Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

Αφιέρωμα: Ελληνική ποίηση 1952 – 1974

Luigi RUSSOLO, La Rivolta, 1911



Νάνος Βαλαωρίτης


ΕΣΤΙΕΣ ΜΙΚΡΟΒΙΩΝ

(1964)[*]


Το αίνιγμα

Η ρίζα ενός δέντρου μου τρώει το σχήμα

Μια πέτρα μου αγκυλώνει το δάχτυλο

Και μου γδέρνει το μυαλό

Τα μάτια μου γίνονται παρανάλωμα των φύλλων

Κουκουβάγιες τρυπώνουν μες στα ματόκλαδά μου

Τα βήματά μου αυτοκαταλύονται κατασταλάζουν

Γίνονται στόματα μες στα μνημεία των θάμνων

Μια πεταλούδα απομυζάει όλο μου το είναι

Τα ρουθούνια μου βγάζουν σπίθες και καπνούς

Όπως οι δράκοι που ήταν κοράλλια τον παλιό καιρό

Είναι όπως το γαϊδουράγκαθο μέσα στα χόρτα

Οι στρόβιλοι με ξεχνούν και μ΄ απαρνιούνται

Τα λουλούδια μου βγάζουν τη γλώσσα

Τα πεζούλια με υποσκελίζουν

Μισώ τα ελατήρια και εξαργυρώνω τη θέλησή τους

Είμαι ο χαϊδεμένος των κυμάτων όπως τα βότσαλα

Αρνήθηκα να υποχωρήσω μπροστά στον άνεμο

Να λιώσω μες στα καμίνια των λουτρών της ζέστης

Να καώ με τα κάρβουνα σαν καβούρι

Κάνω υπεράνθρωπες προσπάθειες να μιλήσω

Να σώσω τον εαυτό μου

Από την πυρκαγιά που μόνος μου άναψα

Λάμπω σαν το διαμάντι αλλά δεν είμαι άστρο

Τι είμαι λοιπόν αν δεν είμαι αυτό που είμαι

Ουράνιο σώμα ή γήινο, στερεό, υγρό ή αέρινο;


Άγραφη γραφή


Άκουσα να μιλάν με τόνους τραγωδίας σε σαλόνια του1880

Ν΄ αναστενάζουν σ΄ ένα υπνοδωμάτιο ξενοδοχείου αριθμ. 12

Είδα να τρέχει μια γυμνή στο τρίτο πάτωμα του μυαλού μου

Να μουγκρίζουνε δυο τέρατα ανθρωπόμορφα

Να την προκαλούνε – καθώς περνούσε – αδιάντροπα

Χτυπώντας ρυθμικά το πάτωμα με τις ουρές τους

Όταν έπεφτε ψιλή ψιλή βροχή

Στάχτη από ηφαίστειο στόμα γυναικείο

Κράτησα το χέρι ενός τρελόπαιδου που ξεψυχούσε

Στεφάνωσα το αγαπημένο μέτωπο

Με λίγα ξερά και άδεια λόγια παρηγοριάς

(Δε θυμάμαι αν ήταν κορίτσι ή αγόρι

Ο αδικοσκοτωμένος σ’ ένα κομμάτι γης 2x1 ½ μ.)

