Γιώργος Μπλάνας
Η ζωή κολυμπά σαν φάλαινα ανύποπτη πριν τη σφαγή, (1987)
Engraving, F. A. Olmsted, The Dying Whale
ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΜΙΑΝ ΑΠΛΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΙΟΥΝΗ ΒΛΕΠΕΙΣ
ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ.
Ξαφνικά σκοτεινιάζει. Έρχονται σύννεφα πυκνά νεκρόσημα
(σαν κάποιος να ’διωξε με το χέρι του σκόνη βουβή,
φωλιασμένη σε ξεκούρδιστη πιανόλα που παίζει αργά φούγκες
του Μπαχ) να σκεπάσουν την πονηρή εξουσία του φωτός. Ο
κόσμος μένει ένα στόμα ανοιχτό κι απ’ το σκοτάδι της έκπληξής
του μπαινοβγαίνουν σαν έντομα ανώφελα οι απορίες των
νεκρών.
ΣΗΜΕΡΑ Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΡΙΩΝ ΧΡΟΝΩΝ.
Η αγρύπνια, ο πόνος κι ακόμα: το πάθος, οι κραυγές του (αφού
δεν λέει ο χρόνος να σηκώσει το άτσαλό του πόδι απ’ την ουρά
του) χάντρες πολύχρωμες στη γυάλα της ζωής μου θα τις
σκορπίσει κάποτε ο γιος μου. Θα ’ναι νομίζω απόγευμα κι η
θάλασσα θα βγάζει βόλτα τους νεκρούς της μουρμουρίζοντας
μοτίβο του Περγκολέζε.
ΒΛΕΠΩ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΜΟΥ.
Μια πέτρα στη θάλασσα, δίχως δέντρα ή πουλιά πάνω στα
δέντρα μήτε ουρανούς στα μάτια των πουλιών. Μόνο μια πέτρα,
σαν φεγγάρι νεκρό πλάι σε χαμένα μαργαριτάρια. Η ψυχή μου:
τα μάτια μου κλεισμένα στο στρείδι του θανάτου μου.
ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ: ΕΓΩ.
Θα είναι εκεί. Κι όταν τα θρύψαλα της λιγοστής ζωής μου
ηχήσουν σαν κρύσταλλα κιτρινισμένα σε χαμένες αίθουσες
παράταιρων ονείρων -πέφτοντας στα καθαρά πλακάκια του
λουτρού εγώ, με την απελπισία της δύσκαμπτης σάρκας- θα με
κοιτάζει βουρκωμένος.
Θα είναι εκεί. Κι όταν ο άνεμος της δυστυχίας θα σαρώνει ό,τι
απέμεινε από μένα: οι γκρίνιες μου, τα όνειρά μου τ’ ανέκδοτα,
κουσούρικα ποιήματά μου -μπλεγμένος σ’ έναν δαίδαλο
χοντρών νοσοκόμων, σωλήνων, καθετήρων, εγώ, με το θράσος
μιας παράλογης κατάφασης για την ζωή- θα με κοιτάζει
δακρυσμένος.
Θα είναι εκεί. Κι όταν πια δεν θα μείνει απ’ την ασήμαντη
ζωή μου παρά δυο στάλες ιδρώτας στα μέτωπα των τελευταίων
συνοδών μου -βαρύς, σχεδόν ασήκωτος όπως πάντα εγώ,
γεμίζοντας το στεγνό μου στόμα με το χώμα που γέμισε τα
στόματα χιλιάδων άλλων πριν από μένα, το ίδιο ξερό, ασήμαντο
χώμα- θα με κοιτάζει με φρίκη.
Θα είναι εκεί. Μα ούτ’ ένας να του πιάσει το χέρι ούτ’ ένας να
σκεφτεί πόσο αφόρητα μοιάζει σ’ εκείνη την παλιά
φωτογραφία, όπου ο νεκρός πατέρας μου κρατά απ’ το χέρι τον
μικρό του γιο.
EIS AIONA TUI SUM O MEA VITA
Ό,τι έχει το χρώμα της θάλασσας σου μοιάζει. Ακολουθούν: τα
νησιά, με το πράσινο τρίχωμα των βράχων να σαλεύει στο βυθό,
οι ακρογιαλιές, πιο πέρα τα δέντρα βουβά στις ποδιές των
βουνών κι ακόμα μακρύτερα οι πόλεις ξαπλωμένες σαν γιγάντια
γατιά στις απλωσιές: δρόμοι, πλατείες, σπίτια, δωμάτια,
κρεβάτια, εσύ να κοιμάσαι μέσα σε θύελλες σεντονιών κι ο
ύπνος σου: διάφανο βότσαλο στο δέρμα των νερών.
http://www.vakxikon.gr/html/a__ideuiao.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου