Let the Priests of the Raven of dawn, no longer in deadly black, with hoarse note curse the sons of joy. Nor his accepted brethren, whom, tyrant, he calls free, lay the bound or build the roof. Nor pale religious lechery call that virginity that wishes but acts not!
For every thing that lives is Holy.
William Blake, The Marriage of Heaven and Hell
Στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού υπήρξαν τρεις ιστορικές περίοδοι που με την διανοητική τους εργασία και την πνευματική τους παραγωγή αλλάξαν ριζικά τον τρόπο θέασης του κόσμου και του ανθρώπου εντός του κόσμου αυτού (τουλάχιστον του ευρωπαϊκού κόσμου). Το χαρακτηριστικό των περιόδων αυτών είναι ότι είναι παραγωγικές. Οι περίοδοι αυτοί είναι βεβαίως αρκετά γνωστοί. Πρόκειται για τον ‘μεγάλο’ 5ο προχριστιανικό αιώνα στην αρχαία Αθήνα (510 – 359 π.Χ.), για τον ‘μεγάλο’ 4ο χριστιανικό αιώνα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (312/313 – 476), τον ‘μεγάλο’ 14ο αιώνα της Ιταλικής Αναγέννησης, και, τέλος, τον ‘εκτενή’, κατά την έκφραση του E.J. Hobsbawm, 19ο ευρωπαϊκό αιώνα (1789 – 1914). Το χαρακτηριστικό όλων ανεξαιρέτως των περιόδων που ακολουθούν τέτοιους είδους πολιτισμικές εξάρσεις, ανεξαρτήτως της διάρκειας τους μέσα στον χρόνο, είναι ότι είναι αναλυτικές. Μετά την εποχή της κλασικής φιλοσοφίας/τέχνης ακολουθεί πάντα μια εποχή αλεξανδρινής φιλολογίας, τη θέση του καλλιτέχνη αναλαμβάνει ο θεωρητικός, του στοχαστή ο βιβλιοθηκάριος. Αν θα έπρεπε να μεταφράσω σε νιτσεϊκούς όρους τους παραπάνω όρους, θα έλεγα μάλλον πως οι παραγωγικές εποχές ταυτίζονται με τις περιόδους εκείνες όπου το επικρατών στοιχείο στην ανθρώπινη δραστηριότητα καθίσταται το διονυσιακό, ενώ αντίστροφα κατά τη διάρκεια των αναλυτικών εποχών υπερτερεί το στοιχείο εκείνο, που φέρει ταυτόχρονα και την ευθύνη της διάλυσης του διονυσιακού, που εύγλωττα ο Nietzscheβάπτισε ως σωκρατισμό.
Όσο περισσότερο πίσω προχωρούμε μέσα στον χρόνο διαπιστώνουμε ότι γίνεται ολοένα και δυσκολότερο να διακρίνουμε και να συλλάβουμε εναργώς όλα τα χαρακτηριστικά που χαρακτηρίζουν τέτοιου είδους εποχές. Αν όμως σταθούμε στον πλέον πρόσφατο, από την δική μας ιστορική αφετηρία, 19ο αιώνα θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πως τέτοιες παραγωγικές εποχές κάθε άλλο παρά μονοκόμματες ή μονοδιάστατες είναι. Εκτός από παραγωγικές οι εποχές αυτές είναι ταυτόχρονα και πρωτεϊκές, εποχές μεταβλητές, υπό διαμόρφωση, κάθε άλλο δηλαδή παρά από σταθερότητα χαρακτηρίζονται. Περισσότερο από μια ευδιάκριτη επικράτηση του διονυσιακού στοιχείου (ή της ιδανικής εκείνης ισορροπίας μεταξύ απολλώνιου και διονυσιακού που επισφραγίζει τα μεγαλύτερα έργα τέχνης), παρατηρούμε μια λυσσαλέα πάλη μεταξύ του καθεστηκώτος πάντα σωκρατισμού εναντίον του εξεγερτικού διονυσιακού. Και ίσως ίσως η μοναδική ιδιαιτερότητα τέτοιου είδους εποχών να πηγάζει ακριβώς από την λυσσαλέα διαμάχη που δίνουν αναμεταξύ τους για επικράτηση οι διονυσιακές δυνάμεις του ανθρώπου ενάντια στα σωκρατικά χαλινάρια του. Οι εποχές αυτές κατά συνέπεια δεν μπορούν παρά να χαρακτηρίζονται συνολικά από μια διχοτομούσα αντίφαση. Ο «θεωρητικός» άνθρωπος πλάι στον άγριο, ο Diderotπλάι στονDe Sade. Την ίδια εποχή όπου γεννιέται ο Διαφωτισμός γεννιέται και ο συμμετρικός αντίποδας του ο Ρομαντισμός. Πλάι σε έναν Comteκάνει την εμφάνιση του έναςNietzsche. Και το γεγονός ότι το διονυσιακό στοιχείο είναι εξεγερτικό ενώ το σωκρατικό καθεστηκώς, επεξηγεί ιδανικά γιατί πάντα τέτοιου είδους περίοδοι λήγουν με την ‘ήττα’ του διονυσιακού και μιαν εκ νέου, ακόμη ισχυρότερη από πριν, επαναθέσμιση, με τρόπο διαφορετικό, του σωκρατισμού. Όλες οι παραγωγικές εποχές έχουν κάτι το προμηθεϊκό, μια τιτάνια εξέγερση χάριν της ανθρωπότητας που η μοίρα της είναι να σταυρωθεί επάνω σε κάποιον βράχο του Καυκάσου… Και δυστυχώς για μας σήμερα, ενάμισι σχεδόν αιώνα μετά την Γέννηση της Τραγωδίας, είναι αδύνατον πια να άδουμε, μαζί με τον Nietzsche, το υπέροχο τραγούδι του τέλους του σωκρατικού ανθρώπου, τέλους που κι ο ίδιος ο Nietzscheάλλωστε διατύπωνε περισσότερο ως απαίτηση παρά ως διαπίστωση…
Το διονυσιακό επιφέρει σχεδόν νομοτελειακά μαζί του την άρνηση του υπάρχοντος· την άρνηση της φαινομενικότητας της ενθάδικης ύπαρξης ως αποκλειστικής πραγματικότητας. Έτσι πλάι στον Διαφωτισμό που με την οπτιμιστική ματιά του και την αφελή, προσηνή του πίστη στην πρόοδο θα γίνει, και μάλιστα σε ένα βαθμό συνειδητά, το διανοητικό δεκανίκι του ανερχόμενου αστικοκαπιταλιστικού οικονομικού συστήματος (του Διαφωτισμού εκείνου που οι σύγχρονοι απόγονοι του βρίσκονται σήμερα να διδάσκουνε στις απανταχού καθηγητικές έδρες των Πανεπιστημίων) θα ανδρωθεί με τρομερή βιαιότητα το Sturm und Drangκαι ο γερμανικός Ρομαντισμός που θα επιδιώξει ακριβώς να αρνηθεί την φαινομενικότητα ενός τρόπου πραγματικότητας που παρουσιάζεται ως η αποκλειστικά πραγματική. Μια άρνηση που θα εκφραστεί κυρίως καλλιτεχνικά (αλλά σε πολλές περιπτώσεις και φιλοσοφικά), και που περνώντας από όλα τα διάμεσα στάδια, θα περάσει από εκείνο της μη-συνειδητότητας (Ρομαντισμός) αρχικά σε αυτό της συνειδητότητας (Μοντερνισμός) τελικά.
Την διάσταση αυτή της de facto αποδοχής και της εκ διαμέτρου αντίθετης θεμελιακής άρνησης της ‘πραγματικότητας’ ως τέτοιας στην νεότερη εποχή δεν την εκφράζει κανένα άλλο είδος καλύτερα, σε ότι αφορά τουλάχιστον τα νεότερα ιστορικά λογοτεχνικά είδη, από την λογοτεχνία του φανταστικού (είτε αυτή ενσαρκώνεται κυρίως μέσα από το Gothicκατά τον 18ο – 19ο αι. είτε μέσα από το Horrorκαι το Cyberpunkσήμερα). Το γεγονός ότι πολλές φορές οι κυριότεροι εκπρόσωποι και πρωτεργάτες της κατά τον 19ο αι. υπήρξαν και ηγετικές φυσιογνωμίες του Ρομαντισμού (Poe, Blake, Coleridge, Gautier, Novalis) κάθε άλλο παρά τυχαίο μπορεί να χαρακτηριστεί. Το κοινό νήμα που συνενώνει τις δύο απώτατες άκριες της λογοτεχνίας του φανταστικού (τόσο στην πρώιμη Gothicεκδοχή της όσο και στην νεότατη Cyberpunkεκδοχή της) είναι η ‘πίστη’, σε πείσμα ενός ολοκληρωτικού και ισοπεδωτικού ρασιοναλισμού, ότι η ‘πραγματικότητα’ δεν είναι αυτή που φαίνεται και ότι το υποκείμενο εντός της δεν μπορεί κατ’ ανάγκη να την συλλάβει, να την κατανοήσει και να την επεξηγήσει ορθολογικά. Η βασική διαφορά τους, αντίθετα, είναι αυτή η πίστη στο ‘ιερό’, στην φρικώδη υπερβατικότητα, που χαρακτηρίζει το Gothic και η οποία απουσιάζει ολοσχερώς από το Cyberpunk(όσο και από το σύγχρονο Horror,ως μετεξέλιξη του Gothic), το οποίο μπολιασμένο με τα διδάγματα του μοναδικού αυθεντικού λογοτεχνικού είδους του 20ου αι., το Noir, χαρακτηρίζεται από τον απόλυτο κυνισμό και τον μηδενισμό. Στο Gothicτο λογοτεχνικό υποκείμενο αναγκάζεται να δει πίσω από τα πέπλα της ‘πραγματικότητας’ την συσκοτισμένη ύπαρξη ενός άλλου, παράλληλου κόσμου, ο οποίος το υπερβαίνει και τον οποίο αδυνατεί να κατανοήσει και που γι αυτόν ακριβώς το λόγο φοβάται. Αντίθετα, στο Cyberpunkτο λογοτεχνικό υποκείμενο έχοντας βιώσει ‘το πρόωρο τέλος των ψευδαισθήσεων’ της μετά-μεταμοντέρνας νεωτερικότητας είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την ‘πραγματικότητα’ ακριβώς επειδή αυτή εκλαμβάνεται ως ‘φαινομενική’, ως ‘σχετική’, μόνο που στη θέση της δεν έχει πλέον τίποτ’ άλλο να βάλει. Το λογοτεχνικό υποκείμενο στο Cyberpunk δεν έχει καν την ‘πολυτέλεια’ καταφυγής σε έναν άλλο, έστω και φρικτό και τρομακτικό κόσμο. Αρνείται την ‘πραγματικότητα’ ενστικτωδώς αλλά πλέον αδυνατεί να της ξεφύγει έστω και για να πορευτεί αυτοκαταστροφικά και με τραγική μεγαλοπρέπεια προς το χαμό του όπως ένας Victor Frankenstein ή ένας Herbert West.
Όσον αφορά τώρα το ίδιο το Gothicως είδος, το στοιχείο εκείνο που προκαλεί κατάπληξη είναι η εξ αρχής στοχευμένη, αν και σε πολλές περιπτώσεις ίσως ασυνείδητη,αντίθεση όλων των εκπροσώπων του εναντίον του ‘σωκρατικού’ κεκτημένου του Διαφωτισμού. Σε αυτή την πρώιμη φάση του ύστερου 18ου αι. και του πρώιμου 19ου αι., όπου το Gothicδεν έχει εμφανώς αυτονομηθεί από τον Ρομαντισμό, αλλά αντίθετα συμπλέκεται μαζί του, μπορούμε να διακρίνουμε στην καλλιτεχνική πράξη των περισσότερων εκπροσώπων του μερικές πολύ συγκεκριμένες πτυχές αντίδρασης. Αντίδρασης πρώτα απ’ όλα εναντίον ενός ολοκληρωτικού ρασιοναλισμού, αλλά κι ακόμα αντίδραση εναντίον του κρατικού αυταρχισμού, της ‘επίσημης’ λογικής, τον διδακτισμό, τον ωφελιμισμό και τον οπτιμισμό των Διαφωτιστών, την πρόταξη του αποσπασματικού και ανολοκλήρωτου εναντίον του κλασικιστικού ολοκληρωμένου, ομοιόμορφου κι αυτοτελούς[1]. Ανέφερα παραπάνω δύο ήρωες που σηματοδοτούν ίσως την αρχή και το τέλος της εξέλιξης της αντίδρασης αυτής, τον Frankenstein και τον West. Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι πολλοί λογοτέχνες επιλέγουν ως ήρωα έναν φυσικό επιστήμονα (φυσικό, χημικό, γιατρό) ή έναν άνθρωπο πλήρως γαλουχημένο από το πνεύμα του Διαφωτισμού, και ο οποίος ενώ στην αρχή ξεκινάει χλευάζοντας το οτιδήποτε δεν μπορεί να ερμηνευθεί φυσικά-ορθολογικά, απορρίπτοντας το ως καθαρή δεισιδαιμονία, καταλήγει στο τέλος να καταστρέφεται από την βίαιη ενόρμηση του υπερβατικού, για το οποίο εν μέρει ο ίδιος και εν αγνοία του άνοιξε τις πύλες προκειμένου να εισέλθει, στη ζωή του (ο Frankenstein της Shelley,ο ήρωας του MS found in a bottleτου Poe, ο Herbert West του Lovecraft). Άλλοι συγγραφείς επιλέγουν μια διαφορετική τακτική προκειμένου να επιτεθούν στο Διαφωτισμό. Έτσι, ο Beckfordστο Vathek φαίνεται συνειδητά να υποσκάπτει το discoursτου Διαφωτισμού. Ενώ αρχικά, λοιπόν, η νουβέλα δίνει την εντύπωση πως δεν πρόκειται για τίποτα άλλο παρά ένα επίδοξο pasticheτου Χίλιες και Μια Νύχτες και του Contes Philosophiquesτου Voltaire, γρήγορα μεταλλάσσεται σε ένα ‘σκοτεινό’, βυρωνικό έργο, που τίποτα δεν διατηρεί από την πρότερη ‘φωτεινή’ βολτερική του υφή και απλοϊκότητα[2]. Εδώ, λοιπόν, χρησιμοποιείται συνειδητά ως πρότυπο του πρώτου μέρους του έργου ένας ‘εστεμμένος’ διαφωτιστής συγγραφέας απλά και μόνο για να αναιρεθεί διαβρωτικά η σκέψη του στη συνέχεια μέσω της ipso facto κατάρριψης της κοσμολογίας του.
Αν όμως ο συγγραφέας δεν μπορεί να βιώσει αλλιώς την πραγματικότητα παρά μόνο αρνούμενος την και επιλέγοντας, ως εκ τούτου, ως συγγραφική τακτική την άρνηση του υπάρχοντος ως τέτοιου, στον ήρωα δεν απομένει τελικά παρά μονάχα ο τρόμος. «There may be a devilish Indian behind every tree», μονολογεί ο ήρωας του Hawthorneστο Young Goodman Brown.Διότι ο τρόμος έχει τις καταβολές του πάντα στο άγνωστο. Και εκεί ακριβώς είναι που συγκλίνουν τα δύο ξεχωριστά νήματα, γεννώντας έτσι την λογοτεχνία του φανταστικού, όταν το υποσυνείδητο ανικανοποίητο του ιστορικού συγγραφέας συναντά τον ιστορικό τρόμο του φανταστικού λογοτεχνικού υποκειμένου. Όταν ένας συγγραφέας καταφεύγει, συνειδητά ή ασυνείδητα, μικρή σημασία έχει, στο ‘άγνωστο’ για να ερμηνεύσει αυτό που βιώνει στην ‘πραγματικότητα’ του ως γνωστικό ακατανόητο, ως αποσπασματικό, κατακερματισμένο και χασμώδες, και το οποίο το απορρίπτει ακριβώς ως τέτοιο, βρίσκοντας διέξοδο σε έναν παράλληλο, υπερβατικό και φανταστικό κόσμο, τις συνέπειες των επιλογών του τις γεύονται αναπότρεπτα οι ήρωες του. Και αυτό που γεύονται δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο τυφλός τρόμος. Έναν τρόμο τυφλό που εκπορεύεται και από το εγγενές δέος του ανθρώπου μπροστά στον δραματικό διχασμό της ανθρώπινης φύσης, καταδικασμένης να κινείται από τα φωτεινότερα μονοπάτια στις σκοτεινότερες αβύσσους, από τις αγνότερες προθέσεις στα πιο ανεξέλεγκτα πάθη, από την γαλήνη του στοχασμού στην τρικυμία του πάθους, καταδικασμένης να παρατηρεί σιωπηλή και ανίκανη την απελπισμένη μονομαχία, το διηνεκές πέρασμα από τον Ariel στον Caliban και τανάπαλιν. Έναν τρόμο τυφλό που φωλιάζει μέσα στα ερείπια μεσαιωνικών κάστρων, σε πανοπλίες, σε ήχους παράδοξους σαν τρίξιμο αλυσίδων μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, σε πανώριες αλλά κι επικίνδυνες γυναικείες νυχτερινές φιγούρες που περιφέρονται αθόρυβα μέσα στα λευκά νυχτικά τους σε αραχνιασμένα δωμάτια, στις σκιές που γεννά το σεληνόφως και οι οποίες δραπετεύουν από τις ίδιες ακριβώς εκείνες αραχνιασμένες κάμαρες για να χαθούν για πάντα στο σκοτάδι, σε πλοία φαντάσματα, σε πηγάδια στοιχειωμένα, στις αχανείς άγνωστες εκτάσεις του Νέου Κόσμου, με τη δική τους μυθολογία και τη δική τους αυθυπόσταση, σε αποτρόπαια πειράματα και σε φαουστικά homunculi, σε Golem και σε Περιπλανώμενους Ιουδαίους…
Αυτή η τόσο γνωστή και εν μέρει στερεοτυπική και καταφανώς γκροτέσκα «σκηνοθεσία του τρόμου», όπως αυτή εκτίθεται στο Gothic,δεν είναι βέβαια εξολοκλήρου επινόηση του 18ου και του 19ου αι. Συνδέει, αντίθετα, ως ρεύμα υπόγειο, τα πιο απομακρυσμένα χρονικά και διαφορετικά μεταξύ τους λογοτεχνικά είδη, από το ελληνιστικό/ρωμαϊκό μυθιστόρημα για να περάσει από κει στους μεσαιωνικούς Βίους Αγίων κι από κει στο Ελισαβετιανό δράμα, τονShakespeareκαι τον Marlowe, έχοντας περάσει ήδη προηγουμένως απ’ τον Chaucerκαι για να καταλήξει κάποτε στον Milton. Η μόνη διαφορά είναι πως τώρα πια ο τρόμος και το υπερβατικό στοιχείο γίνονται οργανικό στοιχείο του Ωραίου[3], και συνεπώς ως αναπόσπαστο τμήμα μιας συλλογικής Αισθητικής εκφράζουν συλλογικά και συμμετέχουν στην μεταβολή και μιας Ηθικής αιώνων. Κανένας λογοτέχνης μέχρι τον 18ο αι. δεν απέδωσε στον τρόμο χαρακτήρα Ωραίου. Αντίθετα, ο τρόμος και το υπερβατικό στοιχείο, ο Φόβος, το Κακό, υπήρχαν, ήταν πολύ ζωντανά για να γίνουν αντικείμενο της Αισθητικής, και ακριβώς γι αυτόν το λόγο χρησιμοποιούνταν ως ο αντίποδας, ως το σκοτεινό και το απαγορευμένο. Ο καλλιτέχνης δεν τα επικαλούνταν απλά και μόνο για να «λυτρώσει το βλέμμα από τη φρίκη της νύχτας», για να ξορκίσει το Κακό, ν’ απολυτρώσει απ’ το Φόβο, αλλά τα αξιοποιούσε ακριβώς εξαιτίας της λειτουργικά χρηστικής τους αξίας ως αναπόσπαστα συστατικά του εξορκισμού. Μόνο όταν έπαψαν να υπάρχουν, μόνο όταν πέθαναν και εξορκίστηκαν ως συστατικά στοιχεία του συλλογικού ασυνείδητου μπόρεσαν να καταστούν στοιχεία αισθητικά, και τα οποία πλέον επικαλούνταν ακριβώς για τη δημιουργία αισθητικού αποτελέσματος. Ένα μυθιστόρημα σαν το Δράκουλα, μια ταινία σαν τον Εξορκιστή, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να υπάρχει το Μεσαίωνα cinéma, δεν θα μπορούσαν επ’ ουδενί λόγω να έχουν υλοποιηθεί το Μεσαίωνα. Τα Άνθη του Κακού δεν θα μπορούσαν να έχουν λατρευτεί. Μόνο όταν ο Θεός κι ο μη-Θεός, τ’ ανάποδο του, πέθαναν μπόρεσε να δημιουργηθεί ο απαραίτητος εκείνος ζωτικός χώρος για την αισθητική, δηλαδή ηθικά νεκρή, εκμετάλλευση τους. Ο σύγχρονος αναγνώστης δεν καλείται κατ’ επέκτασιν να αναμετρηθεί με τον τρόμο, να τον νικήσει προκειμένου να μπορέσει να ζήσει απολυτρωμένος από «τους σπασμούς των αναδεύσεων της θέλησης με το σωτήριο βάλσαμο της ψευδαίσθησης». Δεν τον εγκολπώνει προκειμένου να τον αναιρέσει. Αντίθετα, τον αναζητά χάριν της ιδίας του τέρψης (τέρψης εν πολλοίς ασυνείδητης που προκαλείται από την στιγμιαία αφύπνιση εντός του των επιβιωσάντων εκείνων σπαραγμάτων μιας θέασης ενός κόσμου οριστικά παρελθόντος), προκειμένου να ξεφύγει από την ανία, διαρκώς γιγαντούμενη,της αφόρητα επίπεδης παροντικής ζωής του σ’ έναν κόσμο άλλον, εντελώς διαφορετικό, μυστηριακό και πλέον οριστικά χαμένο…
« L’art touche-t-il à sa fin ? La poésie périt-elle pour s’être regardée en face, de même que celui qui a vu Dieu meurt ? »,αναρωτιέται ο Maurice Blanchotστο Le livre à venir. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι σχετική. Εξαρτάται από το τι τέχνη θέλουμε, τι λογοτεχνία ζητάμε…και ούτε καν, καθώς το ερώτημα δεν τίθεται σωστά… σε καμιά άλλη εποχή η τέχνη δεν ήταν τόσο ξεκομμένη από την καθημερινή ζωή, σε καμιά άλλη εποχή δεν υπήρχε η τέχνη για την τέχνη, σε καμιά άλλη εποχή δεν υπήρχε αυτονομημένη Αισθητική – με ή χωρίς Α κεφαλαίο… κι όμως σήμερα μετά την ολοκληρωτική παγίωση του θεωρητικού ανθρώπου ως κυρίαρχου ανθρωπολογικού μοντέλου, και μετά τα πρώτα πανηγυρίσματα για την ‘αυτονόμηση’ της τέχνης, γρήγορα φάνηκε το προϊόν τέλμα στις πραγματικές, αποθαρρυντικές του διαστάσεις… διότι όταν η τέχνη καθίσταται ένα απλό διατροφικό συμπλήρωμα μιας φτωχής σε θρεπτικές ουσίες χορτοφαγικής ζωής, τότε και η ζωή δεν μπορεί παρά να αποκαλύπτει τη δραματική αδυναμία της, την πιέζουσα ελλειμματικότητα της. Όταν η ζωή, στερούμενη βιώματος, καθίσταται άπορη ηδονοβλεψία, τότε κι η τέχνη δεν μπορεί παρά να γίνει εξ ανάγκης ηδονοβλεπτική. Η τέχνη είναι επικοινωνία και ως εκ τούτου καλλιτέχνης και κοινωνία δεν μπορεί παρά να βρίσκονται σε μόνιμη διάδραση. Ο διαβόητος μπωντλερικόςhypocrite lecteur δεν μπορεί παρά να είν’ αδερφός και όμοιος του συγγραφέα καθόσον δεν νοείται τέχνη αποκομμένη από την κοινωνία. Τα τελευταία 50 χρόνια κατά καιρούς ακούμε καλλιτέχνες ή ‘θεωρητικούς’ να μεμψιμοιρούν για το «θάνατο της τέχνης» την στιγμή εκείνη που θα έπρεπε να πενθούν για το θάνατο της ίδιας της ζωής. Ας σκοτώσουμε μέσα μας τον θεωρητικό άνθρωπο! Αυτό το σκυφτό, ραχιτικό καμπουριασμένο πλάσμα το τόσο στερημένο από χαρά κι από ζωή, ας επανασυνδεθούμε με τις μυστικές, λησμονημένες πηγές της ζωής, ας καταστήσουμε την τέχνη οργανικό μέρος της ζωικής μας καθημερινότητας με τον ίδιο τρόπο που τρώμε, αφοδεύουμε, αναπνέουμε, κάνουμε έρωτα και πεθαίνουμε και τότε ίσως και να δούμε ξανά την ζωή που θέλουμε να βλασταίνει και να μας υπαγορεύει μόνη της μια τέχνη ζωντανή, δυναμική, οργανικά συνδεδεμένη με το ανθρώπινο σύνολο και τις φαινομενικότητες του… ας επιχειρήσουμε να μετατρέψουμε σε όνειρο τη ζωή και τη ζωή σε όνειρο… ας μην αρκεστούμε να θρηνούμε για τη ζωή που δεν ζήσαμε και την τέχνη που δεν κατορθώσαμε… ας συρράψουμε συλλέγοντας μέλη από κοιμητήρια σκοτεινά ακοίμητοι τις νύχτες έναν καινούργιο Φρανκενστάιν, μία καινούργια ζωτική Μυθολογία, κι αφού φυσήξουμε μία πνοή στα χείλη της καινούργια ας την αφήσουμε να μας καθοδηγήσει, να μας πάρει στους τερατώδεις ώμους της και να πορευτούμε έτσι μαζί της βαθιά μες τα διαστήματα της Νύχτας… και ίσως τότε να δούμε κάπου στο βάθος να ξημερώνει μια νεότητα νέα… κοριτσάκια κι αγοράκια ολόγυμνα και ανθηφόρα, παίζοντας, χορεύοντας και τραγουδώντας, ορθάνοιχτες να μας τείνουν τις αγκάλες τους γελώντας…
Ζ. Δ. Αϊναλής
***
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Βακχικόν, τ. 5 (Μάρτιος – Μάιος 2009)
Or other testimony of summer nights. The nymphs are departed.
And their friends, the loitering heirs of city directors; 180
Departed, have left no addresses.
By the waters of Leman I sat down and wept...
Sweet Thames, run softly till I end my song,
Sweet Thames, run softly, for I speak not loud or long.
But at my back in a cold blast I hear 185
The rattle of the bones, and chuckle spread from ear to ear.
A rat crept softly through the vegetation
Dragging its slimy belly on the bank
While I was fishing in the dull canal
On a winter evening round behind the gashouse 190
Musing upon the king my brother's wreck
And on the king my father's death before him.
White bodies naked on the low damp ground
And bones cast in a little low dry garret,
Rattled by the rat's foot only, year to year. 195
But at my back from time to time I hear
The sound of horns and motors, which shall bring
Sweeney to Mrs. Porter in the spring.
O the moon shone bright on Mrs. Porter
And on her daughter 200
They wash their feet in soda water
Et, O ces voix d'enfants, chantant dans la coupole!
Twit twit twit
Jug jug jug jug jug jug
So rudely forc'd. 205
Tereu
Unreal City
Under the brown fog of a winter noon
Mr. Eugenides, the Smyrna merchant
Unshaven, with a pocket full of currants 210
C.i.f. London: documents at sight,
Asked me in demotic French
To luncheon at the Cannon Street Hotel
Followed by a weekend at the Metropole.
At the violet hour, when the eyes and back 215
Turn upward from the desk, when the human engine waits
Like a taxi throbbing waiting,
I Tiresias, though blind, throbbing between two lives,
Old man with wrinkled female breasts, can see
At the violet hour, the evening hour that strives 220
Homeward, and brings the sailor home from sea,
The typist home at teatime, clears her breakfast, lights
Her stove, and lays out food in tins.
Out of the window perilously spread
Her drying combinations touched by the sun's last rays, 225
On the divan are piled (at night her bed)
Stockings, slippers, camisoles, and stays.
I Tiresias, old man with wrinkled dugs
Perceived the scene, and foretold the rest—
I too awaited the expected guest. 230
He, the young man carbuncular, arrives,
A small house agent's clerk, with one bold stare,
One of the low on whom assurance sits
As a silk hat on a Bradford millionaire.
The time is now propitious, as he guesses, 235
The meal is ended, she is bored and tired,
Endeavours to engage her in caresses
Which still are unreproved, if undesired.
Flushed and decided, he assaults at once;
Exploring hands encounter no defence; 240
His vanity requires no response,
And makes a welcome of indifference.
(And I Tiresias have foresuffered all
Enacted on this same divan or bed;
I who have sat by Thebes below the wall 245
And walked among the lowest of the dead.)
Bestows on final patronising kiss,
And gropes his way, finding the stairs unlit...
She turns and looks a moment in the glass,
Hardly aware of her departed lover; 250
Her brain allows one half-formed thought to pass:
'Well now that's done: and I'm glad it's over.'
When lovely woman stoops to folly and
Paces about her room again, alone,
She smoothes her hair with automatic hand, 255
And puts a record on the gramophone.
'This music crept by me upon the waters'
And along the Strand, up Queen Victoria Street.
O City city, I can sometimes hear
Beside a public bar in Lower Thames Street, 260
The pleasant whining of a mandoline
And a clatter and a chatter from within
Where fishmen lounge at noon: where the walls
Of Magnus Martyr hold
Inexplicable splendour of Ionian white and gold. 265
The river sweats
Oil and tar
The barges drift
With the turning tide
Red sails 270
Wide
To leeward, swing on the heavy spar.
The barges wash
Drifting logs
Down Greenwich reach 275
Past the Isle of Dogs.
Weialala leia
Wallala leialala
Elizabeth and Leicester
Beating oars 280
The stern was formed
A gilded shell
Red and gold
The brisk swell
Rippled both shores 285
Southwest wind
Carried down stream
The peal of bells
White towers
Weialala leia 290
Wallala leialala
'Trams and dusty trees.
Highbury bore me. Richmond and Kew
Undid me. By Richmond I raised my knees
Supine on the floor of a narrow canoe.' 295
'My feet are at Moorgate, and my heart
Under my feet. After the event
He wept. He promised "a new start".
I made no comment. What should I resent?'
'On Margate Sands. 300
I can connect
Nothing with nothing.
The broken fingernails of dirty hands.
My people humble people who expect
Nothing.' 305
la la
To Carthage then I came
Burning burning burning burning
O Lord Thou pluckest me out
O Lord Thou pluckest 310
burning
IV. DEATH BY WATER
PHLEBAS the Phoenician, a fortnight dead,
Forgot the cry of gulls, and the deep seas swell
And the profit and loss.
A current under sea 315
Picked his bones in whispers. As he rose and fell
He passed the stages of his age and youth
Entering the whirlpool.
Gentile or Jew
O you who turn the wheel and look to windward, 320
Consider Phlebas, who was once handsome and tall as you.
V. WHAT THE THUNDER SAID
AFTER the torchlight red on sweaty faces
After the frosty silence in the gardens
After the agony in stony places
The shouting and the crying 325
Prison and place and reverberation
Of thunder of spring over distant mountains
He who was living is now dead
We who were living are now dying
With a little patience 330
Here is no water but only rock
Rock and no water and the sandy road
The road winding above among the mountains
Which are mountains of rock without water
If there were water we should stop and drink 335
Amongst the rock one cannot stop or think
Sweat is dry and feet are in the sand
If there were only water amongst the rock
Dead mountain mouth of carious teeth that cannot spit
Here one can neither stand nor lie nor sit 340
There is not even silence in the mountains
But dry sterile thunder without rain
There is not even solitude in the mountains
But red sullen faces sneer and snarl
From doors of mudcracked houses
If there were water 345
And no rock
If there were rock
And also water
And water
A spring 350
A pool among the rock
If there were the sound of water only
Not the cicada
And dry grass singing
But sound of water over a rock 355
Where the hermit-thrush sings in the pine trees
Drip drop drip drop drop drop drop
But there is no water
Who is the third who walks always beside you?
When I count, there are only you and I together 360
But when I look ahead up the white road
There is always another one walking beside you
Gliding wrapt in a brown mantle, hooded
I do not know whether a man or a woman
—But who is that on the other side of you? 365
What is that sound high in the air
Murmur of maternal lamentation
Who are those hooded hordes swarming
Over endless plains, stumbling in cracked earth
Ringed by the flat horizon only 370
What is the city over the mountains
Cracks and reforms and bursts in the violet air
Falling towers
Jerusalem Athens Alexandria
Vienna London 375
Unreal
A woman drew her long black hair out tight
And fiddled whisper music on those strings
And bats with baby faces in the violet light
Whistled, and beat their wings 380
And crawled head downward down a blackened wall
And upside down in air were towers
Tolling reminiscent bells, that kept the hours
And voices singing out of empty cisterns and exhausted wells.
In this decayed hole among the mountains 385
In the faint moonlight, the grass is singing
Over the tumbled graves, about the chapel
There is the empty chapel, only the wind's home.
It has no windows, and the door swings,
Dry bones can harm no one. 390
Only a cock stood on the rooftree
Co co rico co co rico
In a flash of lightning. Then a damp gust
Bringing rain
Ganga was sunken, and the limp leaves 395
Waited for rain, while the black clouds
Gathered far distant, over Himavant.
The jungle crouched, humped in silence.
Then spoke the thunder
D A 400
Datta: what have we given?
My friend, blood shaking my heart
The awful daring of a moment's surrender
Which an age of prudence can never retract
By this, and this only, we have existed 405
Which is not to be found in our obituaries
Or in memories draped by the beneficent spider
Or under seals broken by the lean solicitor
In our empty rooms
D A 410
Dayadhvam: I have heard the key
Turn in the door once and turn once only
We think of the key, each in his prison
Thinking of the key, each confirms a prison
Only at nightfall, aetherial rumours 415
Revive for a moment a broken Coriolanus
D A
Damyata: The boat responded
Gaily, to the hand expert with sail and oar
The sea was calm, your heart would have responded 420
Gaily, when invited, beating obedient
To controlling hands
I sat upon the shore
Fishing, with the arid plain behind me
Shall I at least set my lands in order? 425
London Bridge is falling down falling down falling down
Poi s'ascose nel foco che gli affina
Quando fiam ceu chelidon—O swallow swallow
Le Prince d'Aquitaine à la tour abolie
These fragments I have shored against my ruins 430
Why then Ile fit you. Hieronymo's mad againe.
Datta. Dayadhvam. Damyata.
Shantih shantih shantih
NOTES
Not only the title, but the plan and a good deal of the incidental symbolism of the poem were suggested by Miss Jessie L. Weston's book on the Grail legend: From Ritual to Romance (Macmillan). Indeed, so deeply am I indebted, Miss Weston's book will elucidate the difficulties of the poem much better than my notes can do; and I recommend it (apart from the great interest of the book itself) to any who think such elucidation of the poem worth the trouble. To another work of anthropology I am indebted in general, one which has influenced our generation profoundly; I mean The Golden Bough; I have used especially the two volumes Adonis, Attis, Osiris. Anyone who is acquainted with these works will immediately recognize in the poem certain references to vegetation ceremonies.
I. THE BURIAL OF THE DEAD
Line 20 Cf. Ezekiel 2:7.
23. Cf. Ecclesiastes 12:5.
31. V. Tristan und Isolde, i, verses 5–8.
42. Id. iii, verse 24.
46. I am not familiar with the exact constitution of the Tarot pack of cards, from which I have obviously departed to suit my own convenience. The Hanged Man, a member of the traditional pack, fits my purpose in two ways: because he is associated in my mind with the Hanged God of Frazer, and because I associate him with the hooded figure in the passage of the disciples to Emmaus in Part V. The Phoenician Sailor and the Merchant appear later; also the 'crowds of people', and Death by Water is executed in Part IV. The Man with Three Staves (an authentic member of the Tarot pack) I associate, quite arbitrarily, with the Fisher King himself.
60. Cf. Baudelaire:
Fourmillante cité, cité pleine de rêves,
Où le spectre en plein jour raccroche le passant.
63. Cf. Inferno, iii. 55–7:
si lunga tratta
di gente, ch'io non avrei mai creduto
che morte tanta n'avesse disfatta.
64. Cf. Inferno, iv. 25–27:
Quivi, secondo che per ascoltare,
non avea pianto, ma' che di sospiri,
che l'aura eterna facevan tremare.
68. A phenomenon which I have often noticed.
74. Cf. the Dirge in Webster's White Devil.
76. V. Baudelaire, Preface to Fleurs du Mal.
II. A GAME OF CHESS
77. Cf. Antony and Cleopatra, II. ii. 190.
92. Laquearia. V. Aeneid, I. 726:
dependent lychni laquearibus aureis incensi, et noctem flammis funalia vincunt.
98. Sylvan scene. V. Milton, Paradise Lost, iv. 140.
99. V. Ovid, Metamorphoses, vi, Philomela.
100. Cf. Part III, l. 204.
115. Cf. Part III, l. 195.
118. Cf. Webster: 'Is the wind in that door still?'
126. Cf. Part I, l. 37, 48.
138. Cf. the game of chess in Middleton's Women beware Women.
III. THE FIRE SERMON
176. V. Spenser, Prothalamion.
192. Cf. The Tempest, I. ii.
196. Cf. Marvell, To His Coy Mistress.
197. Cf. Day, Parliament of Bees:
When of the sudden, listening, you shall hear,
A noise of horns and hunting, which shall bring
Actaeon to Diana in the spring,
Where all shall see her naked skin...
199. I do not know the origin of the ballad from which these lines are taken: it was reported to me from Sydney, Australia.
202. V. Verlaine, Parsifal.
210. The currants were quoted at a price 'carriage and insurance free to London'; and the Bill of Lading, etc., were to be handed to the buyer upon payment of the sight draft.
218. Tiresias, although a mere spectator and not indeed a 'character', is yet the most important personage in the poem, uniting all the rest. Just as the one-eyed merchant, seller of currants, melts into the Phoenician Sailor, and the latter is not wholly distinct from Ferdinand Prince of Naples, so all the women are one woman, and the two sexes meet in Tiresias. What Tiresias sees, in fact, is the substance of the poem. The whole passage from Ovid is of great anthropological interest:
...Cum Iunone iocos et 'maior vestra profecto est
Quam, quae contingit maribus', dixisse, 'voluptas.'
Illa negat; placuit quae sit sententia docti
Quaerere Tiresiae: venus huic erat utraque nota.
Nam duo magnorum viridi coeuntia silva
Corpora serpentum baculi violaverat ictu
Deque viro factus, mirabile, femina septem
Egerat autumnos; octavo rursus eosdem
Vidit et 'est vestrae si tanta potentia plagae',
Dixit 'ut auctoris sortem in contraria mutet,
Nunc quoque vos feriam!' percussis anguibus isdem
Forma prior rediit genetivaque venit imago.
Arbiter hic igitur sumptus de lite iocosa
Dicta Iovis firmat; gravius Saturnia iusto
Nec pro materia fertur doluisse suique
Iudicis aeterna damnavit lumina nocte,
At pater omnipotens (neque enim licet inrita cuiquam
Facta dei fecisse deo) pro lumine adempto
Scire futura dedit poenamque levavit honore.
221. This may not appear as exact as Sappho's lines, but I had in mind the 'longshore' or 'dory' fisherman, who returns at nightfall.
253. V. Goldsmith, the song in The Vicar of Wakefield.
257. V. The Tempest, as above.
264. The interior of St. Magnus Martyr is to my mind one of the finest among Wren's interiors. See The Proposed Demolition of Nineteen City Churches (P. S. King & Son, Ltd.).
266. The Song of the (three) Thames-daughters begins here. From line 292 to 306 inclusive they speak in turn. V. Götterdammerung, III. i: The Rhine-daughters.
279. V. Froude, Elizabeth, vol. I, ch. iv, letter of De Quadra to Philip of Spain:
In the afternoon we were in a barge, watching the games on the river. (The queen) was alone with Lord Robert and myself on the poop, when they began to talk nonsense, and went so far that Lord Robert at last said, as I was on the spot there was no reason why they should not be married if the queen pleased.
293. Cf. Purgatorio, V. 133:
'Ricorditi di me, che son la Pia;
Siena mi fe', disfecemi Maremma.'
307. V. St. Augustine's Confessions: 'to Carthage then I came, where a cauldron of unholy loves sang all about mine ears'.
308. The complete text of the Buddha's Fire Sermon (which corresponds in importance to the Sermon on the Mount) from which these words are taken, will be found translated in the late Henry Clarke Warren's Buddhism in Translation (Harvard Oriental Series). Mr. Warren was one of the great pioneers of Buddhist studies in the Occident.
309. From St. Augustine's Confessions again. The collocation of these two representatives of eastern and western asceticism, as the culmination of this part of the poem, is not an accident.
V. WHAT THE THUNDER SAID
In the first part of Part V three themes are employed: the journey to Emmaus, the approach to the Chapel Perilous (see Miss Weston's book), and the present decay of eastern Europe.
357. This is Turdus aonalaschkae pallasii, the hermit-thrush which I have heard in Quebec County. Chapman says (Handbook of Birds in Eastern North America) 'it is most at home in secluded woodland and thickety retreats.... Its notes are not remarkable for variety or volume, but in purity and sweetness of tone and exquisite modulation they are unequalled.' Its 'water-dripping song' is justly celebrated.
360. The following lines were stimulated by the account of one of the Antarctic expeditions (I forget which, but I think one of Shackleton's): it was related that the party of explorers, at the extremity of their strength, had the constant delusion that there was one more member than could actually be counted.
367–77. Cf. Hermann Hesse, Blick ins Chaos:
Schon ist halb Europa, schon ist zumindest der halbe Osten Europas auf dem Wege zum Chaos, fährt betrunken im heiligen Wahn am Abgrund entlang und singt dazu, singt betrunken und hymnisch wie Dmitri Karamasoff sang. Ueber diese Lieder lacht der Bürger beleidigt, der Heilige und Seher hört sie mit Tränen.
401. 'Datta, dayadhvam, damyata' (Give, sympathize, control). The fable of the meaning of the Thunder is found in the Brihadaranyaka--Upanishad, 5, 1. A translation is found in Deussen's Sechzig Upanishads des Veda, p. 489.
407. Cf. Webster, The White Devil, V, vi:
...they'll remarry
Ere the worm pierce your winding-sheet, ere the spider
Make a thin curtain for your epitaphs.
411. Cf. Inferno, xxxiii. 46:
ed io sentii chiavar l'uscio di sotto
all'orribile torre.
Also F. H. Bradley, Appearance and Reality, p. 346:
My external sensations are no less private to myself than are my thoughts or my feelings. In either case my experience falls within my own circle, a circle closed on the outside; and, with all its elements alike, every sphere is opaque to the others which surround it.... In brief, regarded as an existence which appears in a soul, the whole world for each is peculiar and private to that soul.
424. V. Weston, From Ritual to Romance; chapter on the Fisher King.
427. V. Purgatorio, xxvi. 148.
'Ara vos prec per aquella valor
'que vos guida al som de l'escalina,
'sovegna vos a temps de ma dolor.'
Poi s'ascose nel foco che gli affina.
428. V. Pervigilium Veneris. Cf. Philomela in Parts II and III.
429. V. Gerard de Nerval, Sonnet El Desdichado.
431. V. Kyd's Spanish Tragedy.
433. Shantih. Repeated as here, a formal ending to an Upanishad. 'The Peace which passeth understanding' is a feeble translation of the conduct of this word.
Τεφλόν #32, Σύγχρονη ποίηση από την Ολλανδία
-
ΔΕΝ ΔΟΥΛΕΥΩ ΠΙΑ ΓΙΑ ΕΣΑΣτης ΑΣΑ ΚΑΡΑΜΙ αυτή ήταν η τελευταία φορά που μπήκα
στο εταιρικό μου μέιλδεν είμαι πια το τέρας που ήμουν στη ζωή μου δεν είχα
το κ...
Καταπάτηση
-
"Η Iστορία είναι ένας εφιάλτης από τον οποίο προσπαθώ να ξυπνήσω" (Τζέημς
Τζόυς)
Ο χρόνος που καλύπτει η Καταπάτηση αρχίζει περίπου από κει που τελειών...
Κάπως έτσι
-
Ας πούμε λοιπόν πως επιστρέφω.
Πώς επιστρέφω;
Ξεκινώντας από το τέλος νομίζω.
Από τη φετινή παράσταση, το φετινό μου ταξίδι:
Η Χώρα, βασισμένη σε κείμενα α...
I had everything I needed to commit suicide
-
*κι όταν η απόσταση μεγάλωνε, σε ονειρευόμουν σε κάτι όνειρα απλοϊκά
χολυγουντιανής αισθητικής· περπατούσαμε, ας πούμε, σε μια προκυμαία γεμάτη
κόσμο με...
Οι Δώδεκα: Μια ημιτελής συμφωνία
-
*Τσαμαδού**. **Στέκι μεταναστών. Πέτρος σκοτάδι ασάλευτο στέκεται ώμους στο
παράθυρο. Δεν βιάζεται σιωπή. Δεν σκέπτεται τη νύκτα άνθρωπος. Κάποτε μόνο
τον ...
Ζαχαροπλαστικόν Θαύμα
-
Αγαπητοί μου πιστοί, κι εσείς αγαπητοί μου άπιστοι: για άλλη μια φορά η
Μεγάλη Θεά μας τίμησε με ένα Αληθινό Θαύμα!
Όπως κάθε χρόνο, κατά την Ιεράν Ιεροτε...
μας κρατάν όμηρους
-
και δεν είναι μόνο αυτοί που νομίζεις ξέρεις, με τις στολές και την ηλίθια
φάτσα. είναι πολύ περισσότεροι. είναι όλοι. ______________________
υπάλληλος τρα...
4.Τα δένδρα της πόλης: Παυσίπονο στην τούμπα
-
«Φιλαράκι πάρε κι αυτά για το δρόμο!». Με μια χούφτα χαρτομάντιλα στο δεξί,
μπας και σταματήσει η ρινορραγία και το υπόλοιπο κουτί σόφτεξ δώρο από τον
τα...
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
-
Ο αόρατος οικοδόμος
μέσα στο αυτί μου η πραγματικότητα
βουίζει
σαν ήχος μπετονιέρας
γκρουν και γκρουν
ακούραστη
να ανακατεύει το χαρμάνι
πάντα έ...