Τετάρτη 20 Μαΐου 2009

Παλινωδία

Άρχισε. Βγήκε στο δρόμο μόνος όλα αρχίζουν πρώτα με το κουμπί ένα μπιπ παρατεταμένο πόρτα κι ύστερα ύστερα η κόλαση μέσα στο που ανατινάζει σκουπιδοτενεκέδες τη γη τι τα πάντα φαινόταν να λιώνουν το μυαλό μου κοβάλτιο κουράδες των σκύλων λιώνει αναθυμιάσεις εξατμίσεις καπνοί διασχίζουν κόκκινοι την νύχτα κρουνοί περαστικοί και τρέχω να προλάβω τη μέρα πως γίνεται πάντα ν’ απέχω να τρέχω δε καταλαβαίνω τόσο πολύ το λαχάνιασμα σπασμένη αναπνοή ακούγεται το σφύριγμα της φυγής α γαμήσου κι εσύ δεν είναι όχι δεν είναι πλέον εκεί κι εγώ τι που να μετά ξυπνάω και είμαι ακόμα εκεί γιατί Θεέ μου να μην είμαι πουλί να σκίζω τη νύχτα λάμψη εκτυφλωτική η φυλακή δεν γερνάει το σώμα γερνά την ψυχή έκατσα πάλι στα βρεμένα παγκάκια σκατόκαιρος όλο να βρέχει τούτες τις μέρες πώς να γεμίσεις την μέρα όταν δεν υπάρχει ζωή το ένα μετά το άλλο τσιγάρα απανωτά σπαταλημένη ζωή μου αφηρημένη στεκόταν έτσι παράλυτος επιρρεπής πάντα στο απροσδόκητο και μόνο οι πουτάνες της λεωφόρου τον καληνυχτίζαν τις νύχτες ζεστά με τα συμπονετικά τους χαμόγελα αλληλέγγυα πώς να ξεφύγεις το χρόνο ποια ανάπαυση να ζητήσεις στην υποταγή κρύα θάλασσα ανατριχιάζει καραπαντατζουμ καπάμ καπάμ μπαμ κίνετρον κλαν αφγκάν γκι καργκάν μπο ντετράν ασγκάν γκίντεμπαρ γκλαν αλτεμπαράν γκλιν γκλαν λόγια αλυσίδες τροχοί δίχως νόημα συνοχή ήχοι χι χι γλιστράν σε πατίνια ασύνδετη ξεχαρβαλωμένη ζωή κι αυτή η βιτρίνα τι θέλει εκεί η χαρά της ζωής το κάπνισμα σκοτώνει να προσέχεις τον εαυτό σου ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΕΙ ΜΑΛΑΚΑ κίρρωση του ύπατος θα πάθεις παιδί μου εσύ πέτρα βιτρίνα κομμάτια συναγερμοί κούκλα παιδική κούκλα κλαίω ψηλαφώ δεν ήσουν εσύ ψάχνω πίσω απ’ τα δέντρα μήπως σε βρω χαλάκια πολυκατοικιών δεν είσαι κει που να ψάξω καρδιά μου αυτή δεν είναι ζωή τόση αταξία μες το μυαλό μου δεν είναι κραυγές είναι το πυρ μου ψιθύριζε η φωνή τρε τρέχω πάνω στη γη πνιχτή πν πν πνιχτή με ψευδαισθήσεις κατασκευάζω την ιστορία μου κι είμαι ακόμα εκεί κι εσύ εσύ που είσαι τώρα που δεν είσαι εκεί εγώ που θα είμαι μετά όταν θα κάψει το δρόμο η φωτιά και θα ‘χουνε ανατιναχτεί τ’ αυτοκίνητα όλα τα λεωφορεία και θα βράζουνε τα μυαλά οι περιφερειακοί τα πτώματα γεμίζουν τα πάντα διαμελισμένα στους δρόμους ομίχλη δεν υπάρχει ζωή υπάρχει μόνο το αίμα που κοχλακά και κυλά το αίμα που χάνεται χαμένο αίμα ζεστό μέσ’ από δίκτυο αρτηριών αποχετευτικό πώς να τη διαφυγή όπου κι αν στρέψω το βλέμμα η φρίκη με κοιτάει τυφλή τι κι εσύ που τώρα τα χέρια σου αν με βλέπεις εσύ ένα νεύμα θα έφτανε και όχι πες μου τώρα εσύ γιατί γιατί τ’ όνομα σου μόνος φωνάζω στα σκοτεινά κι ύστερα πάλι σιωπή ανέκφραστη ανέξοδη μίζερη οργή



Παρίσι,

Νοέμβρης 2006