Τετάρτη 9 Ιουλίου 2008

Ακούω φωνές

Κι όμως. Είναι μερικές καταστάσεις που τις αποδέχεσαι επειδή δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις στη ζωή σου. Τις υπομένεις και πορεύεσαι εντός τους δίχως κάποιο ξεκάθαρο λόγο. Ξαφνικά δημιουργείται ένα ρεύμα από το πουθενά κι εσύ καλείσαι να το ακολουθήσεις. Ποιος είναι υπεύθυνος για τούτο το ρεύμα; Το μόνο σίγουρο είναι ότι εσύ δεν το επιθύμησες. Κι όμως. Κάπως βρέθηκες μέσα του. Φταις εσύ; Οι εξωτερικές, αντικειμενικές ούτως ειπείν, συνθήκες της ζωής σου; Και πως αυτές δημιουργούνται; Φταίνε οι άλλοι όλα αυτά τα καινούργια πρόσωπα που ξαφνικά ξεφύτρωσαν στη ζωή σου και παλιώσανε τόσο γρήγορα κι απροσδόκητα όσο εμφανίστηκαν και πάλι εξαφανίστηκαν; Και πως συμβαίνουν τάχα όλα αυτά; Και τι είναι πάλι τούτη η ανάγκη σου να σπας κάθε φορά το ρεύμα ολοένα πιο βίαια; Και πως μπορείς να συνεχίσεις τη ζωή σου σπάζοντας κάθε φορά τα ρεύματα; Όλα τα ρεύματα που δημιουργούνται; Είναι άραγε κι αυτό ζωή; Θέλω να πω όλοι οι σπασμένοι ειρμοί; Όλα τα σπασμένα ρεύματα; Θρυμματισμένη ζωή… Είχε από ώρα ανάψει τα φώτα. Το σαλόνι γεμάτο με πτώματα. Για όλα έφταιγε κείνη η φωνή. Προστακτική και επίμονη ούρλιαζε μες τ’ αυτιά του σκότωσε σκότωσε. Είχαν έρθει στο σπίτι από νωρίς όλοι οι πρόσφατοι ‘φίλοι’ μου να πιουν τα ποτά μου. Από μια κάποια αίσθηση εκδικητικότητας είχα καλέσει κι όλες τις ερωμένες μου πρώην και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Πρόσωπα που προσπάθησα πολύ να ξεχάσω. Πρόσωπα που πολύ θα ήθελα να ξεχάσω. Τώρα τα πόδια μου καθισμένος στον καναπέ βουτηγμένα στο αίμα τους. Οι στάχτες απ’ το τσιγάρο μου επιπλέουν για λίγο κι έπειτα βουλιάζουν αργά μέσα σε τούτη τη παράξενη τεχνητή κόκκινη λίμνη. Είχαν όλοι τους μαζευτεί στο πάρτι για την υποστήριξη της διδακτορικής μου διατριβής. Κι όλοι οι ‘συνάδελφοι’ μου εκεί. Άψογος οικοδεσπότης εγώ. Όλοι γελούσαν περνούσαν καλά πίνανε τις σαμπάνιες μου την κόκα μου μυτιές φλερτάραν χορεύανε με συγχαίρανε υποκριτικά (ενεδρεύοντας στο σκοτάδι παραμονεύοντας να μου φάνε τη θέση). Όλοι να περιμένουνε το αποκορύφωμα της γιορτής το μεγάλο πυροτέχνημα να σκάει στο νυχτερινό ουρανό. Το είχα από καιρό προσεκτικά προετοιμάσει. Σβήσαν τα φώτα ανάψανε τα κεριά. Πήγα στο μέσα δωμάτιο. Άνοιξα την ντουλάπα. Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα επάνω μου όταν ξαναγύρισα στο δωμάτιο. Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα επάνω μου όταν ξεκίνησα το αλυσσοπρίονο. Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα επάνω μου όταν έκοψα πρώτο το κεφάλι ξανθό της Μαριάνθης. Κι έπειτα το χάος και κλειδωμένες οι πόρτες. Εγκλωβισμένες οι φωνές μέσα στην αεροστεγή ηχομόνωση του δωματίου μου να ανεβαίνουν τα ντεσιμπέλ και να λερώνεται το καινούργιο κουστούμι μου επί τούτου αγορασμένο για την περίσταση. Να πιτσιλάει το αίμα στα μάτια στα μάγουλα μου κανίβαλος πρωτόγονος κυνηγός απ’ το χρόνο. Να βλέπω τα μέλη τους να αποχωρίζονται τα κορμιά τους και να επιπλέουν σαν κομμένοι κορμοί μέσα στο κόκκινο ρεύμα που έπαιρνε από παντού να κυλά καταρράκτες. Τώρα κάθομαι στο καναπέ και καπνίζω ένα τσιγάρο. Άδειος. Τα δάκτυλα κάποιου καρπού κομμένου εξακολουθούν να κινούνται μηχανικά μες το αίμα θαρρείς και τα κουνά κάποιος αόρατος μαριονετίστας. Προσπάθησα, μηχανικά περισσότερο, να φανταστώ σε ποιον μπορεί να ανήκε αυτός ο καρπός. Δεν μου θύμιζε τίποτα έτσι αποκομμένος από το σύνολο. Ίσως να ήταν του Τάκη. Πέταξα τη γόπα στο αίμα. Μικρή σημασία είχε. Ούτως ή άλλως τώρα δεν το χρειαζόταν. Θέλω να πω ο Τάκης και ο καρπός του ήταν πλέον δυο οντότητες εντελώς ξεχωριστές. Κοίταξα γύρω μου. Άδειος. Κενός. Η μυρωδιά απ’ τα σβησμένα κεριά με χτυπούσε βαριά στα ρουθούνια. Τι θα τα κάνω τόσα πτώματα που γέμισε η ζωή μου; Τώρα έπρεπε να μάθει να ζει με το αίμα, να ζει απ’ το αίμα. Και πάλι. Είναι μερικές καταστάσεις που τις αποδέχεσαι επειδή δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις στη ζωή σου.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μέτριο κείμενο.

melen είπε...

..Αυτή η φωνή που μιλάει, ξέροντας πως δεν ξέρει τι λέει, αδιαφορώντας για το τι λέει, πολύ παλιά ίσως και πολύ κουρελιασμένη για να μπορέσει ποτέ να πει τα λόγια που θα είναι τα στερνά της, ξέροντας πως μιλάει του κάκου, του κάκου ξέροντάς το, που δεν ακούει τα λόγια της αλλα τη σιωπή που τα λόγια της σπάζουν, απ' όπου ίσως μια μέρα θα γλιστρήσει κλεφτά ο βαθύς καθαρός στεναγμός του ερχομού και του αντίο, είναι φωνή; Δεν ξανακάνω πια ερωτήσεις, δεν υπάρχουν πια ερωτήσεις, δεν ξέρω καμια ερώτηση πια. Βγαίνει από μένα, με κατακλύζει, τραντάζει τα τοιχώματά μου, δεν είναι δική μου, δε μπορώ να τη σταματήσω, δεν μπορώ να την εμποδίσω να μου ορμάει, να με βασανίζει, να με ξεκουφαίνει...

Σαμουελ Μπέκετ
(0 μέγας)
Ο Ακατονόμαστος

Χαιρετώ monsieur