Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008

Ακούω φωνές


Κανένας δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά. Ούτε καν ο ίδιος. Βέβαια αυτό είναι κάπως περίεργο γιατί εκείνος πάντα πίστευε το αντίθετο. Πως όλοι δηλαδή τον ‘παίρναν πολύ στα σοβαρά (εκτός απ’ τον ίδιο). Βέβαια αυτό είναι οπωσδήποτε αντιφατικό. Μα καλά πως του ήρθε τώρα στο μυαλό αυτή η σκέψη; Αυτό πια είναι τελείως παράδοξο. Απ’ το μυαλό του πέρασε η εικόνα μιας κυρίας αναποδογυρισμένης στο πάτωμα με στραμπουλιγμένο λαιμό ένας μεγάλος κύριος την όργωνε πρωκτικώς. Κατακόκκινη μια τρύπα να ερεθισμένη. Όχι, πρέπει να συγκεντρωθώ. Ξανάφερε στο μυαλό του τις ίδιες φράσεις με αντεστραμμένη σειρά προσπαθώντας να καταλάβει να επιστρέψει στον αρχικό συνειρμό. Η εικόνα με την κυρία και τον κύριο ξαναεμφανίστηκε. Παραιτήθηκε. Άνοιξε τα μάτια. Το πρώτο φως. Ένα άλογο με πράσινα πόδια πέρασε από μπροστά του. Στο παράθυρο κρεμόταν από μια ανεμόσκαλα ένας υαλοκαθαριστής. Ταλαντευόταν σαν εκκρεμές ορθή γωνία τα πόδια κούκος που δραπετεύει στις δώδεκα. Αιφνίδια τα πουλιά ξανακούστηκαν μέσα από τη σιωπή. Πως γίνεται να ξεχνάμε τα πουλιά; Πως γίνεται να ξεχνάμε τον ήχο; Σκάβοντας τον εγκέφαλο πως γίνεται να ξεχνάμε τον ήχο; Άκουσε το πρώτο πρωινό τραμ να περνά και να χάνεται. Δύο μωρά νεκρά βουβά αγκαλιασμένα σε μια μπανιέρα ηλεκτροπληξία την θερμοφόρα να ουρλιάζουνε ο πατέρας αποσβολωμένος η μητέρα αλαλάζει. Αυτό τον τελευταίο καιρό αισθανόταν λιγάκι μπερδεμένος. Δηλαδή έτσι έλεγε στους άλλους ότι δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει στη ζωή του. Ωστόσο ο ίδιος ήξερε καλά πως κατά βάθος δεν ήταν καθόλου μπερδεμένος. Σκέφτηκε πως αν για κάποιο παράξενο λόγο θα ήταν αδύνατο να πει ψέματα να κρυφτεί να αποκρύψει και τον ρωτούσε κάποιος να απαντήσει ειλικρινά τι θα ήθελε να κάνει στη ζωή του τότε οι επιθυμίες του θα αποκαλύπτονταν μονομιάς υπερβολικά απλές. Τόσο απλές που καταντούσαν ανέφικτες. Να είναι περιτριγυρισμένος ανθρώπους που τους αγαπά και τον αγαπούν να πίνουν να τρων να γελάν να χορεύουν να τραγουδάνε να μην δουλεύουν ο ίδιος δεν αισθάνθηκε ποτέ αυτήν τη σεσημασμένα επιτακτική αναγκαιότητα της εργασίας να κάνουν τον έρωτα τριγύρω του χιλιάδες γυναίκες ελκυστικές και παράφορες. Αν αυτό είναι δυνατόν κι από μια κάθε μέρα για όλες τις μέρες της ζωής του. Τίποτ’ άλλο. Τόσο απλά. Αλλά πάλι σκέφτηκε πως ίσως αυτά να τα θέλει τώρα αλλά άμα πάλι τα είχε δια μακρόν μπορεί ίσως τότε και καθόλου να μην τα ήθελε μπορεί τότε να δήλωνε δηλαδή εθελοντής από ανία να πάει να δουλεύει εργάτης στα ορυχεία χρυσού στην Παροικία του Άρη. Παρεμπιπτόντως σήμερα διάβαζα στην εφημερίδα πως τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια δεν έχουνε βρει ούτε μια νέα φλέβα χρυσού στην Παροικία και πως αν συνεχιστεί λέει αυτή η κατάσταση σε εβδομήντα χρόνια η Παροικία θα αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα αποθεματικού ευγενών μετάλλων. Χεστήκαμε. Σιγά μην ζούμε μετά από εβδομήντα χρόνια. Κάποιος του χτύπησε την πόρτα; Από πού ακούστηκε αυτή η φωνή;


4 σχόλια:

Saturnos είπε...

Είναι ψυχρό διάβαζμα το κείμενο αυτό (σαν τα ζώδια δλδ) ή να υποθέσω μόνο εγώ ταυτίζομαι;

Ανώνυμος είπε...

Αν μου επιτρέπεται το ύφος σας μου θυμίζει ένα μεγάλο συγγραφέα και προφήτη συνάμα. Χάνει λίγο η ιστορία σας βέβαια αν συγκριθεί με τα ζοφερά έργα Εκείνου. Έχετε καταλάβει οτι εννοώ τον κ.Dimitris. Άκουσα μια ιστορία ότι χάθηκε στο μαύρο Δάσος μισότρελλος. Κάποιος άλλος υποστήριξε ότι ξεκίνησε να βρει τον Abaddon στους πρόποδες του τρομερού Ερέβους της Ανταρκτικής.

Φιλικά,
Ένας Αναγνώστης

Le grand écrivain είπε...

Προφανώς ταυτίζεται κι ο γράφων, Satourne... αν κι υποθέτω πως όλο και κάποιοι ακόμα θε να ταυτίζονται... ύπουλη, διαβρωτική αγωνία... το σταδιακό θρυμμάτισμα της συνοχής του όντος...

http://uk.youtube.com/watch?v=y0G9h1SYaso

Le grand écrivain είπε...

Είμαι υποχρεωμένος να συμφωνήσω Αναγνώστη... άγνωστοι οι δρόμοι που διάβηκε ο συγγραφεύς, ο προφητάναξ, ο -πάνω απ' όλα - κύριος Dimitris...