Γιωσέφ Ελιγιά*
Κιλκίς
Στη μακάρια σκιά του Ποιητή της «Πρέβεζας»
Αχ πόσο οδυνηρό κι απαίσιο
Σ’ ένα στενό, τραγικό πλαίσιο
Η ζωή σου να λιμνάζη οκνή
Η Ανία τον θρήνο ν’ αρχινάει.
Και, σβούρα, να στριφογυρνάει
Στον ίδιο άξονα η ψυχή…
Του ρεμβασμού τα γαλάζια ίχνη
Στην ένδοξη ψυχρή πολίχνη
Να σβύνουν σα μουντός καπνός
Πουρνό – βράδυ, στην πονεμένη
Ψυχή, βραχνάς να σου βαραίνη
Ο μολυβένιος ουρανός.
Το ίδιο στρατί για το σχολείο
Και του Φωκίτη το βιβλίο
Να κουβαλάς πάντα μαζύ
Κι ολημερίς ν’ αναρωτιέσαι
Στον κρύο το βούρκο που κυλιέσαι:
Να ζη κανείς ή να μη ζη;
Μάρτης 1931
Dies Irae
Ίσκιοι του Ονείρου, απόκληροι του Κόσμου ξεπεσμένοι
Ξαρμάτωτοι διαβαίνουμε μπροστά στην ιερή κονίστρα
Γύρω απ’ το κυρτωμένο μας τυλίγοντας κουφάρι
Την ξεφτισμένη μας παλιά ολοπόρφυρη χλαμύδα.
Με σκέψεις μαύρες και με συλλογές πικρές, περνούμε
Κάτω από της άχαρης νυχτιάς το μολυβένιο θόλο,
Κι ένα αστεράκι, αργά και που ξεκόβοντας, μας στέλλει
Το φωτεινό περίγελο, ψηλά από τη φωλιά του.
Για μια στιγμή λες πιάσαμε τ’ αθώο πουλί στα χέρια
Το χρυσοπούλι που άλλοτε μεσ’ την καρδιά εκελάδει,
Κι ενώ θαρρούμε πως σκιρτά το πουπουλένιο χάδι
Περίλυπη η ματιά την άδεια φούχταν αντικρύζει.
Έτσι η μια μέρα πένθιμα ακολουθεί την άλλη μέρα
Άπραγη, κακορίζικη, δίχως φωτός αχτίδα·
Μακρυά στο σύθαμπο κάποιος λυγμός γροικιέται
Ενώ λες απ’ το θρήνο τον οκνό του πεθαμένου Ονείρου.
Δίχως παλμό, το νεκρικόν ψαλμό οι καρδιές ψελλίζουν
Μπρος στων χαμένων ημερών τα λείψανα τα κρύα.
Κι αγκομαχά η φτωχή μεσ’ απ’ τα κούφια σπλάχνα
Που της αδράνειας το πιοτό βαθειά έχει φαρμακώσει.
Ω Νιότη! Νιότη ανέμυαλη, που δεν έχεις αφήσει
Μήτε όσιο, μουδέ ιερό, μεσ’ στ’ άγια των αγίων·
Ω Νιότη, που ξεσκάλισες και σκόρπισες τη στάκτη
Την άγια στάκτη, αστόχαστη, μεσ’ στην οργή του ανέμου.
Να ‘ξαιρες ποιαν ερήμωσι το βέβηλο σου χέρι
Μελλόταν να σκορπίση αλί, στην άραχλη Οικουμένη
Σε πέλαγα και σε καρδιές, σε σπλάχνα και σε ξέρες
Να ‘ξαιρες… μα δεν τοξαιρες κι ο νους δεν το στοχάσθη…
Και τώρα πιες αγόγγυχτα και άναντρα το ποτήρι
Του ξεπεσμού· και τώρα ιδές τη μαύρη οργή του Χάρου
Μες τη μακάβρια καταχνιά που ολόγυρα σε ζώνει,
Να σβύνη εντός σου τ’ άγρυπνο της Αρετής λυχνάρι.
Και τώρα Νιότη ανέμυαλη του ξεπεσμού θρεφτάρι,
Στην πέτρα που κυρτή, να ξαποστάσης έχεις γύρει
Σκύψε βαθειά με τα δικά σου νύχια, κι έλα θάψε
Τα ιδανικά που κάποτε τα Νιάτα εφωτίσαν.
Μ’ αν μέσαθε σου απόμεινε, κάπου βαθειά κρυμμένη
Απ’ το παλιό αγιαστήρι, κάποια σπίθα, ω Άγια Νιότη,
Συδαύλισε την κι άφησε, στην ξαναμμένη φλόγα,
Πυρσός τα σπλάχνα σου να καούν στα χείλη, εδώ, του Τάφου.
Αθήνα, Μάης 1928
Désespoir
Της Έγνοιας το σαράκι μ’ εφαρμάκωσε
Της Έγνοιας το φαρμάκι μ’ έχει πνίξει!...
– Τόσο σκοτάδι, ωιμέ! Από πούθε πλάκωσε;
Ποιον Άδη θα μ’ ανοίξη, η τόση πλήξη;
Σέρνω δειλά, τ’ ανήμπορο κορμί μου
Μακρυά από των θνητών τ’ άχαρο αχνάρι
Κι ανεμοδέρνονται φριχτά οι συλλογισμοί μου,
Και σβύνει αργά της Ζήσης το λυχνάρι.
Μα πριν διαβώ, στου τάφου εδώ την άκρηα
– Μεσ’ της καρδιάς τα ερειπωμένα βάθια
Στερνή φορά! – ας ποτίσω με δυο δάκρυα
Των πόνων μου τα χέρσα και τ’ αγκάθια.
Γιάννενα, 16 Ιουλίου 1922
Στον εαυτό μου
Σαύρα, πανάθλιο σερπετό, που στα χαλίκια σέρνεις
Του ξεπεσμένου εγώ σου την ορφάνια
Σα νυχτοπούλι στου γκρεμού τα βάθη σιγογέρνεις
Και κλαις για τη χαμένη περηφάνεια…
Λυγίζοντας, χορεύοντας, ψηλ’ από το κοντάρι
Για το σιχαμερό του όχλου το χατήρι
Παράτησαν τα χέρια σου της Πίστης το δισκάρι
Και της αλήθειας τ’ άγιο το ποτήρι.
Κι απ’ της θυσίας το Ναό Διωγμένε ω ξεπεσμένε
Ως πότε το χορό σου θα χορεύεις;
Το νοθεμένο σου πιοτί να πίνεις διψασμένε,
Και στη φρικτή σου κόλαση να ρέβης;
Παράτησε και σκόρπισε του ψεύτικου βωμού σου
Τη στάχτη, μεσ’ το φύσημα του ανέμου
Και στης παλιάς σου πίστης τον Ιορδάνη ξαναλούσου
Ω εσύ φτωχέ, πεντάφτωχε εαυτέ μου.
1926
Το ποίημα της Αγάπης
Με φλογισμένη τη ψυχή σα χρυσοσκάει η Αυγούλα
Με φουντωμένα ολόμαυρα μαλλιά θα ξεκινήσω
Κι απ’ την ερμιά θα κατεβώ στη χώρα, μια στιγμούλα
Της ζωής το θούριο θριαμβικά, γλυκά, να τραγουδήσω.
Θα πω τραγούδι χαρωπό στα κάλλη τα δροσάτα
Στης Επιστήμης τ’ άγιο φως, παρηγοριά του αιώνα
Θα τραγουδήσω τ’ άφοβα και μυαλωμένα νιάτα
Κι απέ του ημίθεου Δουλευτή τον ατσαλένιο αγώνα.
Κι όταν ο σκλάβος αντρειωθή και θα φουντώση η Ελπίδα
Και στης Ασκήμιας το γκρεμνό, θα γκρεμιστεί ο Σατράπης
Τότες θα πω πως έβαλα του τέλειου τη σφραγίδα
Στο πλέον ωραίο μου ποίημα, στο ποίημα της αγάπης.
***
* Εβραίος, κομμουνιστής ποιητής. Γεννήθηκε το 1901 στα Γιάννενα. Γόνος φτωχής οικογένειας, μελέτησε το ταλμούδ και την μεταταλμουδική φιλοσοφία πλάι στους ραβίνους της εβραϊκής Συναγωγής στα Γιάννενα και παρακολουθούσε μαθήματα στην Alliance Israelite απ’ όπου αποφοίτησε το 1918. Το 1930 κατάφερε μετά από πολλούς κόπους να διοριστεί καθηγητής γαλλικών στο Κιλκίς, ελπίζοντας σε μια γρήγορη μετάθεση στη Θεσσαλονίκη. Στο Κιλκίς θα προσβληθεί από τύφο. Θα πεθάνει στις 29 Ιουλίου 1931. Τα βιογραφικά στοιχεία και τα ανθολογούμενα ποιήματα αντλήθηκαν από το βιβλίο Γιωσέφ Ελιγιά, Άσμα Ασμάτων – Ψαλμοί – Ποίηση, επιμέλεια Γιώργου Ζωγραφάκη, εκδ. Δωδώνη, Γιάννενα, 1967.
2 σχόλια:
Πολύ όμορφη υπενθύμιση(προσωπικά δεν τον γνώριζα τον Ελιγιά)-κι εδώ μια φετινή ομιλία που συσχετίζει το έργο του με εκείνο του Καρυωτάκη:
http://www.youtube.com/watch?v=HAtcx1zaV-c
Ξέχασα να σημειώσω ότι για όποιον ενδιαφέρεται για τον Γιωσέφ Ελιγιά θα άξιζε να διαβάσει το υπέροχο διήγημα του Δημήτρη Χατζή "Σαμπεθάι Καμπιλής" από τις "Ιστορίες της μικρής μας πόλης", που ήταν άλλωστε και το πρώτο κείμενο που μου έκανε γνωστή την ύπαρξη του Ελιγιά... αν και αυτό το κατάλαβα εκ των υστέρων... διήγημα το οποίο, χάρη στην εργατικότητα της vbesiou, μπορείτε τώρα να το βρείτε, χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, εδώ: http://gialina-giannena.blogspot.com/2007/02/blog-post_7512.html
Δημοσίευση σχολίου