Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009

Αφιέρωμα: Ελληνική Ποίηση 1977 – 1993

Blek le Rat, Jour et Nuit



Αφιέρωμα: Ελληνική Ποίηση 1977 – 1993


Από σήμερα ξεκινάμε ένα αφιέρωμα στην ελληνική ποίηση της περιόδου 1977 – 1993. Αντί εισαγωγικού σημειώματος παραθέτουμε δύο κείμενα από την πρώτη συλλογή του Ηλία Λάγιου (που την εξέδωσε με το ψευδώνυμο Αλέξης Φωκάς) το 1981. Αφού τα διαβάσετε - ή τα ξαναδιαβάσετε - θα αντιληφθείτε εύκολα για ποιον λόγο συνιστούν την καλύτερη εισαγωγή στην ποιητική παραγωγή και πολιτική ηθική της περιόδου. Τα πρόσωπα και τα ποιήματα που θα παρατεθούν στην συνέχεια του εν λόγω αφιερώματος είναι όσα θεωρούμε ότι κατάφεραν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να γλιτώσουν από τις Συμπληγάδες... Και επειδή μέρα που είναι αρκετοί θα θελήσουν ενδεχομένως να εξασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, διαβάστε τα πριν το πράξετε, και αναλογιστείτε ότι θα ψηφίσετε τους ίδιους εκείνους ανθρώπους για τους οποίους μιλούσε πριν 30 χρόνια ο Λάγιος… όταν κάποιος άνθρωπος επαναλαμβάνει για πεντηκοστή πρώτη φορά το λάθος που έχει ήδη προτέρως επαναλάβει άλλες πενήντα, τότε πλέον μπορεί αυτοδικαίως να καταταχθεί στις τάξεις των ηλιθίων… Καλή πατρίδα, σύντροφοι!


***

Ηλίας Λάγιος

(1958 – 2005)


Από τη συλλογή Πρόοδοι εν Προόδῳ (1981)


Από το


Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

(Γεράσιμος Σπανοδηματρακόπουλος)


Οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλὸν

ΟΜΗΡΟΣ


Καλό, κακό στα μάτια του Θεού δεν ξεχωρίζουν

ΗΣΥΧΙΟΣ


Μήτε καλό μήτε κακό δεν είναι

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΓΕΙΡΑΣ


Το 1980 γνώρισε έναν πραγματικό εκδοτικό οργασμό βιβλίων που αναφέρθηκαν στο έργο και την προσωπικότητα της λεγόμενης γενιάς του ’70. Δυο επίσημες ογκώδεις ανθολογίες – των Παναγιώτου και Ζήρα – και πλήθος μικρότερων πονημάτων, μελετών και άρθρων, στα διάφορα λογοτεχνικά (ή και λογοτεχνικά) περιοδικά της πρωτοπορίας ασχολήθηκαν με το να αποδώσουν μια – ομαδική – ταυτότητα στις νέες τάσεις της ελληνικής ποίησης. Νομίζουμε πως θα ήταν άσκοπη μια από μέρους μας επαναπροσέγγιση του θέματος αλλά όχι και αχρείαστος ένας πρώτος απολογισμός. Έτσι επιγραμματικά αναφέρουμε ότι οι νεότεροι λογοτέχνες μας δοκίμασαν με τον στίχο τους να ανιχνεύσουν τα θραύσματα της διάσπασης, να στοιχειοθετήσουν τον νου και την απορία της ομάδας και του κοινωνικού της περίγυρου, να εξετάσουν την επιφύλαξη του ανθρώπου (πάντα αυτού, ποτέ εκείνου). Είναι φανερό πως καμία σύνθεση δεν ευδοκίμησε όχι μόνο στα επιμέρους αλλά και στη συνολική προσφορά της γενιάς.

Σκοπός του παρόντος όμως σημειώματος δεν είναι η εμπλοκή του γράφοντος σε μια πρωθύστερη ελλανοδικία αλλά η συμβολή του στον φωτισμό κάποιων παραγκωνισμένων μορφών της Ποιητικής Βίβλου αυτής της καταγωγής. Είναι μια πρώτη, ελπίζουμε όμως όχι και ύστατη, αναφορά σε μια ευγενική και ξεχασμένη φυσιογνωμία, τον Γεράσιμο Σπανοδημητρακόπουλο, ποιητή και συνθέτη της Ιστορίας.

Ο Γεράσιμος Σπανοδημητρακόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 1950. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης Παναγιωτόπουλος, δεν είχε όμως την παραμικρή συγγένεια με τον ομόκλητο λογοτέχνη. Ανήκε σε μεσοαστική και από παράδοση φιλελεύθερη οικογένεια. Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια κύλησαν ήρεμα χωρίς αξιομνημόνευτα συμβάντα. Θήτευσε καθώς και άλλοι συνομήλικοι του στα τελευταία οδοφράγματα των Ιουλιανών, δίχως σπουδαιότητα συνεισφοράς. Το 1968 εισήχθη στην Ιατρική Αθηνών, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση. Το 1969 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, τους Φαινότυπους, με το ψευδώνυμο Άλκης Αστρικός. Τα ποιήματα του προσέχτηκαν αρκετά και ο συγγραφεύς των Φαινοτύπων θεωρήθηκε ως ένας από τους περισσότερα υποσχόμενους ποιητές της νεότερης γενιάς. Παραθέτουμε ένα ποίημα απ’ τους Φαινότυπους για να εκτιμηθεί η ποιητική πράξη του Άλκη Αστρικού. Το ποίημα επιγράφεται «Αλκή»:


Αλκή


γερασμένα άλογα, τα άλογα του Αχιλλέα,

η κραυγή τους στ’ αυτιά μας·

πεθαμένα άλογα, τα άλογα του Αχιλλέα,

κίτρινα άλογα, κίτρινα χέρια

– ο Αίαντας μέσα στην κοπριά –

άτια του πολέμου

και η κραυγή της πολιτείας – η κραυγή μας.


Το 1971 εντάσσεται σε παράνομη αντιδικτατορική φοιτητική οργάνωση. Για τρία χρόνια θα εγκαταλείψει την ποίηση και θα αφοσιωθεί στην πολιτική και τη μελέτη της Ιστορίας. Συμμετέχει στην κατάληψη της Νομικής, πρωτοστατεί στα γεγονότα του μνημοσύνου του Γεωργίου Παπανδρέου και η δράση του κορυφώνεται με την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Με την κατάρρευση της δικτατορίας ενταγμένος στον Ρήγα Φεραίο προπαγανδίζει την άμεση επανάσταση. Η γραμμή του ηττάται και ο Σπανοδημητρακόπουλος αποχωρεί δυο μήνες μετά, το Δεκέμβριο του 1974.

Από εδώ αρχίζει το πιο ενδιαφέρον και παράλληλα άγνωστο κομμάτι της ποιητικής σταδιοδρομίας του Σπανοδημητρακόπουλου. Η συγγραφή ενός τεράστιου ποιήματος, τιτλοφορούμενο Ιστορία, στο οποίο ο ποιητής αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Αξίζει να μελετήσουμε διεξοδικότερα αυτή την πρωτοφανή για την παγκόσμια γραμματεία περίπτωση.

Βάση της ποιητικής του ήταν η έννοια του ανεπανάληπτου και μοναδικού μέσα στην Ιστορία. Ως προωθημένος μαρξιστής ήξερε πως το κάθε τι είναι καινούργιο, μοναδικό αλλά και διαλεκτικά δεμένο με τα υπόλοιπα. Θεωρούσε ύβρι κάθε επανάληψη, ακόμα και την επανάληψη ενός ονόματος. Γι αυτό εξάλλου άλλαξε το όνομα του από Γιάννης Παναγιωτόπουλος σε Γεράσιμος Σπανοδημητρακόπουλος. Το Άλκης Αστρικός το εγκατέλειψε, γιατί θεωρούσε πως δεν έχει σχέση με τον ποιητή των Φαινοτύπων, άρα η χρήση του ονόματος του θα ήταν μια ποταπή επανάληψη. Θεωρούσε ύβρι ακόμα και δύο επαναστάσεις με το ίδιο όνομα και τους ίδιους στόχους. Σ’ αυτές τις αρχές και στο συνεπαγόμενο μονοσήμαντο των λέξεων βάσισε την Ιστορία. Στίχους της παρουσιάζουμε με την ορθογραφία του Σπανοδημητρακόπουλου:


«ο τρόμος του γιλγαμές αντικρύζοντας το θάνατο

οι φλόγες ενταφιάζοντας την πρώτη βαβυλώνα

οι πολεμιστες απο πηλο του αυτοκράτορα της κίνας

τα στοιχεία σύνθεσης του θαλη

ο εξάμετρος του ραψωδου στη θράκα

το επίγραμμα στο μαυσωλείο του αποστάτη

το κοκινο ράσο του ιεροεξεταστη

ο ίσκιος του υξως στις πυραμίδες

η αιματοστάλακτη προσφορα του δρυΐδη

η ονοματολογία του αθηναίου»


Το «Βιβλίο Ι» τυπώθηκε το 1976 με έξοδα του «μεταφραστή», όπως αυτοονομαζόταν ενίοτε ο Σπανοδημητρακόπουλος, μιας και οι δύο εκδοτικοί οίκοι στους οποίους είχε υποβάλλει τα χειρόγραφα του αρνήθηκαν βρίσκοντας την έκδοση οικονομικά ασύμφορη. Το «Βιβλίο Ι» περιείχε 6415 στίχους κατανεμημένους σε 214 σελίδες. Ως μότο είχε το στίχο του Γάλλου ποιητή Σαιν – Τζων Περς: «Με είπαν ο Σκοτεινός και κατοικούσα την έλλαμψη». Ας αναφερθεί ότι μια κληρονομιά επέτρεψε στον Σπανοδημητρακόπουλο την έκδοση του «Βιβλίου Ι».

[…] Η Ιστορία προσέχθηκε ελάχιστα ή καθόλου. Μόνον ο οξυδερκής Μιχάλης Κατσαρός έστειλε στον ποιητή ένα γράμμα, όπου ονόμαζε το έργο του «κλειστό σύστημα και τελειωτικό βιβλίο». Όμως αυτή ήταν και η μοναδική θετική ή αρνητική αντίδραση της κριτικής – πιο κάτω θα εξηγήσουμε γιατί – στο έργο του Σπανοδημητρακόπουλου. Δεν γνωρίζω ούτε εγώ και, θέλω να πιστεύω ούτε κανένας άλλος, κατά πόσο η αδιαφορία των συγχρόνων του επηρέασε τον συναξαριστή της «Ιστορίας». Στα δύο χρόνια της γνωριμίας μας ουδέποτε αναφέρθηκε σ’ αυτό και από σεβασμό προς τον άνδρα δεν ανακίνησα το θέμα. Μόνο μια φορά στις 13 Μαΐου του ’77 έκανε μια νύξη λέγοντας μου: «Η απουσία της κριτικής διόλου δεν βλάφτει ένα αιθερόφρον έργο. Σου λέγω μάλιστα ότι το αντίθετο θα ήταν ασυγχώρητο, καθώς μια ερωτική παλινωδία». Τούτα τα λόγια τα μεταφέρω όπως ακριβώς τα είπε. Οφείλω να προσθέσω ότι ο ίδιος ήταν πεπεισμένος κάθε στιγμή του ολιγόχρονου βίου του για τον ιστορικό προορισμό του να εκφράσει το αδιέξοδο της Ιστορίας και πίστευε τον εαυτό του εξάγγελο της άρσης του.

Με τον Σπανοδημητρακόπουλο γνωρίστηκα στα τέλη του 1976 στο σπίτι κοινής γνωστής, της Αλεξάνδρας Ζ. Μου έκαμνεν τότε εντύπωση η κατάρτιση του, ιστορική, πολιτική και λογοτεχνική, και ομολογώ ότι επεδίωξα και επέτυχα στενότερη σχέση μαζί του. Δυο μήνες μετά τη γνωριμία μας, μου δώρισε το βιβλίο του, που μέχρι τότε αγνοούσα και του οποίου η απόκτηση υπήρξε για μένα όριον πυρός. Από εκείνη την ημέρα, την ημέρα της Δωρεάς, χρονολογώ και τη φιλία μας. Έζησα από κοντά τον αγώνα του, όλο το επίλοιπο και βραχύχρον διάστημα της ζωής του, για να συνθέσει το «Βιβλίο ΙΙ» της «Ιστορίας». Περιληπτικά μόνο θα αναφερθώ σ’ αυτό, μιας κι ο ποιητής με κατέλιπεν κληρονόμον του αναθέτοντας μου την έκδοση των τελευταίων χειρογράφων του. Αυτά πρόκειται να εκδοθούν μέσα στο 1981, Ιστορίας θελούσης, τη αρωγή των κ.κ. Ζαχαρίου, Παπαδοπούλου και Διαλυνά, θαυμαστών της ποίησης του Σπανοδημητρακόπουλου.

