Γιώργος Θέμελης
ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ
(1953)
Αναζήτηση
Δεν θ' ακουστούν τα βήματά μας σε συνάντηση.
Σα να ‘χουμε χάσει τον εαυτό μας και τον γυρεύουμε
Σε δρόμους που περάσαμε, σε κατοικίες που διανυκτερεύσαμε.
Σα να γυρίζουμε απ' έξω κι ανάβουμε το φως
Και μιλούμε, όπως μιλούσαμε, βηματίζουμε,
Ή στεκόμαστε ν' αφουγκραστούμε κάποιο θόρυβο.
Είμαστε θόρυβοι και θορυβούμε.
Είμαστε μικρά φτερά και χτυπούμε στον άνεμο.
Αγγίζουμε ο ένας τον άλλο και σωπαίνουμε ώρα πολλή
Σκύβοντας μέσα στα πρόσωπά μας να γνωριστούμε.
Η γνωριμία μας είναι μια μυστική υπόθεση που δεν τελειώνει.
Έρχεται σιγά σιγά ο ύπνος και μας τυλίγει.
Τα πρόσωπα που γνωρίσαμε, τα πράγματα που αγγίξαμε,
Φυσιογνωμίες, συναπαντήματα, χαμένες αστραπές,
Η γη που σπιθοβολούσε στην καρδιά μας,
Μπαίνουν μες στη γυμνή ψυχή μας, τη μοιράζονται.
Δεν ξέρω, αν είναι ο άνεμος που σηκώσαμε,
Που τον γεμίσαμε με τη μικρή βοή μας και μας θρηνεί
Στους δρόμους που περάσαμε, στις κατοικίες που διανυκτερεύσαμε.
Δεν ξέρω αν είναι χιόνι που έρχεται να μας σκεπάση.
(Πού θα βρεθούμε το πρωί, σαν θα σημάνουν οι καμπάνες).
Ερημία
Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα
Απ' όπου περάσης νύχτα, ακούς σαν ένα ψίθυρο
Να βγαίνη από τους δρόμους που δεν πάτησες,
Από τα σπίτια που δεν επισκέφθηκες,
Απ' τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
Απ' τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιης νερό,
Από τα πλοία που δεν ταξίδεψες.
Έξω από μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν γνωρίσαμε.
Ο άνεμος περνά από δάση αφανισμένα.
Πεθαίνουν τα ζώα από ανωνυμία και τα πουλιά από σιωπή.
Τα σώματα πεθαίνουν σιγά-σιγά από εγκατάλειψη.
Μαζί με τα παλιά μας φορέματα μες στα σεντούκια.
Πεθαίνουν τα χέρια, που δεν αγγίσαμε, από μοναξιά.
Τα όνειρα που δεν είδαμε, από στέρηση φωτός.
Έξω από μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.
Θεσσαλονίκη
Ι. Τοπίο
Πολιτεία καταχωμένη σε συσσωρεύσεις,
Πολιτεία διάφωτη σα μες στη νύχτα,
Μεταφυσική, ανυπόστατη, αμφιβολία.
Μες στην αφή, στα πράγματα, είν' ένας ουρανός.
Μες στην υπόσχεση, στα όνειρα, είν' ένας δεύτερος.
Ο άλλος μυστικός, απρόσιτος, σαν τους Αγίους.
Μπορούμε να τον υποκαταστήσουμε
Με κείνο το γαλάζιο στις παλιές εικόνες,
Ή μ' ένα σύμβολο διαστατό - ένα πρόσωπο,
Μονάχο, ανακλώμενο σ' ερήμους από φως.
Οι άνθρωποι βλέπουν μέσα τους.
Οι γυναίκες περνούν κι αφήνουν,
Σα να ‘σαι η εμπιστευτική τους διαμονή,
Κάτι σα φέγγος μελιχρό, που σε διαπερνά,
Σε συνοδεύει στις περιπλανήσεις σου, χαμηλωμένος φωτισμός.
Εδώ μπορεί να υπάρχης και να μην υπάρχης.
Να σβήνης και να χάνεσαι.
Να περπατής και να βουλιάζης.
Μπορείς να λάμπης, να προσεύχεσαι, ή ν' αντηχής σαν τις καμπάνες.
ΙΙ. Μεσονύχτιο
Ασύμμετρες διαστάσεις, ευρυχωρία κενού χώρου.
Εκεί κατά το Τελωνείο, στην άκρη του λιμανιού.
Καθίσματα οικτρά, υπολείμματα λεηλασίας,
Σα να σου λένε τρίζοντας μη μας αγγίζης.
Γκαρσόνια αμίλητα και σαν ξυλένια.
Σταματημένα ρολόγια που χτυπούν μεσάνυχτα.
Δεν πάνε τώρα εκεί ψυχές, μα κάτι της Νύχτας.
Ζαρώνουν μες στα ρούχα τους σα να κρυώνουν,
Σα να φοβούνται και γλιστρούν, ξεφεύγουν απ' το βλέμμα τους.
Μπορεί κανείς να δραπετεύει αθόρυβα
Αφήνοντας την ψυχή του σ' ένα τραπέζι:
Να σκύβη και να σιωπά, -- να πίνει και να καπνίζη.
Μπορεί να εξαφανιστή απ' το πρόσωπο και να μην είναι,
Ένας νεκρός που υποκρίνεται τον κοιμισμένο.
Πίσω μας ένας μεγάλος, παλαιός καθρέφτης,
Φτωχά, χρωματιστά λαμπιόνια κάποιας γιορτής,
(Παλαιάς δόξας χορού μεταμφιεσμένων.)
Ξεθωριασμένα, περίλυπα και νυσταλέα.
Σε παίρνουν μ' όλα ταύτα, δεν μπορείς
Να ξεφύγης, σε τραβούν μαζί με τον παλαιό καθρέφτη, τόσο εκεί
Τυφλό, να πη κανείς, στραμμένο μέσα πρόσωπο.
Ώρες αργές ανάμεσα σε τόση ευρυχωρία,
Οκνές, δυσκίνητες, σέρνοντας πίσω - πλάνο.
Φτάνοντας τέλος οι μεσονύχτιες, -- παλιές κυρίες
Αριστοκρατικές γριές, τρικλίζοντας μέσα σου - γύρω σου,
Συνοδεία ψυχές μες απ' τη νύχτα,
(Την Κάτω - Νύχτα), σκοτεινές σαλεύουν οι επιφάνειες,
Ακούγονται κρότοι, ακούγονται σιωπές,
Φουσκαλίδες λάμψεις σπάνοντας επάνω στο γυαλί.
Κάνεις να σηκωθείς, σε δένει μια πέτρα.
ΙΙΙ. Μεταμεσονύχτιο
Όταν αγγίζουν δάχτυλα ψάχνοντας φως,
Ώρες μικρές, μεταμεσονύχτιες, λάμπες σβηστές,
(Εωθινά σκηνώματα της Άνω - Νύχτας.)
Η Θεσσαλονίκη μπαίνει στο σώμα της,
Η Θεσσαλονίκη σβήνει το βλέμμα της, απογυμνώνεται.
Πιο από μέσα φωτεινή από τη φωτισμένη μέρα.
Ήλιους ανάβει αποβραδίς σε σύσκιο μεσουράνημα.
Ημιδιαφανείς αμφιβολίες, ημίθαμπα, αστραπές,
Αχνή, θρυμματισμένη πάχνη αραχνοΰφαντη.
Κανείς δεν υποπτεύεται που φέγγουν τα χέρια.
Σα να ‘μαστε κάτω από βλέφαρα κρυσταλλωμένα,
Σα να ‘μαστε από μέσα διάφωτοι και δεν το ξέρουμε.
Άλλη διαρρύθμιση κάτω οδών, άλλη διάθλαση:
-- Βασιλέως Κωνσταντίνου (πρώην Βενιζέλου) -- Διασταύρωση.
-- Ένα κομμάτι Εγνατία, -- βόρεια, Βασιλική. --
Η Παναγία Χαλκέων μισόφωτη, σταύρωση -- λύπη.
Μήκος: -- σκιές βαθαίνοντας τις επιφάνειες:
Γυναίκες, άγρυπνοι μοναχοί από σκήτες και μονές
Στους ώμους χάμω -- σέρνοντας το σχήμα των Αγγέλων.
Βάθος: -- ηχώ, αντανάκλαση, αποσιώπηση.
1 σχόλιο:
Από το Δίχτυ των ψυχών, 1965
Μόνοι, Μακρυνοί
Μείναμε μόνοι, ολότελα μόνοι.
Όπως τα δέντρα μόνο μένουν,
Όπως τα δέντρα μόνο κ' οι πεθαμένοι.
Μείναμε μόνοι, μακρινοί.
Σιγά-σιγά έρχεται ο χαμός,
Ο χαμός, ο κίνδυνος μες στην αγάπη.
Ο ένας φεύγει από τα μάτια
Του άλλου, η μια ψυχή απ'την άλλη
Χάνεται, κρύβεται μες σ' ένα θάμπωμα.
Και μένουν οι σκιές και μεγαλώνουν.
Σιγά-σιγά φεύγουμε.
Ακούγονται φτερά και χτύποι,
Κοπετοί.
Ακούγονται οι τριγμοί που κάνουν τα κόκκαλά μας.
Από το Πρόσωπο και το Είδωλο, 1959
Σκηνές από την έκπτωση (απόσπασμα)
Αν με ρωτήσουν, θ' αποκριθώ:
Εγώ δεν είμ' εγώ, δεν είμαι αυτός
Αυτή η σκιά, τούτο το σχήμα.
Δεν είπα τίποτα, δεν έπραξα τίποτα.
Δεν φάνηκα σ' αυτό το δρόμο.
Δεν είμ' εγώ, δεν ήμουνα για να φανώ.
Ένας άλλος ήταν μες στο σώμα.
Πίσω απ' αυτή την όψη, αυτό το πρόσωπο,
Μια άλλη όψη, ένα άλλο πρόσωπο.
Μες σ' αυτά τα ρούχα, τούτα τα μαλλιά,
Άλλα ρούχα, άλλα μαλλιά.
Ένας άλλος, ένας άφαντος και ξένος.
Εγώ γυρεύω τα ρούχα μου και τα μαλλιά μου,
Τα δικά μου ρούχα, τ' αληθινά μου μαλλιά.
Αυτή η μόνιμη απουσία,
αυτή η απόσταση,
αυτό το δίπολο εγώ που μάχεται μέσα στον Θέμελη,
μου θυμίζουν αργόσυρτους καθημερινούς περιπατους πλάϊ στον Θερμαϊκό χρόνια πριν..
(προτού κόψω τον λώρο που μ΄έδενε με την πόλη)
ίσως γι' αυτό τον νοιώθω πάντα τόσο οικείο
Καλημέρα
(συννεφια σήμερα, ελαφρύς νοτιάς)
Δημοσίευση σχολίου