Τρεις αιώνες πέρασαν πριν γίνουν όλα αυτά

Πριν ν’ αντιγράψω σ’ ένα τετράδιο καθαρό

Τους θρήνους μιας απαρνημένης

Το κλάμα ενός νεογέννητου παιδιού

Ταφές ανθρώπων ζωντανών – νεκρών που ξαναζωντανεύουν

Σχήματα μεταξωτά που αναδιπλώνονται

Ένα πλάσμα που φοβόταν ν’ αγαπήσει

Κομμάτι μάρμαρο από σάρκα

Και τη γραφή την άγραφη

Που είδα γραμμένη στ’ όνειρό μου

Με γράμματα φωτιάς που καίγαν το χαρτί


Το ‘να μέσα στ’ άλλο


Τα πάντα αλλάζουνε γίνονται το ‘να τ’ άλλο

Τα ξύλα γίνονται πέτρες τα δέντρα σύννεφα

Οι γυναίκες άντρες τα φύλλα θάλασσες

Τα φτερά πηγάδια τα μάτια αέρας

Τα σερτάρια μέταλλα τα λουλούδια νους

Τα γράμματα και οι γραφές γίνονται

Αναλφάβητα τ΄ ωραίο γίνεται κτήνος

Τ’ αρσενικό ουδέτερο το μυστήριο φανερώνεται

Η ελπίδα τυφλώνεται όπως ο πλούτος

Τα πάντα είναι τηλεσκόπια και τίποτα δεν είναι

Σίγουρο ότι θα γίνει ή δε θα γίνει

Όλα είναι το ένα μέσα στ΄ άλλο πέτρες

Ποτάμια τρέχουνε από τα δάχτυλά του

Οι λέξεις τους είναι τουλίπες

Η αγάπη του είναι στέρνα είναι τραπέζι

Μια πολυθρόνα κάθεται μες στο δεξί του μάτι

Το περιβόλι του παραθυριού είναι ένα

Κοιμητήριο φύλλων η αγορά είναι παρθένα

Και η δροσιά του δειλινού μια στραβοτιμονιά

Μια βελόνα τεντώνει την κλωστή της ώσπου να σπάσει

Ένα πόδι μασάει την αλυσίδα του ένας χαρταετός

Γίνεται σκύλος και δαγκώνει όποιον έτυχε να περάσει

Ένα παιδί ορφανό γίνεται η μητέρα ενός άλλου

Ένας τίτλος γίνεται άπορος και παντρεύεται

Ό,τι υπάρχει ζει, τα μέταλλα μέσα στη γη

Οι πέτρες μες στο χώμα, απόδειξη πως μαραίνονται

Άμα τα ξεριζώσεις ο κόσμος είναι τρομερός

Δανείζει και δανείζεται αλλάζει χρώμα

Δε λέγεται πια όπως λέγεται είναι

Τέρας χελώνα ντιβάνι καναπές μπούτι γκαζιέρα

Και μαλλί ξανθό γύρω από ένα γυναικείο φύλο


Τα τρία τέταρτα της ζωής μου

Στον Τάσο Δενέγρη


Μέσα στης γης τα χάσματα και την επιδερμίδα

Άγνωστες ποσότητες σπανίων ορυκτών

Τοποθετημένα σαν κεφάλαια σ’ επίκαιρα σημεία

Μια γενειάδα ακολουθεί την άλλη αστραπιαία

Χώρες αλλάζουν χέρια εμβαδόν υψόμετρο

Ονόματα πόλεως γίνονται χερσόνησοι

Τοποθεσίες πολυάνθρωπες γίνονται θάλασσες

Ποτάμια δανείζονται τις κοίτες των άλλων ποταμών

Λόφοι παραμερίζονται από ζηλότυπα βουνά

Πολυτελή ανάκτορα ερημώνονται και καταντούν υπόγεια

Άνθρωποι σοφοί ξαναμωραίνονται

Και το μυαλό τους εξατμίζεται στο χάος το απληροφόρητο

Ξύλινα σπίτια τοποθετημένα σε νέες διασταυρώσεις

Γίνονται θύματα της πυρκαγιάς ερωτικών διαθέσεων

Γέφυρες υποτάσσονται στους πεζούς

Φέρετρα στοιβάζονται γιατί όλοι τώρα

Καίνε τους « πρώην» τους με αρώματα

Σε κλίβανους ατομικούς

Κατεψυγμένοι εγκέφαλοι σκέπτονται στις βιβλιοθήκες

Κύριοι φρακοφόροι μελετούν τις αντιδράσεις τους

Σεξουαλικές ανωμαλίες

Γίνονται «Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου»

Όργανα της τάξης αλλάζουν φύλο καθημερινά

Όργια σε ρωμαϊκές βίλες

Παίρνουν τον χαρακτήρα

Μιας σφαγής συνειδήσεων

Εξαγορασμένη τρυφερότητα φτάνει ως τα πεζοδρόμια

Στο μεταξύ τα πόδια μου

Είναι από άμμο κι από μαργαρίνη

Τα χέρια μου είναι από φτερά πουλιών

Το κεφάλι μου είναι βιδωτό

Το στόμα μου αναβοσβήνει

Όπως τα φώτα της κυκλοφορίας

Κόκκινο πράσινο κίτρινο κόκκινο καφέ…

Τα λόγια μου ταχυδρομούνται

Σε στοίβες εκατομμυρίων

Κλείνω τ΄ αυτιά μου για να μην ακούγονται

Τα παράπονα των ταχυδρόμων

Ένας ταμίας που κατάκλεψε μια Τράπεζα

Ομολογεί τα πάντα σ΄ ένα μέντιουμ

Που πάει να τον καταγγείλει στην αστυνομία

Μια νεράιδα ντύνεται στο σεληνόφως

Μια γυναίκα στου Dior – εγώ δεν ντύνομαι

Πουθενά – μένω γυμνός –

Το σπίτι μου είναι ο παράδεισος των ανωμάλων έλξεων

Μόνο στραβόξυλα περνούν για διαβατήρια

Μόνο χαμόγελα έχουν μια γεύση υπόξινη

Μόνον οι βάσεις και τα οξέα

Ξέρουν τι σημαίνουν οι συνθέσεις

Που μοιράζονται τα ηλεκτρόνιά τους με άλλα άτομα-


Όλο το 24ωρο


Μισός αιώνας απογεύματα με τη γιαγιά μου

Σύννεφα σαύρες παρδαλές και άλλα τέρατα

Κορίτσια ελαφρόμυαλα σαν τα σπουργίτια

Με βάδισμα ενοχοποιητικό μες στα παλτά τους

Ένα σεντόνι ερημιάς πάνω στο πρόσωπό μου

Συναντήσεις καθημερινές σαν γκρεμισμένες εκκλησίες

Λιμουζίνες με περίεργες βλοσυρές εκφράσεις στο τιμόνι

Άγνωστοι στις γωνίες των δρόμων περιμένοντας

Άγνωστες που περνάνε στον πληθυντικό

Ζαχαροπλαστεία γεμάτα ερωτηματικές ματιές

Φάρμακα αντίδοτα για αισθήματα ασφυξίας

Ώρες που δεν ξανάρχονται και καφενεία φαντάσματα

Ξύπνημα πρωινό βαρύ ασήκωτο ή ευδιάθετο

Ξεκίνημα για μιας καρδιάς την πόρτα τη στενή

Αλλά κανείς στο σπίτι που είπανε πως έμενε

Τρελή Σουηδέζα με μάτια σα φανάρια

Αγώνες για τη Δημοκρατία αγώνες δρόμου και αγωνία

Μισός αιώνας παρά τέταρτο και κάτι ακόμα παραλίγο επάνω μου.


[*] Η συλλογή τελικά κυκλοφόρησε πρώτα στο San Francisco το 1977.



***


Σε συνεργασία με την Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης – Ποιείν:

http://www.poiein.gr/archives/4227/index.html


Δεν υπάρχουν σχόλια: