Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Αφιέρωμα: Ελληνική Ποίηση 1977 – 1993

William Congdon, Crocefisso no 46



Γιάννης Τζώρτζης



Το κέρασμα του απογεύματος

(1993)



Έχει μόλις μια βδομάδα στο μικρό χωριό κοντά στη θάλασσα. Κάθε πρωί, σηκώνεται νωρίς για την καθιερωμένη βόλτα της μέχρι το παρεκκλήσι, στην κορυφή του λόφου. Το μεσημέρι επιστρέφει στο κρύο δωμάτιο κι ανάβει τη σόμπα. Στέκεται όρθια και την κοιτάζει ώσπου τα μουδιασμένα μέλη της αρχίζουνε να χαλαρώνουν. Έπειτα βάζει στο πικάπ τον Déserteur του Vian, ή κάποιο δίσκο της Billie Holiday. Είναι μόνη κι όμορφη. Έξω, η θάλασσα του χειμώνα αρχίζει να φουσκώνει κι η νύχτα θολώνει το παράθυρο. Κοιτάζει το δωμάτιο, είναι μέσα στο δωμάτιο, αισθάνεται πραγματικά θαυμάσια σ’ αυτές τις χειμωνιάτικες διακοπές της, και σε λίγο θα ζεστάνει, όπως το πρώτο τους καλοκαίρι. Αργά τη νύχτα, όταν σέρνονται ως την καλύβα της άγρια μεθυσμένοι οι άντρες του χωριού, τραβά το άσπρο σεντόνι ως τα μάτια της και σκέφτεται τη μανιασμένη θάλασσα. Όμως, ξέρει και ζει πιο πέρα.


***


«Στη θύμηση μου έρχεται συχνά μια εικόνα πριν από πολλά χρόνια. Ζούσα τότε σ’ ένα μικρό χωριό κοντά στη θάλασσα. Ήμουνα μόνη κι ήταν χειμώνας. Τη μέρα έβρεχε μια εξουθενωτική βροχή κι ο ουρανός ήταν μουντός σα ν’ άρχιζε να νυχτώνει απ’ το πρωί. Τρομερά ρίγη με τρέλαιναν. Εκείνο τον καιρό η μοναξιά γυρόφερνε απειλητικά το κορμί μου. χρησιμοποιούσα μονάχα ένα δωμάτιο του σπιτιού. Το ζέσταινα με μια μικρή ηλεκτρική σόμπα, τόσο παλιά που έκαιγε μόνο μια από τις τρεις σπείρες της, κι εκεί μέσα είχα συγκεντρώσει όσα πράγματα χρειαζόμουν. Σ’ αυτό λοιπόν το δωμάτιο περνούσα τη ζωή μου. τις περισσότερες φορές έμενα ξάγρυπνη μέχρι αργά το βράδυ, με τα βιβλία, τα γράμματα – τα γράμματα που ξεχνούσα να ταχυδρομήσω. Τη μέρα μου άρεσε να αφουγκράζομαι τα δυνατά κύματα που έσκαζαν μπροστά στην αυλή μου, πάντα με μια κουβέρτα ριγμένη στους ώμους. Ήταν χειμώνας κι έπινα κόκκινο κρασί να ζεσταθώ, έβαζα στο πικάπ τον πρώτο δίσκο των Band, ή γαλλικά τραγούδια με τον Μπρασένς και τη Ζυλιέτ Γκρεκό. Α, είχα και μια κασέτα, με δυο μόνο τραγούδια, δυο τραγούδια της Μόνικα Βίτι. Όμως δεν είχα κασετόφωνο κι έτσι περιοριζόμουν να κρατώ καμιά φορά την κασέτα στα χέρια μου και να σκέφτομαι εκείνα τα τραγούδια που τόσο μου άρεσαν. Ώρες αργότερα εξαντλημένη κι έχοντας ναρκώσει ως ένα βαθμό τους φόβους μου, έπεφτα κάτω απ’ τις χοντρές κουβέρτες παίρνοντας μαζί τα ρούχα μου, για να τα βρω το πρωί ζεστά κι όχι κόκαλο από την υγρασία. Το πρωί σηκωνόμουν πάντα τσακισμένη. Έμενα αρκετή ώρα με τα μάτια ανοιχτά στο κρεβάτι μου, προσπαθώντας να ξεχωρίσω τους θορύβους που ερχόνταν απέξω. Έπειτα, έριχνα λίγο κρύο νερό στο πρόσωπο μου κι έβγαινα στη βεράντα, αντικριστά στη θάλασσα. Κι έτσι με γεννούσε κάθε χρονιά ο Μάιος.»


***


Σ’ ένα μικρό καφέ, πίσω απ’ το τζάμι, δυο άντρες πίνουν σιωπηλοί. Κάπου αλλού, ένας μοναχικός άνθρωπος απογειώνεται. Παραγγέλνεις μια μπύρα και παραδίνομαι. Τα απαλά σου μαλλιά προστατεύει ένα μαύρο τσεμπέρι. Το κρύο της βορινής πολιτείας απειλεί την έκτακτη ομορφιά σου. Καπνίζεις και κάτι περίεργες μάρκες τσιγάρων. Σε κοιτάζω και μου δείχνεις με μιας πολλά πράγματα, με κάνεις να νιώθω χαμένος. Μες στη σιωπή, με μια σου κίνηση, αρχίζεις ξαφνικά να χάνεσαι, βυθίζομαι στην απουσία. Τώρα το ξέρω, δεν θα μπορέσω ποτέ να σε γνωρίσω καλύτερα, θα κλαίω από μακριά τον ουρανό σου. τα βράδια θα με ανεβάζεις σε μια λέξη που δεν υπάρχει ακόμα, θα με σέρνεις βόλτα στην αυλή σου. είσαι η καταιγίδα μου, θα προσπαθώ να σου ψιθυρίσω, είσ’ ένας θάνατος συχνός ανάμεσα στα νεύματα, στις λέξεις.


***


Είσαι μια πόλη τη νύχτα. Η ερημιά σου είναι μια μονότονη υγρασία που κεντάει τα κόκαλα. Τα ονόματα των δρόμων σου παγώνουν στο πέρασμα του χρόνου. Όλα μέσα μου φωνάζουν να σε γνωρίσω. Ανηφοριές, μαχαλομάγαζα, άδειες πλατείες. Ρίγη της υγρασίας, ρίγη της ιστορίας. Κάποτε είχες κι εσύ ένα όνομα. Τώρα ζωντανεύεις τα παιδικά μου αναγνώσματα κι οι στρατιές της νύχτας πληθαίνουν.


***


Την άλλη μέρα το πρωί, ανοίγοντας τα μάτια μου, είδα τη βροχή να πέφτει έξω απ’ το παράθυρο. Μερικές σταγόνες κυλούσαν κιόλας στο τζάμι μου. δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα, ενώ ένας ποταμός από λέξεις με έζωνε από παντού. Είχα λέξεις για την απουσία, λέξεις για την απόσταση, έδινα ονόματα στο θάνατο, τη ζωή, τον έρωτα. Πρόφερα δυνατά ονομασίες δέντρων και κοχυλιών, σπάνιους τύπους μετάλλων, είδη πουλιών, γένη ψαριών, ακόμα πρωτεύουσες κρατών και τα εθνικά τους νομίσματα. Το μόνο που δεν μπορούσα να θυμηθώ όσο κι αν προσπάθησα, ήταν το όνομα της πόλης όπου γεννήθηκες. Τη θυμόμουν καλά αυτή την πόλη, θα την αναγνώριζα οπωσδήποτε, ακόμα κι από μια παλιά φωτογραφία, θυμόμουν τα ονόματα των δρόμων της, τις πλατείες, τα πάρκα της, μέχρι και τα αστεία ονόματα των δύο ποταμών της. Όμως δεν μπορούσα να θυμηθώ το όνομα της, αυτό που έγραφε ο χάρτης και η εφηβική σου ταυτότητα. Μου φάνηκε πολύ περίεργο. Συνέχισα ν’ απαριθμώ ονόματα καταστημάτων, γνωστών γιατρών και δικηγόρων της, ονόματα παλιών σου συμμαθητών, όμως τίποτα, τίποτα. Σηκώθηκα απογοητευμένος και μπήκα στο μπάνιο.


***


Αργότερα στον καθρέφτη ένα άγνωστο πρόσωπο κάτι θυμίζει. Πολλά χρόνια έχουν περάσει από τότε. Απ’ αυτόν τον ίδιο καθρέφτη έχουν περάσει πολλοί επισκέπτες. Μένει μονάχα η αγωνία. Ή και ο φόβος των πολλών δωματίων. Στον καθρέφτη ένα πρόσωπο κάτι θυμίζει. Τι είναι ένα πρόσωπο; Είναι το δέρμα – τσακίζει αντιπαλεύοντας τον χρόνο. Είναι το στόμα – σφιγμένο αρνείται να μιλήσει. Είναι και κάτι γένια εδώ κι εκεί που ξεφυτρώνουν άγρια τη νύχτα. Και τα μάτια: κοιτάζουν συνεχώς στον καθρέφτη.

Ζεις σ’ ένα δωμάτιο και φέρνεις μέσα του τη θάλασσα και την αγχόνη.


***


Σαν μια ωραία γυναίκα, έβλεπα, που περνάει το δρόμο κυματιστή με μια ξαφνική επιθυμία, η ζωή με χτυπάει βίαια στο πρόσωπο με το λεπτό της γάντι. Έβγαινα απ’ το όνειρο μες στον πανικό και τη ζάλη. Δεν ήξερα πια ποιος ήταν ο εφιάλτης. Μια φωνή κεντημένη απ’ τον άφατο πόνο γρύλισε υστερικά στο αυτί μου: Συνέχισε αυτό το μακελειό. Μην πας να στρίψεις. Κατάστρεψε τη φόρμα, την αρχιτεκτονική. Κατάστρεψε τη μουσική. Σκάψε όσο μπορείς βαθύτερα – λιγότερο βάθος μένει. Και τότε, να κι ο τρόμος, το γλαφυρό πετούμενο, να λέει από μιαν άκρη στο δωμάτιο: η μέρα σήμερα ήρθε σαν ένας άλλος φονιάς που ξαστόχησε, αλλά η νύχτα έχει μάτια μακρύθωρα και πλησιάζει το στόχο.


***


Είχε αρχίσει να πέφτει το βράδυ, όταν ανέβηκα λάθρα τη σκάλα του καραβιού στην προκυμαία. Κανείς δεν μου έδωσε σημασία. Πέρασα τη νύχτα βλέποντας τηλεόραση και κάνοντας βόλτες στην πλώρη. Όταν φτάσαμε στο λιμάνι, βγήκα κι άρχισα να τριγυρνάω στην πόλη. Δεν βρήκα τίποτα. Και ξαναγύρισα στο πλοίο. Ήμουνα τόσο μόνος που το μαχαίρι σου φτερούγισε από μακριά και με κυνήγησε.


***


Δεν ξέρω τώρα πως να σου το πω : Έρχεσαι καμιά φορά ξαφνικά στη ζωή μου, τα βράδια όταν ανοίγω γυρίζοντας την πόρτα και δεν έχω πουθενά να σε ζητήσω, βλέπεις τον εύκολο δρόμο που παίρνω πάντα για το δύσκολο τέλος, χτυπάς τις φτερούγες σου κι ο αέρας μικραίνει. Σ’ αυτό το άδειο δωμάτιο μπορώ να σου μιλήσω, να σε κρατήσω. Να παραδοθώ χωρίς να πονέσω. Να κάψω πάνω μου το όραμά σου, να μπω με μάτια μεγάλα σε μια καινούρια φρεναπάτη. Να σου αλλάξω όνομα, να σου αλλάξω σχήμα. Πολλά μπορώ να κάνω μακριά από σένα. Και να τώρα – δεν πρόλαβα καλά καλά να το πω –, ένα πηχτό σύννεφο πέρασε πάνω απ’ το φεγγάρι που σε θύμιζε κι η καρδιά μου σκοτείνιασε τόσο ψηλά που είσαι.


***


Έμεινες πάλι σήμερα στο πέτρινο δωμάτιο γιατί πέτρινο είναι το πάθος σου. Της φυλακής σου οι κρύοι τοίχοι κρατούν καλά τα μυστικά σου. Ξέρεις να μένεις φυλακισμένη, ξέρεις να κρύβεις το πρόσωπο σου. Μου χάρισες κι απόψε μιαν ανυπόφορη ελευθερία: δρόμοι της νύχτας, σκοτεινά αδιέξοδα κι άδειες πλατείες, απίστευτα βάθη που μακριά τους μένεις ασφαλής, ένα σκυλί κι ένας μεθυσμένος μοιράζονται την ερημιά και την πλάνη. Έρημος και πλάνης μες στον καθρέφτη κι εγώ μοιράζομαι απόψε τη σιωπή σου.


***


Το κορμί σου με βασανίζει πάντα, η μακρινή λευκότητά του. Η σκέψη του σώματός σου με κυκλώνει : τα χέρια σου, που βγαίνουν ξαφνικά από τους τοίχους, τα στήθη σου, ο πανικός του ονείρου.


***


Κατοικείς ακόμα σε κάθε γωνιά του κορμιού μου. Ο ουρανός σου είναι απρόσιτος: με φέρνει σε σένα μονάχα η έξαψη ή η φρίκη. Μείνε εκεί άγριο μέταλλο – για τι άλλο αξίζει άραγε να λάμπεις;


***


Έτσι καθώς προχώρησες στην άκρη της νύχτας, βγαίνοντας από τους ίσκιους των δέντρων, πηγαίνοντας προς το φως έτσι θα σε θυμάμαι. Ώρες μετά, στο άδειο δωμάτιο, δεν το ξέρεις κι όμως γεμίζεις τους τοίχους, γυρίζεις στα ιδρωμένα σεντόνια, αγγίζεις τον νεκρό στο μέτωπο μου, ανάβεις τη μεγάλη φωτιά αυτής της νύχτας, βγαίνεις από την προσευχή και παραδίνεσαι, στόμα μαλλιά στήθη, ένα κορμί που αντιστέκεται στον πυρετό και στη δόξα.


***


Μια γυναίκα κατέβαινε οληνύχτα απ’ τα μπαλκόνια και τις βεράντες. Δεν είχα λέξεις γι αυτήν – μόνο τον αβάφτιστο τρόμο.


***


Ένα απόγευμα – θα ‘ναι χειμώνας, η μέρα ξυράφι – θα μπεις σ’ ένα ταξί, θα τρέξεις φωτεινή μέσα στην πόλη, θα έρθεις στο δωμάτιο, θα με συναντήσεις. Θα με βρεις στο παράθυρο να κοιτάζω τα απέναντι σπίτια. Θα καθίσουμε μαζί. Στο τραπέζι, θ’ ανοίξω ένα μπουκάλι κρασί, θα σε σερβίρω. Θα μιλάς μονάχα εσύ : θα λες για όλα αυτά τα χρόνια, τα γράμματα, το τηλέφωνο. Θα πίνω απ’ το κρασί και θα σ’ ακούω, θα σ’ ακούω μέχρι τη μεγάλη νύχτα. Τότε θα ‘χουν τελειώσει και τα λόγια – το κρύο τώρα πιο αισθητό –, θα σηκωθώ αργά, θα ξαπλώσω στο στρωμένο κρεβάτι. Ο αέρας θα δυναμώνει, θα πέφτει μια μικρή βροχή, θ’ ακούω την πόρτα να κλείνει.


***


Και τότε η νύχτα θα γίνεται βαθιά κι αμίλητη, η μοναξιά θα σφυρίζει στα παγωμένα κόκαλα, τα δωμάτια θα φουσκώνουν ως πάνω αίμα νεκρό, και θα ‘ρχεσαι, που χάθηκες τόσο θα μου ψιθυρίζεις, το χέρι σου θα με αγγίζει, θα με σκορπίζει.


***


Όλο το βράδυ γέμιζα το δωμάτιο με το κορμί της – το πρωί δεν είχε αέρα ν’ αναπνεύσω.


***


Με αλκοόλ, με λέξεις ζαλίστηκα το απόγευμα κι η θύμηση σου με παίρνει με μάτια κλειστά μεσ’ από τα σκοτάδια του χρόνου. Τόσα νυχτερινά θυσίασα να ανασαίνω την απόσταση και να τώρα ο πόθος μου παρήγορα σε φέρνει. Σκεπάζω το πρόσωπο με τις παλάμες μου, βλέπω να βγαίνεις άγρια να με γυρεύεις. Πέφτω στα γόνατα να σε αλλάξω. Γυαλίζεις μέσα μου σαν ξένη. Λύνεις τα μαλλιά σου στο κεφάλι μου, τα ξεριζώνεις. Γεννάς παιδιά στο στέρνο μου, τα θανατώνεις. Μου νεύεις προς το σύννεφο, με διατάζεις. Κάνω ν’ απλώσω το χέρι μου κι η προσευχή τελειώνει.


***


Τώρα κινδυνεύω τους κρότους του φεγγαριού, στα χτυπημένα από τη νύχτα αυτοκίνητα, στο βουητό που έρχεται ως το μέτωπο και το μαυρώνει αλλά και πάλι λίγο φως που βασιλεύει ελεύθερο στην κορυφή του δρόμου με νικά, με ζωντανεύει στο απόλυτο και με κερδίζει.

Ο αέρας τυφλός με χωρίζει από τα όνειρα που παίζουν μαζί μου.


***


Έχεις τόσα κεφάλια όσες κι οι ώρες της νύχτας. Καθισμένος μπροστά στο παράθυρο κοίταζα έξω στην πόλη, προσπαθούσα να σε μαντέψω. Έβλεπα και δεν έβλεπα: αντικριστά στο σκοτάδι, άνοιξα τον καιρό γυρεύοντας τη φωτιά της μνήμης. Ήμουν ξανά παιδί, ένας άνθρωπος που κοιμάται. Απ’ το πίσω κάθισμα ενός ταξί έβλεπα τους καθημερινούς τρόμους της πόλη, οι άδειοι τηλεφωνικοί θάλαμοι με γέμιζαν με παλιές αγωνίες, η άγρια μουσική της χτεσινής πραγματικότητας έκοβε τη μέρα στα δύο και είπα, Πως ήρθα ως εδώ, ποιο χέρι με τίναξε απ’ την καλόδεχτη πλάνη; Ένα μακρύ κορμί στο κρεβάτι ταράχτηκε τότε μες στον καθρέφτη της νύχτας, σταγόνες κακού ιδρώτα αγκάθωσαν το μέτωπο του, γύρισε στο πλευρό και είπε: δεν ξέρεις τι είναι να έχεις πολλά κεφάλια, δεν ξέρεις τι θα πει να βγαίνεις ανοιχτός στον κίνδυνο – σαν δίχτυ βαρύτα δίχτυα του μυαλού σου με τραβάνε στον πάτο.

Σιγά σιγά, με κόπο πολύ σηκώνω κάθε βράδυ τον τοίχο μου, κι έτσι σου ‘ρθε, κάνεις μια απ’ το σύννεφο και τον γκρεμίζεις.


***


Ας μπορούσα απόψε να σηκώσω τα μάτια μου στην ομορφιά. Θυμάμαι κάποτε ακούμπησα το πόδι σου στον πυρετό του απογεύματος, ήταν ζεστό και σκέφτηκα για μια στιγμή πόσο παρήγορη μπορεί η ανάσα της ζωής να είναι. Ορμούσα πάνω σου κι εσύ γαντζωμένη στα γόνατα μου, έλεγες: κανείς μας δεν μπορεί να υπάρξει καταργώντας τον άλλο. Όμως ο ήλιος έκαιγε αργά τα μάτια σου και γύριζες μονάχη σου στην προσευχή της άμμου. Ήξερα τότε ότι ο έρωτας μας έστρωνε χαλί στο θάνατο, σε κοίταζα κι έλεγα μέσα μου: Δεν μπορείς να πας πιο πέρα, μην πας πιο πέρα απ’ τον ουρανό, απ’ τ’ άπιαστο στερέωμα, που πας να φύγεις… χρόνια αργότερα, δεν υπάρχει αγάπη, οι φωνές δεν έχουν φως στον ουρανό, δεν έχουν πια διάρκεια στην τρυφερή αναισθησία. Δεν ξέρω τι κάνεις, που βρίσκεσαι, είμαι τόσο μόνος που δεν μπορώ να θυμηθώ πως είναι να μην είσαι μόνος.

Χτυπώ το καμπανάκι μου – η δίψα μου δεν έχει μέλλον.


***


Γερμένος στα χλομά κρύα χέρια σου έκλαιγα οληνύχτα. Λίγος ο καιρός που ζήσαμε μαζί αλλά κι αυτός χανόταν τώρα μέσα μου με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ώσπου έγινε μια μικρή τρύπα πόνου σαν κεφάλι καρφίτσας. Έφευγες με τρομερή κούραση, βυθισμένη σ’ έναν πανικό αδιαφορίας που ήμουν ανήμπορος να εξηγήσω. Η ογκούμενη απουσία σου μίκραινε ασφυκτικά το δωμάτιο. Σκεφτόμουν: Έρχομαι ακόμη μια φορά στην άκρη κι είναι τόσο στενόχωρα που πρέπει να είμαι μόνος. Κοίταζα με θυμό το χέρι σου, το τελευταίο μέτωπο σου. Ένιωθα την εγκατάλειψη στη δύση του κρεβατιού σου. Όταν σε φίλησα για τελευταία φορά, ήξερα πως ο ύπνος θα ήταν όλος δικός σου, για μένα η νύχτα θα ‘ταν πιο βαθιά και μαύρη θάλασσα, άκτιστη αγρύπνια.

Ο άνεμος στο παράθυρο γλεντούσε τη σκοτεινή μου αίσθηση πως έμπαινα σε νέα βάθη μοναξιάς κι ανυπαρξίας.


***


Το πρωί μια δύναμη έτρεχε μέσα μου και με διαπερνούσε. Νόμισα πως ερχόταν για μένα. Μετά κατάλαβα πως δεν είχε καμιά αντίληψη της ύπαρξης, ήταν μόνο ο αέρας του δρόμου σου, το ανακάτεμα της σκόνης. Η ορμή του με σάρωσε κι έκλαψα χωρίς δάκρυα μέχρι το μακρύ απόγευμα. Μετρούσα τις ώρες της αγρύπνιας πηγαίνοντας πόντο-πόντο με τα δάχτυλα στον τοίχο. Μιλούσα στον τοίχο, άκουγα κάθε γωνιά και σπιθαμή να μου μιλάει. Περίμενα από στιγμή σε στιγμή την τιμωρία. Περίμενα το δικό σου χέρι να με κεντήσει. Μέσα στον πανικό δεν ήξερα πως ήσουν, τι ήσουν. Και τίποτα να μην ήσουν, τέτοια ώρα πάλι θα σε ζητούσα. Η στιγμή με τύφλωσε κι έκανα ν’ αγγίξω τον αέρα σου, έκαψα τις παλάμες μου, έκαψα τη ζωή μου.

Ήμουνα πάλι μόνος και το μαχαίρι σου κτλ και με κυνηγούσε.


***


Είπα ως την αγάπη να κατέβω ένα απόγευμα – μη με ρωτάς που πήγα.



Δεν υπάρχουν σχόλια: