Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Και τ' άγαλμα αγωνίστηκα για το ναό να πλάσω...


Κωστής Παλαμάς

(1859 – 1943)



Από τη συλλογή Η ασάλευτη ζωή (1904)


Πρόλογος



Και τ' άγαλμα αγωνίστηκα για το ναό να πλάσω
στην πέτρα τη δική μου απάνω,
και να το στήσω ολόγυμνο, και να περάσω,
και να περάσω, δίχως να πεθάνω.



Kαι τό'πλασα. Κ’οι άνθρωποι, στενοί προσκυνητάδες
στα ξόανα τ' άπλαστα μπροστά και τα κακοντυμένα,
θυμού γρικήσαν τίναγμα και φόβου ανατριχάδες,
κ' είδανε σαν αντίμαχους και τ' άγαλμα κ' εμένα.



Και τ' άγαλμα στα κύμβαλα, κ' εμέ στην εξορία.
Και προς τα ξένα τράβηξα το γοργοπέρασμά μου
και πριν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
έσκαψα λάκκο, κ' έθαψα στο λάκκο τ' άγαλμά μου.



Και του ψιθύρησα: «Αφαντο βυθίσου αυτού και ζήσε
με τα βαθιά ριζώματα και με τ' αρχαία συντρίμμια,
όσο που νάρθ' η 'ωρα σου, αθάνατ' άνθος είσαι,
ναός να ντύση καρτερεί τη θεία δική σου γύμνια!»



Και μ’ ένα στόμα διάπλατο, και με φωνή προφήτη,
μίλησ’ ο λάκκος: «Ναός κανείς, βάθρο ούτε, φως, του κάκου.
Για δω, για κει, για πουθενά το άνθος σου, ω τεχνίτη!
Κάλλιο για πάντα να χαθή μέσ’ στ’ άψαχτα ενός λάκκου.



Ποτέ μην έρθ’ η ώρα του! Κι αν έρθη κι αν προβάλη,
μεστός θα λάμπη και ο ναός από λαό αγαλμάτων,
τ’ αγάλματα αψεγάδιαστα, κ’ οι πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στη νύχτα των μνημάτων!



Το σήμερα είτανε νωρίς, τ’ αύριο αργά θα είναι,
δε θα σου στρέξη τ’ όνειρο, δε θάρθ’ η αυγή που θέλεις,
με τον καημό τ’ αθανάτου που δεν το φτάνεις, μείνε,
κυνηγητής του σύγγνεφου, του ίσκιου Πραξιτέλης.



Τα τωρινά και τ’ αυριανά, βρόχοι και πέλαγα, όλα
σύνεργα του πνιγμού για σε και οράματα της πλάνης
μακρότερη απ’ τη δόξα σου και μια του κήπου βιόλα
και θα περάσης, μάθε το, και θα πεθάνης!»



Κ’ εγώ αποκρίθηκα: «Ας περάσω κι ας πεθάνω!
Πλάστης κ’ εγώ μ’ όλο το νου και μ’ όλη την καρδιά μου
λάκκος κι ας φάη το πλάσμα μου, από τ’ αθάνατα όλα
μπορεί ν’ αξίζει πιο πολύ το γοργοπέρασμά μου».


1903


Πατρίδες


9


Σαν των Φαιάκων το καράβ’ η Φαντασία,

χωρίς να τη βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι,

κυλάει, κι είναι στα βάθη της ψυχής μου τόποι

πανάρχαιοι κι ασάλευτοι σαν την Ασία,


πεντάγνωμοι κι απόκοτοι σαν την Ευρώπη,

σα μαύρη γη Αφρική με σφίγγ’ η απελπισιά,

κρατώ μιαν άγρια μέσα μου Πολυνησία,

και πάντα ένα Κολόμβο παίρνω το κατόπι.


Και τα τεράστια της ζωής και τα λιοπύρια

των τροπικών τα γνώρισα, και με των πόλων

τυλίχτηκα τα σάβανα, και χίλια μύρια


ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμον όλο.

Και τ’είμαι; Χόρτο ριζωμένο σ’ ένα σβώλο

απάνου, που ξεφεύγει κι απ’ τα κλαδευτήρια.


12


Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό φωτιά! Στοιχεία

αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων,

σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,

θα σας ξανάβρω, πρώτη και στερνή ευτυχία!


Αέρας μέσα μου ο λαός των ονειράτων

στον αέρα θα πάη· θα πάη στην αιωνία

φωτιά, φωτιά κι ο λογισμός μου, τη μανία

των παθών μου θα παρ’ η λύσσα των κυμάτων.


Το χωματόπλαστο κορμί χώμα και κείνο,

αέρας, γη, νερό, φωτιά θα ξαναγίνω,

κι απ’ των ονείρων τον αέρα, κι απ’ την πύρα


του λογισμού, κι από τη σάρκα τη λυωμένη,

κι απ’ των παθών τη θάλασσα πάντα θα βγαίνη

ήχου πνοή, παράπονο, σαν από λύρα.


Αγορά


Πάντα διψάς – όπως διψάει το πρωτοβρόχι

στεγνή καλοκαιριά – το βλογημένο σπίτι,

και μια κρυφή ζωή σα δέηση ερημίτη,

αγάπης και αρνησιάς ζωούλα σε μια κώχη.


Διψάς και το καράβι που το πέλαο τόχει,

κι όλο τραβάει με τα πουλιά και με τα κήτη,

κ’ είναι μεστή η ζωή του μ’ όλο τον πλανήτη·

και το καράβι και το σπίτι σου είπαν: « Ό χ ι!


Μήτε η παράμερη ευτυχία που δε σαλεύει,

μήτε η ζωή π’ όλο και νέα ψυχή της βάνει

κάθε καινούργια γη και κάθε νιο λιμάνι·


μόνο τ’ αλάφιασμα του σκλάβου που δουλεύει·

σέρνε στην αγορά τη γύμνια του κορμιού σου,

ξένος και για τους ξένους και για τους δικούς σου.»


Χαλάσματα


Γύρισα στα ξανθά παιδιάτικα λημέρια,

γύρισα στο λευκό της νιότης μονοπάτι,

γύρισα για να ιδώ το θαυμαστό παλάτι,

για με χτισμένο απ’ των Ερώτων τ’ άγια χέρια.

Το μονοπάτι τόπνιξαν οι αρκουδοβάτοι,

και τα λημέρια τάκαψαν τα μεσημέρια,

κι ένας σεισμός τόρριξε κάτου το παλάτι,

και μεσ’ στα ερείπια τώρα και στ’ αποκαΐδια

απομένω παράλυτος, σαύρες και φίδια

μαζί μου αδερφοζούν οι λύπες και τα μίση·

και το παλάτι ένας σεισμός τόχει γκρεμίσει.


Η αρχή


Σε ξένη χώρα γυριστής καλέστηκα σε γάμο,

η νύφη είναι πεντάμορφη, και μάγος ο γαμπρός,

και καβαλάρης βρίσκομαι και τρέχω να προκάμω,

δεν έχει ο δρόμος τελειωμό κι όλο τραβάω εμπρός.

Όλο και δρόμος, κι όλο εμπρός· μα όσο να φτάσω σε άκρη,

του αλόγου ασημοπέταλου βαστώ τη γαύρη ορμή,

και συμμαζεύω συνετά του ταξιδιού τα μάκρη

με κάποιους ήχους που ξυπνούν εντός μου σαν καημοί.

Ήχοι παλιοί και γνώριμοι μου γλυκοψιθυρίζουν

των γυναικών τις ομορφιές, τους ίσκιους των σπιτιών,

λουλούδια μου μοσκοβολάν κι ανθοί που δε μυρίζουν

έχουν τη γλώσσα των βουβών ολάνοιχτων ματιών.

Και ξανασμίγω αθέλητα και ξαναλέω τη ρίμα

που αντιλαλεί μονότροπα τις φλόγες των καρδιών,

κι όσα φιλάκια σπαταλά στην αμμουδιά το κύμα

κι όσα πουλάκια κελαϊδάν στα χείλη των παιδιών.



Τριλογία του Θυμού


Οι καλογέροι


Είμαστ’ οι άνεργοι και οι άχαροι,
και της ζωής είμαστ’ εμείς οι καταλαλητάδες,
για να πατάμε και να σβήνουμε είμαστε
τα ωραία και τ’ αληθινά, τ’ άνθια και τις λαμπάδες.
Τον ήλιο και τα ηλιόχαρα οχτρευόμαστε,
και τις αγάπες της καρδιάς και του παιδιού τα γέλια,
με νεκροσάβανο σκεπάζουμε
το Λόγο τον τετράψυχο στα γαληνά Βαγγέλια.
Είμαστ’ ο κούφιος ήχος ο παράταιρος
στων κεραυνών το ταίριασμα και στων κελαιδημάτων,
χαλάσματα και σκιάχτρα κάνουμε
τους θείους ναούς και τα λευκά κορμιά των αγαλμάτων.
Μα να ο ραγιάς τα σύντριψε τα σίδερα,
«Ζωή!» ο Τεχνίτης έκραξε, Σοφέ, αλαλάζεις «Νίκη!»
φύγαμε τότε και τρυπώσαμε
μέσ’ στων ερήμων τις μονιές και γίναμεν οι λύκοι.
Και τώρα κάθε που απαντήσουμε
την Υπατία την άτρομην Ιδέα την αστρομάτα,
τη σφάζουμε, τη χιλιοκομματιάζουμε,
και – ω λύσσα! – τα κομμάτια της τα ρίχνουμε στη στράτα.


Η βέργα του Ζωίλου


Στην πλάση, από της θάλασσας τη μάνητα
ως τον τριγμό του σαρακιού, κι απ’ το βουνό ως το χνούδι,
και μέσα στα βουβά και μέσ’ στ’ ασίγητα,
στα πάντα δυσκολόβρετο κοιμάται ένα τραγούδι.
Και το τραγούδι το ξυπνάνε οι Ομηροι,
σάρκα του δίνουν, ψυχή, φως, το κάνουν πλάσμα και άστρο,
κ’ ύστερα. εσείς, κιθάρες δρόμο δόστε του!
Με το τραγούδι υψώνεται της Πολιτείας το κάστρο,
μέσ’ στο τραγούδι ο Νόμος πρωτοβλάστησε,
κι από της λύρας τα όνειρα τα έργα τα μεγάλα
οι δόξες των εθνών των κοσμοξάκουστων
κρατούνε πρωτοβύζαχτο του τραγουδιού το γάλα.
Για τούτο πλάστες και προφήτες οι Ομηροι,
αταίριαστοι, αδασκάλευτοι, άκακοι, ξένοι, ωραίοι
μέσα στη θεία τους γλώσσα την αγράμματη
Ηρώων αλαλάζει λαός, μιας μάννας καρδιά κλαίει.
Μέσα στη θεία τους γλώσσα την αγράμματη
με πρόσωπο Πεντάμορφης είναι γραμμέν’ η Ιδέα,
ζωές, αλήθειες, πάθια, λαχταρίσματα,
κι όλα όσα λέτε, αστόχαστοι και ανίδεοι, χ υ δ α ί α !
Για τούτο καταριέστε το τραγούδι τους,
που ρέει γοργά με τα νερά ψηλάθε τα καθάρια,
εσείς, του Ξεπεσμού λουλούδια ατίμητα
σας έχει ο νους απόπαιδα κ’ η ασκημιά βλαστάρια!
Για τούτο, αν κάνουν οι Ομηροι να τρέμετε,
τρομάρα του ανεμόδαρτου στο δέντρο απάνω φύλλου,
των Ομήρων τους ίσκιους δεν τους τρέμετε.
Κι αυτούς χτυπάτε, παίρνοντας τη βέργα του Ζωίλου!


Ο ποιητής


Μόνος. Εν’ άδειο απέραντο τριγύρω μου,
και μιας πολέμιας χλαλοής ασώπαστη η φοβέρα.
Κι όταν εκείνη κατακάθεται,
μόνος, θανάσιμη σιωπή παγώνει πέρα ως πέρα.
Μόνος. Μ’ αρνήθηκαν οι σύντροφοι,
κι από το πλάι μου γνωστικά τ’ αδέρφια τραβηχτήκαν.
Μ’ έδειξε κάποιος. – Νά τος! – Καταπάνω μου
γυναίκες, άντρες, γέροντες, παιδιά, σκυλιά ριχτήκαν.
Το χέρι το ακριβό της Οδηγήτρας μου,
που με κρατούσε, ανοίχτηκε προς άλλα χάιδια ... Μόνος.
Σε βάθη μυστικά περνούνε αστράφτοντας
των ασκητάδων οι χαρές, του μαρτυρίου ο θρόνος.
Φωτιά ‘βαλαν, το κάψανε το σπίτι μου,
και σύντριψαν τη λύρα μου με τη βαθιά αρμονία.
Την Πολιτεία δυό Λάμιες τη ρημάζουνε:
η λύσσα του καλόγερου, του δασκάλου η μανία.
Της Πολιτείας η πόρτα κλείστηκε,
με διώξανε, έρμος βρέθηκα στα έρμα μονοπάτια
και της Ιδέας της αστρομάτας, που έσφαξαν
από τη στράτα μάζωξα τα ολόφωτα κομμάτια.
Και τάσπερνα στο διάβα μου, και φύτρωναν
εδώ παράδεισοι, κ’ εκεί βασίλεια, κ’ εκεί πέρα
παλάτια κ’ εκκλησιές και δρακοντόκαστρα.
Κι όλα στην ίδια ευφραίνονταν ανύχτωτην ημέρα.


1901


Από τη συλλογή Σατιρικά Γυμνάσματα (1912)



Πρώτη Σειρά


8


Οι κηφήνες, οι βάτραχοι κι οι ακρίδες.
Τρανοί, πολιτικοί, γραμματισμένοι,
στις αφρόντιστες μέσα εφημερίδες,



ένα πλήθος ανίδεοι και στριμμένοι,
καθένας τους ανάξια τ’ όνομά σου
σημάδι μιας τυφλής χτυπιάς το στένει.



Κι εσένα πάντα το περπάτημά σου
προς το καμπαναριό, να τ’ ανεβείς·
κι ανεβαίνεις· τα πλάτια ολόγυρά σου,



στα πόδια σου ένας κόσμος αρνητής.
Του κόσμου, κι αν το θείο δε βρέχεις μάννα,
σημαίνεις –πιο τρανός ζωντανευτής–



μια καινούργια θρησκεία με νέα καμπάνα.


Δεύτερη Σειρά


3


Ζαγάρια και τσακάλια και κοκόροι,
σηκωτοί κάθε τόσο στο ποδάρι,
μόρτηδες, λούστροι, αργοί, λιμοκοντόροι.



Στον αφέντη χαρά που τούς λανσάρει!
Και ποια είναι τα σωστά, ποια τα μεγάλα
που την ορμή τούς δίνουν και τη χάρη;



Προδότες οι Τρικούπηδες. Κρεμάλα!
Κι οι Ψυχάρηδες; Γιούχα! Πλερωμένοι.
Νά η Ελλάδα! Αρσακιώτισσα δασκάλα,



με λογιότατους παραγιομισμένη.
Κι ο Ρωμιός; Αφερίμ! Μυαλό; Κουκούτσι.
Από τον καφενέ στην Πόλη μπαίνει,



του ναργελέ κρατώντας το μαρκούτσι.


6


Τα κεφάλια του Γένους και του Κράτους.
Ο βουλευτής κι ο δάσκαλος. Τα πιάσαν
όλα τα πόστα! Νους, καρδιά, δικά τους.


Δέσαν το νου· την καρδιά τη ντροπιάσαν.
Νά το ρουσφέτι νά κι η ελληνικούρα,
τ’ άρματά τους. Με κείνα μας χαλάσαν.



Η σκέψη, νούλα. Η Τέχνη, πατσαβούρα.
Ο ψευτοαττικιστής κι ο ψηφοφόρος.
Τ’ άγιο κόνισμα, μια καλικατούρα.



Στη γη που πιάνει και προκόβει ο σπόρος
κάθε λογής τζουτζέδων και πιερρότων,
κι εγώ φυτρώνω ανάξιος ριμαδόρος



μαύρων θυμών και πορφυρών ερώτων.


Από τη συλλογή Η Πολιτεία και η μοναξιά (1912)


Ο Σάτυρος ή το γυμνό τραγούδι


Όλα γυμνά τριγύρω μας,
όλα γυμνά εδώ πέρα,
κάμποι, βουνά, ακροούρανα,
ακράταγ’ είναι η μέρα.
Διάφαν’ η πλάση, ολάνοιχτα
τα ολόβαθα παλάτια
το φως χορτάστε, μάτια,
κιθάρες, το ρυθμό.



Εδώ είν’ αριά κι αταίριαστα
λεκκιάσματα τα δένδρα,
κρασί είν’ ο κόσμος άκρατο,
εδώ είν’ η γύμνια αφέντρα.
Εδώ είν’ ο ίσκιος όνειρο,
εδώ χαράζει ακόμα
στης νύχτας τ’ αχνό στόμα
χαμόγελο ξανθό.



Εδώ τα πάντα ξέστηθα
κι αδιάντροπα λυσσάνε
αστέρι είν’ ο ξερόβραχος,
και το κορμί φωτιά ’ναι.
Ρουμπίνια εδώ, μαλάματα,
μαργαριτάρια, ασήμια,
μοιράζει η θεία σου γύμνια,
τρισεύγενη Αττική!



Εδώ ο λεβέντης μάγεμα,
η σάρκα αποθεώθη,
οι παρθενιές, Αρτέμιδες,
Ερμήδες είναι οι πόθοι.
Εδώ κάθε ώρα ολόγυμνη,
θάμα στα υγρόζωα κήτη,
πετιέται κ’ η Αφοδίτη
και χύνεται παντού.



- Παράτησε το φόρεμα
και με τη γύμνια ντύσου
Ψυχή, της γύμνιας ιέρισσα,
ναός είναι το κορμί σου.
Μαγνήτεψε τα χέρια μου,
της σάρκας κεχριμπάρι,
τ’ ολύμπιο το νεχτάρι
της γύμνιας δος να πιω.



Σκίσε τον πέπλο, πέταξε
τον άμοιαστο χιτώνα
και με τη φύση ταίριασε
την πλαστική σου εικόνα.
Λύσε τη ζώνη, σταύρωσε
τα χέρια στην καρδιά σου
πορφύρα τα μαλλιά σου,
μακρόσυρτη στολή.



Και γίνε ατάραχο άγαλμα,
και το κορμί σου ας πάρη
της τέχνης την εντέλεια
που λάμπει στο λιθάρι
και παίξε και παράστησε
με της ιδέας τη γύμνια
τα λυγερά τ’ αγρίμια,
τα φίδια, τα πουλιά.



Και παίξε και παράστησε
τα ηδονικά, τα ωραία,
λαγάρισε τη γύμνια σου
και κάμε την ιδέα.
Τα στρογγυλά, τα ολόισα,
χνούδια, γραμμές, καμπύλες,
ω θείες ανατριχίλες,
χορεύτε ένα χορό.



Μέτωπο, μάτια, κύματα
μαλλιά, γλουτοί, λαγόνες,
κρυφά λαγκάδια, του Έρωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψώνες,
πόδια που αλυσοδένετε,
βρύσες του χάϊδιου, ω χέρια,
του πόθου περιστέρια,
γεράκια του χαμού!



Και ολόκαρδα, κι αμπόδιστα
λογάκια, ω στόμα, ω στόμα,
σαν το κερί της μέλισσας,
σαν του ροδιού το χρώμα.
Τα κρίνα τ’ αλαβάστρινα,
του απρίλη θυμιατήρια,
ζηλεύουν τα ποτήρια
του κόρφου σου. – Ω να πιω,



Να πιω στα ροδοχάραγα,
στα ορθά, στα σμαλτωμένα,
το γάλα που ονειρεύτηκα
της ευτυχίας εσένα.
Εγώ είμαι ιεροφάντης σου,
βωμοί τα γόνατά σου,
στην πύρινη αγκαλιά σου
θεοί θαυματουργούν.



Μακριά μας όσα αταίριαστα,
ντυμένα και κρυμμένα,
τα μισερά και τ’ άσκημα
και ακάθαρτα και ξένα.
Ορθά όλα, ξέσκεπα, άδολα,
γη, αιθέρες, κορμιά, στήθια.
Γύμνια είναι κ’ η αλήθεια,
και γύμνια κ’ η ομορφιά.



- Στη γύμνια την ηλιόκαλη
της αθηναίϊσσας μέρας
κι ανίσως και φαντάξη σου
κάτι άντυτο σαν τέρας,
κάτι σα δέντρο αφύλλιαστο
και δίχως ίσκιου χάρη,
αδούλευτο λιθάρι,
ξεραγκιανό κορμί,



Κάτι γυμνό και ξέσκεπο
στα ολανοιγμένα πλάτια,
που ζωντανό θα τόδειχναν
μόνο δυό φλόγες μάτια,
κάτι που από τους σάτυρους
κρατιέται, και είν’ αγρίμι,
και είν’ η φωνή του ασήμι, -
μη φύγης είμ’ εγώ,



Ο Σάτυρος. Και ρίζωσα
σαν την ελιά εδώ πέρα,
λιγώνω τους αγέρηδες
με τη βαθιά φλογέρα.
Και παίζω και παντρεύονται,
λατρεύονται, λατρεύουν,
και παίζω και χορεύουν
ανθρώποι, ζα, στοιχιά.
....


Από τη συλλογή Βωμοί (1915)


Λειτουργία


Όταν ξεσπερμεύονται οι λαοί

και ξεθεμελιώνονται οι πατρίδες,

μέσα στων πολέμων τη βοή

κ’ έξω και παράμερα, δεν είδες;


Σιγοδέονται κάποιοι σαν ιερουργοί

κ’ ενώ κάτου από τα πόδια τους τραντάζει

κ’ ενώ σειέται και χαλιέται γύρω η γη,

τίποτε, θαρρείς, δεν τους ταράζει.


Σαν νακολουθάνε μυστική

μ’ ένα Κύριον αφανέρωτο ομιλία

γυρτοί ασάλευτοι και σαν εκστατικοί

στα λειτουργικά τους τα βιβλία.


Όλοι γύρω τους και γέροι και παιδιά

και οι γυναίκες, τάρματα στα χέρια,

μόνο εκείνοι – αχτύπητη η καρδιά –

με τα χέρια ανάερα προς ταστέρια.


Άδεια δεν είναι τα χέρια τους, κρατάνε

τα πουλιά τα μαντικά της Προσευχής

και την πρώτη ορμή τους δίνουν και πετάνε

προς τους θρόνους της Ιδέας και της Ψυχής.


Καίει φωτιά σ’ ένα ΒΩΜΟ, ο βωμός

φροντισμένος από κείνους και δε σβύνει·

θα περάσουν κι ο Θυμός κι ο Χαλασμός,

μα ο θνητός, ορθός ή χάλασμα, θα μείνη.


Στου βωμού τη θεία φωτιά θα πάη ξανά,

όπου η Πίστη, η Τέχνη, ο Λόγος, η Σοφία.

Στα παντοτινά, Ωσαννά!

Στα λειτουργικά βιβλία.


Σιγοδέονται κάποιοι σαν ιερουργοί

λαοί τριγύρω τους με τάρματα στα χέρια,

και χαλιέται η γη, και ρυάζεται η Σφαγή·

με τα χέρια εκείνοι ανάερα προς ταστέρια.


Όμως όσο κι αν ασάλευτοι φαντάζουν

στους χορούς των Ερνύων και των Κυκλώπων,

τα υψωμένα χέρια τρέμουν και σπαράζουν

σαν απ’ όλη τη λαχτάρα των ανθρώπων.


Και τα μάτια τους κι ας φαίνονται δεμένα

σαν αδάκριστα με μια υπερκόσμια φέξη·

είναι από το δάκρυο θολωμένα

το πικρότερο, που δεν μπορεί να τρέξη.


Όταν ξεσπερμεύονται οι λαοί

και ξεθεμελιώνονται οι πατρίδες,

μέσα στων πολέμων τη βοή

κ’ έξω και παράμερα, δεν είδες;


Επίμετρο


Από τη συλλογή Ο Τάφος (1898)



Ήσυχα και σιγαλά,

διψώντας τα φιλιά μας,

από τ’ άγνωστο γλιστράς

μέσα στην αγκαλιά μας.


Ως κ’ η βαρυχειμωνιά

μ’ αιφνήδια καλοσύνη

κ’ ήσυχη και σιγαλή

σε δέχτηκε κ’ εκείνη.


Ήσυχα και σιγαλά

σε χάιδευεν ο αέρας,

της νυχτός ηλιόφεγγο

κι ονείρεμα της μέρας.


Ήσυχα και σιγαλά

μας γέμιζες το σπίτι,

γλύκα του κεχριμπαριού

και χάρη του μαγνήτη.


Ήσυχα και σιγαλά

ζούσε από σε το σπίτι,

ομορφιά τ’ αυγερινού

και φως του αποσπερίτη.


Ήσυχα και σιγαλά,

φεγγάρια, ω στόμα, ω μάτι,

μιαν αυγούλα σβήσατε

στο φονικό κρεβάτι.


Ήσυχα και σιγαλά

και μ’ όλα τα φιλιά μας,

γύρισες προς τ’ άγνωστο

μεσ’ απ’ την αγκαλιά μας.


Ήσυχα και σιγαλά,

ω λόγε, ω στίχε, ω ρίμα,

σπείρετε τ’ αμάραντα

στ’ απίστευτο το μνήμα!


*

Άφκιαστο κι αστόλιστο

του Χάρου δε σε δίνω.

Στάσου με τ’ ανθόνερο

την όψη σου να πλύνω.


Το στερνό το χτένισμα

με τα χρυσά τα χτένια

πάρτε απ’ τη μανούλα σας,

μαλλάκια μεταξένια,


μήπως και του Χάροντα,

καθώς θα σε κοιτάξη,

του φανής αχάϊδευτο

και σε παραπετάξη!


*

Στο ταξίδι που σε πάει

ο μαύρος καβαλάρης,

κοίταξε απ’ το χέρι του

τίποτε να μην πάρης.


Κι αν διψάσης, μην το πιης

από τον κάτου κόσμο

το νερό της αρνησιάς

φτωχό κομμένο δυόσμο!


Μην το πιης, κι ολότελα

κ’ αιώνια μας ξεχάσεις,

βάλε τα σημάδια σου

το δρόμο να μη χάσης,


κι όπως είσαι ανάλαφρο,

μικρό, σα χελιδόνι,

κι άρματα δε σου βροντάν

παλληκαριού στη ζώνη,


κοίταξε και γέλασε

της νύχτας το σουλτάνο,

γλίστρησε σιγά κρυφά

και πέταξ’ εδώ πάνω,


και στο σπίτι τ’ άραχνο

γυρνώντας, ω ακριβέ μας,

γίνε αεροφύσημα

και γλυκοφίλησε μας!



Δεν υπάρχουν σχόλια: