Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Project Romanticism



Petôfi Sándor
(1823-1849)



Μια σκέψη


Μια σκέψη τώρα μόνο κλωθοφέρνει στο μυαλό μου:

Η σκέψη στο κρεβάτι μου πως θε να βρω το θάνατο μου!

Και να μαραίνομαι αργά και σαν ορθάνοιχτος ανθός

Που η μελίγκρα σιγοτρώγοντας το είναι μου εντός μου.

Και να ξοδεύομαι αργά καθώς που ένα γέρικο κερί

Χλωμός και άρρωστος, μες σε μια κάμαρα αδειανή.

Σαν Νέμεση, Θεέ μου, μηχανέψου περ’ απ’ αυτόν

Για μένα όποιον άλλο θέλεις θάνατο σκληρό!

Ω, κάνε με δέντρο να γενώ κι από τον κεραυνό να τιναχθώ

Από τυφώνες να παρασυρθώ, από ανέμους άγριους να διαλυθώ.

Ή κάν’ ακόμα να γενώ γκρεμός οι καταιγίδες που σφυροκοπούν

Και στην κοιλάδα κάτω να ριχτώ και να με θρυμματίσουν…

Κάθ’ έθνος που χρόνια τώρα βρίσκεται φρικτά αλυσοδεμένο

Κι απ’ το ζυγό οπού ‘χε καταντήσει πλαδαρό και σα βαριεστημένο

Ξανακερδίζει τον αυτοσεβασμό του και χιμά

Αναψοκοκκινισμένες οι παρίες και τα λάβαρα ερυθρά

Αγέρωχη μια λέξη να φτερουγίζει απ’ όλα τα κεφάλια πιο ψηλά

Μια λέξη μοναχά, Ελευθερία,

ακούραστα να τραγουδιέται με μανία,

Σ’ όλην την οικουμένη ν’ αντηχεί,

από τη Δύση ως την Ανατολή,

Παντού όπου ο τύραννος τολμά να υψώνει το λειρί

Παντού όπου τ’ άρματα βροντούν

Είθε εκεί και το δικό μου πτώμα να το βρουν

Η νεανική καρδιά μου κάνε να χύσει όλο το αίμα της εκεί

Κι αν είχα ακόμα μια λέξη για να πω στερνή

Κάν’ την να χαθεί κι αυτήν μες την κλαγγή του σίδερου και τη βουή

Στο βρυχηθμό των κανονιών και στης τρομπέτας το σάλπισμα το τρομερό

Κάνε το κορμί μου δίχως οίκτο

να τσαλαπατηθεί αγέρωχ’ απ’ το ιππικό

Τ’ άλογα τους να θρασομανούν, ξαναμμένα μέσα στο θρίαμβο εκστατικό,

Και του θανάτου έτσι τσακισμένο να με δίνουν και να με παρατάνε στη σβουνιά

Κάνε τα σπασμένα κοκάλα μου στο χώμα να κείνται εξαρθρωμένα θλιβερά

Ίσαμε τη μέρα εκείνη που θα ‘ναι δυνατή επιτέλους η ταφή

Και τότε στην κηδεία, λάβαρα πολλά με θρηνωδούσα χάρη

Θε να περνούν αργά ακολουθώντας τη μακρά πομπή

Κι όλοι οι πεθαμένοι ήρωες αντάμα ένα κοινό κομμάτι βρίσκουν γη

Που στον κλήρο τους μετριέται με την Λευτεριά την ιερή.


Θα γίνω το δέντρο


Θα γίνω το δέντρο, αν είσαι λουλούδι,

Θα γίνω λουλούδι, αν είσαι η πάχνη,

Θα γίνω η πάχνη, αν είσ’ ηλιαχτίδα,

Μόνο για να είμαι μαζί σου, αγάπη μου.


Αγάπη μου, αν είσ’ ο Παράδεισος

Θα γίνω αστέρι ψηλά να λάμπω μαζί σου,

Αγάπη μου, αν είσ’ οι φλόγες της Κόλασης,

Μόνο για να είμαι μαζί σου, θα πεθάνω καταραμένος.



Μετάφραση Ζ. Δ. Αϊναλής

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

Ο Άγγελος του παράξενου


Ο Άγγελος του Παράξενου


Εισαγωγή


Let the Priests of the Raven of dawn, no longer in deadly black, with hoarse note curse the sons of joy. Nor his accepted brethren, whom, tyrant, he calls free, lay the bound or build the roof. Nor pale religious lechery call that virginity that wishes but acts not!

For every thing that lives is Holy.

William Blake, The Marriage of Heaven and Hell



Στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού υπήρξαν τρεις ιστορικές περίοδοι που με την διανοητική τους εργασία και την πνευματική τους παραγωγή αλλάξαν ριζικά τον τρόπο θέασης του κόσμου και του ανθρώπου εντός του κόσμου αυτού (τουλάχιστον του ευρωπαϊκού κόσμου). Το χαρακτηριστικό των περιόδων αυτών είναι ότι είναι παραγωγικές. Οι περίοδοι αυτοί είναι βεβαίως αρκετά γνωστοί. Πρόκειται για τον ‘μεγάλο’ 5ο προχριστιανικό αιώνα στην αρχαία Αθήνα (510 – 359 π.Χ.), για τον ‘μεγάλο’ 4ο χριστιανικό αιώνα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (312/313 – 476), τον ‘μεγάλο’ 14ο αιώνα της Ιταλικής Αναγέννησης, και, τέλος, τον ‘εκτενή’, κατά την έκφραση του E.J. Hobsbawm, 19ο ευρωπαϊκό αιώνα (1789 – 1914). Το χαρακτηριστικό όλων ανεξαιρέτως των περιόδων που ακολουθούν τέτοιους είδους πολιτισμικές εξάρσεις, ανεξαρτήτως της διάρκειας τους μέσα στον χρόνο, είναι ότι είναι αναλυτικές. Μετά την εποχή της κλασικής φιλοσοφίας/τέχνης ακολουθεί πάντα μια εποχή αλεξανδρινής φιλολογίας, τη θέση του καλλιτέχνη αναλαμβάνει ο θεωρητικός, του στοχαστή ο βιβλιοθηκάριος. Αν θα έπρεπε να μεταφράσω σε νιτσεϊκούς όρους τους παραπάνω όρους, θα έλεγα μάλλον πως οι παραγωγικές εποχές ταυτίζονται με τις περιόδους εκείνες όπου το επικρατών στοιχείο στην ανθρώπινη δραστηριότητα καθίσταται το διονυσιακό, ενώ αντίστροφα κατά τη διάρκεια των αναλυτικών εποχών υπερτερεί το στοιχείο εκείνο, που φέρει ταυτόχρονα και την ευθύνη της διάλυσης του διονυσιακού, που εύγλωττα ο Nietzsche βάπτισε ως σωκρατισμό.

Όσο περισσότερο πίσω προχωρούμε μέσα στον χρόνο διαπιστώνουμε ότι γίνεται ολοένα και δυσκολότερο να διακρίνουμε και να συλλάβουμε εναργώς όλα τα χαρακτηριστικά που χαρακτηρίζουν τέτοιου είδους εποχές. Αν όμως σταθούμε στον πλέον πρόσφατο, από την δική μας ιστορική αφετηρία, 19ο αιώνα θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πως τέτοιες παραγωγικές εποχές κάθε άλλο παρά μονοκόμματες ή μονοδιάστατες είναι. Εκτός από παραγωγικές οι εποχές αυτές είναι ταυτόχρονα και πρωτεϊκές, εποχές μεταβλητές, υπό διαμόρφωση, κάθε άλλο δηλαδή παρά από σταθερότητα χαρακτηρίζονται. Περισσότερο από μια ευδιάκριτη επικράτηση του διονυσιακού στοιχείου (ή της ιδανικής εκείνης ισορροπίας μεταξύ απολλώνιου και διονυσιακού που επισφραγίζει τα μεγαλύτερα έργα τέχνης), παρατηρούμε μια λυσσαλέα πάλη μεταξύ του καθεστηκώτος πάντα σωκρατισμού εναντίον του εξεγερτικού διονυσιακού. Και ίσως ίσως η μοναδική ιδιαιτερότητα τέτοιου είδους εποχών να πηγάζει ακριβώς από την λυσσαλέα διαμάχη που δίνουν αναμεταξύ τους για επικράτηση οι διονυσιακές δυνάμεις του ανθρώπου ενάντια στα σωκρατικά χαλινάρια του. Οι εποχές αυτές κατά συνέπεια δεν μπορούν παρά να χαρακτηρίζονται συνολικά από μια διχοτομούσα αντίφαση. Ο «θεωρητικός» άνθρωπος πλάι στον άγριο, ο Diderot πλάι στον De Sade. Την ίδια εποχή όπου γεννιέται ο Διαφωτισμός γεννιέται και ο συμμετρικός αντίποδας του ο Ρομαντισμός. Πλάι σε έναν Comte κάνει την εμφάνιση του ένας Nietzsche. Και το γεγονός ότι το διονυσιακό στοιχείο είναι εξεγερτικό ενώ το σωκρατικό καθεστηκώς, επεξηγεί ιδανικά γιατί πάντα τέτοιου είδους περίοδοι λήγουν με την ‘ήττα’ του διονυσιακού και μιαν εκ νέου, ακόμη ισχυρότερη από πριν, επαναθέσμιση, με τρόπο διαφορετικό, του σωκρατισμού. Όλες οι παραγωγικές εποχές έχουν κάτι το προμηθεϊκό, μια τιτάνια εξέγερση χάριν της ανθρωπότητας που η μοίρα της είναι να σταυρωθεί επάνω σε κάποιον βράχο του Καυκάσου… Και δυστυχώς για μας σήμερα, ενάμισι σχεδόν αιώνα μετά την Γέννηση της Τραγωδίας, είναι αδύνατον πια να άδουμε, μαζί με τον Nietzsche, το υπέροχο τραγούδι του τέλους του σωκρατικού ανθρώπου, τέλους που κι ο ίδιος ο Nietzsche άλλωστε διατύπωνε περισσότερο ως απαίτηση παρά ως διαπίστωση…

Το διονυσιακό επιφέρει σχεδόν νομοτελειακά μαζί του την άρνηση του υπάρχοντος· την άρνηση της φαινομενικότητας της ενθάδικης ύπαρξης ως αποκλειστικής πραγματικότητας. Έτσι πλάι στον Διαφωτισμό που με την οπτιμιστική ματιά του και την αφελή, προσηνή του πίστη στην πρόοδο θα γίνει, και μάλιστα σε ένα βαθμό συνειδητά, το διανοητικό δεκανίκι του ανερχόμενου αστικοκαπιταλιστικού οικονομικού συστήματος (του Διαφωτισμού εκείνου που οι σύγχρονοι απόγονοι του βρίσκονται σήμερα να διδάσκουνε στις απανταχού καθηγητικές έδρες των Πανεπιστημίων) θα ανδρωθεί με τρομερή βιαιότητα το Sturm und Drang και ο γερμανικός Ρομαντισμός που θα επιδιώξει ακριβώς να αρνηθεί την φαινομενικότητα ενός τρόπου πραγματικότητας που παρουσιάζεται ως η αποκλειστικά πραγματική. Μια άρνηση που θα εκφραστεί κυρίως καλλιτεχνικά (αλλά σε πολλές περιπτώσεις και φιλοσοφικά), και που περνώντας από όλα τα διάμεσα στάδια, θα περάσει από εκείνο της μη-συνειδητότητας (Ρομαντισμός) αρχικά σε αυτό της συνειδητότητας (Μοντερνισμός) τελικά.

Την διάσταση αυτή της de facto αποδοχής και της εκ διαμέτρου αντίθετης θεμελιακής άρνησης της ‘πραγματικότητας’ ως τέτοιας στην νεότερη εποχή δεν την εκφράζει κανένα άλλο είδος καλύτερα, σε ότι αφορά τουλάχιστον τα νεότερα ιστορικά λογοτεχνικά είδη, από την λογοτεχνία του φανταστικού (είτε αυτή ενσαρκώνεται κυρίως μέσα από το Gothic κατά τον 18ο – 19ο αι. είτε μέσα από το Horror και το Cyberpunk σήμερα). Το γεγονός ότι πολλές φορές οι κυριότεροι εκπρόσωποι και πρωτεργάτες της κατά τον 19ο αι. υπήρξαν και ηγετικές φυσιογνωμίες του Ρομαντισμού (Poe, Blake, Coleridge, Gautier, Novalis) κάθε άλλο παρά τυχαίο μπορεί να χαρακτηριστεί. Το κοινό νήμα που συνενώνει τις δύο απώτατες άκριες της λογοτεχνίας του φανταστικού (τόσο στην πρώιμη Gothic εκδοχή της όσο και στην νεότατη Cyberpunk εκδοχή της) είναι η ‘πίστη’, σε πείσμα ενός ολοκληρωτικού και ισοπεδωτικού ρασιοναλισμού, ότι η ‘πραγματικότητα’ δεν είναι αυτή που φαίνεται και ότι το υποκείμενο εντός της δεν μπορεί κατ’ ανάγκη να την συλλάβει, να την κατανοήσει και να την επεξηγήσει ορθολογικά. Η βασική διαφορά τους, αντίθετα, είναι αυτή η πίστη στο ‘ιερό’, στην φρικώδη υπερβατικότητα, που χαρακτηρίζει το Gothic και η οποία απουσιάζει ολοσχερώς από το Cyberpunk (όσο και από το σύγχρονο Horror, ως μετεξέλιξη του Gothic), το οποίο μπολιασμένο με τα διδάγματα του μοναδικού αυθεντικού λογοτεχνικού είδους του 20ου αι., το Noir, χαρακτηρίζεται από τον απόλυτο κυνισμό και τον μηδενισμό. Στο Gothic το λογοτεχνικό υποκείμενο αναγκάζεται να δει πίσω από τα πέπλα της ‘πραγματικότητας’ την συσκοτισμένη ύπαρξη ενός άλλου, παράλληλου κόσμου, ο οποίος το υπερβαίνει και τον οποίο αδυνατεί να κατανοήσει και που γι αυτόν ακριβώς το λόγο φοβάται. Αντίθετα, στο Cyberpunk το λογοτεχνικό υποκείμενο έχοντας βιώσει ‘το πρόωρο τέλος των ψευδαισθήσεων’ της μετά-μεταμοντέρνας νεωτερικότητας είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την ‘πραγματικότητα’ ακριβώς επειδή αυτή εκλαμβάνεται ως ‘φαινομενική’, ως ‘σχετική’, μόνο που στη θέση της δεν έχει πλέον τίποτ’ άλλο να βάλει. Το λογοτεχνικό υποκείμενο στο Cyberpunk δεν έχει καν την ‘πολυτέλεια’ καταφυγής σε έναν άλλο, έστω και φρικτό και τρομακτικό κόσμο. Αρνείται την ‘πραγματικότητα’ ενστικτωδώς αλλά πλέον αδυνατεί να της ξεφύγει έστω και για να πορευτεί αυτοκαταστροφικά και με τραγική μεγαλοπρέπεια προς το χαμό του όπως ένας Victor Frankenstein ή ένας Herbert West.

