Παρασκευή 4 Απριλίου 2008

Χρυσή Καρπαθιωτάκη, από τις Ιστορίες Μιας Εβδομάδας


Egon Schiele (1890 – 1918), The Embrace (1917)


Προσδοκίες

Συντηρούμαι από την τρυφερότητα των αδέσποτων σκύλων· αυτοί, ανυποψίαστοι μέσα στην τόση ελευθερία τους, με νιώθουν. Κατά τ’ άλλα η παρουσία μου είναι καθ’ όλα αμφισβητούμενη – κι όταν ο κόσμος δείχνει έτσι απροκάλυπτα πως δεν σ’ έχει ανάγκη, ακόμα και μια τρύπα στο έδαφος φαντάζει φιλικότερη. Είναι, βλέπετε, φορές που κάθε φιλοδοξία σ εγκαταλείπει· μια συναισθηματική κατάσταση που προσβάλλει πρωτίστως το ευαίσθητο είδος των ιδεολόγων ή, τέλος πάντων, τη μερίδα εκείνη των ανθρώπων που εξακολουθεί, με πείσμα θαρρείς παιδιάστικο, να προσδοκεί καλύτερες μέρες και τα συναφή. Εγώ ομολογώ πως ποτέ δεν ξεκαθάρισα μέσα μου την έννοια της «καλύτερης μέρας», τυγχάνω ωστόσο λάτρις συνειδητοποιημένη της προσδοκίας κι έτσι, καταχρηστικά έστω, θα μπορούσε κανείς να με κατατάξει στην ανωτέρω κατηγορία. Κι όσο κι αν είναι ανόητο να θεωρώ «προσδοκία» την τρεμάμενη ελπίδα γι’ ανταπόκριση σ’ αισθήματα εντελώς ιδιόρυθμα κι αμφίβολα, σαν τα δικά μου, εγώ επιμένω, μαζοχιστικά ίσως προσβλέποντας στην επόμενη, λόγω διάψευσης, συντριβή μου. Κάπως έτσι συμβαίνει με το μελαχρινό αγόρι του πρωινού λεωφορείου· τίποτα άλλο γι αυτόν δεν γνωρίζω παρά πως φορά συνήθως ένα πράσινο πουλόβερ και συνταξιδεύουμε κάθε Δευτέρα. Αυτά τα λίγα λεπτά, βδομάδα τη βδομάδα, ο ελάχιστος χρόνος που τα δρομολόγια μας συμπίπτουν, είναι ένας από τους λόγους που συνεχίζω να υπάρχω, περιμένοντας τον ερχομό της εξαιρετικής εκείνης Δευτέρας που θα στρέψει το κεφάλι και θα μ’ ανακαλύψει, μισοκρυμμένη πίσω από τους ώμους των επιβατών, με ηδονή ν’ αναπνέω τον ίδιο αέρα μαζί του. Τότε βεβαίως, μια ταραχή πρωτόγνωρη θα τον κυριέψει, και παραβλέποντας τον προορισμό του θ’ αποβιβαστεί μαζί μου (αφήνοντας, όπως μ’ αρέσει να φαντάζομαι, τη νεαρή καθηγήτρια του πιάνου άπρακτη να περιμένει μπροστά στα πλήκτρα, ανησυχώντας για την αργοπορία του αγαπημένου μαθητή)· τα σενάρια της συνέχειας; ω, αυτά σαφώς ποικίλλουν. Τώρα, το πιθανότερο είναι πως όλα τούτα ποτέ δεν θα συμβούν, άλλωστε καθόλου δεν είμαι σίγουρη πως το αγόρι παίζει πράγματι πιάνο. Εξάλλου, θα ήταν τόσο απίθανο να με προσέξει, όταν ο ίδιος ο ελεγκτής παραλείπει να μου ζητήσει το εισιτήριο, κι η σπιτονοικοκυρά μου κρέμασε – πάει ένας μήνας τώρα – στο μπαλκόνι μου ένα χρωματιστό ενοικιάζεται. Η μάνα πάλι, όταν χτυπάω το κουδούνι της, μονολογεί πως παραλογίζεται. Και μόνο εγώ, ως φαίνεται, δεν μπορώ ν’ απαλλαγώ από την προσδοκία.

Το ραντεβού της Κυριακής

Οι Κυριακές είναι συνήθως ημέρες μαγικές. Κι εγώ, από μικρή έχοντας υποψιαστεί τις τρομακτικές τους αυτές ιδιότητες, έπαιρνα πάντοτε τα μέτρα μου: πατζούρια και τζάμια ερμητικά κλειστά, αθόρυβες κινήσεις, και το τηλέφωνο καλού-κακού κατεβασμένο. Έτρεμα, βλέπεις, μη μ’ ανακαλύψει το θαύμα – δεν ήμουν για κάτι τέτοιο προορισμένη, κι οι προσδοκίες μου άλλωστε ήταν τόσο μα τόσο ευτελείς. Όπως και να ‘χει, μέσα στο σπίτι ένιωθα προστατευμένη, τρύπωνα κάτω απ’ το κρεβάτι και με τ’ αυτί κολλημένο στο ξύλινο πάτωμα άκουγα τις σανίδες να τρίζουν, μέχρι που βράδιαζε. Από το σούρουπο και μέχρι να ξημερώσει τ’ άλλο πρωί, σταματούσα και ν’ αναπνέω: τώρα, σκεφτόμουν, τώρα θα προσπαθήσουν να με πιάσουν απροετοίμαστη. Έτσι περίπου την έβγαζα καθαρή χρόνια και χρόνια, την μια Κυριακή μετά την άλλη, κι είχα αρχίσει σχεδόν να αισθάνομαι μια κάποιαν ασφάλεια, ίσως τελικά να τα παράτησαν με την πάρτη μου, έλεγα, τόσο ανεπίδεκτη αφού αποδείχτηκα οποιασδήποτε σωτηρίας. Η παγίδα, ωστόσο, ήταν καλοστημένη· από μιαν ελάχιστη τρυπούλα στον τοίχο σερνόταν, βδομάδα τη βδομάδα, μικρά μικρά κομματάκια το θαύμα καταλαμβάνοντας όλο και περισσότερο ζωτικό χώρο. Αφελής όντας, δεν μπόρεσα αρχικά να εξηγήσω την αιτία της ανησυχίας μου – κι ας είχε γεμίσει το πάτωμα χαραγματιές. Όταν επιτέλους κατάλαβα, την τελευταία εκείνη Κυριακή, ήταν πια πολύ αργά· μάταια εντελώς κάρφωσα σανίδες στα παράθυρα, το θαύμα είχε εισχωρήσει θριαμβευτικά στο διαμέρισμα κι εγώ, απροστάτευτη όσο κι απελπισμένη, μπορούσα μονάχα να συνθηκολογήσω. Πειθήνια λούστηκα, φόρεσα το κραγιόν μου, το καλό μου λευκό φουστάνι και, με την ήρεμη παραίτηση των οριστικά ηττημένων, κάθισα στη κουζίνα περιμένοντας το τηλεφώνημα. Παράξενο, το πώς αυτές τις τελευταίες στιγμές με είχε εγκαταλείψει ο πανικός· μονάχα μια βαθιά κουρασμένη θλίψη μπορούσα να αισθανθώ, και μιαν αόριστη μελαγχολία στη σκέψη της ζωής που, σύντομα, αμετάκλητα θα έχανα. Δέκα λεπτά περίπου αργότερα, το κουδούνισμα αντήχησε στο χωλ, ανίκανο ακόμη και να μ’ ανατριχιάσει, τόσο προβλέψιμο που ήταν. Και, αλίμονο, η άγνωστη φωνή στο ακουστικό μου ήταν κιόλας τόσο οικεία – όσο για το σύντομο μήνυμα, αυτό πια το γνώριζα από πριν με βεβαιότητα: στις πέντε το απόγευμα θα με περίμενες στην πλατεία, μπροστά ακριβώς απ’ το καινούργιο ζαχαροπλαστείο, για την πρώτη μας συνάντηση.


Η Χρυσή Καρπαθιωτάκη γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Οι Ιστορίες μια εβδομάδας δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Πλανόδιον (τ. 38, Ιούνης 2005).

Δεν υπάρχουν σχόλια: