ένα κρεβάτι, δυο σκαμνιά κι ένα τραπέζι, και πικρό
στην πληξη ένα χαμόγελο σα μούλειπε κι ο πόνος.
Ένα κερί μου αχνόφεγγε με το τρεμουλιαστό του φως,
το δράμα μου τ’ ατέλειωτο να μελετώ τα βράδια,
φίλος κανενός δίπλα μου, μάνα, πατέρας, αδερφός,
μαύρες μονάχα θύμησες κι ονείρατα ρημάδια.
Κι αν έλεγα πως τίποτε δεν είχα ν’ απαντέχω πια
κι οι πόθοι μες στα στήθια μου ναρκώθηκαν σα φίδια,
ήταν γιατί μου φαίνονταν βαριά της μοίρας η χτυπιά,
πριν νάρτει Κ ά π ο ι α, ποιο γλυκιά κι απ’ τη χαρά την ίδια.
Κάποια! Ω κάποια! Κι ήρτενε σα να μην ήρτεν απ’ τη γη
κι ήρτε σα φως στα σκοτεινά, σα χαμογέλιο μοίρας
κι ήρτε γητεύτρα μια βραδιά για τη δική μου την πληγή
κι ήρτε σαν ήχος σ’ απαλόν ανάκρουσμα μιας λύρας.
Ω κάποια, που δεν μπόρεσα σ’ ένα αγκάλιασμα σφιχτό
το μυστικό που σ’ έστειλε κοντά μου να σου πάρω,
πάντα στη μνήμη μου γλυκά τη θύμηση σου θα κρατώ,
γιατί ήρτες κείνη τη νυχτιάπου πρόσμενα το Χάρο!
Κύματα
Όταν ήμουν παιδί,
είχα ένα μικρό καραβάκι.
Το φόρτωσα όνειρα και τόβαλα πάνω στη θάλασσα,
μα ήρθε και τ’ άρπαξε ένα κύμα.
Μάζεψα βότσαλα, να εκδικηθώ.
Προσπάθησα να γνωρίσω το κύμα, μα δεν τα κατάφερα.
Αρώτησα, μα δεν έμαθα τ’ όνομά του, και θύμωσα
με όλα τα κύματα, που δεν έχουνε όνομα.
Ξένος ο κόσμος
Ξένος ο κόσμος,σύνορα παντού , για να σταθείς,
δεν έμεινε γωνιά.
Φωτιά είν’ ο πόνοςμα μπορείς μ’ αυτόν να ζεσταθείς
σε τόση παγωνιά;
Ξένος ο κόσμος και κακός, κι ούτε φελά, ούτ’ αξίζει
ή σιάξτε τον, ή κάψτε τον, να μη μας βασανίζει.
Σταυροί
Τόσοι σταυροί που στήθηκαν
τόσοι σταυροί που θα στηθούνε,
εμάς μονάχα με σταυρούς
μπορούν να μας μετρούνε.
Σταυροί, παντού σταυροί.
Είμαστε "οι αδάκρυτοι κι οι αγέλαστοι".
Δεν κλαίμε, ούτε γελούμε.
Τα σπίτια μας καπνίζουνε
πεινούνε τα παιδιά μας, δεν λυγούμε
ήρθαμε να χαράξομε του πόνου μας τα σύνορα
και στήνουμε σημάδια και περνούμε.
Σταυροί, παντού σταυροί.
Χάνονται
Εκπορνευτή της όμορφης ζωής, του νου σακάτη,
για νάναι η λίγη σου ζωή μικρές χαρές γεμάτη,
μέσα σε τούτα τ’ άγνωστα των κουρελήδων πλήθια,
πλήθιες πεθαίνουν όμορφες περήφανες ζωές,
σα μαργαρίτες σ’ άγνωστων ανήλιων πόντων βύθια,
σα σταλαχτίτες όμορφοι, σε ηφαιστείων στοές.
Για ποια;
Για ποια πετάγματα μιλάς; Για ποια φευγιά;
Μείνε σε τούτη τη γωνιά, σ’ αυτήν εδώ την άκρια.
Σπάσαν τα ξάρτια κι οι καρδιές ματώσαν, και τα σύννεφα,
θ’ αναλυθούν σε δάκρυα.
Αμφιβολία
Η αμφιβολία μου σβήνει της πίστης το κερί,
κι είμαι το δέντρο, που όλοι το δέρνουν οι καιροί.
Μα δεν υπάρχει, τάχα, πάνου σ’ αυτή τη γη,
για της ψυχής τη δίψα, της γνώσης η πηγή;
Πώς δε μιλάς αλήθεια; ω Σαρκαστή ουρανέ,
καθώς ανοιγοκλείνεις τ’ αστερινά σου μάτια,
κιΌ χ ιμου λες καιΝ α ι.
***
Ο Φώτης Αγγουλές γεννήθηκε στη Χίο το 1911. Πέθανε το 1964 μετά από μια ζωή στερήσεων κι αγώνων. Η ανθολόγηση έγινε από το βιβλίο του Γιώργη Σιδέρη, Φώτης Αγγουλές, Κέδρος, Αθήνα, 1976.
Ίσκιοι του Ονείρου, απόκληροι του Κόσμου ξεπεσμένοι
Ξαρμάτωτοι διαβαίνουμε μπροστά στην ιερή κονίστρα
Γύρω απ’ το κυρτωμένο μας τυλίγοντας κουφάρι
Την ξεφτισμένη μας παλιά ολοπόρφυρη χλαμύδα.
Με σκέψεις μαύρες και με συλλογές πικρές, περνούμε
Κάτω από της άχαρης νυχτιάς το μολυβένιο θόλο,
Κι ένα αστεράκι, αργά και που ξεκόβοντας, μας στέλλει
Το φωτεινό περίγελο, ψηλά από τη φωλιά του.
Για μια στιγμή λες πιάσαμε τ’ αθώο πουλί στα χέρια
Το χρυσοπούλι που άλλοτε μεσ’ την καρδιά εκελάδει,
Κι ενώ θαρρούμε πως σκιρτά το πουπουλένιο χάδι
Περίλυπη η ματιά την άδεια φούχταν αντικρύζει.
Έτσι η μια μέρα πένθιμα ακολουθεί την άλλη μέρα
Άπραγη, κακορίζικη, δίχως φωτός αχτίδα·
Μακρυά στο σύθαμπο κάποιος λυγμός γροικιέται
Ενώ λες απ’ το θρήνο τον οκνό του πεθαμένου Ονείρου.
Δίχως παλμό, το νεκρικόν ψαλμό οι καρδιές ψελλίζουν
Μπρος στων χαμένων ημερών τα λείψανα τα κρύα.
Κι αγκομαχά η φτωχή μεσ’ απ’ τα κούφια σπλάχνα
Που της αδράνειας το πιοτό βαθειά έχει φαρμακώσει.
Ω Νιότη! Νιότη ανέμυαλη, που δεν έχεις αφήσει
Μήτε όσιο, μουδέ ιερό, μεσ’ στ’ άγια των αγίων·
Ω Νιότη, που ξεσκάλισες και σκόρπισες τη στάκτη
Την άγια στάκτη, αστόχαστη, μεσ’ στην οργή του ανέμου.
Να ‘ξαιρες ποιαν ερήμωσι το βέβηλο σου χέρι
Μελλόταν να σκορπίση αλί, στην άραχλη Οικουμένη
Σε πέλαγα και σε καρδιές, σε σπλάχνα και σε ξέρες
Να ‘ξαιρες… μα δεν τοξαιρες κι ο νους δεν το στοχάσθη…
Και τώρα πιες αγόγγυχτα και άναντρα το ποτήρι
Του ξεπεσμού· και τώρα ιδές τη μαύρη οργή του Χάρου
Μες τη μακάβρια καταχνιά που ολόγυρα σε ζώνει,
Να σβύνη εντός σου τ’ άγρυπνο της Αρετής λυχνάρι.
Και τώρα Νιότη ανέμυαλη του ξεπεσμού θρεφτάρι,
Στην πέτρα που κυρτή, να ξαποστάσης έχεις γύρει
Σκύψε βαθειά με τα δικά σου νύχια, κι έλα θάψε
Τα ιδανικά που κάποτε τα Νιάτα εφωτίσαν.
Μ’ αν μέσαθε σου απόμεινε, κάπου βαθειά κρυμμένη
Απ’ το παλιό αγιαστήρι, κάποια σπίθα, ω Άγια Νιότη,
Συδαύλισε την κι άφησε, στην ξαναμμένη φλόγα,
Πυρσός τα σπλάχνα σου να καούν στα χείλη, εδώ, του Τάφου.
Αθήνα, Μάης 1928
Désespoir
Της Έγνοιας το σαράκι μ’ εφαρμάκωσε
Της Έγνοιας το φαρμάκι μ’ έχει πνίξει!...
– Τόσο σκοτάδι, ωιμέ! Από πούθε πλάκωσε;
Ποιον Άδη θα μ’ ανοίξη, η τόση πλήξη;
Σέρνω δειλά, τ’ ανήμπορο κορμί μου
Μακρυά από των θνητών τ’ άχαρο αχνάρι
Κι ανεμοδέρνονται φριχτά οι συλλογισμοί μου,
Και σβύνει αργά της Ζήσης το λυχνάρι.
Μα πριν διαβώ, στου τάφου εδώ την άκρηα
– Μεσ’ της καρδιάς τα ερειπωμένα βάθια
Στερνή φορά! – ας ποτίσω με δυο δάκρυα
Των πόνων μου τα χέρσα και τ’ αγκάθια.
Γιάννενα, 16 Ιουλίου 1922
Στον εαυτό μου
Σαύρα, πανάθλιο σερπετό, που στα χαλίκια σέρνεις
Του ξεπεσμένου εγώ σου την ορφάνια
Σα νυχτοπούλι στου γκρεμού τα βάθη σιγογέρνεις
Και κλαις για τη χαμένη περηφάνεια…
Λυγίζοντας, χορεύοντας, ψηλ’ από το κοντάρι
Για το σιχαμερό του όχλου το χατήρι
Παράτησαν τα χέρια σου της Πίστης το δισκάρι
Και της αλήθειας τ’ άγιο το ποτήρι.
Κι απ’ της θυσίας το Ναό Διωγμένε ω ξεπεσμένε
Ως πότε το χορό σου θα χορεύεις;
Το νοθεμένο σου πιοτί να πίνεις διψασμένε,
Και στη φρικτή σου κόλαση να ρέβης;
Παράτησε και σκόρπισε του ψεύτικου βωμού σου
Τη στάχτη, μεσ’ το φύσημα του ανέμου
Και στης παλιάς σου πίστης τον Ιορδάνη ξαναλούσου
Ω εσύ φτωχέ, πεντάφτωχε εαυτέ μου.
1926
Το ποίημα της Αγάπης
Με φλογισμένη τη ψυχή σα χρυσοσκάει η Αυγούλα
Με φουντωμένα ολόμαυρα μαλλιά θα ξεκινήσω
Κι απ’ την ερμιά θα κατεβώ στη χώρα, μια στιγμούλα
Της ζωής το θούριο θριαμβικά, γλυκά, να τραγουδήσω.
Θα πω τραγούδι χαρωπό στα κάλλη τα δροσάτα
Στης Επιστήμης τ’ άγιο φως, παρηγοριά του αιώνα
Θα τραγουδήσω τ’ άφοβα και μυαλωμένα νιάτα
Κι απέ του ημίθεου Δουλευτή τον ατσαλένιο αγώνα.
Κι όταν ο σκλάβος αντρειωθή και θα φουντώση η Ελπίδα
Και στης Ασκήμιας το γκρεμνό, θα γκρεμιστεί ο Σατράπης
Τότες θα πω πως έβαλα του τέλειου τη σφραγίδα
Στο πλέον ωραίο μου ποίημα, στο ποίημα της αγάπης.
***
* Εβραίος, κομμουνιστής ποιητής. Γεννήθηκε το 1901 στα Γιάννενα. Γόνος φτωχής οικογένειας, μελέτησε το ταλμούδ και την μεταταλμουδική φιλοσοφία πλάι στους ραβίνους της εβραϊκής Συναγωγής στα Γιάννενα και παρακολουθούσε μαθήματα στην Alliance Israelite απ’ όπου αποφοίτησε το 1918. Το 1930 κατάφερε μετά από πολλούς κόπους να διοριστεί καθηγητής γαλλικών στο Κιλκίς, ελπίζοντας σε μια γρήγορη μετάθεση στη Θεσσαλονίκη. Στο Κιλκίς θα προσβληθεί από τύφο. Θα πεθάνει στις 29 Ιουλίου 1931. Τα βιογραφικά στοιχεία και τα ανθολογούμενα ποιήματα αντλήθηκαν από το βιβλίο Γιωσέφ Ελιγιά, Άσμα Ασμάτων – Ψαλμοί – Ποίηση, επιμέλεια Γιώργου Ζωγραφάκη, εκδ. Δωδώνη, Γιάννενα, 1967.
Τι δουλειά έχω εγώ με τις συναθροίσεις των καλικαντζάρων
Το πρωτόκολλο της νιότης μου έχει πια φθαρεί
Όλα τα τότε όχι μου έχουν πια αμφιβολίες
Κι είναι που έχουν παραγραφεί πια όλα τα χρέη των ονείρων μου
Πουλήθηκα
Αξιολύπητα
Με κάτι συγχωροχάρτια καριέρας και οικογένειας
Τάξης και ασφάλειας
Πολλές φορές ο δρόμος σου σημαδεύεται
Απ’ την ομίχλη των υπολοίπων
Κι ύστερα δεν θυμάσαι πια για πού είχες ξεκινήσει
Το δικό μου σπίτι
Κοντά στη θάλασσα να ‘ναι χτισμένο
Το σπίτι που τα όνειρα μου θα φιλοξενεί.
Νικόλας Κάλας
Υπήρξα ανέκαθεν ολίγον τι ακαδημαϊκός
Κι ας μην το παραδέχομαι
Κι ας με ξενίζει η ιδέα
Εκεί που τους βρίζω και τους λοιδωρώ
Εγώ ο μέγας των ανυποτάχτων αρχηγός
Εκεί ώρες ώρες κουρνιάζω και αφήνομαι
Στη σκέψη μιας ησυχίας ασκητικής
Και πάνω απ’ όλα ακαδημαϊκής
Άμα μεγαλώσω το σπίτι μου θα ‘ναι μικρό κι άσχημο
Μα δε με νοιάζει
Θα ‘χει παντού ωραία μεγάλα βιβλία
Κι άλλα πιο μικρά
Που δεν θα φαίνονται με την πρώτη ματιά
Τα βιβλία θα ‘ναι η διάθεση του δωματίου
Θα μπαίνεις και θα καίγεσαι
Μέσα σε μια θερμοκρασία ηφαιστειακού λογιοτατισμού
Η χαρτούρα και η μυρωδιά του τυπωμένου βιβλίου
Θα θυμίζουν ημιυπόγειο παλαιοβιβλιοπωλείο στην οδό Ιπποκράτους
Ο καπνός και οι κιτρινισμένοι τοίχοι γύρω
Θα αφήνουν την υποψία μανιώδους καπνιστή
Μάλλον του σπιτονοικοκύρη
Και παράθυρα
Ναι, παράθυρα
Να μην ξεχάσω να έχει παράθυρα
Ένα παράθυρο πάνω στο ταβάνι γεμάτο ουρανό
Κι άλλο ένα απέναντι από τη βιβλιοθήκη
Στο ίδιο ξύλο και χρώμα μ’ αυτή
Και ανοιχτό, πάντα ανοιχτό
Να αγναντεύει επιθετικά κι αστραποβόλα
Ένα επαναστατημένο κομμάτι θάλασσας
Συνταγή βιβλιοδέτου
Τη σάρκα το αίμα θα βάλω
Σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.
Κ. Γ. Καρυωτάκης
Να αποτιμήσουμε και το marketing της βιβλιοδεσίας
Συνάδελφοι
Διότι καλώς ή κακώς
Το καθετί θέλει την πολιτική του
Και την κερδοσκοπική του διαχείριση
Υπάρχει άλλωστε πληθώρα βιβλίων
Δόξα τω Θεώ η παραγωγή είναι ικανοποιητική
Υπάρχουν βιβλία όλων των τύπων
Ράφτες ραφιών βιβλιοθηκονόμοι
Γραμματιστές γεωλόγοι όλων των ειδών
Θα κάνω μία πρόποση
Με συγχωρείτε πρόταση ήθελα να πω
Ενίοτε βέβαια από σαρδάμ και όνειρα
Είναι που μαθαίνει κανείς την αλήθεια
Τα βιβλία τα ιστορικά και οι εκπονημένες διατριβές
Πρέπει να τυπώνονται σε μεγάλους τόμους
Κοτσονάτους ψυχρούς κι αδέκαστους
Παρακαλώ να παρέχεται δωρεάν κι ένα ζευγάρι γυαλιά
Ή αν προτιμάτε το μονόκλ του κύριου Μαλακάση
Τα μελοδράματα και τα ρομάντζα τώρα
Λέω να τα τυπώνουμε σε βιβλία μετρίου μεγέθους
Έτσι που να ‘ναι ευκολοχώνευτα και βολικά
Με όμορφα ελκυστικά εξώφυλλα
Που προκαλούν το μάτι του καταναλωτή
Δωρεάν διανομή στις κουζίνες των βορείων προαστίων
Μαζί με ένα ένθετο σκυλάκι σαλονιού
Και μια βρεγμένη κιλότα
Η ποίηση όμως είναι αλητεία και δεν καταχωρείται
Μήτε πουλιέται
Παρά μόνο σε μικρά βιβλιαράκια τσέπης
Να ταξιδεύει πρέπει το ποίημα
Ξεγελώντας τον έλεγχο των τελωνειακών
Στη μέσα τσέπη ενός μπουφάν
Ή στο καπέλο ενός ταχυδακτυλουργού
Σε σχήμα χειροβομβίδας να τυπώνεται το ποίημα
Με την περόνη στ’ αχαμνά των ποιητών
Να τρομοκρατούν το σύμπαν της φενάκης
Υστερόγραφο
(ή πως φτιάχνονται τα ποιήματα)
Ανακάλυψα το μεγαλείο του γραπτού οχετού
Αποκαθήλωσα το σκιάχτρο της έμπνευσης
Αφόπλισα τους καλούς οιωνούς της βουκολικής εκεχειρίας
Αρμάτωσα τις λέξεις με αντιβαλλιστική ρίμα
Αναλαμβάνω την ευθύνη όλων των τρομοκρατικών ενεργειών του κόσμου
Αθωώστε τους δικαστές που θα με δικάσουν
***
Ο Παναγιώτης Αρβανίτης γεννήθηκε το 1985 στον Πύργο Ηλείας. Τα ποιήματα προέρχονται από την συλλογή Μια στάλα κατράμι σ’ ένα βαρέλι μέλι (Γαβριηλίδης, 2009).
Και τ' άγαλμα αγωνίστηκα για το ναό να πλάσω
στην πέτρα τη δική μου απάνω,
και να το στήσω ολόγυμνο, και να περάσω,
και να περάσω, δίχως να πεθάνω.
Kαι τό'πλασα. Κ’οι άνθρωποι, στενοί προσκυνητάδες
στα ξόανα τ' άπλαστα μπροστά και τα κακοντυμένα,
θυμού γρικήσαν τίναγμα και φόβου ανατριχάδες,
κ' είδανε σαν αντίμαχους και τ' άγαλμα κ' εμένα.
Και τ' άγαλμα στα κύμβαλα, κ' εμέ στην εξορία.
Και προς τα ξένα τράβηξα το γοργοπέρασμά μου
και πριν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
έσκαψα λάκκο, κ' έθαψα στο λάκκο τ' άγαλμά μου.
Και του ψιθύρησα: «Αφαντο βυθίσου αυτού και ζήσε
με τα βαθιά ριζώματα και με τ' αρχαία συντρίμμια,
όσο που νάρθ' η 'ωρα σου, αθάνατ' άνθος είσαι,
ναός να ντύση καρτερεί τη θεία δική σου γύμνια!»
Και μ’ ένα στόμα διάπλατο, και με φωνή προφήτη,
μίλησ’ ο λάκκος: «Ναός κανείς, βάθρο ούτε, φως, του κάκου.
Για δω, για κει, για πουθενά το άνθος σου, ω τεχνίτη!
Κάλλιο για πάντα να χαθή μέσ’ στ’ άψαχτα ενός λάκκου.
Ποτέ μην έρθ’ η ώρα του! Κι αν έρθη κι αν προβάλη,
μεστός θα λάμπη και ο ναός από λαό αγαλμάτων,
τ’ αγάλματα αψεγάδιαστα, κ’ οι πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στη νύχτα των μνημάτων!
Το σήμερα είτανε νωρίς, τ’ αύριο αργά θα είναι,
δε θα σου στρέξη τ’ όνειρο, δε θάρθ’ η αυγή που θέλεις,
με τον καημό τ’ αθανάτου που δεν το φτάνεις, μείνε,
κυνηγητής του σύγγνεφου, του ίσκιου Πραξιτέλης.
Τα τωρινά και τ’ αυριανά, βρόχοι και πέλαγα, όλα
σύνεργα του πνιγμού για σε και οράματα της πλάνης
μακρότερη απ’ τη δόξα σου και μια του κήπου βιόλα
και θα περάσης, μάθε το, και θα πεθάνης!»
Κ’ εγώ αποκρίθηκα: «Ας περάσω κι ας πεθάνω!
Πλάστης κ’ εγώ μ’ όλο το νου και μ’ όλη την καρδιά μου
λάκκος κι ας φάη το πλάσμα μου, από τ’ αθάνατα όλα
μπορεί ν’ αξίζει πιο πολύ το γοργοπέρασμά μου».
1903
Πατρίδες
9
Σαν των Φαιάκων το καράβ’ η Φαντασία,
χωρίς να τη βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι,
κυλάει, κι είναι στα βάθη της ψυχής μου τόποι
πανάρχαιοι κι ασάλευτοι σαν την Ασία,
πεντάγνωμοι κι απόκοτοι σαν την Ευρώπη,
σα μαύρη γη Αφρική με σφίγγ’ η απελπισιά,
κρατώ μιαν άγρια μέσα μου Πολυνησία,
και πάντα ένα Κολόμβο παίρνω το κατόπι.
Και τα τεράστια της ζωής και τα λιοπύρια
των τροπικών τα γνώρισα, και με των πόλων
τυλίχτηκα τα σάβανα, και χίλια μύρια
ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμον όλο.
Και τ’είμαι; Χόρτο ριζωμένο σ’ ένα σβώλο
απάνου, που ξεφεύγει κι απ’ τα κλαδευτήρια.
12
Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό φωτιά! Στοιχεία
αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξανάβρω, πρώτη και στερνή ευτυχία!
Αέρας μέσα μου ο λαός των ονειράτων
στον αέρα θα πάη· θα πάη στην αιωνία
φωτιά, φωτιά κι ο λογισμός μου, τη μανία
των παθών μου θα παρ’ η λύσσα των κυμάτων.
Το χωματόπλαστο κορμί χώμα και κείνο,
αέρας, γη, νερό, φωτιά θα ξαναγίνω,
κι απ’ των ονείρων τον αέρα, κι απ’ την πύρα
του λογισμού, κι από τη σάρκα τη λυωμένη,
κι απ’ των παθών τη θάλασσα πάντα θα βγαίνη
ήχου πνοή, παράπονο, σαν από λύρα.
Αγορά
Πάντα διψάς– όπως διψάει το πρωτοβρόχι
στεγνή καλοκαιριά – το βλογημένο σπίτι,
και μια κρυφή ζωή σα δέηση ερημίτη,
αγάπης και αρνησιάς ζωούλα σε μια κώχη.
Διψάς και το καράβι που το πέλαο τόχει,
κι όλο τραβάει με τα πουλιά και με τα κήτη,
κ’ είναι μεστή η ζωή του μ’ όλο τον πλανήτη·
και το καράβι και το σπίτι σου είπαν: « Ό χ ι!
Μήτε η παράμερη ευτυχία που δε σαλεύει,
μήτε η ζωή π’ όλο και νέα ψυχή της βάνει
κάθε καινούργια γη και κάθε νιο λιμάνι·
μόνο τ’ αλάφιασμα του σκλάβου που δουλεύει·
σέρνε στην αγορά τη γύμνια του κορμιού σου,
ξένος και για τους ξένους και για τους δικούς σου.»
Χαλάσματα
Γύρισα στα ξανθά παιδιάτικα λημέρια,
γύρισα στο λευκό της νιότης μονοπάτι,
γύρισα για να ιδώ το θαυμαστό παλάτι,
για με χτισμένο απ’ των Ερώτων τ’ άγια χέρια.
Το μονοπάτι τόπνιξαν οι αρκουδοβάτοι,
και τα λημέρια τάκαψαν τα μεσημέρια,
κι ένας σεισμός τόρριξε κάτου το παλάτι,
και μεσ’ στα ερείπια τώρα και στ’ αποκαΐδια
απομένω παράλυτος, σαύρες και φίδια
μαζί μου αδερφοζούν οι λύπες και τα μίση·
και το παλάτι ένας σεισμός τόχει γκρεμίσει.
Η αρχή
Σε ξένη χώρα γυριστής καλέστηκα σε γάμο,
η νύφη είναι πεντάμορφη, και μάγος ο γαμπρός,
και καβαλάρης βρίσκομαι και τρέχω να προκάμω,
δεν έχει ο δρόμος τελειωμό κι όλο τραβάω εμπρός.
Όλο και δρόμος, κι όλο εμπρός· μα όσο να φτάσω σε άκρη,
του αλόγου ασημοπέταλου βαστώ τη γαύρη ορμή,
και συμμαζεύω συνετά του ταξιδιού τα μάκρη
με κάποιους ήχους που ξυπνούν εντός μου σαν καημοί.
Ήχοι παλιοί και γνώριμοι μου γλυκοψιθυρίζουν
των γυναικών τις ομορφιές, τους ίσκιους των σπιτιών,
Είμαστ’ οι άνεργοι και οι άχαροι,
και της ζωής είμαστ’ εμείς οι καταλαλητάδες,
για να πατάμε και να σβήνουμε είμαστε
τα ωραία και τ’ αληθινά, τ’ άνθια και τις λαμπάδες.
Τον ήλιο και τα ηλιόχαρα οχτρευόμαστε,
και τις αγάπες της καρδιάς και του παιδιού τα γέλια,
με νεκροσάβανο σκεπάζουμε
το Λόγο τον τετράψυχο στα γαληνά Βαγγέλια.
Είμαστ’ ο κούφιος ήχος ο παράταιρος
στων κεραυνών το ταίριασμα και στων κελαιδημάτων,
χαλάσματα και σκιάχτρα κάνουμε
τους θείους ναούς και τα λευκά κορμιά των αγαλμάτων.
Μα να ο ραγιάς τα σύντριψε τα σίδερα,
«Ζωή!» ο Τεχνίτης έκραξε, Σοφέ, αλαλάζεις «Νίκη!»
φύγαμε τότε και τρυπώσαμε
μέσ’ στων ερήμων τις μονιές και γίναμεν οι λύκοι.
Και τώρα κάθε που απαντήσουμε
την Υπατία την άτρομην Ιδέα την αστρομάτα,
τη σφάζουμε, τη χιλιοκομματιάζουμε,
και – ω λύσσα! – τα κομμάτια της τα ρίχνουμε στη στράτα.
Η βέργα του Ζωίλου
Στην πλάση, από της θάλασσας τη μάνητα
ως τον τριγμό του σαρακιού, κι απ’ το βουνό ως το χνούδι,
και μέσα στα βουβά και μέσ’ στ’ ασίγητα,
στα πάντα δυσκολόβρετο κοιμάται ένα τραγούδι.
Και το τραγούδι το ξυπνάνε οι Ομηροι,
σάρκα του δίνουν, ψυχή, φως, το κάνουν πλάσμα και άστρο,
κ’ ύστερα. εσείς, κιθάρες δρόμο δόστε του!
Με το τραγούδι υψώνεται της Πολιτείας το κάστρο,
μέσ’ στο τραγούδι ο Νόμος πρωτοβλάστησε,
κι από της λύρας τα όνειρα τα έργα τα μεγάλα
οι δόξες των εθνών των κοσμοξάκουστων
κρατούνε πρωτοβύζαχτο του τραγουδιού το γάλα.
Για τούτο πλάστες και προφήτες οι Ομηροι,
αταίριαστοι, αδασκάλευτοι, άκακοι, ξένοι, ωραίοι
μέσα στη θεία τους γλώσσα την αγράμματη
Ηρώων αλαλάζει λαός, μιας μάννας καρδιά κλαίει.
Μέσα στη θεία τους γλώσσα την αγράμματη
με πρόσωπο Πεντάμορφης είναι γραμμέν’ η Ιδέα,
ζωές, αλήθειες, πάθια, λαχταρίσματα,
κι όλα όσα λέτε, αστόχαστοι και ανίδεοι, χ υ δ α ί α !
Για τούτο καταριέστε το τραγούδι τους,
που ρέει γοργά με τα νερά ψηλάθε τα καθάρια,
εσείς, του Ξεπεσμού λουλούδια ατίμητα
σας έχει ο νους απόπαιδα κ’ η ασκημιά βλαστάρια!
Για τούτο, αν κάνουν οι Ομηροι να τρέμετε,
τρομάρα του ανεμόδαρτου στο δέντρο απάνω φύλλου,
των Ομήρων τους ίσκιους δεν τους τρέμετε.
Κι αυτούς χτυπάτε, παίρνοντας τη βέργα του Ζωίλου!
Ο ποιητής
Μόνος. Εν’ άδειο απέραντο τριγύρω μου,
και μιας πολέμιας χλαλοής ασώπαστη η φοβέρα.
Κι όταν εκείνη κατακάθεται,
μόνος, θανάσιμη σιωπή παγώνει πέρα ως πέρα.
Μόνος. Μ’ αρνήθηκαν οι σύντροφοι,
κι από το πλάι μου γνωστικά τ’ αδέρφια τραβηχτήκαν.
Μ’ έδειξε κάποιος. – Νά τος! – Καταπάνω μου
γυναίκες, άντρες, γέροντες, παιδιά, σκυλιά ριχτήκαν.
Το χέρι το ακριβό της Οδηγήτρας μου,
που με κρατούσε, ανοίχτηκε προς άλλα χάιδια ... Μόνος.
Σε βάθη μυστικά περνούνε αστράφτοντας
των ασκητάδων οι χαρές, του μαρτυρίου ο θρόνος.
Φωτιά ‘βαλαν, το κάψανε το σπίτι μου,
και σύντριψαν τη λύρα μου με τη βαθιά αρμονία.
Την Πολιτεία δυό Λάμιες τη ρημάζουνε:
η λύσσα του καλόγερου, του δασκάλου η μανία.
Της Πολιτείας η πόρτα κλείστηκε,
με διώξανε, έρμος βρέθηκα στα έρμα μονοπάτια
και της Ιδέας της αστρομάτας, που έσφαξαν
από τη στράτα μάζωξα τα ολόφωτα κομμάτια.
Και τάσπερνα στο διάβα μου, και φύτρωναν
εδώ παράδεισοι, κ’ εκεί βασίλεια, κ’ εκεί πέρα
παλάτια κ’ εκκλησιές και δρακοντόκαστρα.
Κι όλα στην ίδια ευφραίνονταν ανύχτωτην ημέρα.
1901
Από τη συλλογή Σατιρικά Γυμνάσματα (1912)
Πρώτη Σειρά
8
Οι κηφήνες, οι βάτραχοι κι οι ακρίδες.
Τρανοί, πολιτικοί, γραμματισμένοι,
στις αφρόντιστες μέσα εφημερίδες,
ένα πλήθος ανίδεοι και στριμμένοι,
καθένας τους ανάξια τ’ όνομά σου
σημάδι μιας τυφλής χτυπιάς το στένει.
Κι εσένα πάντα το περπάτημά σου
προς το καμπαναριό, να τ’ ανεβείς·
κι ανεβαίνεις· τα πλάτια ολόγυρά σου,
στα πόδια σου ένας κόσμος αρνητής.
Του κόσμου, κι αν το θείο δε βρέχεις μάννα,
σημαίνεις –πιο τρανός ζωντανευτής–
μια καινούργια θρησκεία με νέα καμπάνα.
Δεύτερη Σειρά
3
Ζαγάρια και τσακάλια και κοκόροι,
σηκωτοί κάθε τόσο στο ποδάρι,
μόρτηδες, λούστροι, αργοί, λιμοκοντόροι.
Στον αφέντη χαρά που τούς λανσάρει!
Και ποια είναι τα σωστά, ποια τα μεγάλα
που την ορμή τούς δίνουν και τη χάρη;
Προδότες οι Τρικούπηδες. Κρεμάλα!
Κι οι Ψυχάρηδες; Γιούχα! Πλερωμένοι.
Νά η Ελλάδα! Αρσακιώτισσα δασκάλα,
με λογιότατους παραγιομισμένη.
Κι ο Ρωμιός; Αφερίμ! Μυαλό; Κουκούτσι.
Από τον καφενέ στην Πόλη μπαίνει,
του ναργελέ κρατώντας το μαρκούτσι.
6
Τα κεφάλια του Γένους και του Κράτους.
Ο βουλευτής κι ο δάσκαλος. Τα πιάσαν
όλα τα πόστα! Νους, καρδιά, δικά τους.
Δέσαν το νου· την καρδιά τη ντροπιάσαν.
Νά το ρουσφέτι νά κι η ελληνικούρα,
τ’ άρματά τους. Με κείνα μας χαλάσαν.
Η σκέψη, νούλα. Η Τέχνη, πατσαβούρα.
Ο ψευτοαττικιστής κι ο ψηφοφόρος.
Τ’ άγιο κόνισμα, μια καλικατούρα.
Στη γη που πιάνει και προκόβει ο σπόρος
κάθε λογής τζουτζέδων και πιερρότων,
κι εγώ φυτρώνω ανάξιος ριμαδόρος
Όλα γυμνά τριγύρω μας,
όλα γυμνά εδώ πέρα,
κάμποι, βουνά, ακροούρανα,
ακράταγ’ είναι η μέρα.
Διάφαν’ η πλάση, ολάνοιχτα
τα ολόβαθα παλάτια
το φως χορτάστε, μάτια,
κιθάρες, το ρυθμό.
Εδώ είν’ αριά κι αταίριαστα
λεκκιάσματα τα δένδρα,
κρασί είν’ ο κόσμος άκρατο,
εδώ είν’ η γύμνια αφέντρα.
Εδώ είν’ ο ίσκιος όνειρο,
εδώ χαράζει ακόμα
στης νύχτας τ’ αχνό στόμα
χαμόγελο ξανθό.
Εδώ τα πάντα ξέστηθα
κι αδιάντροπα λυσσάνε
αστέρι είν’ ο ξερόβραχος,
και το κορμί φωτιά ’ναι.
Ρουμπίνια εδώ, μαλάματα,
μαργαριτάρια, ασήμια,
μοιράζει η θεία σου γύμνια,
τρισεύγενη Αττική!
Εδώ ο λεβέντης μάγεμα,
η σάρκα αποθεώθη,
οι παρθενιές, Αρτέμιδες,
Ερμήδες είναι οι πόθοι.
Εδώ κάθε ώρα ολόγυμνη,
θάμα στα υγρόζωα κήτη,
πετιέται κ’ η Αφοδίτη
και χύνεται παντού.
- Παράτησε το φόρεμα
και με τη γύμνια ντύσου
Ψυχή, της γύμνιας ιέρισσα,
ναός είναι το κορμί σου.
Μαγνήτεψε τα χέρια μου,
της σάρκας κεχριμπάρι,
τ’ ολύμπιο το νεχτάρι
της γύμνιας δος να πιω.
Σκίσε τον πέπλο, πέταξε
τον άμοιαστο χιτώνα
και με τη φύση ταίριασε
την πλαστική σου εικόνα.
Λύσε τη ζώνη, σταύρωσε
τα χέρια στην καρδιά σου
πορφύρα τα μαλλιά σου,
μακρόσυρτη στολή.
Και γίνε ατάραχο άγαλμα,
και το κορμί σου ας πάρη
της τέχνης την εντέλεια
που λάμπει στο λιθάρι
και παίξε και παράστησε
με της ιδέας τη γύμνια
τα λυγερά τ’ αγρίμια,
τα φίδια, τα πουλιά.
Και παίξε και παράστησε
τα ηδονικά, τα ωραία,
λαγάρισε τη γύμνια σου
και κάμε την ιδέα.
Τα στρογγυλά, τα ολόισα,
χνούδια, γραμμές, καμπύλες,
ω θείες ανατριχίλες,
χορεύτε ένα χορό.
Μέτωπο, μάτια, κύματα
μαλλιά, γλουτοί, λαγόνες,
κρυφά λαγκάδια, του Έρωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψώνες,
πόδια που αλυσοδένετε,
βρύσες του χάϊδιου, ω χέρια,
του πόθου περιστέρια,
γεράκια του χαμού!
Και ολόκαρδα, κι αμπόδιστα
λογάκια, ω στόμα, ω στόμα,
σαν το κερί της μέλισσας,
σαν του ροδιού το χρώμα.
Τα κρίνα τ’ αλαβάστρινα,
του απρίλη θυμιατήρια,
ζηλεύουν τα ποτήρια
του κόρφου σου. – Ω να πιω,
Να πιω στα ροδοχάραγα,
στα ορθά, στα σμαλτωμένα,
το γάλα που ονειρεύτηκα
της ευτυχίας εσένα.
Εγώ είμαι ιεροφάντης σου,
βωμοί τα γόνατά σου,
στην πύρινη αγκαλιά σου
θεοί θαυματουργούν.
Μακριά μας όσα αταίριαστα,
ντυμένα και κρυμμένα,
τα μισερά και τ’ άσκημα
και ακάθαρτα και ξένα.
Ορθά όλα, ξέσκεπα, άδολα,
γη, αιθέρες, κορμιά, στήθια.
Γύμνια είναι κ’ η αλήθεια,
και γύμνια κ’ η ομορφιά.
- Στη γύμνια την ηλιόκαλη
της αθηναίϊσσας μέρας
κι ανίσως και φαντάξη σου
κάτι άντυτο σαν τέρας,
κάτι σα δέντρο αφύλλιαστο
και δίχως ίσκιου χάρη,
αδούλευτο λιθάρι,
ξεραγκιανό κορμί,
Κάτι γυμνό και ξέσκεπο
στα ολανοιγμένα πλάτια,
που ζωντανό θα τόδειχναν
μόνο δυό φλόγες μάτια,
κάτι που από τους σάτυρους
κρατιέται, και είν’ αγρίμι,
και είν’ η φωνή του ασήμι, -
μη φύγης είμ’ εγώ,
Ο Σάτυρος. Και ρίζωσα
σαν την ελιά εδώ πέρα,
λιγώνω τους αγέρηδες
με τη βαθιά φλογέρα.
Και παίζω και παντρεύονται,
λατρεύονται, λατρεύουν,
και παίζω και χορεύουν
ανθρώποι, ζα, στοιχιά.
....
*δεν γνωρίζω / δεν απαντώ = συνηθισμένη φράση όσων περπατούν άσκοπα στους δρόμους, όσων είναι πολύ, μα πάρα πολύ επικίνδυνοι.
***
O Νικόλας Ευαντινός γεννήθηκε το 1982 στην Ιεράπετρα της Κρήτης. Τα ποιήματα προέρχονται από την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Μικρές Αγγελίες και Ειδήσεις (Γαβριηλίδης, 2008).
Τεφλόν #32, Σύγχρονη ποίηση από την Ολλανδία
-
ΔΕΝ ΔΟΥΛΕΥΩ ΠΙΑ ΓΙΑ ΕΣΑΣτης ΑΣΑ ΚΑΡΑΜΙ αυτή ήταν η τελευταία φορά που μπήκα
στο εταιρικό μου μέιλδεν είμαι πια το τέρας που ήμουν στη ζωή μου δεν είχα
το κ...
Καταπάτηση
-
"Η Iστορία είναι ένας εφιάλτης από τον οποίο προσπαθώ να ξυπνήσω" (Τζέημς
Τζόυς)
Ο χρόνος που καλύπτει η Καταπάτηση αρχίζει περίπου από κει που τελειών...
Κάπως έτσι
-
Ας πούμε λοιπόν πως επιστρέφω.
Πώς επιστρέφω;
Ξεκινώντας από το τέλος νομίζω.
Από τη φετινή παράσταση, το φετινό μου ταξίδι:
Η Χώρα, βασισμένη σε κείμενα α...
I had everything I needed to commit suicide
-
*κι όταν η απόσταση μεγάλωνε, σε ονειρευόμουν σε κάτι όνειρα απλοϊκά
χολυγουντιανής αισθητικής· περπατούσαμε, ας πούμε, σε μια προκυμαία γεμάτη
κόσμο με...
Οι Δώδεκα: Μια ημιτελής συμφωνία
-
*Τσαμαδού**. **Στέκι μεταναστών. Πέτρος σκοτάδι ασάλευτο στέκεται ώμους στο
παράθυρο. Δεν βιάζεται σιωπή. Δεν σκέπτεται τη νύκτα άνθρωπος. Κάποτε μόνο
τον ...
Ζαχαροπλαστικόν Θαύμα
-
Αγαπητοί μου πιστοί, κι εσείς αγαπητοί μου άπιστοι: για άλλη μια φορά η
Μεγάλη Θεά μας τίμησε με ένα Αληθινό Θαύμα!
Όπως κάθε χρόνο, κατά την Ιεράν Ιεροτε...
μας κρατάν όμηρους
-
και δεν είναι μόνο αυτοί που νομίζεις ξέρεις, με τις στολές και την ηλίθια
φάτσα. είναι πολύ περισσότεροι. είναι όλοι. ______________________
υπάλληλος τρα...
4.Τα δένδρα της πόλης: Παυσίπονο στην τούμπα
-
«Φιλαράκι πάρε κι αυτά για το δρόμο!». Με μια χούφτα χαρτομάντιλα στο δεξί,
μπας και σταματήσει η ρινορραγία και το υπόλοιπο κουτί σόφτεξ δώρο από τον
τα...
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
-
Ο αόρατος οικοδόμος
μέσα στο αυτί μου η πραγματικότητα
βουίζει
σαν ήχος μπετονιέρας
γκρουν και γκρουν
ακούραστη
να ανακατεύει το χαρμάνι
πάντα έ...