Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Φώτης Αγγουλές



Φώτης Αγγουλές

(1911 – 1964)



Ταξίδια

Το κάθε τι, που αγάπησα

και λάτρεψα εδώ κάτου,

μου χάρισε και μια βαθιά

λαβωματιά, θανάτου.


Αχ Θε μου, σε μια απόλυτη σιγή,

πιο πέρα κι απ’ το χρόνο,

κι απ’ την ακινησία κι απ’ τη φυγή,

ας ήτανε, να βρω καταφυγή.


Στα ξένα


Ένα δωμάτιο σκοτεινό μ’ ένα παράθυρο μικρό

πούμπαινε η πλήξη μου από κει σαν εκαθόμουν μόνος

ένα κρεβάτι, δυο σκαμνιά κι ένα τραπέζι, και πικρό

στην πληξη ένα χαμόγελο σα μούλειπε κι ο πόνος.


Ένα κερί μου αχνόφεγγε με το τρεμουλιαστό του φως,

το δράμα μου τ’ ατέλειωτο να μελετώ τα βράδια,

φίλος κανενός δίπλα μου, μάνα, πατέρας, αδερφός,

μαύρες μονάχα θύμησες κι ονείρατα ρημάδια.


Κι αν έλεγα πως τίποτε δεν είχα ν’ απαντέχω πια

κι οι πόθοι μες στα στήθια μου ναρκώθηκαν σα φίδια,

ήταν γιατί μου φαίνονταν βαριά της μοίρας η χτυπιά,

πριν νάρτει Κ ά π ο ι α, ποιο γλυκιά κι απ’ τη χαρά την ίδια.


Κάποια! Ω κάποια! Κι ήρτενε σα να μην ήρτεν απ’ τη γη

κι ήρτε σα φως στα σκοτεινά, σα χαμογέλιο μοίρας

κι ήρτε γητεύτρα μια βραδιά για τη δική μου την πληγή

κι ήρτε σαν ήχος σ’ απαλόν ανάκρουσμα μιας λύρας.


Ω κάποια, που δεν μπόρεσα σ’ ένα αγκάλιασμα σφιχτό

το μυστικό που σ’ έστειλε κοντά μου να σου πάρω,

πάντα στη μνήμη μου γλυκά τη θύμηση σου θα κρατώ,

γιατί ήρτες κείνη τη νυχτιά που πρόσμενα το Χάρο!


Κύματα


Όταν ήμουν παιδί,

είχα ένα μικρό καραβάκι.

Το φόρτωσα όνειρα και τόβαλα πάνω στη θάλασσα,

μα ήρθε και τ’ άρπαξε ένα κύμα.

Μάζεψα βότσαλα, να εκδικηθώ.

Προσπάθησα να γνωρίσω το κύμα, μα δεν τα κατάφερα.

Αρώτησα, μα δεν έμαθα τ’ όνομά του, και θύμωσα

με όλα τα κύματα, που δεν έχουνε όνομα.


Ξένος ο κόσμος


Ξένος ο κόσμος, σύνορα παντού , για να σταθείς,

δεν έμεινε γωνιά.

Φωτιά είν’ ο πόνος μα μπορείς μ’ αυτόν να ζεσταθείς

σε τόση παγωνιά;


Ξένος ο κόσμος και κακός, κι ούτε φελά, ούτ’ αξίζει

ή σιάξτε τον, ή κάψτε τον, να μη μας βασανίζει.


Σταυροί


Τόσοι σταυροί που στήθηκαν
τόσοι σταυροί που θα στηθούνε,
εμάς μονάχα με σταυρούς
μπορούν να μας μετρούνε.


Σταυροί, παντού σταυροί.

Είμαστε "οι αδάκρυτοι κι οι αγέλαστοι".
Δεν κλαίμε, ούτε γελούμε.
Τα σπίτια μας καπνίζουνε
πεινούνε τα παιδιά μας, δεν λυγούμε
ήρθαμε να χαράξομε του πόνου μας τα σύνορα
και στήνουμε σημάδια και περνούμε.


Σταυροί, παντού σταυροί.


Χάνονται


Εκπορνευτή της όμορφης ζωής, του νου σακάτη,

για νάναι η λίγη σου ζωή μικρές χαρές γεμάτη,

μέσα σε τούτα τ’ άγνωστα των κουρελήδων πλήθια,

πλήθιες πεθαίνουν όμορφες περήφανες ζωές,

σα μαργαρίτες σ’ άγνωστων ανήλιων πόντων βύθια,

σα σταλαχτίτες όμορφοι, σε ηφαιστείων στοές.


Για ποια;


Για ποια πετάγματα μιλάς; Για ποια φευγιά;

Μείνε σε τούτη τη γωνιά, σ’ αυτήν εδώ την άκρια.

Σπάσαν τα ξάρτια κι οι καρδιές ματώσαν, και τα σύννεφα,

θ’ αναλυθούν σε δάκρυα.


Αμφιβολία


Η αμφιβολία μου σβήνει της πίστης το κερί,

κι είμαι το δέντρο, που όλοι το δέρνουν οι καιροί.

Μα δεν υπάρχει, τάχα, πάνου σ’ αυτή τη γη,

για της ψυχής τη δίψα, της γνώσης η πηγή;

Πώς δε μιλάς αλήθεια; ω Σαρκαστή ουρανέ,

καθώς ανοιγοκλείνεις τ’ αστερινά σου μάτια,

κι Ό χ ι μου λες και Ν α ι.


***


Ο Φώτης Αγγουλές γεννήθηκε στη Χίο το 1911. Πέθανε το 1964 μετά από μια ζωή στερήσεων κι αγώνων. Η ανθολόγηση έγινε από το βιβλίο του Γιώργη Σιδέρη, Φώτης Αγγουλές, Κέδρος, Αθήνα, 1976.

Δεν υπάρχουν σχόλια: