Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

Διγενής και Μαξιμού / Digenis et Maximou




Καὶ ἐγὼ ... ἐστάθην εἰς λιθάριν

καὶ ἔμπηξα τὸ κοντάριν μου καὶ ἐστάθηκα καὶ ἐθεώρουν

τὸ πότε νὰ ἔλθουν εἰς ἐμὲν <Κίνναμος> καὶ Γιαννάκης

καὶ σὺν <αὐτοῖς> καὶ <ἡ> Μαξιμοὺ καὶ ἦτον καὶ γαυριασμένη. (1485)

Φαρὶν ἐκαβαλίκευσε, πολλὰ ἦτον ὡραῖον·

ἡ χύτη καὶ τὸ οὐράδιν του μὲ τὴν χινέαν βαμμένα,

τὰ τέσσερά του ὀνύχια ἀσήμιν τσαπωμένα,

τὸ χαλινάριν της πλεκτὸν μὲ τὰ χρυσὰ λιλούδια.

Καὶ ἡ φορεσία της θαυμαστὴ ἦτον, παραλλαγμένη· (1490)

λουρίκιν ἀργυρὸν φορεῖ διὰ λίθων πολυτίμων,

καὶ τὸ κασίδι χυμευτὸν ἦτον, παραλλαγμένον,

μὲ τὰ χρυσὰ μετώπια, μὲ τοὺς χρυσοὺς τοὺς κόμπους·

τουβία ὀξυκάστορα μὲ τὸ μαργαριτάριν

καὶ τὰ ποδηματίτσια της χρυσὰ διακεντισμένα, (1495)

τὰ καύκαλα ἦσαν χυμευτὰ καὶ οἱ πτέρνες μὲ τοὺς λίθους.

Πέντε τὴν ἐπαρέτρεχον ἀπόθεν καὶ ἀπεκεῖθεν

καὶ ἐκ τὰ ἱππάρια ἐγνώρισα καὶ ἐκ τῆς φορεσίας

<ὅτι> ἦτον ὁ Φιλοπαππούς, Κίνναμος καὶ Γιαννάκης

καὶ ὁ θαυμαστὸς ὁ Λίανδρος μετὰ τὸν Μιλιμίτσην. (1500)

Καὶ ὅταν <ὅλοι> ἐσίμωσαν τοῦ ποταμοῦ τὸ χεῖλος,

τότε στραφοῦσα ἡ Μαξιμοὺ τὸν γέρονταν ἐλάλει:

«Ποῦ εἶναι τὰ φουσάτα του τὰ θέλω πολεμήσει

καὶ ποῦ εἶναι οἱ καβαλάροι του, ποῦ ’ναι οἱ ἀνδρειωμένοι

τοὺς θέλω πολεμήσει;

Καὶ ὁ γέρων ὁ Φιλοπαπποὺς τὴν Μαξιμοὺν ἐλάλει:

« Θωρεῖς αὐτὸν τὸν ἄγουρον ποὺ στέκει εἰς τὸ λιθάριν

καὶ ἔστησεν τὸ κοντάριν του καὶ ἀπάνου του ἀκουμπίζει;

Ἐκδέχεται νὰ ὑπάγωμεν ὅλοι ἀπάνου εἰς αὖτον,

κἂν τάχα μοναχὸς ἐστίν, ἐμᾶς οὐδὲν φοβᾶται. (1510)

Ἂν εὕρη τόπον νὰ ἐμπῆ εἰς τὸν λαόν μας μέσα,

ὥσπερ πετρίτης ἄχρωμος, ὅταν ἐμπῆ εἰς κυνήγιν,

καὶ χύση τὸ πτερούγιν του καὶ τὰ ὄρνεα ἀποκτείνη,

οὕτως ἐμᾶς ἂν γυριστῆ, τινὰς νὰ μὴν τὸν δώση.

Ἀλλὰ ἂς προκαρτερέψωμεν καὶ τότε ἂς τὸν ἰδοῦμε (1515)

καὶ νὰ τὸν περιφέρωμε, καὶ οὐ μὴ καβαλικεύση·

εἰ δὲ καθίση εἰς ἄλογον, ἀπιλογίαν μᾶς κάμνει. »

Καὶ τότε ἡ κούρβα ἡ Μαξιμοὺ τὸν γέροντα ἀτιμάζει:

«Ἔβγα ἀπ’ ἐδῶ, λυσσόγερε, υἱὲ τῆς ἀπωλείας·

ὡς καὶ ἀπ’ τὰ γέρα τὰ πολλὰ ὁ κῶλος σου ἐτσιγκρίασε. (1520)

Ἐγὼ ἔλεγα φουσάτα ἔχει καὶ ἀγούρους ἀνδρειωμένους,

καὶ ἐπῆρα τὰ φουσάτα μου καὶ ἦλθα νὰ πολεμήσω.

Ἐγὼ μόνη καὶ μοναχὴ νὰ κατεβῶ εἰς αὖτον,

νὰ κόψω τὸ κεφάλιν του καὶ ἐδῶ νὰ σᾶς τὸ φέρω,

νὰ ἐπάρω τὸ κοράσιον καὶ ἐδῶ νὰ σᾶς τὸ φέρω, (1525)

νὰ ἐπάρω τὴν πεθύμιαν σας καὶ ἐδῶ νὰ σᾶς τὴν φέρω

καὶ ἐσεῖς μὴ κουρασθῆτε.»

Καὶ σύντομα ἐπιλάλησεν τὸν ποταμὸν περάσει

καὶ ἐγὼ δὲ τὴν ἐλάλησα φωνὴν ἀπὸ μακρόθεν:

«Αὐτόθε στέκου, Μαξιμού, ὅθεν μηδὲν περάσης. (1530)

Τοὺς ἄνδρας πρέπει νὰ περνοῦν, ἀμὴ ὄχι τὰς γυναίκας.

Περάσειν ἔχω, Μαξιμού, ὡς διὰ σὲν τὸ ποτάμιν

καὶ νὰ σοῦ ἀντιμέψωμεν, ὡς καὶ τὸ δίκαιον ἔχεις.»

Τὸν γρίβα μου ἐπιλάλησα τὸν ποταμὸν περάσει,

καὶ εἶχεν νερὸν ὁ ποταμὸς πολὺν καὶ βουρκωμένον (1535)

καὶ ἐξέπεσεν ὁ γρίβας μου καὶ ἐχώθην ἕως τραχήλου·

καὶ δένδρον ἔπεψεν ὁ Θεὸς ἀπέσω εἰς τὸ ποτάμιν,

καὶ ἂν εἶχεν λείπειν τὸ δενδρόν, ἐπνίγετον ὁ Ἀκρίτης.

Καὶ ὡς εἶδεν τοῦτο ἡ Μαξιμού, ἀπάνω μου ἐκατέβη·

κοντάριν ἐμαλάκιζεν τὴν κονταρέαν μὲ δώσει (1540)

καὶ ταῦτα τὸ κοντάριν της ἔριψα παρὰ μία

καὶ σύντομα ἔριψα ραβδίν, τὴν Μαξιμοὺν ἐλάλουν:

«Ἐλεῶ τὰ κάλλη σου, κυρά, βλέπε μὴ κινδυνεύσης·

ἀλλὰ ἂς δώσω, <Μαξιμού,> τὴν φάραν σου ραβδέαν

καὶ ἐκ τὴν ραβδέαν, Μαξιμού, νόησε μὲ τίναν ἔχεις.» (1545)

Καὶ ἐγὼ ραβδέαν ἔδωσα τὴν φάραν ’ς τὰς κουτάλας

καὶ ἀνάσκελα ἐξήπλωσεν ἡ θαυμαστὴ ἡ φάρα.

Καὶ τότε πάλι ἡ Μαξιμοὺ οὕτως μὲ παρεκάλει:

«Κύρκα, φοβήσου τὸν Θεὸν καὶ ἀπὲ συμπάθησέ μου

καὶ ἂς φέρουν πάλιν ἄλογον, διὰ νὰ κάτσω ἀπάνω (1550)

καὶ νὰ νοήσης, ἄγουρε, καὶ τὴν ἐμὴν ἀνδρείαν.»

Καὶ ἐγὼ αὐτὴν παραχωρῶ ἵνα καβαλικεύση·

καὶ ἂν ἔνι ἡ γεῦσις ἔμνοστος, πάλιν ἂς δευτερώση.

Τὸν Λίανδρον ἐφώνιαζεν καὶ φέρνει της ἱππάριν,

πηδᾶ κ’ ἐκαβαλίκευσε καὶ παίρνει καὶ κοντάριν (1555)

καὶ ἀπὸ μακρέα μ’ ἐφώναζε: «Ἐδὰ σὲ βλέπω, Ἀκρίτη.»

Καὶ τὸ κοντάρι ἐμάκρυνε τὴν κονταρίαν μὲ δώσει.

Σπαθέαν τῆς φάρας ἔδωκα ἀπάνω εἰς τὸ κεφάλιν·

τὰ δύο μέρη ἐσχίσθησαν καὶ ἔπεσαν παρὰ μίαν·

ἦτον καὶ <ἡ> σέλα πάντερπνος, ὅλη κατεζουλίστην, (1560)

καὶ ἀπέμεινεν ἡ Μαξιμού, πεζή, ἐλεεινὴ εἰς τὸν κάμπον.

Τὸ ὑπόδημά μου ἐφίλησεν καὶ οὕτως μὲ παρεκάλει:

«Κύρκα, φοβήσου τὸν Θεόν, πάλιν συμπάθησέ με

εἰς τὴν μωρίαν τούτην·

παρὰ σαλῶν καὶ ἄτακτων ἀνθρώπων ἐδιδάχθην· (1565)

καὶ ἐσὺ μόνος μὲ κέρδισε καὶ ἄλλος μὴ μὲ κερδίση.»

Καὶ <τότε> ἐγὼ τὴν Μαξιμοὺ οὕτως ἀπιλογήθην:

«Μὰ τὸν Θεόν, ἡ Μαξιμού, οὐκ ἔν’ τὸ ἐνθύμημά σου·

τὴν κόρην τὴν ἐγὼ φιλῶ τῶν εὐγενῶν ὑπάρχει·

ἔχει γὰρ πλοῦτος ἄπειρον καὶ συγγενοὺς ἐνδόξους (1570)

καὶ ἀδέλφια πολυορεκτικὰ καὶ ἀδελφοὺς πλουσίους,

καὶ πάντας ἐξηρνήσατο καὶ μετὰ μέναν ἦλθεν·

καὶ ὁ Θεὸς ὁ πάντων δυνατὸς αὐτὸς νὰ μᾶς χωρίση.

Εἰ δὲ ἂν ὁρμῆς νὰ πορνευθῆς, ἐγὼ νὰ σοῦ τὸ ποίσω.»

Καὶ ἐπέζευσα τὸν μαῦρον μου καὶ λύω τ’ ἄρματά μου, (1575)

καὶ τὸ ἐπεθύμα ἡ Μαξιμοὺ γοργὸν τῆς τὸ ἐποῖκα·

καὶ ἀπείτις τῆς τὸ ἔκαμα τῆς Μαξιμοῦς τῆς κούρβας,

εὐθὺς ἐκαβαλίκευσα καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ κοράσιον.

Καὶ τότε τῆς βεργόλικος ἄκο τὸ τί τῆς λέγω:

«Εἶδες, ὀμμάτια μου καλά, τί ἀνδραγαθίας ἐποῖκα;» (1580)

Καὶ τότε τὸ κοράσιον ἄκου τὸ τί μοῦ λέγει:

«Εἶδα σε, ὀμμάτια μου καλά, τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου,

τὸ πῶς ἐμονομάχησες ὅλους τοὺς ἀπελάτας,

καὶ ὅταν ἐμονομάχησες τὴν Μαξιμοὺν τὴν κόρην·

καὶ εἰς τὸ στενὸν τὸ πέραμαν, εἰς τὸ βαθὺν τὸ ρυάκιν, (1585)

πολλὰ πολλὰ μοῦ ἄργησες· πιστεύω νὰ τὴν εἶχες.»

Καὶ τότε τὴν βεργόλικον οὕτως τὴν συντυχαίνω:

«Ὡς ἔδωσα τὸ ἱππάριν της τὴν ὕστεραν ραβδέαν,

ἐξέπεσεν ἡ Μαξιμοὺ ἀπὸ τὸ ἱππάριν κάτω·

ἦτον καὶ <ἡ> σέλα πάντερπνος, ὅλη κατεζουλίστην, (1590)

καὶ πίστευσέ με, λυγερή, ὅτι ἀλήθειαν σὲ λέγω,

ὅτι πολλὰ ἐλυπήθηκα τὰ δύο της τὰ φαρία.»

Καὶ τότε τὸ κοράσιον ἐγέλασε μεγάλως,

στρεφνά, γλυκέα μ’ ἐφίλησε καὶ ἐμὲν ἐσυχνοφίλει.

Καὶ τότε τὸ κοράσιον οὕτως τὸ συντυχαίνω: (1595)

«Μετὰ τὸ φθείρειν Μαξιμοὺν τρία κακὰ τὴν ἐποῖκα·

πρῶτον μὲν ὅτι εἶχα την, δεύτερον ὅτι ἐντράπη,

τρίτον καὶ περισσότερον ἐχάσε τὴν ἀνδρείαν της

καὶ πομπεμένη ἀπόφευγεν ἀπὸ τὸν Μιλιμίτσην.»



Διασκευή του Escorial. Ed., E. JEFFREYS, Digenis Akritis, The Grottaferrata and Escorial versions, Cambridge, 1998.



***



« Alors Maximou, la putain, couvre d’opprobre le vieux

‘Va-t-en d’ici, vieil enragé, enfant de perdition,

ta queue, tant tu es vieux, est tu pleine de rides !

Je pensais : ‘il a une armée, des valeureux guerriers’,

J’ai donc pris mon armée, je viens livrer bataille.

Moi seule, moi toute seule, j’irai attaquer celui-là,

Et je lui couperai la tête, je l’amènerai ici,

Et je prendrai la jeune fille, je l’amènerai ici,

j’ aurai l’objet de votre désir, je l’amènerai ici,

<…> vous, ne vous fatiguez pas.’

Aussitôt elle lance le cheval pour passer la rivière ;

Je la poursuis de mes cris, je dis ces mots de loin :

‘Ne passe pas de ce côté, arrête là, Maximou !

C’est aux hommes de traverser, sûrement pas aux femmes !

Je traverserai pour toi la rivière, Maximou :

je vais te récompenser d’une façon digne de toi.’

J’ai excité mon moreau à passer la rivière :

la rivière était pleine d’eau et elle était très trouble,

et mon moreau tombe dans l’eau et s’enfonce jusqu’au cou.

Mais Dieu a envoyé un arbre au beau milieu du fleuve :

Akritas se serait noyé s’il n’y avait eu cet arbre.

Lorsqu’elle voit cela, Maximou se précipite contre moi,

et elle brandit la lance pour m’en donner un coup.

Mais à l’instant je fais tombeur sa lance, et, en un coup,

je fais tomber sa massue ; je parle à Maximou :

‘J’ai pitié de ta beauté ; ma dame, gare au danger !

Sur ton cheval, Maximou, j’abattrai ma massue

et par ce coup, Maximou, comprends quel homme je suis !’

Je donne un coup de massue sur les dos du cheval,

et ce merveilleux destrier tombe alors sur le dos.

A ce moment, Maximou me supplie avec ces mots :

‘Accorde-moi ton pardon, et crains Dieu, jeune seigneur ;

accorde qu’ils m’amènent un cheval, que je puisse le monter,

que tu comprennes alors, jeune brave, quelle est aussi ma valeur.’

Alors j’ai consenti qu’elle monte à cheval :

si le goût est savoureux, qu’elle en goûte à nouveau !

Elle lance un ordre à Liandros, qu’il lui amène une monture,

elle monte à cheval, galope et prend son javelot ;

de loin elle dit en criant : ‘je te vois, Akritas !’

Alors elle tend son javelot pour m’en donner un coup,

et je donne un coup d’épée au cheval, sur la tête :

les deux morceaux se séparent, ils tombent à l’instant ;

la selle, qui était fort jolie, en est toute déformée,

et Maximou, reste à pied, misérable dans la plaine.

Elle embrasse donc ma chaussure et me supplie ainsi :

‘Pardonne-moi à nouveau, et crains Dieu, jeune seigneur ;

<…> pour cette bêtise,

car par des hommes idiots, sans règle, j’ai été instruite.

Que personne d’autre ne me prenne, car seul tu m’as gagnée !’

Et là-dessus, à Maximou je réponds en cette guise :

« Ton désir, ô Maximou, est impossible, par Dieu,

car la fille, celle que j’aime, descend d’une noble famille :

elle a une richesse immense et des parents glorieux

et des frères fort plaisants, des frères qui sont très riches :

elle a renoncé à eux tous pour venir avec moi ;

Dieu seul, qui sur tout a pouvoir, pourrait nous séparer.

Si tu désires donner ton corps, je peux te faire l’amour.’

Je descends de mon moreau et enlève mon armure,

ce que Maximou désirait, je lui ai fait en hâte.

Et après que j’eus fait l’amour à Maximou la putain,

je suis vite remonté à cheval pour aller chez ma belle.

A la fille souple comme un jonc, écoute ce que j’ai dit :

‘As-tu vu, mes très beaux yeux, quels exploits j’ai accomplis ?’

Et là-dessus la jeune fille, écoute ce qu’elle m’a dit :

‘Oui, j’ai vu, mes très beaux yeux, lumières de mes prunelles,

comment tu as lutté en duel contre tous les apélates,

lorsque tu as lutté en duel contre Maximou, la fille ;

mais dans le passage étroit, dans le ruisseau profond,

tu as vraiment beaucoup tardé : je pense que tu l’as eue.’

A la fille souple comme un jonc j’ai parlé de cette manière :

‘Lorsque j’ai donné à sa monture le dernier coup de massue,

Maximou est tombée à terre, en bas de sa monture.

La selle, qui était fort jolie, en fut toute déformée,

et crois à mes paroles, svelte fille, car je te dis le vrai,

j’ai eu une grande pitié pour ses deux destriers.’

Mais à ce point la jeune fille éclate d’un grand rire,

elle m’enlace doucement, étroitement et avec fougue m’embrasse.

Et moi, à la jeune fille j’ai parlé de cette sorte :

‘Une fois déflorée, j’ai infligé trois maux à Maximou :

en premier lieu, je l’ai prise ; puis, elle a été humiliée,

et pour finir, le plus grave, elle a perdu sa vaillance :

pleine de honte de Milimitsis elle s’est alors éloignée.’»



La Traduction française : L’Akrite. L’épopée byzantine de Digénis Akritas. Versions grecque et slave, sous la direction de P. ODORICO, Toulouse, 2002.


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μια νεοελληνική εκδοχή.

Ματθαίος Κ.



ΠΩΣ Ο ΑΚΡΙΤΗΣ ΠΟΛΕΜΑ ΠΑΛΙΝ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΜΑΞΙΜΟΥΣ ΝΙΚΗΣΑΣ ΑΥΤΗΝ

Θα σε νικούσα οπωσδήποτε - στο τέλος,
θα σε κατείχα κόκκινη
από το αίμα, τη ντροπή ή την τριβή.
Θα σε κατείχα.
Αλλ' ήσουν μάγισσα εσύ,
πολεμιστής και γνώριζες
πως ξεπετιέται στην καυτή ξερολιθιά ενός μακελειού,
η ακανθώδης υγρασία του θηλυκού.

"Σήκωσα τότε το σπαθί
των ώμων σου τη γύμνια να σκορπίσω
και στην αχλύ της σάρκας σου
που ίδρωνε ξαναμμένη,
το βλέμμα δεν μπορούσα να κρατ'ησω.
Πέρα μου γλίστρησε η ψυχή:
κατ' όπου δέντρο και πηγή
και γη ανθισμένη.
Δεχόμενος κατάστηθα
τον αιχμηρό του στήθους σου παλμό,
γκρεμίστηκα κι απέμεινα στη γη,
βλέποντας πάνω μου το φως
με στόμα ορθάνοιχτο
ν' αποζητά το άσπρο σου βυζί!"

Θα σε νικούσε οπωσδήποτε - στο τέλος,
θα σε κατείχα κόκκινη
από το αίμα, την ντροπή ή την τριβή.
Αλλ' ήσουν μάγισσα εσύ,
δεν είχα εκλογή:
"Ω Μαξιμώ, μην τρέμεις,
να σ' ελεήσω ώσπερ γυνήν
και κάλλος στολισμένην!"

Γιώργος Μπλάνας

Le grand écrivain είπε...

Η επιστροφή του ασώτου;
...για άσωτος μια φορά δυναμική επανεμφάνιση φίλτατε Ματθαίο...
δεν το είχα υπόψη μου το εν λόγω ποίημα του Μπλάνα...