Όσον αφορά τώρα το ίδιο το Gothic ως είδος, το στοιχείο εκείνο που προκαλεί κατάπληξη είναι η εξ αρχής στοχευμένη, αν και σε πολλές περιπτώσεις ίσως ασυνείδητη, αντίθεση όλων των εκπροσώπων του εναντίον του ‘σωκρατικού’ κεκτημένου του Διαφωτισμού. Σε αυτή την πρώιμη φάση του ύστερου 18ου αι. και του πρώιμου 19ου αι., όπου το Gothic δεν έχει εμφανώς αυτονομηθεί από τον Ρομαντισμό, αλλά αντίθετα συμπλέκεται μαζί του, μπορούμε να διακρίνουμε στην καλλιτεχνική πράξη των περισσότερων εκπροσώπων του μερικές πολύ συγκεκριμένες πτυχές αντίδρασης. Αντίδρασης πρώτα απ’ όλα εναντίον ενός ολοκληρωτικού ρασιοναλισμού, αλλά κι ακόμα αντίδραση εναντίον του κρατικού αυταρχισμού, της ‘επίσημης’ λογικής, τον διδακτισμό, τον ωφελιμισμό και τον οπτιμισμό των Διαφωτιστών, την πρόταξη του αποσπασματικού και ανολοκλήρωτου εναντίον του κλασικιστικού ολοκληρωμένου, ομοιόμορφου κι αυτοτελούς[1]. Ανέφερα παραπάνω δύο ήρωες που σηματοδοτούν ίσως την αρχή και το τέλος της εξέλιξης της αντίδρασης αυτής, τον Frankenstein και τον West. Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι πολλοί λογοτέχνες επιλέγουν ως ήρωα έναν φυσικό επιστήμονα (φυσικό, χημικό, γιατρό) ή έναν άνθρωπο πλήρως γαλουχημένο από το πνεύμα του Διαφωτισμού, και ο οποίος ενώ στην αρχή ξεκινάει χλευάζοντας το οτιδήποτε δεν μπορεί να ερμηνευθεί φυσικά-ορθολογικά, απορρίπτοντας το ως καθαρή δεισιδαιμονία, καταλήγει στο τέλος να καταστρέφεται από την βίαιη ενόρμηση του υπερβατικού, για το οποίο εν μέρει ο ίδιος και εν αγνοία του άνοιξε τις πύλες προκειμένου να εισέλθει, στη ζωή του (ο Frankenstein της Shelley, ο ήρωας του MS found in a bottle του Poe, ο Herbert West του Lovecraft). Άλλοι συγγραφείς επιλέγουν μια διαφορετική τακτική προκειμένου να επιτεθούν στο Διαφωτισμό. Έτσι, ο Beckford στο Vathek φαίνεται συνειδητά να υποσκάπτει το discours του Διαφωτισμού. Ενώ αρχικά, λοιπόν, η νουβέλα δίνει την εντύπωση πως δεν πρόκειται για τίποτα άλλο παρά ένα επίδοξο pastiche του Χίλιες και Μια Νύχτες και του Contes Philosophiques του Voltaire, γρήγορα μεταλλάσσεται σε ένα ‘σκοτεινό’, βυρωνικό έργο, που τίποτα δεν διατηρεί από την πρότερη ‘φωτεινή’ βολτερική του υφή και απλοϊκότητα[2]. Εδώ, λοιπόν, χρησιμοποιείται συνειδητά ως πρότυπο του πρώτου μέρους του έργου ένας ‘εστεμμένος’ διαφωτιστής συγγραφέας απλά και μόνο για να αναιρεθεί διαβρωτικά η σκέψη του στη συνέχεια μέσω της ipso facto κατάρριψης της κοσμολογίας του.

Αν όμως ο συγγραφέας δεν μπορεί να βιώσει αλλιώς την πραγματικότητα παρά μόνο αρνούμενος την και επιλέγοντας, ως εκ τούτου, ως συγγραφική τακτική την άρνηση του υπάρχοντος ως τέτοιου, στον ήρωα δεν απομένει τελικά παρά μονάχα ο τρόμος. «There may be a devilish Indian behind every tree», μονολογεί ο ήρωας του Hawthorne στο Young Goodman Brown. Διότι ο τρόμος έχει τις καταβολές του πάντα στο άγνωστο. Και εκεί ακριβώς είναι που συγκλίνουν τα δύο ξεχωριστά νήματα, γεννώντας έτσι την λογοτεχνία του φανταστικού, όταν το υποσυνείδητο ανικανοποίητο του ιστορικού συγγραφέας συναντά τον ιστορικό τρόμο του φανταστικού λογοτεχνικού υποκειμένου. Όταν ένας συγγραφέας καταφεύγει, συνειδητά ή ασυνείδητα, μικρή σημασία έχει, στο ‘άγνωστο’ για να ερμηνεύσει αυτό που βιώνει στην ‘πραγματικότητα’ του ως γνωστικό ακατανόητο, ως αποσπασματικό, κατακερματισμένο και χασμώδες, και το οποίο το απορρίπτει ακριβώς ως τέτοιο, βρίσκοντας διέξοδο σε έναν παράλληλο, υπερβατικό και φανταστικό κόσμο, τις συνέπειες των επιλογών του τις γεύονται αναπότρεπτα οι ήρωες του. Και αυτό που γεύονται δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο τυφλός τρόμος. Έναν τρόμο τυφλό που εκπορεύεται και από το εγγενές δέος του ανθρώπου μπροστά στον δραματικό διχασμό της ανθρώπινης φύσης, καταδικασμένης να κινείται από τα φωτεινότερα μονοπάτια στις σκοτεινότερες αβύσσους, από τις αγνότερες προθέσεις στα πιο ανεξέλεγκτα πάθη, από την γαλήνη του στοχασμού στην τρικυμία του πάθους, καταδικασμένης να παρατηρεί σιωπηλή και ανίκανη την απελπισμένη μονομαχία, το διηνεκές πέρασμα από τον Ariel στον Caliban και τανάπαλιν. Έναν τρόμο τυφλό που φωλιάζει μέσα στα ερείπια μεσαιωνικών κάστρων, σε πανοπλίες, σε ήχους παράδοξους σαν τρίξιμο αλυσίδων μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, σε πανώριες αλλά κι επικίνδυνες γυναικείες νυχτερινές φιγούρες που περιφέρονται αθόρυβα μέσα στα λευκά νυχτικά τους σε αραχνιασμένα δωμάτια, στις σκιές που γεννά το σεληνόφως και οι οποίες δραπετεύουν από τις ίδιες ακριβώς εκείνες αραχνιασμένες κάμαρες για να χαθούν για πάντα στο σκοτάδι, σε πλοία φαντάσματα, σε πηγάδια στοιχειωμένα, στις αχανείς άγνωστες εκτάσεις του Νέου Κόσμου, με τη δική τους μυθολογία και τη δική τους αυθυπόσταση, σε αποτρόπαια πειράματα και σε φαουστικά homunculi, σε Golem και σε Περιπλανώμενους Ιουδαίους

Αυτή η τόσο γνωστή και εν μέρει στερεοτυπική και καταφανώς γκροτέσκα «σκηνοθεσία του τρόμου», όπως αυτή εκτίθεται στο Gothic, δεν είναι βέβαια εξολοκλήρου επινόηση του 18ου και του 19ου αι. Συνδέει, αντίθετα, ως ρεύμα υπόγειο, τα πιο απομακρυσμένα χρονικά και διαφορετικά μεταξύ τους λογοτεχνικά είδη, από το ελληνιστικό/ρωμαϊκό μυθιστόρημα για να περάσει από κει στους μεσαιωνικούς Βίους Αγίων κι από κει στο Ελισαβετιανό δράμα, τον Shakespeare και τον Marlowe, έχοντας περάσει ήδη προηγουμένως απ’ τον Chaucer και για να καταλήξει κάποτε στον Milton. Η μόνη διαφορά είναι πως τώρα πια ο τρόμος και το υπερβατικό στοιχείο γίνονται οργανικό στοιχείο του Ωραίου[3], και συνεπώς ως αναπόσπαστο τμήμα μιας συλλογικής Αισθητικής εκφράζουν συλλογικά και συμμετέχουν στην μεταβολή και μιας Ηθικής αιώνων. Κανένας λογοτέχνης μέχρι τον 18ο αι. δεν απέδωσε στον τρόμο χαρακτήρα Ωραίου. Αντίθετα, ο τρόμος και το υπερβατικό στοιχείο, ο Φόβος, το Κακό, υπήρχαν, ήταν πολύ ζωντανά για να γίνουν αντικείμενο της Αισθητικής, και ακριβώς γι αυτόν το λόγο χρησιμοποιούνταν ως ο αντίποδας, ως το σκοτεινό και το απαγορευμένο. Ο καλλιτέχνης δεν τα επικαλούνταν απλά και μόνο για να «λυτρώσει το βλέμμα από τη φρίκη της νύχτας», για να ξορκίσει το Κακό, ν’ απολυτρώσει απ’ το Φόβο, αλλά τα αξιοποιούσε ακριβώς εξαιτίας της λειτουργικά χρηστικής τους αξίας ως αναπόσπαστα συστατικά του εξορκισμού. Μόνο όταν έπαψαν να υπάρχουν, μόνο όταν πέθαναν και εξορκίστηκαν ως συστατικά στοιχεία του συλλογικού ασυνείδητου μπόρεσαν να καταστούν στοιχεία αισθητικά, και τα οποία πλέον επικαλούνταν ακριβώς για τη δημιουργία αισθητικού αποτελέσματος. Ένα μυθιστόρημα σαν το Δράκουλα, μια ταινία σαν τον Εξορκιστή, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να υπάρχει το Μεσαίωνα cinéma, δεν θα μπορούσαν επ’ ουδενί λόγω να έχουν υλοποιηθεί το Μεσαίωνα. Τα Άνθη του Κακού δεν θα μπορούσαν να έχουν λατρευτεί. Μόνο όταν ο Θεός κι ο μη-Θεός, τ’ ανάποδο του, πέθαναν μπόρεσε να δημιουργηθεί ο απαραίτητος εκείνος ζωτικός χώρος για την αισθητική, δηλαδή ηθικά νεκρή, εκμετάλλευση τους. Ο σύγχρονος αναγνώστης δεν καλείται κατ’ επέκτασιν να αναμετρηθεί με τον τρόμο, να τον νικήσει προκειμένου να μπορέσει να ζήσει απολυτρωμένος από «τους σπασμούς των αναδεύσεων της θέλησης με το σωτήριο βάλσαμο της ψευδαίσθησης». Δεν τον εγκολπώνει προκειμένου να τον αναιρέσει. Αντίθετα, τον αναζητά χάριν της ιδίας του τέρψης (τέρψης εν πολλοίς ασυνείδητης που προκαλείται από την στιγμιαία αφύπνιση εντός του των επιβιωσάντων εκείνων σπαραγμάτων μιας θέασης ενός κόσμου οριστικά παρελθόντος), προκειμένου να ξεφύγει από την ανία, διαρκώς γιγαντούμενη, της αφόρητα επίπεδης παροντικής ζωής του σ’ έναν κόσμο άλλον, εντελώς διαφορετικό, μυστηριακό και πλέον οριστικά χαμένο…

« L’art touche-t-il à sa fin ? La poésie périt-elle pour s’être regardée en face, de même que celui qui a vu Dieu meurt ? », αναρωτιέται ο Maurice Blanchot στο Le livre à venir. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι σχετική. Εξαρτάται από το τι τέχνη θέλουμε, τι λογοτεχνία ζητάμε… και ούτε καν, καθώς το ερώτημα δεν τίθεται σωστά… σε καμιά άλλη εποχή η τέχνη δεν ήταν τόσο ξεκομμένη από την καθημερινή ζωή, σε καμιά άλλη εποχή δεν υπήρχε η τέχνη για την τέχνη, σε καμιά άλλη εποχή δεν υπήρχε αυτονομημένη Αισθητική – με ή χωρίς Α κεφαλαίο… κι όμως σήμερα μετά την ολοκληρωτική παγίωση του θεωρητικού ανθρώπου ως κυρίαρχου ανθρωπολογικού μοντέλου, και μετά τα πρώτα πανηγυρίσματα για την ‘αυτονόμηση’ της τέχνης, γρήγορα φάνηκε το προϊόν τέλμα στις πραγματικές, αποθαρρυντικές του διαστάσεις… διότι όταν η τέχνη καθίσταται ένα απλό διατροφικό συμπλήρωμα μιας φτωχής σε θρεπτικές ουσίες χορτοφαγικής ζωής, τότε και η ζωή δεν μπορεί παρά να αποκαλύπτει τη δραματική αδυναμία της, την πιέζουσα ελλειμματικότητα της. Όταν η ζωή, στερούμενη βιώματος, καθίσταται άπορη ηδονοβλεψία, τότε κι η τέχνη δεν μπορεί παρά να γίνει εξ ανάγκης ηδονοβλεπτική. Η τέχνη είναι επικοινωνία και ως εκ τούτου καλλιτέχνης και κοινωνία δεν μπορεί παρά να βρίσκονται σε μόνιμη διάδραση. Ο διαβόητος μπωντλερικός hypocrite lecteur δεν μπορεί παρά να είν’ αδερφός και όμοιος του συγγραφέα καθόσον δεν νοείται τέχνη αποκομμένη από την κοινωνία. Τα τελευταία 50 χρόνια κατά καιρούς ακούμε καλλιτέχνες ή ‘θεωρητικούς’ να μεμψιμοιρούν για το «θάνατο της τέχνης» την στιγμή εκείνη που θα έπρεπε να πενθούν για το θάνατο της ίδιας της ζωής. Ας σκοτώσουμε μέσα μας τον θεωρητικό άνθρωπο! Αυτό το σκυφτό, ραχιτικό καμπουριασμένο πλάσμα το τόσο στερημένο από χαρά κι από ζωή, ας επανασυνδεθούμε με τις μυστικές, λησμονημένες πηγές της ζωής, ας καταστήσουμε την τέχνη οργανικό μέρος της ζωικής μας καθημερινότητας με τον ίδιο τρόπο που τρώμε, αφοδεύουμε, αναπνέουμε, κάνουμε έρωτα και πεθαίνουμε και τότε ίσως και να δούμε ξανά την ζωή που θέλουμε να βλασταίνει και να μας υπαγορεύει μόνη της μια τέχνη ζωντανή, δυναμική, οργανικά συνδεδεμένη με το ανθρώπινο σύνολο και τις φαινομενικότητες του… ας επιχειρήσουμε να μετατρέψουμε σε όνειρο τη ζωή και τη ζωή σε όνειρο… ας μην αρκεστούμε να θρηνούμε για τη ζωή που δεν ζήσαμε και την τέχνη που δεν κατορθώσαμε… ας συρράψουμε συλλέγοντας μέλη από κοιμητήρια σκοτεινά ακοίμητοι τις νύχτες έναν καινούργιο Φρανκενστάιν, μία καινούργια ζωτική Μυθολογία, κι αφού φυσήξουμε μία πνοή στα χείλη της καινούργια ας την αφήσουμε να μας καθοδηγήσει, να μας πάρει στους τερατώδεις ώμους της και να πορευτούμε έτσι μαζί της βαθιά μες τα διαστήματα της Νύχτας… και ίσως τότε να δούμε κάπου στο βάθος να ξημερώνει μια νεότητα νέα… κοριτσάκια κι αγοράκια ολόγυμνα και ανθηφόρα, παίζοντας, χορεύοντας και τραγουδώντας, ορθάνοιχτες να μας τείνουν τις αγκάλες τους γελώντας…



Ζ. Δ. Αϊναλής


***


Αναδημοσίευση από το περιοδικό Βακχικόν, τ. 5 (Μάρτιος – Μάιος 2009)

http://www.vakxikon.gr/content/view/223/1/lang,el/



[1] Πρβλ. M. BAKHTINE, L’œuvre de François Rabelais et la culture populaire au Moyen Âge et sous la Renaissance, Paris, 1970, σ. 46.

[2] Πρβλ. Mario Praz, « Introductory Essay », Three Gothic Novels, Middlesex, England, 1968, σ. 20-24.

[3] Πρβλ. Mario Praz, « Introductory Essay », Three Gothic Novels, Middlesex, England, 1968, σ. 8-10.


Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Ο Απρίλης είν' ο σκληρότερος μήνας...



T.S. Eliot

(1888–1965)


The Waste Land



I. THE BURIAL OF THE DEAD


APRIL is the cruellest month, breeding

Lilacs out of the dead land, mixing

Memory and desire, stirring

Dull roots with spring rain.

Winter kept us warm, covering 5

Earth in forgetful snow, feeding

A little life with dried tubers.

Summer surprised us, coming over the Starnbergersee

With a shower of rain; we stopped in the colonnade,

And went on in sunlight, into the Hofgarten, 10

And drank coffee, and talked for an hour.

Bin gar keine Russin, stamm' aus Litauen, echt deutsch.

And when we were children, staying at the archduke's,

My cousin's, he took me out on a sled,

And I was frightened. He said, Marie, 15

Marie, hold on tight. And down we went.

In the mountains, there you feel free.

I read, much of the night, and go south in the winter.

What are the roots that clutch, what branches grow

Out of this stony rubbish? Son of man, 20

You cannot say, or guess, for you know only

A heap of broken images, where the sun beats,

And the dead tree gives no shelter, the cricket no relief,

And the dry stone no sound of water. Only

There is shadow under this red rock, 25

(Come in under the shadow of this red rock),

And I will show you something different from either

Your shadow at morning striding behind you

Or your shadow at evening rising to meet you;

I will show you fear in a handful of dust. 30

Frisch weht der Wind

Der Heimat zu.

Mein Irisch Kind,

Wo weilest du?

'You gave me hyacinths first a year ago; 35

'They called me the hyacinth girl.'

—Yet when we came back, late, from the Hyacinth garden,

Your arms full, and your hair wet, I could not

Speak, and my eyes failed, I was neither

Living nor dead, and I knew nothing, 40

Looking into the heart of light, the silence.

Od' und leer das Meer.

Madame Sosostris, famous clairvoyante,

Had a bad cold, nevertheless

Is known to be the wisest woman in Europe, 45

With a wicked pack of cards. Here, said she,

Is your card, the drowned Phoenician Sailor,

(Those are pearls that were his eyes. Look!)

Here is Belladonna, the Lady of the Rocks,

The lady of situations. 50

Here is the man with three staves, and here the Wheel,

And here is the one-eyed merchant, and this card,

Which is blank, is something he carries on his back,

Which I am forbidden to see. I do not find

The Hanged Man. Fear death by water. 55

I see crowds of people, walking round in a ring.

Thank you. If you see dear Mrs. Equitone,

Tell her I bring the horoscope myself:

One must be so careful these days.

Unreal City, 60

Under the brown fog of a winter dawn,

A crowd flowed over London Bridge, so many,

I had not thought death had undone so many.

Sighs, short and infrequent, were exhaled,

And each man fixed his eyes before his feet. 65

Flowed up the hill and down King William Street,

To where Saint Mary Woolnoth kept the hours

With a dead sound on the final stroke of nine.

There I saw one I knew, and stopped him, crying 'Stetson!

'You who were with me in the ships at Mylae! 70

'That corpse you planted last year in your garden,

'Has it begun to sprout? Will it bloom this year?

'Or has the sudden frost disturbed its bed?

'Oh keep the Dog far hence, that's friend to men,

'Or with his nails he'll dig it up again! 75

'You! hypocrite lecteur!—mon semblable,—mon frère!'



II. A GAME OF CHESS


THE Chair she sat in, like a burnished throne,

Glowed on the marble, where the glass

Held up by standards wrought with fruited vines

From which a golden Cupidon peeped out 80

(Another hid his eyes behind his wing)

Doubled the flames of sevenbranched candelabra

Reflecting light upon the table as

The glitter of her jewels rose to meet it,

From satin cases poured in rich profusion; 85

In vials of ivory and coloured glass

Unstoppered, lurked her strange synthetic perfumes,

Unguent, powdered, or liquid—troubled, confused

And drowned the sense in odours; stirred by the air

That freshened from the window, these ascended 90

In fattening the prolonged candle-flames,

Flung their smoke into the laquearia,

Stirring the pattern on the coffered ceiling.

Huge sea-wood fed with copper

Burned green and orange, framed by the coloured stone, 95

In which sad light a carvèd dolphin swam.

Above the antique mantel was displayed

As though a window gave upon the sylvan scene

The change of Philomel, by the barbarous king

So rudely forced; yet there the nightingale 100

Filled all the desert with inviolable voice

And still she cried, and still the world pursues,

'Jug Jug' to dirty ears.

And other withered stumps of time

Were told upon the walls; staring forms 105

Leaned out, leaning, hushing the room enclosed.

Footsteps shuffled on the stair.

Under the firelight, under the brush, her hair

Spread out in fiery points

Glowed into words, then would be savagely still. 110

'My nerves are bad to-night. Yes, bad. Stay with me.

'Speak to me. Why do you never speak? Speak.

'What are you thinking of? What thinking? What?

'I never know what you are thinking. Think.'

I think we are in rats' alley 115

Where the dead men lost their bones.

'What is that noise?'

The wind under the door.

'What is that noise now? What is the wind doing?'

Nothing again nothing. 120

'Do

'You know nothing? Do you see nothing? Do you remember

'Nothing?'

I remember

Those are pearls that were his eyes. 125

'Are you alive, or not? Is there nothing in your head?'

But

O O O O that Shakespeherian Rag—

It's so elegant

So intelligent 130

'What shall I do now? What shall I do?'

'I shall rush out as I am, and walk the street

'With my hair down, so. What shall we do to-morrow?

'What shall we ever do?'

The hot water at ten. 135

And if it rains, a closed car at four.

And we shall play a game of chess,

Pressing lidless eyes and waiting for a knock upon the door.

When Lil's husband got demobbed, I said—

I didn't mince my words, I said to her myself, 140

HURRY UP PLEASE IT'S TIME

Now Albert's coming back, make yourself a bit smart.

He'll want to know what you done with that money he gave you

To get yourself some teeth. He did, I was there.

You have them all out, Lil, and get a nice set, 145

He said, I swear, I can't bear to look at you.

And no more can't I, I said, and think of poor Albert,

He's been in the army four years, he wants a good time,

And if you don't give it him, there's others will, I said.

Oh is there, she said. Something o' that, I said. 150

Then I'll know who to thank, she said, and give me a straight look.

HURRY UP PLEASE IT'S TIME

If you don't like it you can get on with it, I said.

Others can pick and choose if you can't.

But if Albert makes off, it won't be for lack of telling. 155

You ought to be ashamed, I said, to look so antique.

(And her only thirty-one.)

I can't help it, she said, pulling a long face,

It's them pills I took, to bring it off, she said.

(She's had five already, and nearly died of young George.) 160

The chemist said it would be alright, but I've never been the same.

You are a proper fool, I said.

Well, if Albert won't leave you alone, there it is, I said,

What you get married for if you don't want children?

HURRY UP PLEASE IT'S TIME 165

Well, that Sunday Albert was home, they had a hot gammon,

And they asked me in to dinner, to get the beauty of it hot—

HURRY UP PLEASE IT'S TIME

HURRY UP PLEASE IT'S TIME

Goonight Bill. Goonight Lou. Goonight May. Goonight. 170

Ta ta. Goonight. Goonight.

Good night, ladies, good night, sweet ladies, good night, good night.



III. THE FIRE SERMON


THE river's tent is broken: the last fingers of leaf

Clutch and sink into the wet bank. The wind

Crosses the brown land, unheard. The nymphs are departed. 175

Sweet Thames, run softly, till I end my song.

The river bears no empty bottles, sandwich papers,

Silk handkerchiefs, cardboard boxes, cigarette ends

Or other testimony of summer nights. The nymphs are departed.

And their friends, the loitering heirs of city directors; 180

Departed, have left no addresses.

By the waters of Leman I sat down and wept...

Sweet Thames, run softly till I end my song,

Sweet Thames, run softly, for I speak not loud or long.

But at my back in a cold blast I hear 185

The rattle of the bones, and chuckle spread from ear to ear.

A rat crept softly through the vegetation

Dragging its slimy belly on the bank

While I was fishing in the dull canal

On a winter evening round behind the gashouse 190

Musing upon the king my brother's wreck

And on the king my father's death before him.

White bodies naked on the low damp ground

And bones cast in a little low dry garret,

Rattled by the rat's foot only, year to year. 195

But at my back from time to time I hear

The sound of horns and motors, which shall bring

Sweeney to Mrs. Porter in the spring.

O the moon shone bright on Mrs. Porter

And on her daughter 200

They wash their feet in soda water

Et, O ces voix d'enfants, chantant dans la coupole!

Twit twit twit

Jug jug jug jug jug jug

So rudely forc'd. 205

Tereu

Unreal City

Under the brown fog of a winter noon

Mr. Eugenides, the Smyrna merchant

Unshaven, with a pocket full of currants 210

C.i.f. London: documents at sight,

Asked me in demotic French

To luncheon at the Cannon Street Hotel

Followed by a weekend at the Metropole.

At the violet hour, when the eyes and back 215

Turn upward from the desk, when the human engine waits

Like a taxi throbbing waiting,

I Tiresias, though blind, throbbing between two lives,

Old man with wrinkled female breasts, can see

At the violet hour, the evening hour that strives 220

Homeward, and brings the sailor home from sea,

The typist home at teatime, clears her breakfast, lights

Her stove, and lays out food in tins.

Out of the window perilously spread

Her drying combinations touched by the sun's last rays, 225

On the divan are piled (at night her bed)

Stockings, slippers, camisoles, and stays.

I Tiresias, old man with wrinkled dugs

Perceived the scene, and foretold the rest—

I too awaited the expected guest. 230

He, the young man carbuncular, arrives,

A small house agent's clerk, with one bold stare,

One of the low on whom assurance sits

As a silk hat on a Bradford millionaire.

The time is now propitious, as he guesses, 235

The meal is ended, she is bored and tired,

Endeavours to engage her in caresses

Which still are unreproved, if undesired.

Flushed and decided, he assaults at once;

Exploring hands encounter no defence; 240

His vanity requires no response,

And makes a welcome of indifference.

(And I Tiresias have foresuffered all

Enacted on this same divan or bed;

I who have sat by Thebes below the wall 245

And walked among the lowest of the dead.)

Bestows on final patronising kiss,

And gropes his way, finding the stairs unlit...

She turns and looks a moment in the glass,

Hardly aware of her departed lover; 250

Her brain allows one half-formed thought to pass:

'Well now that's done: and I'm glad it's over.'

When lovely woman stoops to folly and

Paces about her room again, alone,

She smoothes her hair with automatic hand, 255

And puts a record on the gramophone.

'This music crept by me upon the waters'

And along the Strand, up Queen Victoria Street.

O City city, I can sometimes hear

Beside a public bar in Lower Thames Street, 260

The pleasant whining of a mandoline

And a clatter and a chatter from within

Where fishmen lounge at noon: where the walls

Of Magnus Martyr hold

Inexplicable splendour of Ionian white and gold. 265

The river sweats

Oil and tar

The barges drift

With the turning tide

Red sails 270

Wide

To leeward, swing on the heavy spar.

The barges wash

Drifting logs

Down Greenwich reach 275

Past the Isle of Dogs.

Weialala leia

Wallala leialala

Elizabeth and Leicester

Beating oars 280

The stern was formed

A gilded shell

Red and gold

The brisk swell

Rippled both shores 285

Southwest wind

Carried down stream

The peal of bells

White towers

Weialala leia 290

Wallala leialala

'Trams and dusty trees.

Highbury bore me. Richmond and Kew

Undid me. By Richmond I raised my knees

Supine on the floor of a narrow canoe.' 295

'My feet are at Moorgate, and my heart

Under my feet. After the event

He wept. He promised "a new start".

I made no comment. What should I resent?'

'On Margate Sands. 300

I can connect

Nothing with nothing.

The broken fingernails of dirty hands.

My people humble people who expect

Nothing.' 305

la la

To Carthage then I came

Burning burning burning burning

O Lord Thou pluckest me out

O Lord Thou pluckest 310

burning



IV. DEATH BY WATER


PHLEBAS the Phoenician, a fortnight dead,

Forgot the cry of gulls, and the deep seas swell

And the profit and loss.

A current under sea 315

Picked his bones in whispers. As he rose and fell

He passed the stages of his age and youth

Entering the whirlpool.

Gentile or Jew

O you who turn the wheel and look to windward, 320

Consider Phlebas, who was once handsome and tall as you.



V. WHAT THE THUNDER SAID


AFTER the torchlight red on sweaty faces

After the frosty silence in the gardens

After the agony in stony places

The shouting and the crying 325

Prison and place and reverberation

Of thunder of spring over distant mountains

He who was living is now dead

We who were living are now dying

With a little patience 330

Here is no water but only rock

Rock and no water and the sandy road

The road winding above among the mountains

Which are mountains of rock without water

If there were water we should stop and drink 335

Amongst the rock one cannot stop or think

Sweat is dry and feet are in the sand

If there were only water amongst the rock

Dead mountain mouth of carious teeth that cannot spit

Here one can neither stand nor lie nor sit 340

There is not even silence in the mountains

But dry sterile thunder without rain

There is not even solitude in the mountains

But red sullen faces sneer and snarl

From doors of mudcracked houses

If there were water 345

And no rock

If there were rock

And also water

And water

A spring 350

A pool among the rock

If there were the sound of water only

Not the cicada

And dry grass singing

But sound of water over a rock 355

Where the hermit-thrush sings in the pine trees

Drip drop drip drop drop drop drop

But there is no water

Who is the third who walks always beside you?

When I count, there are only you and I together 360

But when I look ahead up the white road

There is always another one walking beside you

Gliding wrapt in a brown mantle, hooded

I do not know whether a man or a woman

—But who is that on the other side of you? 365

What is that sound high in the air

Murmur of maternal lamentation

Who are those hooded hordes swarming

Over endless plains, stumbling in cracked earth

Ringed by the flat horizon only 370

What is the city over the mountains

Cracks and reforms and bursts in the violet air

Falling towers

Jerusalem Athens Alexandria

Vienna London 375

Unreal

A woman drew her long black hair out tight

And fiddled whisper music on those strings

And bats with baby faces in the violet light

Whistled, and beat their wings 380

And crawled head downward down a blackened wall

And upside down in air were towers

Tolling reminiscent bells, that kept the hours

And voices singing out of empty cisterns and exhausted wells.

In this decayed hole among the mountains 385

In the faint moonlight, the grass is singing

Over the tumbled graves, about the chapel

There is the empty chapel, only the wind's home.

It has no windows, and the door swings,

Dry bones can harm no one. 390

Only a cock stood on the rooftree

Co co rico co co rico

In a flash of lightning. Then a damp gust

Bringing rain

Ganga was sunken, and the limp leaves 395

Waited for rain, while the black clouds

Gathered far distant, over Himavant.

The jungle crouched, humped in silence.

Then spoke the thunder

D A 400

Datta: what have we given?

My friend, blood shaking my heart

The awful daring of a moment's surrender

Which an age of prudence can never retract

By this, and this only, we have existed 405

Which is not to be found in our obituaries

Or in memories draped by the beneficent spider

Or under seals broken by the lean solicitor

In our empty rooms

D A 410

Dayadhvam: I have heard the key

Turn in the door once and turn once only

We think of the key, each in his prison

Thinking of the key, each confirms a prison

Only at nightfall, aetherial rumours 415

Revive for a moment a broken Coriolanus

D A

Damyata: The boat responded

Gaily, to the hand expert with sail and oar

The sea was calm, your heart would have responded 420

Gaily, when invited, beating obedient

To controlling hands

I sat upon the shore

Fishing, with the arid plain behind me

Shall I at least set my lands in order? 425

London Bridge is falling down falling down falling down

Poi s'ascose nel foco che gli affina

Quando fiam ceu chelidon—O swallow swallow

Le Prince d'Aquitaine à la tour abolie

These fragments I have shored against my ruins 430

Why then Ile fit you. Hieronymo's mad againe.

Datta. Dayadhvam. Damyata.

Shantih shantih shantih




NOTES


Not only the title, but the plan and a good deal of the incidental symbolism of the poem were suggested by Miss Jessie L. Weston's book on the Grail legend: From Ritual to Romance (Macmillan). Indeed, so deeply am I indebted, Miss Weston's book will elucidate the difficulties of the poem much better than my notes can do; and I recommend it (apart from the great interest of the book itself) to any who think such elucidation of the poem worth the trouble. To another work of anthropology I am indebted in general, one which has influenced our generation profoundly; I mean The Golden Bough; I have used especially the two volumes Adonis, Attis, Osiris. Anyone who is acquainted with these works will immediately recognize in the poem certain references to vegetation ceremonies.

I. THE BURIAL OF THE DEAD

Line 20 Cf. Ezekiel 2:7.

23. Cf. Ecclesiastes 12:5.

31. V. Tristan und Isolde, i, verses 5–8.

42. Id. iii, verse 24.

46. I am not familiar with the exact constitution of the Tarot pack of cards, from which I have obviously departed to suit my own convenience. The Hanged Man, a member of the traditional pack, fits my purpose in two ways: because he is associated in my mind with the Hanged God of Frazer, and because I associate him with the hooded figure in the passage of the disciples to Emmaus in Part V. The Phoenician Sailor and the Merchant appear later; also the 'crowds of people', and Death by Water is executed in Part IV. The Man with Three Staves (an authentic member of the Tarot pack) I associate, quite arbitrarily, with the Fisher King himself.

60. Cf. Baudelaire:

Fourmillante cité, cité pleine de rêves,

Où le spectre en plein jour raccroche le passant.

63. Cf. Inferno, iii. 55–7:

si lunga tratta

di gente, ch'io non avrei mai creduto

che morte tanta n'avesse disfatta.

64. Cf. Inferno, iv. 25–27:

Quivi, secondo che per ascoltare,

non avea pianto, ma' che di sospiri,

che l'aura eterna facevan tremare.

68. A phenomenon which I have often noticed.

74. Cf. the Dirge in Webster's White Devil.

76. V. Baudelaire, Preface to Fleurs du Mal.

II. A GAME OF CHESS

77. Cf. Antony and Cleopatra, II. ii. 190.

92. Laquearia. V. Aeneid, I. 726:

dependent lychni laquearibus aureis incensi, et noctem flammis funalia vincunt.

98. Sylvan scene. V. Milton, Paradise Lost, iv. 140.

99. V. Ovid, Metamorphoses, vi, Philomela.

100. Cf. Part III, l. 204.

115. Cf. Part III, l. 195.

118. Cf. Webster: 'Is the wind in that door still?'

126. Cf. Part I, l. 37, 48.

138. Cf. the game of chess in Middleton's Women beware Women.

III. THE FIRE SERMON

176. V. Spenser, Prothalamion.

192. Cf. The Tempest, I. ii.

196. Cf. Marvell, To His Coy Mistress.

197. Cf. Day, Parliament of Bees:

When of the sudden, listening, you shall hear,

A noise of horns and hunting, which shall bring

Actaeon to Diana in the spring,

Where all shall see her naked skin...

199. I do not know the origin of the ballad from which these lines are taken: it was reported to me from Sydney, Australia.

202. V. Verlaine, Parsifal.

210. The currants were quoted at a price 'carriage and insurance free to London'; and the Bill of Lading, etc., were to be handed to the buyer upon payment of the sight draft.

218. Tiresias, although a mere spectator and not indeed a 'character', is yet the most important personage in the poem, uniting all the rest. Just as the one-eyed merchant, seller of currants, melts into the Phoenician Sailor, and the latter is not wholly distinct from Ferdinand Prince of Naples, so all the women are one woman, and the two sexes meet in Tiresias. What Tiresias sees, in fact, is the substance of the poem. The whole passage from Ovid is of great anthropological interest:

...Cum Iunone iocos et 'maior vestra profecto est

Quam, quae contingit maribus', dixisse, 'voluptas.'

Illa negat; placuit quae sit sententia docti

Quaerere Tiresiae: venus huic erat utraque nota.

Nam duo magnorum viridi coeuntia silva

Corpora serpentum baculi violaverat ictu

Deque viro factus, mirabile, femina septem

Egerat autumnos; octavo rursus eosdem

Vidit et 'est vestrae si tanta potentia plagae',

Dixit 'ut auctoris sortem in contraria mutet,

Nunc quoque vos feriam!' percussis anguibus isdem

Forma prior rediit genetivaque venit imago.

Arbiter hic igitur sumptus de lite iocosa

Dicta Iovis firmat; gravius Saturnia iusto

Nec pro materia fertur doluisse suique

Iudicis aeterna damnavit lumina nocte,

At pater omnipotens (neque enim licet inrita cuiquam

Facta dei fecisse deo) pro lumine adempto

Scire futura dedit poenamque levavit honore.

221. This may not appear as exact as Sappho's lines, but I had in mind the 'longshore' or 'dory' fisherman, who returns at nightfall.

253. V. Goldsmith, the song in The Vicar of Wakefield.

257. V. The Tempest, as above.

264. The interior of St. Magnus Martyr is to my mind one of the finest among Wren's interiors. See The Proposed Demolition of Nineteen City Churches (P. S. King & Son, Ltd.).

266. The Song of the (three) Thames-daughters begins here. From line 292 to 306 inclusive they speak in turn. V. Götterdammerung, III. i: The Rhine-daughters.

279. V. Froude, Elizabeth, vol. I, ch. iv, letter of De Quadra to Philip of Spain:

In the afternoon we were in a barge, watching the games on the river. (The queen) was alone with Lord Robert and myself on the poop, when they began to talk nonsense, and went so far that Lord Robert at last said, as I was on the spot there was no reason why they should not be married if the queen pleased.

293. Cf. Purgatorio, V. 133:

'Ricorditi di me, che son la Pia;

Siena mi fe', disfecemi Maremma.'

307. V. St. Augustine's Confessions: 'to Carthage then I came, where a cauldron of unholy loves sang all about mine ears'.

308. The complete text of the Buddha's Fire Sermon (which corresponds in importance to the Sermon on the Mount) from which these words are taken, will be found translated in the late Henry Clarke Warren's Buddhism in Translation (Harvard Oriental Series). Mr. Warren was one of the great pioneers of Buddhist studies in the Occident.

309. From St. Augustine's Confessions again. The collocation of these two representatives of eastern and western asceticism, as the culmination of this part of the poem, is not an accident.

V. WHAT THE THUNDER SAID

In the first part of Part V three themes are employed: the journey to Emmaus, the approach to the Chapel Perilous (see Miss Weston's book), and the present decay of eastern Europe.

357. This is Turdus aonalaschkae pallasii, the hermit-thrush which I have heard in Quebec County. Chapman says (Handbook of Birds in Eastern North America) 'it is most at home in secluded woodland and thickety retreats.... Its notes are not remarkable for variety or volume, but in purity and sweetness of tone and exquisite modulation they are unequalled.' Its 'water-dripping song' is justly celebrated.

360. The following lines were stimulated by the account of one of the Antarctic expeditions (I forget which, but I think one of Shackleton's): it was related that the party of explorers, at the extremity of their strength, had the constant delusion that there was one more member than could actually be counted.

367–77. Cf. Hermann Hesse, Blick ins Chaos:

Schon ist halb Europa, schon ist zumindest der halbe Osten Europas auf dem Wege zum Chaos, fährt betrunken im heiligen Wahn am Abgrund entlang und singt dazu, singt betrunken und hymnisch wie Dmitri Karamasoff sang. Ueber diese Lieder lacht der Bürger beleidigt, der Heilige und Seher hört sie mit Tränen.

401. 'Datta, dayadhvam, damyata' (Give, sympathize, control). The fable of the meaning of the Thunder is found in the Brihadaranyaka--Upanishad, 5, 1. A translation is found in Deussen's Sechzig Upanishads des Veda, p. 489.

407. Cf. Webster, The White Devil, V, vi:

...they'll remarry

Ere the worm pierce your winding-sheet, ere the spider

Make a thin curtain for your epitaphs.

411. Cf. Inferno, xxxiii. 46:

ed io sentii chiavar l'uscio di sotto

all'orribile torre.

Also F. H. Bradley, Appearance and Reality, p. 346:

My external sensations are no less private to myself than are my thoughts or my feelings. In either case my experience falls within my own circle, a circle closed on the outside; and, with all its elements alike, every sphere is opaque to the others which surround it.... In brief, regarded as an existence which appears in a soul, the whole world for each is peculiar and private to that soul.

424. V. Weston, From Ritual to Romance; chapter on the Fisher King.

427. V. Purgatorio, xxvi. 148.

'Ara vos prec per aquella valor

'que vos guida al som de l'escalina,

'sovegna vos a temps de ma dolor.'

Poi s'ascose nel foco che gli affina.

428. V. Pervigilium Veneris. Cf. Philomela in Parts II and III.

429. V. Gerard de Nerval, Sonnet El Desdichado.

431. V. Kyd's Spanish Tragedy.

433. Shantih. Repeated as here, a formal ending to an Upanishad. 'The Peace which passeth understanding' is a feeble translation of the conduct of this word.