

Μόλις συνειδητοποίησα πως τόσο καιρό ζω σ’ έναν τόπο που επί τέσσερις χιλιάδες χρόνια τρώνε ανθρώπους. Τότε που πέθανε η αδελφή μου, ο αδελφός μου είχε το κουμάντο του σπιτιού, και μπορεί να μαγείρεψε το κρέας της με ρύζι και να τη φάγαμε χωρίς να το ξέρουμε.

Μπορεί να έφαγα ένα σωρό κομμάτια από την αδελφή μου, χωρίς να το ξέρω, και τώρα να ήρθε η σειρά μου...

Πώς μπορώ, μετά από τέσσερις χιλιάδες χρόνια ανθρωποφάγας ιστορίας –ακόμα κι αν δεν το ήξερα απ’ την αρχή– ν’ αντικρίσω κατά πρόσωπο τους πραγματικούς ανθρώπους;

XIII

Υπάρχουν άραγε ακόμα παιδιά που δεν έφαγαν άνθρωπο; Σώστε τα παιδιά...



Λου Xσουν: Tο ημερολόγιο ενός τρελού (Mτφρ.: Γιώργος Μπλάνας). Aπό το βιβλίο Tο Hμερολόγιο ενός Tρελού [Eκδ. Hλέκτρα, 2008] που περιλαμβάνει επίσης το διήγημα Ένας τρελός του Γκυ Nτε Mωπασάν και Tο ημερολόγιο ενός τρελού του Nικολάι Γκόγκολ.

Σάββατο 14 Ιουνίου 2008

Ανακοίνωση!

Δελτίο Τύπου

– 18/6 & 20/6

Η Κινηματογραφική ομάδα nOsotrOs

Μεταμεσονύχτια προβολή της 7ωρης ταινίας Satantango του Bella Tarr

ώρα 21:00

– 27/6

Η κινηματογραφίστικη κολεκτίβα Carmina του ελευθέρου κοινωνικού χώρου Nosotros προβάλλει την μικρού μήκους ταινία της

' Μικρός Θάνατος '

Σκηνοθεσία: Γιώργος Μπακάλης

Διευθυντής Φωτογραφίας: Άγγελος Μάτζιος

Σενάριο: Γιώργος Τζισσους, Βαγγέλης Νάνος, Δανάη Σπυλιώτη

Ηθοποιοί: Ανδρέας Δρακόπουλος, Δανάη Σπυλιώτη

Μουσική: Βαγγέλης Νάνος

Σκηνογραφία: Δανάη Σπυλιώτη

Μιξάζ: Γιάννος Αιόλου

Ώρα: 22:00

NOSOTROS

Θεμιστοκλέους 66

Εξάρχεια


Οι προβολές θα λάβουν χώρα στην ταράτσα του Nοsotros







Πέμπτη 12 Ιουνίου 2008

Civil Disobedience, III


Henry David Thoreau

(1817 – 1862)

Civil Disobedience

(1849)


Part 3

The night in prison was novel and interesting enough. The prisoners in their shirt-sleeves were enjoying a chat and the evening air in the doorway, when I entered. But the jailer said, "Come, boys, it is time to lock up"; and so they dispersed, and I heard the sound of their steps returning into the hollow apartments. My room-mate was introduced to me by the jailer as "a first-rate fellow and a clever man." When the door was locked, he showed me where to hang my hat, and how he managed matters there. The rooms were whitewashed once a month; and this one, at least, was the whitest, most simply furnished, and probably the neatest apartment in the town. He naturally wanted to know where I came from, and what brought me there; and, when I had told him, I asked him in my turn how he came there, presuming him to be an honest man, of course; and, as the world goes, I believe he was. "Why," said he, "they accuse me of burning a barn; but I never did it." As near as I could discover, he had probably gone to bed in a barn when drunk, and smoked his pipe there; and so a barn was burnt. He had the reputation of being a clever man, had been there some three months waiting for his trial to come on, and would have to wait as much longer; but he was quite domesticated and contented, since he got his board for nothing, and thought that he was well treated.

He occupied one window, and I the other; and I saw that if one stayed there long, his principal business would be to look out the window. I had soon read all the tracts that were left there, and examined where former prisoners had broken out, and where a grate had been sawed off, and heard the history of the various occupants of that room; for I found that even here there was a history and a gossip which never circulated beyond the walls of the jail. Probably this is the only house in the town where verses are composed, which are afterward printed in a circular form, but not published. I was shown quite a long list of verses which were composed by some young men who had been detected in an attempt to escape, who avenged themselves by singing them.

I pumped my fellow-prisoner as dry as I could, for fear I should never see him again; but at length he showed me which was my bed, and left me to blow out the lamp.

It was like travelling into a far country, such as I had never expected to behold, to lie there for one night. It seemed to me that I never had heard the town-clock strike before, nor the evening sounds of the village; for we slept with the windows open, which were inside the grating. It was to see my native village in the light of the Middle Ages, and our Concord was turned into a Rhine stream, and visions of knights and castles passed before me. They were the voices of old burghers that I heard in the streets. I was an involuntary spectator and auditor of whatever was done and said in the kitchen of the adjacent village-inn — a wholly new and rare experience to me. It was a closer view of my native town. I was fairly inside of it. I never had seen its institutions before. This is one of its peculiar institutions; for it is a shire town.(1) I began to comprehend what its inhabitants were about.

In the morning, our breakfasts were put through the hole in the door, in small oblong-square tin pans, made to fit, and holding a pint of chocolate, with brown bread, and an iron spoon. When they called for the vessels again, I was green enough to return what bread I had left; but my comrade seized it, and said that I should lay that up for lunch or dinner. Soon after he was let out to work at haying in a neighboring field, whither he went every day, and would not be back till noon; so he bade me good-day, saying that he doubted if he should see me again.

When I came out of prison — for some one interfered, and paid that tax — I did not perceive that great changes had taken place on the common, such as he observed who went in a youth and emerged a tottering and gray-headed man; and yet a change had to my eyes come over the scene — the town, and State, and country — greater than any that mere time could effect. I saw yet more distinctly the State in which I lived. I saw to what extent the people among whom I lived could be trusted as good neighbors and friends; that their friendship was for summer weather only; that they did not greatly propose to do right; that they were a distinct race from me by their prejudices and superstitions, as the Chinamen and Malays are; that in their sacrifices to humanity, they ran no risks, not even to their property; that after all they were not so noble but they treated the thief as he had treated them, and hoped, by a certain outward observance and a few prayers, and by walking in a particular straight though useless path from time to time, to save their souls. This may be to judge my neighbors harshly; for I believe that many of them are not aware that they have such an institution as the jail in their village.

It was formerly the custom in our village, when a poor debtor came out of jail, for his acquaintances to salute him, looking through their fingers, which were crossed to represent the grating of a jail window, "How do ye do?" My neighbors did not thus salute me, but first looked at me, and then at one another, as if I had returned from a long journey. I was put into jail as I was going to the shoemaker's to get a shoe which was mended. When I was let out the next morning, I proceeded to finish my errand, and, having put on my mended shoe, joined a huckleberry party, who were impatient to put themselves under my conduct; and in half an hour — for the horse was soon tackled — was in the midst of a huckleberry field, on one of our highest hills, two miles off, and then the State was nowhere to be seen.

This is the whole history of "My Prisons."(2)

I have never declined paying the highway tax, because I am as desirous of being a good neighbor as I am of being a bad subject; and as for supporting schools, I am doing my part to educate my fellow-countrymen now. It is for no particular item in the tax-bill that I refuse to pay it. I simply wish to refuse allegiance to the State, to withdraw and stand aloof from it effectually. I do not care to trace the course of my dollar, if I could, till it buys a man or a musket to shoot one with — the dollar is innocent — but I am concerned to trace the effects of my allegiance. In fact, I quietly declare war with the State, after my fashion, though I will still make what use and get what advantage of her I can, as is usual in such cases.

If others pay the tax which is demanded of me, from a sympathy with the State, they do but what they have already done in their own case, or rather they abet injustice to a greater extent than the State requires. If they pay the tax from a mistaken interest in the individual taxed, to save his property, or prevent his going to jail, it is because they have not considered wisely how far they let their private feelings interfere with the public good.

This, then, is my position at present. But one cannot be too much on his guard in such a case, lest his action be biased by obstinacy or an undue regard for the opinions of men. Let him see that he does only what belongs to himself and to the hour.

I think sometimes, Why, this people mean well; they are only ignorant; they would do better if they knew how: why give your neighbors this pain to treat you as they are not inclined to? But I think, again, This is no reason why I should do as they do, or permit others to suffer much greater pain of a different kind. Again, I sometimes say to myself, When many millions of men, without heat, without ill-will, without personal feeling of any kind, demand of you a few shillings only, without the possibility, such is their constitution, of retracting or altering their present demand, and without the possibility, on your side, of appeal to any other millions, why expose yourself to this overwhelming brute force? You do not resist cold and hunger, the winds and the waves, thus obstinately; you quietly submit to a thousand similar necessities. You do not put your head into the fire. But just in proportion as I regard this as not wholly a brute force, but partly a human force, and consider that I have relations to those millions as to so many millions of men, and not of mere brute or inanimate things, I see that appeal is possible, first and instantaneously, from them to the Maker of them, and, secondly, from them to themselves. But, if I put my head deliberately into the fire, there is no appeal to fire or to the Maker of fire, and I have only myself to blame. If I could convince myself that I have any right to be satisfied with men as they are, and to treat them accordingly, and not according, in some respects, to my requisitions and expectations of what they and I ought to be, then, like a good Mussulman (3) and fatalist, I should endeavor to be satisfied with things as they are, and say it is the will of God. And, above all, there is this difference between resisting this and a purely brute or natural force, that I can resist this with some effect; but I cannot expect, like Orpheus,(4) to change the nature of the rocks and trees and beasts.

I do not wish to quarrel with any man or nation. I do not wish to split hairs, to make fine distinctions, or set myself up as better than my neighbors. I seek rather, I may say, even an excuse for conforming to the laws of the land. I am but too ready to conform to them. Indeed, I have reason to suspect myself on this head; and each year, as the tax-gatherer comes round, I find myself disposed to review the acts and position of the general and State governments, and the spirit of the people, to discover a pretext for conformity.

"We must affect our country as our parents,
And if at any time we alienate
Our love or industry from doing it honor,
We must respect effects and teach the soul
Matter of conscience and religion,
And not desire of rule or benefit."
(5)

I believe that the State will soon be able to take all my work of this sort out of my hands, and then I shall be no better a patriot than my fellow-countrymen. Seen from a lower point of view, the Constitution, with all its faults, is very good; the law and the courts are very respectable; even this State and this American government are, in many respects, very admirable and rare things, to be thankful for, such as a great many have described them; but seen from a point of view a little higher, they are what I have described them; seen from a higher still, and the highest, who shall say what they are, or that they are worth looking at or thinking of at all?

However, the government does not concern me much, and I shall bestow the fewest possible thoughts on it. It is not many moments that I live under a government, even in this world. If a man is thought-free, fancy-free, imagination-free, that which is not never for a long time appearing to be to him, unwise rulers or reformers cannot fatally interrupt him.

I know that most men think differently from myself; but those whose lives are by profession devoted to the study of these or kindred subjects, content me as little as any. Statesmen and legislators, standing so completely within the institution, never distinctly and nakedly behold it. They speak of moving society, but have no resting-place without it. They may be men of a certain experience and discrimination, and have no doubt invented ingenious and even useful systems, for which we sincerely thank them; but all their wit and usefulness lie within certain not very wide limits. They are wont to forget that the world is not governed by policy and expediency. Webster never goes behind government, and so cannot speak with authority about it. His words are wisdom to those legislators who contemplate no essential reform in the existing government; but for thinkers, and those who legislate for all time, he never once glances at the subject. I know of those whose serene and wise speculations on this theme would soon reveal the limits of his mind's range and hospitality. Yet, compared with the cheap professions of most reformers, and the still cheaper wisdom and eloquence of politicians in general, his are almost the only sensible and valuable words, and we thank Heaven for him. Comparatively, he is always strong, original, and, above all, practical. Still, his quality is not wisdom, but prudence. The lawyer's truth is not truth, but consistency or a consistent expediency. Truth is always in harmony with herself, and is not concerned chiefly to reveal the justice that may consist with wrong-doing. He well deserves to be called, as he has been called, the Defender of the Constitution. There are really no blows to be given by him but defensive ones. He is not a leader, but a follower. His leaders are the men of '87.(6) "I have never made an effort," he says, "and never propose to make an effort; I have never countenanced an effort, and never mean to countenance an effort, to disturb the arrangement as originally made, by which the various States came into the Union." Still thinking of the sanction which the Constitution gives to slavery, he says, "Because it was a part of the original compact — let it stand."(7) Notwithstanding his special acuteness and ability, he is unable to take a fact out of its merely political relations, and behold it as it lies absolutely to be disposed of by the intellect — what, for instance, it behooves a man to do here in America to-day with regard to slavery, but ventures, or is driven, to make some such desperate answer as the following, while professing to speak absolutely, and as a private man — from which what new and singular code of social duties might be inferred? "The manner," says he, "in which the governments of those States where slavery exists are to regulate it is for their own consideration, under their responsibility to their constituents, to the general laws of propriety, humanity, and justice, and to God. Associations formed elsewhere, springing from a feeling of humanity, or any other cause, have nothing whatever to do with it. They have never received any encouragement from me, and they never will."

They who know of no purer sources of truth, who have traced up its stream no higher, stand, and wisely stand, by the Bible and the Constitution, and drink at it there with reverence and humility; but they who behold where it comes trickling into this lake or that pool, gird up their loins once more, and continue their pilgrimage toward its fountain-head.

No man with a genius for legislation has appeared in America. They are rare in the history of the world. There are orators, politicians, and eloquent men, by the thousand; but the speaker has not yet opened his mouth to speak who is capable of settling the much-vexed questions of the day. We love eloquence for its own sake, and not for any truth which it may utter, or any heroism it may inspire. Our legislators have not yet learned the comparative value of free-trade and of freedom, of union, and of rectitude, to a nation. They have no genius or talent for comparatively humble questions of taxation and finance, commerce and manufacturers and agriculture. If we were left solely to the wordy wit of legislators in Congress for our guidance, uncorrected by the seasonable experience and the effectual complaints of the people, America would not long retain her rank among the nations. For eighteen hundred years, though perchance I have no right to say it, the New Testament has been written; yet where is the legislator who has wisdom and practical talent enough to avail himself of the light which it sheds on the science of legislation?

The authority of government, even such as I am willing to submit to — for I will cheerfully obey those who know and can do better than I, and in many things even those who neither know nor can do so well — is still an impure one: to be strictly just, it must have the sanction and consent of the governed. It can have no pure right over my person and property but what I concede to it. The progress from an absolute to a limited monarchy, from a limited monarchy to a democracy, is a progress toward a true respect for the individual. Even the Chinese philosopher (8) was wise enough to regard the individual as the basis of the empire. Is a democracy, such as we know it, the last improvement possible in government? Is it not possible to take a step further towards recognizing and organizing the rights of man? There will never be a really free and enlightened State until the State comes to recognize the individual as a higher and independent power, from which all its own power and authority are derived, and treats him accordingly. I please myself with imagining a State at least which can afford to be just to all men, and to treat the individual with respect as a neighbor; which even would not think it inconsistent with its own repose if a few were to live aloof from it, not meddling with it, nor embraced by it, who fulfilled all the duties of neighbors and fellow-men. A State which bore this kind of fruit, and suffered it to drop off as fast as it ripened, would prepare the way for a still more perfect and glorious State, which also I have imagined, but not yet anywhere seen.

Notes

1. At the time, Concord was a county seat
2. Reference to Le Mie Prigioni by Silvio Pellico (1789-1854), about his 8 years as a political prisoner, English translation 1833
3. A Muslim
4. In Greek mythology, a musician whose songs could charm rocks and trees and beasts
5. George Peele (1557?-1597?), Battle of Alcazar (in later editions only)
6. Writers of the Constitution in 1787
7. Danial Webster (1782-1852) from speech in U.S. Senate
8. Probably Confucius (551-479 B.C.)

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008

Civil Disobedience, II



Henry David Thoreau

(1817 – 1862)

Civil Disobedience

(1849)




Part 2

The broadest and most prevalent error requires the most disinterested virtue to sustain it. The slight reproach to which the virtue of patriotism is commonly liable, the noble are most likely to incur. Those who, while they disapprove of the character and measures of a government, yield to it their allegiance and support are undoubtedly its most conscientious supporters, and so frequently the most serious obstacles to reform. Some are petitioning the State to dissolve the Union,(1) to disregard the requisitions of the President. Why do they not dissolve it themselves — the union between themselves and the State — and refuse to pay their quota into its treasury? Do not they stand in the same relation to the State, that the State does to the Union? And have not the same reasons prevented the State from resisting the Union, which have prevented them from resisting the State?

How can a man be satisfied to entertain an opinion merely, and enjoy it? Is there any enjoyment in it, if his opinion is that he is aggrieved? If you are cheated out of a single dollar by your neighbor, you do not rest satisfied with knowing that you are cheated, or with saying that you are cheated, or even with petitioning him to pay you your due; but you take effectual steps at once to obtain the full amount, and see that you are never cheated again. Action from principle — the perception and the performance of right — changes things and relations; it is essentially revolutionary, and does not consist wholly with anything which was. It not only divides states and churches, it divides families; ay, it divides the individual, separating the diabolical in him from the divine.

Unjust laws exist; shall we be content to obey them, or shall we endeavor to amend them, and obey them until we have succeeded, or shall we transgress them at once? Men generally, under such a government as this, think that they ought to wait until they have persuaded the majority to alter them. They think that, if they should resist, the remedy would be worse than the evil. But it is the fault of the government itself that the remedy is worse than the evil. It makes it worse. Why is it not more apt to anticipate and provide for reform? Why does it not cherish its wise minority? Why does it cry and resist before it is hurt? Why does it not encourage its citizens to be on the alert to point out its faults, and do better than it would have them? Why does it always crucify Christ, and excommunicate Copernicus (2) and Luther,(3) and pronounce Washington and Franklin rebels?

One would think, that a deliberate and practical denial of its authority was the only offence never contemplated by government; else, why has it not assigned its definite, its suitable and proportionate, penalty? If a man who has no property refuses but once to earn nine shillings for the State, he is put in prison for a period unlimited by any law that I know, and determined only by the discretion of those who placed him there; but if he should steal ninety times nine shillings from the State, he is soon permitted to go at large again.

If the injustice is part of the necessary friction of the machine of government, let it go, let it go; perchance it will wear smooth — certainly the machine will wear out. If the injustice has a spring, or a pulley, or a rope, or a crank, exclusively for itself, then perhaps you may consider whether the remedy will not be worse than the evil; but if it is of such a nature that it requires you to be the agent of injustice to another, then, I say, break the law. Let your life be a counter friction to stop the machine. What I have to do is to see, at any rate, that I do not lend myself to the wrong which I condemn.

As for adopting the ways which the State has provided for remedying the evil, I know not of such ways. They take too much time, and a man's life will be gone. I have other affairs to attend to. I came into this world, not chiefly to make this a good place to live in, but to live in it, be it good or bad. A man has not everything to do, but something; and because he cannot do everything, it is not necessary that he should do something wrong. It is not my business to be petitioning the Governor or the Legislature any more than it is theirs to petition me; and if they should not hear my petition, what should I do then? But in this case the State has provided no way; its very Constitution is the evil. This may seem to be harsh and stubborn and unconciliatory; but it is to treat with the utmost kindness and consideration the only spirit that can appreciate or deserves it. So is an change for the better, like birth and death which convulse the body.

I do not hesitate to say, that those who call themselves Abolitionists should at once effectually withdraw their support, both in person and property, from the government of Massachusetts, and not wait till they constitute a majority of one, before they suffer the right to prevail through them. I think that it is enough if they have God on their side, without waiting for that other one. Moreover, any man more right than his neighbors constitutes a majority of one already.

I meet this American government, or its representative, the State government, directly, and face to face, once a year — no more — in the person of its tax-gatherer;
(4) this is the only mode in which a man situated as I am necessarily meets it; and it then says distinctly, Recognize me; and the simplest, the most effectual, and, in the present posture of affairs, the indispensablest mode of treating with it on this head, of expressing your little satisfaction with and love for it, is to deny it then. My civil neighbor, the tax-gatherer, is the very man I have to deal with — for it is, after all, with men and not with parchment that I quarrel — and he has voluntarily chosen to be an agent of the government. How shall he ever know well what he is and does as an officer of the government, or as a man, until he is obliged to consider whether he shall treat me, his neighbor, for whom he has respect, as a neighbor and well-disposed man, or as a maniac and disturber of the peace, and see if he can get over this obstruction to his neighborliness without a ruder and more impetuous thought or speech corresponding with his action? I know this well, that if one thousand, if one hundred, if ten men whom I could name — if ten honest men only — ay, if one HONEST man, in this State of Massachusetts, ceasing to hold slaves, were actually to withdraw from this copartnership, and be locked up in the county jail therefor, it would be the abolition of slavery in America. For it matters not how small the beginning may seem to be: what is once well done is done forever. But we love better to talk about it: that we say is our mission. Reform keeps many scores of newspapers in its service, but not one man. If my esteemed neighbor, the State's ambassador,(5) who will devote his days to the settlement of the question of human rights in the Council Chamber, instead of being threatened with the prisons of Carolina, were to sit down the prisoner of Massachusetts, that State which is so anxious to foist the sin of slavery upon her sister — though at present she can discover only an act of inhospitality to be the ground of a quarrel with her — the Legislature would not wholly waive the subject the following winter.

Under a government which imprisons any unjustly, the true place for a just man is also a prison. The proper place to-day, the only place which Massachusetts has provided for her freer and less desponding spirits, is in her prisons, to be put out and locked out of the State by her own act, as they have already put themselves out by their principles. It is there that the fugitive slave, and the Mexican prisoner on parole, and the Indian come to plead the wrongs of his race, should find them; on that separate, but more free and honorable ground, where the State places those who are not with her, but against her — the only house in a slave State in which a free man can abide with honor. If any think that their influence would be lost there, and their voices no longer afflict the ear of the State, that they would not be as an enemy within its walls, they do not know by how much truth is stronger than error, nor how much more eloquently and effectively he can combat injustice who has experienced a little in his own person. Cast your whole vote, not a strip of paper merely, but your whole influence. A minority is powerless while it conforms to the majority; it is not even a minority then; but it is irresistible when it clogs by its whole weight. If the alternative is to keep all just men in prison, or give up war and slavery, the State will not hesitate which to choose. If a thousand men were not to pay their tax-bills this year, that would not be a violent and bloody measure, as it would be to pay them, and enable the State to commit violence and shed innocent blood. This is, in fact, the definition of a peaceable revolution, if any such is possible. If the tax-gatherer, or any other public officer, asks me, as one has done, "But what shall I do?" my answer is, "If you really wish to do anything, resign your office." When the subject has refused allegiance, and the officer has resigned his office, then the revolution is accomplished. But even suppose blood should flow. Is there not a sort of blood shed when the conscience is wounded? Through this wound a man's real manhood and immortality flow out, and he bleeds to an everlasting death. I see this blood flowing now.

I have contemplated the imprisonment of the offender, rather than the seizure of his goods — though both will serve the same purpose — because they who assert the purest right, and consequently are most dangerous to a corrupt State, commonly have not spent much time in accumulating property. To such the State renders comparatively small service, and a slight tax is wont to appear exorbitant, particularly if they are obliged to earn it by special labor with their hands. If there were one who lived wholly without the use of money, the State itself would hesitate to demand it of him. But the rich man — not to make any invidious comparison — is always sold to the institution which makes him rich. Absolutely speaking, the more money, the less virtue; for money comes between a man and his objects, and obtains them for him; and it was certainly no great virtue to obtain it. It puts to rest many questions which he would otherwise be taxed to answer; while the only new question which it puts is the hard but superfluous one, how to spend it. Thus his moral ground is taken from under his feet. The opportunities of living are diminished in proportion as what are called the "means" are increased. The best thing a man can do for his culture when he is rich is to endeavor to carry out those schemes which he entertained when he was poor. Christ answered the Herodians according to their condition. "Show me the tribute-money," said he; — and one took a penny out of his pocket; — if you use money which has the image of Cæsar on it, and which he has made current and valuable, that is, if you are men of the State, and gladly enjoy the advantages of Cæsar's government, then pay him back some of his own when he demands it; "Render therefore to Cæsar that which is Cæsar's, and to God those things which are God's"(6) — leaving them no wiser than before as to which was which; for they did not wish to know.

When I converse with the freest of my neighbors, I perceive that, whatever they may say about the magnitude and seriousness of the question, and their regard for the public tranquillity, the long and the short of the matter is, that they cannot spare the protection of the existing government, and they dread the consequences to their property and families of disobedience to it. For my own part, I should not like to think that I ever rely on the protection of the State. But, if I deny the authority of the State when it presents its tax-bill, it will soon take and waste all my property, and so harass me and my children without end. This is hard. This makes it impossible for a man to live honestly, and at the same time comfortably in outward respects. It will not be worth the while to accumulate property; that would be sure to go again. You must hire or squat somewhere, and raise but a small crop, and eat that soon. You must live within yourself, and depend upon yourself always tucked up and ready for a start, and not have many affairs. A man may grow rich in Turkey even, if he will be in all respects a good subject of the Turkish government. Confucius said, "If a state is governed by the principles of reason, poverty and misery are subjects of shame;(7) if a state is not governed by the principles of reason, riches and honors are the subjects of shame." No: until I want the protection of Massachusetts to be extended to me in some distant Southern port, where my liberty is endangered, or until I am bent solely on building up an estate at home by peaceful enterprise, I can afford to refuse allegiance to Massachusetts, and her right to my property and life. It costs me less in every sense to incur the penalty of disobedience to the State than it would to obey. I should feel as if I were worth less in that case.

Some years ago, the State met me in behalf of the Church, and commanded me to pay a certain sum toward the support of a clergyman whose preaching my father attended, but never I myself. "Pay," it said, "or be locked up in the jail." I declined to pay. But, unfortunately, another man saw fit to pay it. I did not see why the schoolmaster should be taxed to support the priest, and not the priest the schoolmaster: for I was not the State's schoolmaster, but I supported myself by voluntary subscription. I did not see why the lyceum (8) should not present its tax-bill, and have the State to back its demand, as well as the Church. However, at the request of the selectmen, I condescended to make some such statement as this in writing: — "Know all men by these presents, that I, Henry Thoreau, do not wish to be regarded as a member of any incorporated society which I have not joined." This I gave to the town clerk; and he has it. The State, having thus learned that I did not wish to be regarded as a member of that church, has never made a like demand on me since; though it said that it must adhere to its original presumption that time. If I had known how to name them, I should then have signed off in detail from all the societies which I never signed on to; but I did not know where to find a complete list.

I have paid no poll-tax for six years. I was put into a jail once on this account, for one night; and, as I stood considering the walls of solid stone, two or three feet thick, the door of wood and iron, a foot thick, and the iron grating which strained the light, I could not help being struck with the foolishness of that institution which treated me as if I were mere flesh and blood and bones, to be locked up. I wondered that it should have concluded at length that this was the best use it could put me to, and had never thought to avail itself of my services in some way. I saw that, if there was a wall of stone between me and my townsmen, there was a still more difficult one to climb or break through, before they could get to be as free as I was. I did not for a moment feel confined, and the walls seemed a great waste of stone and mortar. I felt as if I alone of all my townsmen had paid my tax. They plainly did not know how to treat me, but behaved like persons who are underbred. In every threat and in every compliment there was a blunder; for they thought that my chief desire was to stand the other side of that stone wall. I could not but smile to see how industriously they locked the door on my meditations, which followed them out again without let or hindrance, and they were really all that was dangerous. As they could not reach me, they had resolved to punish my body; just as boys, if they cannot come at some person against whom they have a spite, will abuse his dog. I saw that the State was half-witted, that it was timid as a lone woman with her silver spoons, and that it did not know its friends from its foes, and I lost all my remaining respect for it, and pitied it.

Thus the State never intentionally confronts a man's sense, intellectual or moral, but only his body, his senses. It is not armed with superior wit or honesty, but with superior physical strength. I was not born to be forced. I will breathe after my own fashion. Let us see who is the strongest. What force has a multitude? They only can force me who obey a higher law than I. They force me to become like themselves. I do not hear of men being forced to have this way or that by masses of men. What sort of life were that to live? When I meet a government which says to me, "Your money or your life," why should I be in haste to give it my money? It may be in a great strait, and not know what to do: I cannot help that. It must help itself; do as I do. It is not worth the while to snivel about it. I am not responsible for the successful working of the machinery of society. I am not the son of the engineer. I perceive that, when an acorn and a chestnut fall side by side, the one does not remain inert to make way for the other, but both obey their own laws, and spring and grow and flourish as best they can, till one, perchance, overshadows and destroys the other. If a plant cannot live according to its nature, it dies; and so a man.

Notes

1. "No Union with Slaveholders" had become an abolitionist slogan
2. Nicolas Copernicas (1473-1543) Polish founder of modern astronomy; his work On the Revolutions was dedicated to Pope Paul III and published in 1543, and he was was not excomunicated
3. Martin Luther (1483-1546) German monk and Protestant Reformation leader
4. Sam Staples, local constable and tax collector in
Concord
5. Samuel Hoar (1778-1856) of
Concord, sent by Mass. legislature to S. Carolina to protest the impoundment of free black sailors, and was forced to leave. His daughter was a close friend of the Emersons and a childhood friend of Thoreau
6. Matthew 22:19-22
7. Analects,
8:13
8. A hall where public lectures are held