Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, Τα Άσματα


Oskar Kokoschka (1886-1980), Verkündigung, 1916


[ΑΣΜΑ 1]


Ένα αγόρι στο σκοτάδι

κάθεται και κλαίει.

Μαύρο χάδι στα μαλλιά του

ήσυχα του λέει:


μην το αίμα βιάζεσαι

να φύγεις απ’ τη γλώσσα·

στόμα κοινό: κόκαλο,

δύο σειρές δόντια·


κι αργός

επίμονος συλλαβισμός

όταν μαθαίνεις λέξεις, όπως

«έρεβος», «νεκρός».



[ΑΣΜΑ 2]


«[…] κι αυτός που δεν θα εργαστεί, δεν θα φάει·»

στάθηκε τότε η φωνή του: στήθος σκοτάδι τρίζοντας

και πάσχοντας ανάσα.

Σήκωσα βλέμμα στη μορφή του: προς τα πάνω κυρτές

μαύρες γραμμές το μέτωπο να ματώνει

και γκρεμισμένα μάτια του στην μέσα ακινησία

γαλάζια, κόκκινα άπλωναν μερίσματα της φλέβας:

[μία λεπτή κόψη φωτός, που κατεργάστηκε ο χώρος·]

βραχνός έρημος ψίθυρος άνοιγε τώρα ο λόγος:

«και μόνο αυτός που έκαψε τα χέρια του στην πέτρα,

θ’ αξιωθεί το άγγιγμά του

και μόνο αυτός που μαύρους έδρεψε καρπούς το δέντρο

της ζωής του,

θα σπείρει κήπους. Αυτός που δεν θα εργαστεί, δεν θα φάει·

αλλά αυτός που θα εργαστεί, θα γεννήσει τον ίδιο του

τον πατέρα.»



[ΑΣΜΑ 3]


Έκτοτε η πόρτα υπηρετεί το νόημα της νυκτός·

κι όταν απότομα στον διάδρομο τα βήματα σιγούν,

φυσά μέσα απ’ το ξύλο της αέρας σκοτεινός.

[Σπεύδει ένας σφυγμός χτυπήματα στη μνήμη

κι ό,τι ρυτίδα του λευκού με παρουσία μοιάζει.]


Ρωτάς τι πλάσμα προσποιείται πέτρα.

Εδώ πρέπει το χέρι: με δάχτυλα κλεισμένα·

καθώς σηκώνεις το κερί, βαριά

τη φλόγα του στα σχήματα να ρίξει

και ν’ αποδώσει με σιωπή τον χώρο.


Βαθιά στον ύπνο στενάζει τρομαγμένη η ψυχή.


Βαθιά ο άνθρωπος σε κόκκινο σκοτάδι:

σκληρό και δίχως είδωλο παράδειγμα της ύλης.


[ΑΣΜΑ 4]


Αποβραδίς έπαιρνε πυρετός

έκαιγε πυρετός

λευκά τα μάτια σου

κι ένα κομμάτι στόμα

ανέπνεε ως το αίμα τα δόντια.

[Κι ακόμη: το χέρι

να σέρνει όση του δύναμη, να ψαύει

ό,τι του ξύλου έκταση

κι επιστροφή την ίδια κίνηση τη μία να υποφέρει.]

Κι ήταν το σώμα σου παιδί:

πέτρα που ξέχωσε με νύχια η βροχή

και ρίζα ερπετό την σκέπει˙ χώμα σιωπή

σκεφτόμουν και τους δρόμους

που σκάβει το σκουλήκι μες στον άνθρωπο.


[ΑΣΜΑ 5]


«Κανείς» ό,τι φωνή προσπάθησα˙

και βάδισα αργά τα βήματα

ως την προσκέφαλη όψη, όπου

πλατύ σκοτάδι του μετώπου

και μαύρες κάθετες γραμμές

κομματιασμένο στόμα.


Κάποτε πέτρα σκοτεινή

το φως μες στο νερό υπήρξε˙

[κι η λεπίδα αίμα φέγγει

την πληγή καταφυγή της]


κι’ όπως το χέρι σήκωσα

μια πέτρα δάχτυλα κλεισμένα,

κάτι εντός σου άνοιξε μάτια

στοχαστικά∙ και γύρω του:

μαύρη λευκή να κρέμεται

–από σκληρή κλωστή–

μια αράχνη φωτιά.


[ΑΣΜΑ 6]


Μα εκείνη η κακοραμμένη πληγή που υποδυόταν με μανία το στόμα σου, ανοίγοντας κάθε που τέντωνα απ’ την πόρτα τον λαιμό για να σε δω καλύτερα, σπαράσσοντας και χτυπώντας τη γλώσσα ως την άναρθρη κραυγή της, στέκεται ένα βήμα πίσω μου τώρα: κεφάλι μαύρης αντρικής φιγούρας που γέρνει προς το τζάμι αργά και ψιθυρίζει: σκοτείνιασες˙ γιατί; Σκέφτομαι ένα κόκκινο δέρμα στο χέρι. Έξω: μια πέτρα αυλή μιλάει με δέντρα εκτυφλωτικά την τιμωρία˙ κι ένα ξεδοντιασμένο στόμα δεν έχει δικαίωμα να κραυγάσει την πάσα αλήθεια;


[ΑΣΜΑ 7]


Ποιαν έρημο, πατέρα, υπάρχεις τώρα εντός μου;

Ό,τι πληγή: σκοτάδι αίμα παύει στο άνοιγμά της

και βαθιά της: ξεσπάζει μια νύχτα βοή.

Δεν βλέπω ρίζα: το μαύρο δέρμα του ερπετού

που κατορθώνει έναν κορμό κόκκινα φύλλα,

μάτια πουλιά και νύχια· ένα κομμένο χέρι φως

σφύζει ρωγμή την κάθετη εκφορά του

κι από τα δάχτυλά του δείχνει πώς

ψαύει την πέτρα μια αράχνη φωτιά:

ό,τι κινεί φρικτά το μέσα σχήμα του Θεός.



Ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος γεννήθηκε το 1980 στην Αθήνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: