Τρίτη 1 Απριλίου 2008

Ζ. Δ. Αϊναλής, από τη συλλογή Αστική Γεωγραφία


Käthe Kollwitz (1867 - 1945), Bewaffnung in einem Gewölbe (1906)

Ενύπνιο

Αν μια στιγμή σταματήσεις να κατουρήσεις στην άκρη του δρόμου πίσω από το κατσιασμένο δεντράκι σαν τον κλέφτη γύρω γύρω κοιτάζοντας μέσα στην νύχτα του χειμώνα τότε πρόσεξε τον ήχο που έρχεται το διερχόμενο μηχανάκι πάνω τον άνθρωπο κόκκινη μάσκα στο πρόσωπο μίσχο στα χέρια φέρνει δώρο βίαιο θάνατο μεθυσμένη σιωπή τριγύρω ουρανός και το χιόνι που πέφτει πυκνό να σκεπάζει το πτώμα σου


Πολλές Φορές Μέσα Στη Νύχτα

Πολλές φορές μέσα στη νύχτα ακούς τους ήχους που περιμένεις ν’ ακούσεις αυτή βέβαια είναι μια κατάσταση εντελώς φανταστική σαν τις πληγές στο σώμα των δέντρων όμως από κάπου πρέπει να ξεκινάει κανείς τις νύχτες κραυγές ηδονής γνώριμοι ήχοι οι σούστες που τρίζουν άγνωστων κρεβατιών κάπου στο βάθος ανοίγει μια βρύση κάποιο σώμα με μαθηματική ακρίβεια διεισδύει στο νερό αυτή η πόλη δονείται τις νύχτες οι μόνες στιγμές που θα μπορούσε να ζει εναγκαλισμένα πτώματα ανεκπλήρωτων εραστών μετεωρίζονται στον αέρα στιγμές δανεικές τα φώτα διπλώνουν συζευγμένες αναπνοές όλην νύχτα σαρώνουν τα σκουπιδιάρικα τα σκουπίδια κι εκείνο το ασώματο νυχτικό που κάποτε βρήκα κρεμασμένο σε όμορα σύρματα ηλεκτροφόρα κρυφά το κράτησα γέρας παρηγοριά σιωπηλή συντροφιά να σφουγγίζω τις νύχτες έκνομα δάκρυα θύοντας σε μικρά ματοβαμμένα εδώλια μοναξιάς κάτω απ’ το μειδίαμα περιπαικτικό των αγγέλων


Απόφαση

Κι έτσι όπως δεν μπορούσε κανείς να εξαφανίσει τη θλίψη μου τίποτα είπα κι εγώ να εξαφανίσω για λίγο τον εαυτό μου έτσι τρύπωσα στην πρώτη κηδεία που βρέθηκε μπροστά μου στο πρώτο άδειο φέρετρο αθέατος στην πιο παράμερη γωνιά της πομπής εκατοντάδες άνθρωποι το μεσημέρι ένας ήλιος έκαιγε κατακόρυφα όσο με θάβανε ζωντανοί ζωντανό σε κάποιου άλλου τη θέση τώρα τόσα χρόνια νεκρός περιμένω στο τάφο μου κάποιο σύνθημα εναγώνια ακούγοντας τους χειμώνες μονότονη μουσική το ψίθυρο της βροχής


Ιστορία #1

Ήταν πια καταδικασμένος οι μέρες της χάριτος είχαν πλέον παρέλθει τελειωτικά που γυρεύαμε λίγο φως τους χειμώνες ελπίζοντας ακόμη με τ’ άλλα παιδιά και το κατάλαβε αμέσως με το που σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι του τουρτουρίζοντας απ’ την παγωνιά όχι που είχαν μεσολαβήσει τίποτε δραματικές μεταπτώσεις του κλίματος ή ανακατατάξεις της σύστασης των συστατικών του αιθέρος οι αστερισμοί λάμπαν τέτοια ώρα ξεψυχισμένα λάμπανε πάντως πάντα στην ίδια πανάρχαιη θέση που τους είχαν ορίσει η Άρκτος στην Άρκτο ο Υδροχόος στον Υδροχόο η Βερενίκη στη Βερενίκη διπλή το μόνο σημείο χειροπιαστό ήταν αυτό το πουλάκι που βρέθηκε στο μπαλκόνι του κρεμασμένο με σπασμένα φτερά είναι η πληρωμή μου που εγώ δεν ζητιάνεψα ποτές ήταν η εποχή της μεγάλης Υπερηφάνειας τότε παίρνανε με τα κάρα τα πτώματα σκασμένα και τα καίγανε άρον άρον στις χωματερές με τα πλαστικά μπουκαλάκια του νερού τάφοι ομαδικοί έπειτα ασβεστώματα κι άλλα ασβεστώματα ξανά και ξανά αιώνες ολόκληρους θάψανε τότε πολλούς κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο μια στιγμή να χωνέψει τη μοίρα του δεν μπορώ πλέον να περιφέρομαι μ’ αυτό το τσεκούρι μες την καρδιά το έβγαλε και το απόθεσε προσεκτικά στο γραφείο με τα υπόλοιπα αντικείμενα προσωπικά στυλό μολύβια χαρτιά έβγαλε ένα ένα τα ρούχα του μέχρι το τελευταίο γυμνός άνοιξε την πόρτα και βγήκε ανυπεράσπιστος στο εκτυφλωτικό φως του Δεκέμβρη ψυχρό κανείς μας δεν άκουσε έκτοτε να γίνεται λόγος γι αυτόν μονάχ’ ακουγόταν κάποτε ένα ράμφισμα παράξενο στο παράθυρο από κάποιο αθέατο πουλί κι εκείνο το μακρόσυρτο κλάμα παράπονο να ταράζει απ’ το φωταγωγό τις νύχτες την ησυχία μας


Ιστορία #2

Η γυναίκα γοργόνα είχε μια ελιά στα πλευρά πόσες νύχτες έναστρες πέρασα στη ταράτσα όσο κοιμότανε δίπλα μου το μικρό μαύρο στίγμα κοιτάζοντας σφηνωμένο στη σάρκα της μέσα βαθιά ψηλαφώντας τα καλοκαίρια δειλά με τα δάχτυλα την περιφέρεια μετατοπίζοντας τη γεύση της θάλασσας στάζαν αρμύρα στο φεγγαρόφως τα στήθη της γεμάτα βαριά η γυναίκα γοργόνα είχε φύκια αντί για μαλλιά χανότανε τα χαράματα σ’ άγνωστα μέρη μυστικά όταν επέστρεφε τα μάτια της χαμογελώντας πάντα παιδιάστικα πονηρά δεν φανερώναν ποτέ τα πιο κρυμμένα στο βάθος καλά σκοτεινά μυστικά δυο μάτια θλιμμένα μεγάλα γαλανά πόσες φορές στ’ απύθμενα βάθη τους δεν μέτρησα στα μάτια της τη δυστυχία του κόσμου ότι δεν την κάναν παρέα τ’ άλλα παιδιά πόσες νύχτες παρηγορώντας την της κράτησα ατέλειωτες ώρες τα χέρια μες την παλάμη μου χαϊδεύοντας τρυφερά κλαίγοντας κι οι δυο μια κοινή μοναξιά η γυναίκα γοργόνα είχε μια θάλασσα πάθη μες την καρδιά χάθηκε μια βραδιά δίχως προειδοποίηση ξαφνικά κάποιοι είπαν πως γύρισε πίσω σε υγρά βασίλεια μαγικά κάποιοι άλλοι χαμηλόφωνα στις γωνίες τις νύχτες συνωμοτικά στο φως ισχνό των δημόσιων φαναριών ψιθυρίζανε πως την βιάσαν ομαδικά χθόνια ξωτικά περάσαν τα χρόνια τη γυναίκα γοργόνα δεν θυμάται κανείς πια κάποιοι θα πουν πως δεν υπήρξε ποτέ κι αν ζει μες την ανάμνηση μου μονάχα εξακολουθεί πάντα μια δική της ζωή είναι που δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω πως χάθηκε δίχως να μάθει ποτέ πόσο την αγάπησε κάποιος άνδρας πολύ



Ο Ζ. Δ. Αϊναλής γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η γυναίκα γοργόνα ζεί, ή έχει πεθάνει; Συγχώρεσέ με για την αδιακρισία αλλά το πλαίσιο που έχει γραφτεί η ιστορία 2 μπορεί να αλλάξει τα πάντα ως προς το πώς το διαβάζω.

Le grand écrivain είπε...

An katalavaino kala to thema me ti ginaika gorgona einai an ipirche exarchis...