Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

Project Romanticism: Friedrich Schlegel


Friedrich Schlegel

(1772 – 1829)


Αποσπάσματα


Η ρομαντική ποίηση είναι προοδευτική οικουμενική ποίηση. Προορισμός της δεν είναι μόνο να ενώσει πάλι όλα τα μεμονωμένα είδη ποίησης και να εμπλουτίσει την ποίηση με φιλοσοφία και ρητορική. Θέλει και οφείλει να συγχωνεύσει ποίηση και πρόζα, μεγαλοφυΐα και κριτική, τεχνητό και φυσικό ύφος στην ποίηση, να δώσει στην ποίηση ζωντάνια και συντροφικότητα, να κάνει τη ζωή και την κοινωνία ποιητική, να εμφυσήσει ποίηση στο ευφυολόγημα, να διαποτίσει με ευδόκιμο παιδευτικό υλικό πάσης φύσεως κάθε μορφή τέχνης μέχρι κορεσμού και να αναταράξει την τέχνη με τις δονήσεις τους χιούμορ. Στους κόλπους της εγκλείει όλα αυτά που μπορούν να αποτελέσουν ποίηση, από τα μεγαλύτερα συστήματα τέχνης, τα οποία περιλαμβάνουν μέσα τους και άλλα επιπλέον συστήματα, μέχρι και τον λυγμό, το φιλί που αποπνέει το παιδί στο άτεχνο τραγούδι του. Έχει τη δυνατότητα να χάνεται στην αναπαράσταση της με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να πιστεύει κανείς ότι ο χαρακτηρισμός κάθε λογής ποιητικών υποκειμένων είναι για εκείνη το εν και το παν. Και όμως δεν υπάρχει ακόμα καμία μορφή η οποία έχει φτιαχτεί για να εκφράζει απόλυτα το πνεύμα του συγγραφέα, έτσι ώστε ορισμένοι καλλιτέχνες, που απλώς και μόνο ήθελαν να γράψουν ένα μυθιστόρημα, το μόνο που κατάφεραν ήταν να δώσουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό μια περιγραφή του εαυτού τους.

Μόνο αυτή μπορεί ταυτόχρονα να παράγει από το έπος έναν καθρέφτη όλου του κόσμου. Και όμως, περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο, έχει τη δυνατότητα να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο της αναπαράστασης, ελεύθερη από κάθε πραγματικό ή ιδεατό ενδιαφέρον, πάνω στις φτερούγες του ποιητικού στοχασμού και να βρίσκεται μετέωρη ενδιάμεσα, να καθιστά δυνατό τον αναστοχασμό πάντοτε εκ νέου και να τον πολλαπλασιάζει σε μία σειρά από καθρέφτες. Είναι ικανή να προσφέρει την πιο υψηλή και πολύπλευρη παιδεία, όχι μόνο από μέσα προς τα έξω, αλλά και από έξω προς τα μέσα, οργανώνοντας ισομερώς όλα τα μέλη του κάθε οργανισμού, όπως οφείλει να διάκειται το όλο απέναντι στα παράγωγα του, έτσι ώστε να επιτρέπει τη διάνοιξη της προοπτικής μιας αναπτυσσόμενης κλασικότητας χωρίς όρια. Η ρομαντική τέχνη ορθώνεται ανάμεσα στις τέχνες όπως το ευφυολόγημα απέναντι στη φιλοσοφία. Σημαίνει τόσα για τη ζωή όσα και η κοινωνία, οι συναναστροφές, η φιλία και η αγάπη. Ό λα τα είδη ποίηση είναι πλέον ξεπερασμένα και μπορούν τώρα πια να υποβληθούν σε ανατομία. Το είδος της ρομαντικής ποίησης βρίσκεται ακόμα υπό εξέλιξη. Και η αληθινή ουσία της συνίσταται ακριβώς στο ότι μπορεί να εξελίσσεται εις τον αιώνα των αιώνων χωρίς να ολοκληρώνεται ποτέ. Δεν πρόκειται ποτέ να αναιρεθεί από κάποια θεωρία και μόνο στο πλαίσιο μιας θεϊκά εμπνευσμένης κριτικής θα επιτρεπόταν να αποτολμήσει κανείς έναν χαρακτηρισμό του ιδανικού της. Μόνο αυτή είναι άπειρη, επειδή μόνο αυτή είναι ελεύθερη, αναγνωρίζοντας ως πρώτο κανόνα της ότι η αυθαιρεσία του ποιητή δεν επιδέχεται κανέναν κανόνα. Η ρομαντική ποίηση είναι η μόνη που είναι κάτι παραπάνω από είδος και είναι παράλληλα η ίδια η ποιητική τέχνη, διότι κατά μία έννοια κάθε ποίηση είναι ή οφείλει να είναι ρομαντική.

Athenäum, Fragmente 116



Οικουμενικότητα σημαίνει αμοιβαίος κορεσμός όλων των μορφών και των υλικών. Η αρμονία θα επιτευχθεί μόνο μέσω της σύνδεσης ποίησης και φιλοσοφίας, καθώς ακόμα και στα πιο ολοκληρωμένα οικουμενικά έργα της μέχρι τώρα απομονωμένης ποίησης και φιλοσοφίας φαίνεται να λείπει αυτή η σύνθεση. Όσον αφορά την αρμονία παραμένουν ακόμα ανολοκλήρωτα. Η ζωή του οικουμενικού πνεύματος είναι μια αδιάκοπη αλυσίδα εσωτερικών επαναστάσεων· όλα τα άτομα, τα πρωταρχικά, τα αιώνια, ζουν δηλαδή μέσα σ’ αυτό. Πρόκειται στ’ αλήθεια για έναν πολυθεϊστή που φέρει ολόκληρο τον Όλυμπο μέσα του.

Athenäum, Fragmente 451



Κάθε έννοια του Θεού είναι κενή φλυαρία. Όμως η ιδέα της θεότητας είναι η ιδέα των ιδεών.

Ideen, 15

Οι εμπειριστές είναι οι οικονόμοι της φιλοσοφίας.

Aus den Heften zur Philosophie [1794 – 1818], [II] Philosophische Fragmente. Erse Epoche. II, 911


Μονάχα στο εξωτερικό τους οι μάσκες είναι εθνικές, το εσωτερικό τους παραμένει οικουμενικό.

Aus den Heften zur Poesie und Literatur [1796 – 1801], [IX], 176



Από τη ρομαντική σκοπιά όλα τα παρακλάδια της ποίησης, ακόμα και τα πιο εκκεντρικά και αλλοπρόσαλλα, κερδίζουν την αξία τους ως προπαιδευτικό υλικό της οικουμενικότητας, εφόσον βέβαια υπάρχει κάτι σ’ αυτά, εφόσον βέβαια είναι αυθεντικά.

Athenäum, Fragmente 139



Ένας ορισμός της ποίησης μπορεί μονάχα να ορίσει τι οφείλει αυτή να είναι, όχι όμως αυτό που είναι και ήταν στην πραγματικότητα. Αλλιώς θα έλεγε κανείς εν συντομία: ποίηση είναι αυτό που έχει ονομάσει κανείς ποίηση σε κάποια χρονική περίοδο, σε κάποιον τόπο.

Athenäum, Fragmente 114



Όλα τα κλασικά είδη ποίησης στην αυστηρή τους καθαρότητα είναι πια αστεία.

Kritische Fragmente, 60



Ένας πραγματικά ελεύθερος και καλλιεργημένος άνθρωπος θα όφειλε, σύμφωνα με την προσωπική του αρέσκεια, να διάκειται απέναντι στη φιλοσοφία και τη φιλολογία, την ποίηση και την κριτική, την ιστορία και την ρητορική, την αρχαιότητα και την σύγχρονη εποχή, εντελώς αυθαίρετα, όπως κουρδίζει κανείς ένα όργανο, ανά πάσα στιγμή και σε οποιαδήποτε κλίμακα.

Kritische Fragmente, 55



Όλες οι μορφές, ακόμα και οι πιο αλλόκοτες, οφείλουν να επανέλθουν και να προσλάβουν μία καινούργια σημασία.

Aus den Heften zur Poesie und Literatur [1796 – 1801], [V], 343



Το ότι τα πάντα οφείλουν να γίνουν τέχνη ανήκει στη φιλοσοφία της πράξης.

Aus den Heften zur Poesie und Literatur [1796 – 1801], [V], 227



Μέσω των καλλιτεχνών υψώνεται η ανθρωπότητα σε ένα άτομο, καθώς αυτοί επιτελούν τη συνένωση μέλλοντος και παρελθόντος κόσμου στο παρόν, αποτελώντας το υψηλότερο ψυχικό όργανο στο οποίο συναντώνται τα πνεύματα ολόκληρου του εξωτερικού κόσμου για να επιδράσουν έπειτα στον εσωτερικό.

Ideen, 64



Καλλιτέχνης μπορεί να είναι μόνο εκείνος ο οποίος έχει τη δική του θρησκεία, μια αυθεντική εικόνα του άπειρου.

Ideen, 13



Όλοι οι άνθρωποι είναι κάπως αστείοι και παράξενοι μόνο και μόνο επειδή είναι άνθρωποι· κι από αυτή τη σκοπιά επίσης είναι οι καλλιτέχνες δύο φορές άνθρωποι. Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα συνεχίσει να είναι.

Ideen, 145


Η σχέση μου με τους μεγάλους φιλοσόφους είναι σαν αυτή του Πλάτωνα με τους Σπαρτιάτες. Τους αγαπούσε και τους εκτιμούσε απεριόριστα, αλλά είχε πάντα να λέει γι αυτούς ότι έμειναν σε όλα στα μισά του δρόμου.

Athenäum, Fragmente 48



Όσο πιο πολλά ξέρει κανείς, τόσο πιο πολλά έχει ακόμα να μάθει. Με την γνώση αυξάνεται στον ίδιο βαθμό και η άγνοια ή, πολύ περισσότερο, η γνώση της άγνοιας.

Athenäum, Fragmente 267



Ένας αληθινός συγγραφέας γράφει για όλους ή για κανέναν. Αυτός που γράφει για τον έναν ή τον άλλον το μόνο που καταφέρνει είναι να μην διαβάζεται.

Kritische Fragmente, 85


***


Το απάνθισμα αυτό των αποσπασμάτων του Friedrich Schlegel προέρχεται από το βιβλίο Το ρομαντικό απόσπασμα. Μια επιλογή κειμένων του πρώιμου ρομαντισμού, επιλογή – μετάφραση – επιμέλεια Μ. Περράκης, Futura, Αθήνα, 2003.


Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

Αφιέρωμα: Ελληνική Ποίηση 1977 – 1993



Κατερίνα Γώγου

(1940 – 1993)



Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών

(1988)



1
Το σπίτι μου όσο το άνοιγμα των χεριών της κόρης μου
4 χρόνια άστεγη τώρα…


2
Κι ανυπόδετη κι άρρωστη γύρναγα
Κρύωνα.
Και όπου κι αν έστρεψα
όξος και πρέζα και χολή


3
Και τα ‘παιρνα να μη λυπήσω τους ανθρώπους


4
Και ήρθε – και χάμω – στα γόνατα έπεσα
και χωμάτινος βόλος έγινα
και μέσα μου κύλησα
και σε μια ανάσα της ψυχής μου
που είχε μείνει φεγγερή
- εκεί ακούμπησα -
και έκλαιγα νερό. Νερά πολύ.


5

Κι όσο νερό έβγαλα
νερό δεν είχε για μένα
στέρεψα – λέπια – γοργόνα έγινα
κι ο άνθρωπος φοβήθηκε ακόμα πιο πολύ…


6

Κι όταν τα μάτια άνοιξα
και πλάι και γύρω και παντού
μεγάλη λίμνη έγινε
που πλέανε αιωνόβια μικρούτσικα ανθάκια


7

…νύχτωνε στον ουρανό…
Και σε δυο περίεργα σύννεφα
που ακίνητα τρέχαν
εγώ ανάμεσα σε δυο διάτρητους «ληστές»
στα φώτα σταυρωμένη


8

Μπορεί δίκαια…
Προκάλεσα με πάθος την ζωή.
Ασέβησα δύο φορές γιατί τους ήξερα τους Νόμους.
Άσκησα την όραση μου για μακριά
κι έχασα τα κοντινά μου


9

Τώρα
πληρώνω με ντροπή
Τυφλή

Χωρίς σκυλί
χωρίς ραβδί
διαβαίνω ανάμεσά σας


10

Εσύ!
Εσένα που αγάπησα.
Κοίτα άμα πιεις κι όπως πάντα μεθύσεις
μην πεις ποτέ πως μ’ αγάπησες
Δε θ’ άφηνες να γίνω πλατανόφυλλο
σε ξεροπόταμους να πλέω…


11

ΜΗ!…
«Τυλίγω πάγο στο συναίσθημα
Τίποτ’ άλλο δεν είναι»
Υστέρα μεγαλώνοντας κι άλλο
Το άνοιγμα των χεριών
«Φοβάμαι» είπε
κι έφυγε με μια ασήκωτη βαλίτσα
το παιδί
αφήνοντάς με
σε μια πόρτα ανοιχτή
από αναρριχητικά τρόμου και σκοτάδι πνιγμένη
10 Οκτωβρίου η Μυρτώ
Το μήνα των παγωμένων σταφυλιών γεννημένη.


12

Στάθηκα πεσμένη εκεί
Ώρες.. ώρα πολλή…
Τότε
πνιγμένος στ’ αναρριχητικά
βγήκε ένας φίλος χαμένος

Έεειι… του λέω, Χρίστο…
Ησύχασε… Πήγαινε να κοιμηθείς…
Είσαι καιρό σκοτωμένος.
Έεειι… μου λέει, Ρηνούλα, λυπημένος πολύ
Ησύχασε.. Πήγαινε να ξαπλωθείς…
Από σφαίρα ή άσπρη
Είσαι καιρό πεθαμένος


13

Υπνωτισμένη ξάπλωσα
στο μάρμαρο του νεκροτομείου
Το σώμα μου έβλεπα
οι φοιτητές
για πείραμα
να κόβουνε
πολύ λεπτές ροδέλες
Το άχρωμο αίμα μου
με κουβάδες ξεπλένανε
άρρωστοι για την δόση τους
Από τις φλέβες τους
τις πλατείες τυλίγανε
θανάτου κορδέλες


14
Α
Αδερφή μου..
Ανυψώσου εσύ

γαλανή απ’ το μπλε
Απαστράπτουσα…


15

Πασάλειψαν τα μούτρα μου
Μ’ ώχρας μπογιά.
Τα νύχια τα μάτια και τ’ αυτιά
Σαύρας πρασινομαύρο.
Τα μάγουλα κατακόκκινα
Σαν του Πάσχα αυγά.
Ήθος ποιώ
Έγινα ηθοποιός
Πουτάνα θεατρίνα.


16

ΣΚΗΝΗ 35

Μακρύς χωμάτινος δρόμος…
Κακός χειμώνας φυσάει άρρωστη βροχή
Ήχοι συγκεχυμένοι από στρατιωτικά παραγγέλματα
Εκκλησιαστική μουσική και λύκοι.
Στην άκρη του κάδρου, η μαύρη άκρη ενός ράσου
Που ανεμίζει και χάνεται…
( Στην πλάτη μου ένα ξυράφι αποφασισμένο
και ο ιριδισμός τραμπούκου
στο μάτι του σκηνοθέτη
με μπάζει στο πλάνο «να τα πω».
Κλείνω τα μάτια. Λέπρα.
Η Βιριδιάνα με ξυρισμένο το κεφάλι στο πάτωμα

προσεύχεται.
Η Τέχνη « εν ιδρώτι της ψυχής…»
Προσεύχομαι.)


17

Δέντρο ήμουνα κι έσπασα
Μου σπάσαν όλα τα κλαδιά
Γιατί εκεί τρέχανε τα ξεστρατισμένα παιδιά
Να παίξουνε τους κρεμασμένους


18

Ρίζα με λένε τώρα.


19

Το χρώμα μου
νύχτας βαθιάς μαβί
Εκείνο που παίρνει ο ουρανός
όταν μεγάλο βράχο δένει στο λαιμό
και σ’ άραχλα νερά βουλιάζει το φεγγάρι


20

Η αφή μου
βελούδο φθαρμένο παλιό
με νεκρικές ανταύγειες τσαλακωμένο
Σε ηρωικές γιορτές

εξάρσεις βίας
και πορείες οργής παραφορεμένο


21

Ο ήχος μου συνέχεια
ανάμνηση δέντρου που φυλλορροεί
Στο χέρι μου «χτυπημένος» αετός
οικόσημο της μοναξιάς μου

Σε άλλους χάρτες
Σημάδι μου ο Ερμής
Το μήνα των κερασιών. 1 Ιουνίου γεννημένη.


22

Και ήρθανε και λιώσανε
Τα νύχια του αετού από την μοναξιά
Και το ράμφος του μονάχος του γύρισε
Μοναχός να πεθάνει


23

Ποτέ πια!…
Μοιρολογούν τα κύματα…
Για πάντα!
Μου ψιθυρίζει η θάλασσα…
Πάρτε τις λέξεις από δω!
Και τα δυο τρόμο μου φέρνουν
Πονάει για μένα το νερό
και γω γι’ αυτό
το ίδιο…


24

Η ζωή μου πού λέτε παιδιά
όπως τα παραμύθια αυτά τα παιδικά
Με γάντζους, κακές μάγισσες, ξύλο, τσουβάλια, ζητιανιά
Ξέρετε, αυτά που γράφουνε για τα παιδιά
ειδικά εκπαιδευμένες καταστολής μονάδες
Και τα μαθαίνουν μετά
Για να τα πούνε μετά
Μανάδες μαινάδες


25

Μια νύχτα λοιπόν…


26

που το φεγγάρι είχε κατέβει πολύ χαμηλά
κι ο θάνατος είχε μπλεγμένα στα δάκτυλά του
τούφες από τα δικά μου μαλλιά
κατηφόρισα να βρω έναν άνθρωπο.

Είχα χρόοονια να δω έναν άνθρωπο.

Είχα χρόνους ν ακούσω ανθρώπου λαλιά
Όμως όλοι όσοι ήτανε συναθροισμένοι στην αγορά
κροάζανε κρα κρα
κι ακόμα
είχαν βγάλει πίσω τους
κροκοδείλου ουρά


27

Έπρεπε
αν ήθελα ακόμα να σωθώ
αν ήθελα ακόμα να ζήσω
να βρω έναν τρόπο να μοιάζω μ’ αυτούς
ή κάτι τέλος πάντων
να τους εξευμενίσω


28

Έτρεξα λοιπόν γρήγορα γρήγορα
κι έβαλα ένα μεγάλου αρχηγού
παλτό στρατιωτικό

το οποίο ανέσυρα
από αριστοκρατικούς εμετούς
και πολυτελή σκουπίδια.
Δυστυχώς όμως για πολλοστή φορά
ήτανε λάθος η κίνηση.
Θεωρήθηκε Ύβρις
Ή…


29

για να ακριβολογώ
στη γλώσσα των κρα κρα
Περιύβριση Στρατιωτικής Αρχής
Κι αρχίσανε τότε που λέτε
με πέτρες να τρέχουν όλοι πίσω μου
και τις ουρές
στο χώμα να χτυπάνε


30

Με βάραινε και το παλτό
με βάραινε και το μυαλό
και στάθηκα στη σιωπή
ν’ ακούσω τη σιωπή μου


31

Και φαίνεται – για να τελειώνουν τα παραμύθια παιδιά –
πως πάλι θαύμα έγινε

γιατί αόρατη έγινα
κι ενώ μπροστά τους ήμουνα
με ψάχναν όλο πίσω…


32

























33

Ποιος είναι ο λόγος της ποίησης
πού βγαίνει απ’ το ποιώ
και που σημαίνει πράττω
Ζητάω την απάντηση
απ’ τους ακινητοποιημένους


34

Τρομοκρατία: εξουσιάζω δια της
Βίας. Τρόμου.

Και τρομοκράτης τι θέλει να πει;
Δε θέλω απάντηση απ’ αυτούς που την επινοήσανε
Ζητάω απάντηση απ’ τους λαχανιασμένους


35

(αέρας σήκώσε…
Ποιος φύλαξε κι ακόμα δεν ξερίζωσα
με τέτοιο μίσος που ο καιρός
ξεσκίζει και βροντά
εξώφυλλα βιβλίων…)


36

Η πόλις είχεν
Οριστικώς καταστραφεί.
Η όποια προσπάθεια
ήτο καταδικασμένη
«Ευρίσκέτο πλήσίον του ναού Σμινθέως Απόλλώνος
και το άβατον ιερόν
της Νουδουσίας Αθηνάς.
Ελέγετο: ΠΟΙΗΕΣΣΑ»


37

…………………….
Κάπως έτσι
Που λέτε πάντα έγινε
Κι επέζησα
Και κάθομαι και ίστορώ…


38

Μια μέρα λοιπόν…


Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Active Member

ACTIVE MEMBER



ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;



Φαγώθηκε η σκέψη το μυαλό μου να λυγίσει
αχούρι χρόνων βάλθηκε τώρα να συγυρίσει
πολλά ήτανε για πέταμα κι άλλα τα 'χα ξεχάσει
κι άλλα πάνω στη φούρια μου μπροστά είχα αραδιάσει
Ταξίδι πολυτάραχο σε μέρος κακορίζικο
δε πρόλαβα να νιώσω κάτι αφύσικο
και σκόνταψα ξανά πάνω στα χούγια σου
ζαβό απάντημα το ζήταγε η καρδούλα σου
Ξερακιανές εποχές μ' άδεια χέρια επισκέψεις
όμως για ζήτημα τιμής βρίσκομαι εδώ να το πιστέψεις
"τιμή" κάτσε καλά! άγνωστη λέξη ξενική
από μια βρόμικη γλώσσα που ξεχάσαν μερικοί - μερικοί
εγώ ήρθα όμως για ένα παλιό μου καπρίτσιο
να ‘δω που βρίσκεσαι, που είσαι το 'χω βίτσιο
Μήπως κρύβεσαι στου δάσκαλου τη βέργα;
Μήπως βλογάς με πετραχήλια, ημέρες και έργα;
Ή μήπως ψάχνεις πάλι ταίρι για τις χειροπέδες
ένα χέρι ξεπλυμένο από παλιούς λεκέδες
Μήπως πίσω από τα γράμματα είσαι τα κεφαλαία
χειροκροτάς, παίζεις κι ανοίγεις την αυλαία;
Μήπως είσαι ο περίφημος αγώνας με ζιβάγκο
ή προλετάριος με πολιτικό λουμπάγκο;
Είσαι τα "μάλιστα" , τα "Υes", και τα "όλα εντάξει"
σε ποια γωνιά του ουρανού έχεις αράξει;

Που είσαι τώρα που σε ζητάνε οι καιροί
για το ζήλο και τη περίσσια σου γνώση
που είσαι τώρα που η εποχή συγχωρεί
και η περηφάνια παντού έχει ενδώσει;
Που είσαι τώρα; Σ αυτές τις μέρες χρωστάς
κοίτα να βρεις κάτι απ όσα έχεις τάξει
και τώρα που ‘σαι από τα σίγουρα κοιτάς
σε ποια γωνιά του ουρανού έχεις αράξει;

Έβαλα παραμάσχαλα αναμνήσεις και κιτάπια
άλλα τα πήρα γούσταρα και τσάμπα πήρα κάποια
άλλα με σπρώξανε ψηλά κι άλλα στη μιζέρια
παρέα με τα όμορφα έπαθα και χουνέρια
Γι' αυτό ρωτάω να σε βρω στο πουθενά τριγύρω
χαμένο κέρδος μπορεί να 'σαι σε μεγάλο τζίρο
Μπορεί να ‘σαι μια φούσκα κι ακριβή μετοχή
ή μιας πουτάνας η κρυφή χτεσινή ενοχή
Μπορεί να ‘σαι μια μυτιά δίπλα σε πλούσιο ρουθούνι
ή γκόμενα στην πασαρέλα με ψηλό τακούνι
Μπορεί να ‘σαι το εθνόσημο ενός καραβανά
μπορεί και να ‘σαι αντάρτης που πήρε τα βουνά
ή ένας γελοίος κόλακας σε βασιλιά επίγειο
που τη γυρτή καμπούρα του νομίζει καταφύγιο
Που να ‘σαι αυτές τις μέρες τις παρεξηγημένες
που οι κατάρες μοιάζουνε διαβολοσκορπισμένες
Μήπως σε φυλάνε απρόθυμοι και ξέστρατοι αγγέλοι
και σου βγάζουν το καλό με το τσιγκέλι;
Πότε δε πήρες το ρόλο που σου είχανε τάξει
Σε ποια γωνία του ουρανού έχεις αράξει;


http://www.youtube.com/watch?v=KYT3d27W69k


ΦΥΣΑΕΙ ΚΟΝΤΡΑ


Φυσάει κόντρα σε ολάκερη γη,
τ’ αγρια πετούμενα δε βρίσκουν πηγή,
δεν αντέχω της βολής τη σιγή.
Και δω απ’ τον τόπο που έζησα τη φυγή,
ρίχνω αλάτι στη βαθιά τους πληγή,
τάζομαι πρόσφυγας και σε καλό να μου βγει.

Γυρνάω στον κόσμο, πουθενά δε βλέπω ξένο όπου μένω.
Γυρνάω πίσω και από όποιον συναντήσω, μαθαίνω.
Δίνω, παίρνω, ανασαίνω από τα χρώματα, πληθαίνω,
από τ’ αρώματα μαγεύομαι και ταξιδεύω.
Γυρεύω για όλους μας το ίδιο όμορφο στέγαστρο,
φτιάχνω φωτιά για όποιον θέλει κόσμο αταίριαστο.

Για τα μάτια ενός παιδιού που ψάχνει γη, γκρεμίζω ουρανούς,
λυτρώνω μάνες και γιους.
Κάνω τη γλώσσα μου την πορφυρένια, ατόφιο μολύβι·
και τη ψυχή μου ένα απέραντο από στίχους καλύβι.
Ρίχνω το κάστρο σας, φτύνω του άστρου σας την κόχη.
Γίνομαι αύρα αλμυρή και στερνοβρόχι.

Πάρε τα όχι και ξεκούρνιασε από αυτή τη γωνία
που στο κουφάρι σου πετάξαν τα κλεμμένα μ’ αφθονία,
άρνησή μου στομωμένη (πυρωμένη), λύσου καημένη,
γίνε κλωστή στην ανέμη τυλιγμένη
να σου δώσω μια, να γυρίζεις για πάντα και πάντα
να σου φυσάω πρίμα, κράτα μου αγάντα
μέχρι να βρούνε απάγκιο όσοι ζουν σε φυγή.
Καινούρια αρχή και σε καλό να τους βγει.

Σε καλό θα μου βγει κι ας τρίξουν οι σκαρμοί μου.
Έχω μαζί μου, σ' αυτό το σάλεμα που κάνεις ψυχή μου,
την αυταπάρνησή μου, το μαγικό ραβδί μου,
κάνω τ' αδύνατα να ξεπερνάνε τη φωνή μου.
Τιμή μου, λίγα μου βήματα σκίζουν τη λάσπη.
Πάρε τα χνάρια μου αντί για χάρτη
και στα μπαγκάζια σου μη στριμώξεις ντροπή,
ούτε σιωπή.

Υστερόγραφο: δε πιστεύω στη τύχη.
Όταν τα ψέματα πεθαίνουν, γεννιούνται ωραίοι στίχοι
και γλυκαίνουν το μίσος στους ιχνανθρώπους
ή τους πετάνε για πάντα μες στους πανέρημους τόπους.
Λόγια κρυμμένα μου, θρυμματισμένα μου
κάνατε απόσβεση σε όσα είχα μέσα μου.
Σύξυλη η μπέσα μου μπροστά στη βρώμικη ιστορία,
μύθος απέθαντος και ωμή αλληγορία.
Περιγελάστε με, δειλοί, ξεχάστε με,
πλέξτε με φιτίλι και ανάψτε με·
μέσα στην πλάνη σας ένα όνειρο ατόφιο θα εκραγεί
ζωής κραυγή και σε καλό να μου βγει.


http://www.youtube.com/watch?v=2ho4-lpihc4


ΕΞΩ ΑΠ' ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΜΑΣ



Γυρνάνε,
έξω απ’ την πόρτα μας οι μπάτσοι τριγυρνάνε, μάς ζητάνε.
Λυσσάνε
κρύψ’ τα βιβλία αν τα βρουν, θα μάς τραβάνε.
Χτυπάνε,
κι απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο κοιτάνε και ρωτάνε,
που να ‘ναι
αυτή η παράξενη σκιά που κυνηγάνε...


Πρώτη μου σύντομη διήγηση απ’ τα χρόνια της σιωπής
με τσιλιαδόρο τον αέρα στα ελλενίτ της σκεπής
τα καρακολια μαζεμένα στη γωνία με φακούς και λοστούς
η νύχτα θάρρευε όσους η μέρα είχε σκυφτούς,
τους κυνηγούς των πεποιθήσεων,
τις μπασκίνες των μετέπειτα εδώ κυβερνήσεων.
Λοιπόν, θυμάμαι το βλέμμα προς την πόρτα του παππού μου,
εγώ να κάνω πως θυμάμαι να ‘χω και το νου μου.
Από δίπλα η φασαρία, κάποιον χτυπάγανε
είχαν γορτή πριν εκεί και τραγουδάγανε.
Βρήκαν και κάτι βιβλία και τους μαζέψανε,
ίσως να βρήκαν τη σκιά που γυρεύανε,
για σίγουρα όμως χτύπησαν δίπλα και σε μας
ρίξαν φως από τις γρίλιες κι ένας φουκαράς
που είχε έναν φοίνικα φλαμπέ πάνω στην αγκράφα,
έσπρωξε την πόρτα, μεγάλη γκάφα.

Πρόσφατες εικόνες, βιονικά τα καρακόλια,
δημοκράτες οι άρπαγες και χημικά τα βόλια,
νεολογισμοί, αφορισμοί κι εξοστρακισμοί,
οι κάμερες πασχίζουν για του κράτους την τιμή.
Όμως τώρα τραγουδάμε όλοι ανενόχλητοι.
Χωριστά οι ξυπόλητοι, οι ρεφόρμες και οι απόλυτοι.
Μας την πέφτουν πάνω στο φεύγα στην τρεχάλα,
λίγο μπουντρούμι και digital κρεμάλα.
Τότε το κάθε μέρος είχε το ρουφιάνο του
τώρα που ο καθένας έχει από ένα μπάτσο πάνω του
κι αν χτυπάν την πόρτα όλα είναι βάση νόμου
δωρεάν η είσοδος στο σπίτι του τρόμου
πότε θα κάνει ξαστεριά πότε θα φλεβαρίσει
πότε ο σκιαγμένος τους φρουρός θα πυροβολήσει.
Παίρνει εκδίκηση ο φασίστας ο ευνούχος
τώρα ο μπάτσος είναι γείτονας μας κι αριστούχος.

Χτυπάνε,
η διαταγή είναι στο ψαχνό να μας χτυπάνε, κι όπως να ‘ναι
Βαράνε, για να ξορκίσουνε τον φόβο τους γελάνε.
Πετάνε,
τα χημικά που έχουνε λήξει μας κερνάνε, μας μεθάνε.
Ρουφιάνε,
μόνοι τους φτιάξαν τη σκιά που κυνηγάνε.


http://www.youtube.com/watch?v=6L1sSsOP2c4

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009

Ο ΚΕΝΟΣ ΤΙΤΛΟΣ ΜΕΤΑΚΟΜΙΖΕΙ

Ο ΚΕΝΟΣ ΤΙΤΛΟΣ ΜΕΤΑΚΟΜΙΖΕΙ


Αποφασίσαμε να μεταφερθούμε σε wordpress για καθαρά πρακτικούς λόγους. Συνεπώς η καινούργια διεύθυνση θα είναι η ακόλουθη:

https://moggolospolemistisvalkaniosagrotisoklonos.wordpress.com/

Η παρούσα διεύθυνση θα εξακολουθήσει να ανανεώνεται μέχρι το τέλος του έτους, και εν συνεχεία θα παραμείνει ‘στον αέρα’ ως αρχείο καθόσον ήταν αδύνατον να μεταφερθούν όλες οι αναρτήσεις στην καινούργια διεύθυνση.

Η καινούργια διεύθυνση θα λειτουργήσει δοκιμαστικά μέχρι το τέλος του έτους και θα καταστεί ενδεχομένως η κύρια διεύθυνση από τις αρχές του νέου έτους.

Αυτά.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Αφιέρωμα: Ελληνική Ποίηση 1977 – 1993

Η λίμνη των Ιωαννίνων παγωμένη (δεκαετία '20)


Μιχάλης Γκανάς

(1944)


Από τη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα (1989)


Γυάλινα Γιάννενα


I


Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά

κι ανάτελλε τα ζωντανά του,

καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,

αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην

οφθαλμού και κάστρα πατημένα.


Θα ‘ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,

στο χιόνι και στον άγριο καιρό

γυάλινα και μαλαματένια.

Κι όσο πήγαινε η μέρα,

σαν το βαπόρι σε καλά νερά,

είδα και μιναρέδες κι άκουσα

τα μπακίρια να βελάζουν.


II

στον Χρήστο Μπράβο


Μια τέτοια νύχτα, πριν από χρόνια,

κάποιος περπάτησε μόνος, δεν ξέρω πόσα

λασπωμένα χιλιόμετρα.

Νύχτα και συννεφιά χωρίς άστρα.

Ξημερώματα μπήκε στα Γιάννενα.


Στο πρώτο χάνι έφαγε, και κοιμήθηκε

τρία μερόνυχτα. Ξύπνησε απ’ το χιόνι

που έπεφτε μαλακά, στάθηκε στο παράθυρο

κι άκουγε τα κλαρίνα.

Πότε θαμπά και πότε δίπλα του,

όπως τα ‘φερνε ο άνεμος.

Κι άκουσε μετά τη φωνή

πεντακάθαρη, από κάπου κοντά,

σαν αλύχτημα και σαν να την έσφαζαν

τη γυναίκα κι ούτε καβγάς ούτε

τίποτε άλλο, χιόνιζε όλη νύχτα στα Γιάννενα.

Ξημερώματα πλήρωσε τι χρωστούσε

και γύρισε στο χωριό του.


Στα πενήντα του θα ‘τανε

με γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες

ανύπαντρες, χήρος τέσσερα χρόνια,

με τη μαύρη κάπα στις πλάτες,

και τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες

κανένας δεν το ‘μαθε.


III


Νερόμυλοι αλέθουνε σιτάρι, καλαμπόκι

μαύρο, η μνήμη του χλοΐζει ονόματα

και τόπους, μα δεν ακούει τον άνεμο

κι ας τρέμει, ας κυματίζει το χορτάρι

κι όταν μιλάει τα λόγια χάνονται

σε χαραμάδες και χαλίκια του κορμιού του,

μα να την μια γυναίκα τώρα,

που λέει τ’ όνομά του δυο και τρεις φορές

μ’ ανθρώπινη λαλίτσα.


Θάνατε μη τον κατατρέχεις άλλο

κι εσύ ζωή μη του γεμίζεις άμμο

τις ραφές των ρούχων του και τα ρουθούνια,

κατέβηκε από ψηλά βουνά και νάτος τώρα

πάνω στο δίσκο της αγάπης,

που θα τον κάνει μια μπουκιά,

στη φυλλωσιά της θα τον κρύψει,

πως κρύβει δέντρο το πουλί.


IV

στον Φίλιππο Βλάχο


Θολό ξημέρωμα, σοκάκια και σκυλιά

δεμένα, μα στον αέρα κάτι απ’ τα μαλλιά της,

που τα ‘λουζε το Σάββατο βράδυ μοσχοσάπουνο.

Απέστρεφε τα μάτια ο Παντοκράτορας

απ’ τα πλεούμενα της λίμνης να τη δει

και τότε σήμαιναν οι Χριστιανοί στις εκκλησιές.


Φυσάει το Μιτσικέλι κι οι ντάπιες

πέφτουν μία μία στα χέρια των εχθρών,

μα ποιων εχθρών που νάτος

φάνηκε ο εισπράκτορας με γκρίζο αμπέχωνο,

με βήχα και τσιγάρο,

βρίζει τον οδηγό και τους τουρίστες,

τον Ρόβα πέρα στη Βλαχιά.


V

Σ’ ακούω που περνάς τα μεσημέρια

αλάτι κουβαλώντας νοτισμένο

κι όπως χτυπούν τα πέταλα στις πέτρες,

μυρίζει θειάφι ο πικρός αέρας.


Σ’ ακούω που περνάς τους λαβωμένους

με τις πληγές τους σταυρωτά στο στήθος,

δεμένους με τριχιές κι άλλους με σύρμα,

τον Κωσταντή στο ίδιο του το αίμα.


Σ’ ακούω τον όρθρο που οι παπάδες ψέλνουν,

Κι είναι βουβές στον ύπνο μου οι καμπάνες,

μ’ ένα ραβδί, τυφλός, να ζητιανεύεις

κι αχνίζει απ’ τα μαλλιά σου μαύρο αίμα.


Στους ουρανούς δεν πάει σαν το λιβάνι,

στα σύρματα κουρνιάζει, στις κολόνες,

γκρίζο πουλί με κόκκινα ποδάρια,

που κρυφακούει τα φοβερά μαντάτα.


VI


Παράκτια πολυβολεία να βαρούν τη θάλασσα,

μόνος εγώ με τα μποστάνια πίσω μου

και τα βουνά βραδυφλεγή κι απύθμενα.

Φτέρνα που τα πατεί, βρυσούλα που τα βρέχει

και το ντουφέκι ύπουλο σαν ερπετό

τ’ ακούς εδώ τ’ ακούς πιο πέρα,

κλείνουν σπίτια μαυροφορούν γυναίκες,

κατηφορίζουν τα χωριά για το ποτάμι.

Οι κέδροι ψύχουν τον ορίζοντα,

πέφτει χαλάζι, πέφτει βαρύς

ο ουρανός στους ώμους,

που ξαποσταίνει το γαλάζιο, που μοιράζεται.


Το λίγο στο μυρμήγκι

το πολύ στον τζίτζικα,

οι ρώγες του στα θεοπούλια.


Ας πάει κι άλλο αυτό το τσέρκι,

θα παίξει θα νυστάξει το παιδί,

χωρίς το φύλακα άγγελο

θα τριγυρνά στη νύχτα.

Κι αν θα βρεθεί γυναίκα να του φέγγει.

VII

Τον ξέρω αυτό τον τόπο,

ξαναπέρασα παιδί με το πουλάρι μου.

Έ χουν αλλάξει όλα

κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό.


Ξαπλώνω στο ψηλό χορτάρι,

άνοιξη και βροχή, δεν κλαίω.

Ας ξαναπέσουν όλα

στην πράσινη βουβή αγκαλιά.

Γυρίζω μπρούμυτα κι ακούω

Το καπάκι τ’ ουρανού που κλείνει.


Σ’ αυτή την κιβωτό

Είμαι το είδος δίχως ταίρι.


Χριστουγεννιάτικη ιστορία


Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.


Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.


Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.


Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται.
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάνης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.


Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.


Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα…

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
στις πλάτες του ν’ αχνίζει.


Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
πως είναι πεθαμένη.


Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε
να παρηγορηθούνε.



Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Αφιέρωμα: Ελληνική Ποίηση 1952 - 1974 (Επόμετρο ΙΙΙ)

Francisco José de Goya y Lucientes, El perro (1820-23)


Τάσος Λειβαδίτης



Από τη συλλογή


Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΗΡΟΠΗΓΙΟ

(1975)



Ε'


ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ, Κύριε, να μιλώ, στερεωμένος με σύρματα μέσα στην τεφροδόχη, να παραδίνομαι χωρίς να μου το ζητούν. Και μόνο οι νεκροί μπορούν ν’ αντέξουν τόση αφθονία πραγμάτων αφού πια δεν τα χρειάζονται – βήχοντας από φθόνο, με μισό πανωφόρι, καφετί, σαν τα τραίνα της θείας Ελένης, τις νύχτες ακούγαμε τις πυροσβεστικές αντλίες που έτρεχαν δαιμονισμένα, πολλοί είχαν μαγκωθεί ανάμεσα σε τόσα απλά πράγματα και πέθαιναν αβοήθητοι, άλλοι είχαν καρατομηθεί καθώς έσκυβαν να βρούνε τα παπούτσια τους έναν ολόκληρο χρόνο, μάλιστα, ήμουν ανήσυχος για μια φτωχή αλατιέρα, μαύρη απ’ τη λίγδα ή τα κακά προαισθήματα, «τι να κάνουμε, Ιλιούσα», λέω, και ρίχνω ένα σάλι στους ώμους μου, τάχα πως δεν έγινε κανένα έγκλημα εδώ, τόσο μοναχός ώστε ν’ αντισταθώ στον πειρασμό να βγάλω απ’ την τσέπη μου τέσσερις ή δώδεκα άμαξες, τόσο άγνωστος για να με βρουν και να μου τις πάρουν πίσω.


Φορτηγά γεμάτα καταδίκους διάβαιναν τραντάζοντας τη γέφυρα, γεγονότα παλιά ξεχασμένα στέκονταν στις γωνιές, σαν τους μονόφθαλμους έξω απ’ τα φαρμακεία – ποιος πρόδωσε; ποιος μπήκε στο λεωφορείο; ποιος δεν ξέχασε! Όλα συγκεχυμένα, με μόνο τον αλέκτορα να θυμάται κάθε πρωί την καταστροφή που αρχίζει. Κι όταν με φωνάζουν, γυρίζω απλώς από κακία διαιωνίζοντας την ψευδαίσθησή τους.


Θυμάμαι, μια νύχτα, περπατούσα στους έρημους δρόμους – φυσικά, όλα τέλειωσαν στο αστυνομικό τμήμα, παρ’ όλο το κρύο, γιατί στο κακόβουλο εστιατόριο που μπήκα να πιω μια ζεστή σούπα, όταν ήρθε η στιγμή να πληρώσω, έβγαλα απ’ την τσέπη μου την άδεια κουβαρίστρα της μητέρας – ενώ έπρεπε να μου δώσουν και ρέστα οι άθλιοι!


Παλιοί καλοί μου σύντροφοι, θαμμένοι πρόχειρα, σαν να ‘ταν να τη βγάλει κανείς για ένα βράδυ, ο Ηλίας «ο νερόβραστος», ο Θωμάς με την κλεμμένη γούνα κι ο δύστυχος ο «Αμήν», θρησκόληπτος, όταν ξεψύχησε, κάτσαμε πλάι του, το παντελόνι του φούσκωνε απ’ τη βαριά βουβωνοκήλη, ο δύστυχος ο Αμήν είχε να δει γυναίκα απ’ τον καιρό των πρωτοπλάστων – σύντροφοι καλοί μου, φύγατε τόσο απλά, σαν τον αγράμματο χωρικό που λέει ένα ακατάληπτο Πάτερ ημών κι όμως ο καπνός ανεβαίνει.


Η αληθινή ζωή μας, σκέφτομαι καμιά φορά, παίζεται πίσω απ’ τον τοίχο και το έγκλημα ήταν από καιρό προμελετημένο – δεν έλειπε ούτε η υπόσχεση, ούτε ο χλωμός νοικάρης, ούτε ο άφωνος δρόμος με τα κλειστά μαγαζιά, δυστυχισμένος κόσμος, δε θα μάθει ποτέ τι έγραφε αυτή η πανάρχαια χαμένη σφραγίδα και πως μια ομπρέλα είναι κι εκείνη ένα φάντασμα που δε συγχωρεί.


Φίλοι μου, που νύχτες ολάκερες μιλούσαμε για τις τύχες του κόσμου, ανάμεσα στις μικρές παύσεις της συνομιλίας μας ήταν, ίσως, ό,τι κληροδοτήσαμε στους άλλους – ακατόρθωτο για να επιζήσει, και τόσο οικείο ώστε να προσπερνάς χωρίς να το βλέπεις, σχεδόν.


Έτσι πέρασαν πολλά χρόνια. Οι άρρωστοι περίμεναν ν’ ανοίξει το παλιό ξυλουργείο, εγώ προτιμούσα ν’ ανεβαίνω στη σοφίτα, εκεί έμενε ο τυφλός με τους σπάγκους ενώ κάτω οι ένοικοι φαντάζονταν πως ζουν. «Θα σου καθίσω», έλεγε η άσχημη γυναίκα, «αλλά βάλε μου μια πετσέτα στο πρόσωπο», σκοτεινή, αδιαπέραστη, υγρή όλη από πάνω ως κάτω σαν ένα μεγάλο νόημα, κι όταν ο Χρυσόστομος βρόμισε απ’ τη γάγγραινα, εκείνη στάθηκε στην πόρτα κι έδιωχνε τα σκυλιά – μια νύχτα, μάλιστα, αλλά τι να τους απαντήσεις, «ληστές», φώναξα, κόσμος πηγαινόρχονταν, έκλαιγαν ή έβαζαν στοιχήματα αφού υπάρχει πάντα ένα μαύρο άλογο εκεί που δε βλέπεις τίποτα, και το αλκοόλ έχει κι εκείνο την πέτρινη φτερούγα του.


Α, ήταν μεγάλες εκείνες οι μέρες, τα πλήθη τρέχανε στους δρόμους, η εξέγερση έριχνε πάνω απ’ την πόλη μια σκάλα, σαν την προσευχή, μέρες σαν ένας λαός από κεριά σκορπισμένα κάτω στην άσφαλτο κι εμείς που ζήσαμε δεν έχουμε τώρα τα σπίρτα παρά μόνο για τα τσιγάρα μας.


Θυμάμαι εκείνον τον φτωχό ανθρωπάκο στη γωνιά, κρατούσε ένα πτυελοδοχείο πάνω στο πρόσωπό του για να πηγαίνει άδολος κι οι υπνοβάτες περπατούν στην άκρη της στέγης, χωρίς να πέφτουν, αφού άλλος κρατάει το λογαριασμό. Σαν τα πουλιά που είναι εχέμυθα για να μας σκοτώνουν καλύτερα.


Όλα τόσο απίθανα, Θεέ μου: σαν μια πέτρα δίχως μυστήριο ή σαν αυτόν που ξαναβρίσκει το χαμένο νόμισμα μες στον σπαταλημένο καιρό. Οι ταξιδιώτες κρατούν λίγα λουλούδια στις βιαστικές κηδείες των σταθμών, ενώ οι ζητιάνοι τρέχουν, για λίγες δεκάρες, πίσω από ξεχειλισμένα ρούχα. Ω, αν είχα δικό μου ένα μόνο τηλεφωνικό θάλαμο ή μια πιο καθαρή οδοντοστοιχία, ίσως τότε πολλά εγκλήματα θα ‘χαν αποφευχθεί, ή έστω επισημανθεί εγκαίρως. Τ’ άλλα θα μείνουν άγνωστα – σαν ένα άξαφνο κουδούνισμα από κάποιον που ‘χει κιόλας απομακρυνθεί μια μυρωδιά θαμπή που χάθηκε πριν προλάβεις να θυμηθείς, λίγος αχνός απ’ το παιδικό τσάι που τόσες θεομηνίες δεν μπόρεσαν να τον σκορπίσουν ακόμα.


Ω, αν είχα τη δύναμη, θα έφτιαχνα ένα χέρι στο δρόμο για τους τυφλούς ή εύκολα αινίγματα για τους κουρασμένους, θα έφτιαχνα ένα φλύαρο κοιμητήρι που να μας διηγιέται το βράδυ τα παλιά ή θ’ αέριζα τα σεντόνια όπως σ’ ένα ναυάγιο. Είμαι, λοιπόν, ξεγραμμένος σαν το θαύμα που κάνει ακόμα πιο αβέβαιη τη ζωή…