Είναι αναγκαίες ορισμένες διευκρινίσεις. Η σκέψη του Σπανοδημητρακόπουλου ουδέποτε στατικοποιήθηκε, πράγμα φυσικό, αφού η Ιστορία, η ροή των γεγονότων, ουδέποτε έπαψε να υφίσταται. Ο ποιητής πλούτιζε την εμπειρία του καθημερινά εκτιμώντας κάθε συμβεβηκός, αποτιμώντας κάθε πρακτική. Πέρα από τα «καθαρά πολιτικά» γεγονότα, λόγου χάριν, της νίκης των συντηρητικών στην Πορτογαλία ή της εκλογικής συντριβής των αριστερών στην Ελλάδα το 1977, γνωρίζω ότι την αντικειμενική του κρίση τάραξε η εκτύπωση του «Βιβλίου Ι» της «Ιστορίας». Ο ίδιος μίλησε με θαυμασμό γι αυτό το επίτευγμα, που το έβλεπε ως έργο τρίτου και αποφάσισε στο «Βιβλίο ΙΙ» να αναφερθεί σ’ αυτό ως εξαιρετικής σπουδαιότητας σημείο, ισάξιο και ισόνομο με την πτώση της Ρώμης, την ανακάλυψη της πυρίτιδος και τον θάνατο του μπακάλη της γειτονιάς του Μίμη Σταθόπουλου. Πίστευε ότι με τη δημοσίευση του «Βιβλίου Ι» είχε ολοκληρωθεί και αμετάκλητα ξεπεραστεί η επική ποίηση. Έβλεπε δε την ανάγκη «διδακτικών μουσώνων», μιας ποίησης που θα καθιέρωνε τη νέα θεολογία, θα κατηχούσε και θα διέπλαθε τους ανθρώπους για να οικοδομήσουν τον καινούργιο κόσμο πάνω στα ερείπια του παλαιού, του οποίου η καταστροφή αγιογραφήθηκε στις σελίδες του «Βιβλίου Ι». Μετά τον Όμηρο, ο Σπανοδημητρακόπουλος άρχισε να παρεμβαίνει ουσιαστικά στην ησιόδεια θεογονία.

Η μορφή που διάλεξε για το έργο του ήταν η μορφή του χρονικού σε πεζό λόγο. Γνωρίζοντας καλύτερα από κάθε άλλον τη δύναμη της παράδοσης, γραπτής και προφορικής, αποφάσισε όχι να την αγνοήσει, αλλά να την ξαναπλάσει καθώς θα έπρεπε να είναι. Ας μας επιτραπεί να γίνουμε πιο σαφείς.

Ο Σπανοδημητρακόπουλος δεν θέλησε να ξαναγράψει μια καινούργια Παγκόσμια Ιστορία. Κάτι τέτοιο το θεωρούσε όχι μόνον απλό αλλά και ανώφελο, «λεκτικό φούμαρο, φραστικό βίασμα, λογοτεχνία» και άφηνε αυτή τη φροντίδα – για να ξαναθυμηθώ και τα λόγια του – «στους παραμυθάδες, τους καταπιεστές και τους σουρρεαλιστές». Δεν επεδίωξε ακόμα να γράψει μια καινούργια εκδοχή της Ιστορίας, να την εξηγήσει με έναν διαφορετικό τρόπο. Άφηνε αυτή την όψη στους μαρξιστές ιστοριο-οικονομολογο-φιλόσοφους και τη θεωρούσε πρωθύστερο τέχνασμα, για να αιτιολογηθεί ένα καινούργιο καθεστώς. Σ’ ένα σημείο του βιβλίου του ονομάζει τον Μπρετόν «καραγκιοζοπαίχτη του Ντε Γκωλ» και κάπου αλλού τον Κορδάτο «σόλα στο παπούτσι με το οποίο πάτησε ο Ζαχαριάδης τους Επαναστάτες». Ο ίδιος προσπάθησε να γράψει μια Ιστορία που θα παραχάραζε γραπτές μαρτυρίες, θρύλους, διαβεβαιώσεις – αλλά θα συμμορφωνότανε με τα όνειρα του ανθρώπου και τις επιταγές της αληθινής ροής των πραγμάτων. Καθώς είναι φυσικό ο Σπανοδημητρακόπουλος εγκατέλειψε την αρχή της μη επανάληψης των ίδιων λέξεων. Αντιθέτως, διατήρησε τον κανόνα του πάνω στην ουσία της Ιστορίας. Το κάθε τι στο σύγγραμμα του συμβαίνει για μία και μοναδική φορά. Ή γλώσσα του ανελίσσεται μέσα σ’ όλες τις γλώσσες, τρυγά απ’ όλους τους καιρούς. Οι παρομοιώσεις του είναι γιγαντιαίες, κυκλώπειες σαν την ψυχή του Γαριβαλδινού στο χαράκωμα, καθώς αντλούνται από έναν αστραφτερό ιστορικό πίνακα. Εκτός από μεγάλος ποιητής, ο Σπανοδημητρακόπουλος με την «Ιστορία ΙΙ» απέδειξε ότι ήταν και ένας μεγάλος καλλιτέχνης. […]

Ύστερα από μια τέτοια πολιτικά λυρική πρόζα, μπαίνουμε στον πειρασμό να αναρωτηθούμε ποια θα ήταν η τύχη της ελληνικής ποίησης, αν το έργο του Σπανοδημητρακόπουλου συναντούσε την πρέπουσα παραδοχή. Σίγουρα θα είχεν αποφευχθεί και το φυματικό εξάμβλωμα του υπερρεαλισμού των Μαυρουδήδων, Λιοντάκηδων με τους υποτονικούς γλυκασμούς τους και η δοκησισοφία του Βαγενά και η δίχως όρια αλλοφροσύνη των ονομαζόμενων «μπητ». Ποιητές καθώς ο Χρονάς θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν κάτι περισσότερο από τεχνική στο έργο του Σπανοδημητρακόπουλου και ίσως να προσανατολίζονταν σε μια νέα μορφή αντιολοκληρωτικής και αντιαυταρχικής σύνθεσης. Όμως η τύχη, το γνωστικό πρόσωπο της αναγκαιότητας, δεν έστερξε να αποδεχθεί μιας τέτοιας μορφής ποιητική ανάπλαση.

Ο Γεράσιμος Σπανοδημητρακόπουλος πέθανε «με τους φρικτότερους πόνους στο σώμα και με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχή». Λίγο πριν πεθάνει το χέρι του έγραψε στην αρχική σελίδα των χειρογράφων του «Βιβλίου ΙΙ» της «Ιστορίας» σε μια πρώτη και ύστατη επανάληψη:


Με είπαν ο Σκοτεινός και κατοικούσα την έλλαμψη.

Γεράσιμος Σπανοδημητρακόπουλος.


***


ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ


1936, 4 Μαρτίου

Γέννηση του Ιάκωβου Πετρίδη στους Φούρνους της Θεσπρωτίας.


1936, 4 Αυγούστου

Δικτατορία Μεταξά.


1939, 23 Σεπτεμβρίου

Η οικογένεια του Ιάκωβου Πετρίδη μετοικεί στην Ηγουμενίτσα.


1940, 15 Αυγούστου

Τορπιλισμός της Έλλης


1940, 27 Οκτωβρίου

Ο τετραετής Ιάκωβος Πετρίδης χάνει τον παράμεσο του αριστερού του χεριού.


1940, 28 Οκτωβρίου

Κήρυξη Ελληνοϊταλικού Πολέμου.


1940, 29 Οκτωβρίου

Επιστολή Ζαχαριάδη. Ο πατέρας του Ιάκωβου Πετρίδη, Αναστάσιος, στέλνεται στο Αλβανικό Μέτωπο.


1949, Δεκέμβριος

Συντριβή του Δ.Σ.Ε. (ΕΑΜ- ΕΛΑΣ).


1952, 17 Ιανουαρίου

Ο Ιάκωβος Πετρίδης αποβάλλεται από το Γυμνάσιο ως υποκινητής επεισοδίων.


1954, 12 Οκτωβρίου

Ο Ιάκωβος Πετρίδης εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.


1957, Μάιος

Δεύτερος χρόνος καραμανλικής οκταετίας. Ο Ιάκωβος Πετρίδης παρακολουθεί μαθήματα στη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης.


1958, 14 Φεβρουαρίου

Ο Ιάκωβος Πετρίδης γνωρίζει τη σπουδάστρια του θεάτρου Μαρία Νικολάου. Το

Απόγευμα πίνουν καφέ στο Σύνταγμα.


1959, 7 Απριλίου

Ο Ιάκωβος Πετρίδης και η ερωμένη του Μαρία Νικολάου προγραμματίζουν τη σύσταση θιάσου.


1959, 9 Απριλίου

Ο Ιάκωβος Πετρίδης προτείνει ν’ ανεβάσουν τα «Στηρίγματα της κοινωνίας» του Ίψεν. Η πρόταση του γίνεται δεκτή.


1959, 28 Ιουνίου

Ο Ιάκωβος Πετρίδης παίρνει το πτυχίο της Νομικής.


1959, 7 Ιουλίου

Ο Ιάκωβος Πετρίδης γνωρίζει στην Ηγουμενίτσα την κόρη του μεγαλοδικηγόρου Αναγνώστου.


1960, 7 Μαρτίου

Ο Ιάκωβος Πετρίδης παντρεύεται την Αικατερίνη Αναγνώστου.


1962, 9 Σεπτεμβρίου

Ο Ιάκωβος Πετρίδης, απολυόμενος από τον στρατό, προσλαμβάνεται στο γραφείο του πεθερού του.


1965, Ιούλιος

Αποστασία.


1965, 9 Νοεμβρίου

Γέννηση του Θωμά Πετρίδη, υιού του Ιάκωβου και της Αικατερίνης.


1967, 21 Απριλίου

Δικτατορία συνταγματαρχών.


1967, 12 Αυγούστου

Γέννηση της Ευθυμίας Πετρίδη, κόρης του Ιάκωβου και της Αικατερίνης.


1968, 12 Φεβρουαρίου

Ο Ιάκωβος Πετρίδης διορίζεται σύμβουλος στο Δημοτικό Συμβούλιο της Ηγουμενίτσας.


1971, 9 Δεκεμβρίου

Ο Ιάκωβος Πετρίδης αναλαμβάνει το γραφείο του πεθερού του, δικηγόρου Αναγνώστου.


1973, 17 Νοεμβρίου

Οι συνταγματάρχες καταστέλλουν βίαια την εξέγερση του Πολυτεχνείου.


1973, 23 Νοεμβρίου

Δικτατορία Ιωαννίδη.


1973, 25 Νοεμβρίου

Ο Ιάκωβος Πετρίδης διορίζεται δήμαρχος Ηγουμενίτσης.


1974, 16 Ιουλίου

Μεταπολίτευση.


1978, Νοέμβριος

Ο Ιάκωβος Πετρίδης εκλέγεται δήμαρχος Ηγουμενίτσης.


1979, 2 Μαΐου

Θίασος (μπουλούκι), που επισκέπτεται την Ηγουμενίτσα, ανεβάζει τα «Στηρίγματα της κοινωνίας» του Ίψεν.


1979, 3 Μαΐου

Πρώτη παράσταση των «Στηριγμάτων της κοινωνίας». Ο δήμαρχος Ιάκωβος Πετρίδης απουσιάζει.


1979, 4 Μαΐου

Ο δήμαρχος Ιάκωβος Πετρίδης επισκέπτεται στο ξενοδοχείο της την πρωταγωνίστρια Μαρία Νικολάου. Έχει μαζί της πολύωρη δραματική συζήτηση. Απόγευμα. Ο δικηγόρος Αναγνώστου κινητοποιεί την αστυνομία να εντοπίσει τον γαμπρό του δήμαρχο Ιάκωβο Πετρίδη. Βράδυ. Δεύτερη παράσταση του θιάσου.


1979, 4 Μαΐου, Βράδυ

Ο Ιάκωβος Πετρίδης προκαλεί σκάνδαλο ερμηνεύοντας τον ρόλο του προξένου στα «Στηρίγματα της κοινωνίας». Με τη λήξη της παραστάσεως αναχωρεί από την Ηγουμενίτσα χωρίς να αποχαιρετήσει την οικογένεια του. Δεν θα επιστρέψει ποτέ στην Ηγουμενίτσα. Ο θάνατος θα τον βρει τέσσερα χρόνια μετά σε τροχαίο.


1979, 4 Μαΐου, Βράδυ

Ο δήμαρχος Ιάκωβος Πετρίδης παρακολουθεί μετά της συζύγου του Αικατερίνης την παράσταση των «Στηριγμάτων της κοινωνίας». Στο φινάλε χειροκροτεί ώρα πολλή. Θα εγκαταλείψει την Ηγουμενίτσα μετά διετίαν και θα εγκατασταθεί οικογενειακώς στην Αθήνα, ως βουλευτής του συντηρητικού κόμματος.




Δεν υπάρχουν σχόλια: