Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Αφιέρωμα: Ελληνική Ποίηση 1977 – 1993

Max Weber, Interior of the Fourth Dimension



Αργύρης Χιόνης

(1943)


Από τη συλλογή Εσωτικά Τοπία (1991)



Από την ενότητα «Εσωτικά Τοπία»

Υπάρχουνε κάτι τοπία σκοτεινά, τυφλών τοπία, που μόνο ψαύοντας τ’ ανακαλύπτεις. Με μάτια ανοιχτά, τρόπος για να τα δεις κανένας δεν υπάρχει, γιατί ‘ναι μυστικά τοπία και το φως κρατούν μακριά απ’ την περιοχή τους. Μονάχα ψαύοντας μπορείς να τα χαρείς, ή μάλλον, ένα μέρος τους μονάχα να χαρείς μπορείς, γιατί ‘ναι απέραντα τοπία, μυστικά, εσωτικά τυφλών τοπία.

***

Πάνω απ’ αυτήν την έρημο, δεν έχει ουρανό, δεν έχει ούτ’ ένα αστέρι. Κάποιος, ωστόσο, δεν μπορεί να το πιστέψει, θαρρεί πως φταίει η μυωπία του, κι ορθώνει σκάλα για να δει από πιο κοντά. Βέβαια, ούτ’ αστέρια ανακαλύπτει, ούτ’ ουρανό και φεύγει γι άλλη έρημο, ν’ αναζητήσει εκεί την τύχη του. Μένει η σκάλα, όρθια, στη μέση της ερήμου, μια σκάλα ολόρθη που δεν ακουμπάει πουθενά.

***

Αν, όπως λένε, το χαρτί φτιάχνεται από ξύλο, ετούτο το δωμάτιο, που γέμισε χαρτιά κουβαριασμένα, είν’ ένα τσαλακωμένο δάσος κι η γάτα που πλανιέται μέσα του, ερεθισμένη απ’ τους τριγμούς του, είναι μια τίγρη σ’ αναζήτηση θηράματος.
Όσο για τα ποιήματα, μες στα κουβάρια των χαρτιών, είναι πουλιά που πέθαναν πριν μάθουν να πετάνε.

***

Ο έρημος άνθρωπος είν’ έρημη ακτή, παραδομένη στα γυρίσματα των εποχών, στην αέναη του πελάγους παλινδρόμηση, έρημη ακόμα κι όταν τη διασχίζουν ρόδινα πέλματα ή ανάλαφρα κορμιά ξαπλώνουν πάνω της• τα κύματα, τα αλλεπάλληλα του χρόνου κύματα, σύντομα σβήνουνε τα ίχνη τους.
Ο έρημος άνθρωπος είν’ έρημη ακτή, χωρίς καμία πρόσχωση από τα μέσα, εκτεθειμένη στην ασίγαστη μανία του νερού που αδιάκοπα τη διαβρώνει, ώσπου να γίνει, από επιφάνεια, βυθός.
Ο έρημος άνθρωπος, σαν έρημος βυθός, ακίνητος κοιτάζει την καρένα της ζωής που από πάνω του περνά και ταξιδεύει.

***

Δεν έχουν ρίζες τα νησιά σ’ αυτό το πέλαγος• αδιάκοπα πλανιώνται και μακραίνουν, ιδίως όταν βορεινοί φυσούν ανέμοι.
Νησιά ακυβέρνητα που, αργά αργά μα σταθερά, μετακινούνται προς το νότο κι όλο μπερδεύουν τους ψαράδες και τους ναυτικούς που τα ‘χουν για σημάδια. Βάρκες πολλές χαθήκαν έτσι και πολλά καράβια, σε λάθος μέρος ψάχνοντας να βρουν τα δίχτυα που έριξαν, λιμάνια που ποθήσαν.
Τρελά νησιά που περιπαίζουνε τους χάρτες και τις ανακοινώσεις των λιμεναρχείων γελοιοποιούν, νησιά που αν δεν τα δέσουμε με άγκυρες, κάποτε θα χαθούνε.

***

Από την ενότητα «Ιστορίες μιας εποχής που πέρασε χωρίς ποτέ να έχει έρθει»

Ζω σ’ ένα χώρο περίεργο όπου το παρελθόν είναι το μέλλον του σήμερα. Περίκλειστος κόσμος, ασφυκτικός. Μου λείπουν οι προοπτικές, μου λείπει το άγνωστο. Κάποτε κάποτε, στέλνω τη σκέψη μου έξω, να κυνηγήσει. Γυρίζει, φέρνοντας μου εικόνες από έναν κόσμο όπου το μέλλον είναι το παρελθόν του σήμερα. Απαυδισμένος, κάθομαι και γράφω ιστορίες μιας εποχής που πέρασε χωρίς ποτέ να έχει έρθει.

***

Τα μεγάλα ξύλινα κρεβάτια, όπου, πρώτη φορά, ανοίξανε τα μάτια και, πολλές φορές, τα κλείσαν για να κοιμηθούν και, μία μοναχά, για να πεθάνουν οι πρόγονοι μας, δεν υπάρχουν πια. Πάει καιρός που γίνανε καυσόξυλα, που η λαίμαργη φωτιά τα καταβρόχθισε, που με τον τελευταίο τριγμό, τον τελευταίο βόγκο τους, σμίξανε όλοι οι τριγμοί του έρωτα, σμίξανε όλοι οι βόγκοι του πόνου και της ηδονής.
Δεν κλαίω για τα μεγάλα ξύλινα κρεβάτια που χαθήκαν• οι σπίθες, που τινάχτηκαν απ’ τ’ ολοκαύτωμα τους, φτάσανε ως τους ουρανούς, γίναν αστέρια.

***

Όταν πεθαίνει ο νεκροθάφτης, άλλοι νεκροθάφτες τον κηδεύουνε. Εμένα ωστόσο μου αρέσει να φαντάζομαι ότι στην τελευταία του κατοικία τον οδηγούνε οι νεκροί που ο ίδιος έθαψε όσο ζούσε, εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης για τις υπηρεσίες που τους πρόσφερε, ή ακόμα ότι μόνος του, με το αργό, επίσημο του βήμα, μεταφέρει τον εαυτό του ως το μνήμα όπου χώνεται και από πάνω του τραβά το χώμα σαν κουβέρτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: