Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Χρυσή Καρπαθιωτάκη, Χάντρες


Suehiro Maruo



Χρυσή Καρπαθιωτάκη



Χάντρες

οχτώ εξομολογήσεις κι ένας επίλογος

(2004)



Το χρυσόψαρο


Την εποχή της Μεγάλης Παρένθεσης, εννοώ, όταν μπήκαν όλα μέσα στην παρένθεση, οι σχολικές μου εκθέσεις, τα κραγιόν μου κι οι εφιάλτες μου, βρέθηκα ξαφνικά εντελώς μόνη σ’ ένα περιβάλλον τόσο μα τόσο απρόβλεπτο, κι αυτά τα γαλάζια μάτια που ξεπρόβαλλαν κάποτε μέσα στο σκοτάδι, ίσως δεν ήταν παρά η αντανάκλαση των περασμένων ερώτων μου. Οι έρωτες παίρνουν καμιά φορά ένα χρώμα γαλάζιο, όχι βέβαια ακριβώς γαλάζιο, πιο πολύ σαν ξεθυμασμένο μωβ, όπως τα ρούχα άμα τα μπλέξεις στο πλυντήριο. Με γοήτευαν ανέκαθεν τα πλυντήρια, όπως άλλωστε και τα μίξερ και τα καρουζέλ κι ο,τιδήποτε άλλο στριφογυρνάει έτσι υπέροχα παραμορφώνοντας την οπτική των πραγμάτων, τις νύχτες που γυρνούσα στο σπίτι μεθυσμένη έπεφτα στο κρεβάτι με τα παπούτσια κι αφηνόμουν να στροβιλίζομαι, νομίζω ήταν μονάχα τότε που υπήρξα πραγματικά ευτυχισμένη. Τα μαλλιά μου μεγάλωναν απότομα, παραμέριζαν τις κουβέρτες και χύνονταν στο πάτωμα, πίεζαν τα κίτρινα πλακάκια, άνοιγαν τρύπες, σέρνονταν στο ταβάνι του κάτω ορόφου, όπου ζούσε ο μελαγχολικός ταχυδρόμος με τη γυναίκα του, την άκουγα να ουρλιάζει κάθε φορά που τα μαλλιά μου τρυπούσαν την οροφή της. Εγώ όμως, α, εγώ ονειρευόμουνα για γείτονα ένα ρετρό φοιτητή με φαβορίτες και στενό κόκκινο πουλόβερ, που θα καταδεχόταν ν’ απαγχονιστεί με τις τούφες της κόμης μου, ώστε ν’ αναγορευτώ επιτέλους δικαιωματικά ικρίωμα. Μ’ αυτές τις σκέψεις έμενα μέρες και μέρες ξαπλωμένη, μέχρι που κάποια φορά ήρθε ο Λουκάς να με μαλώσει που είχα αποξεχαστεί, δεν είναι ακόμη ώρα μου είπε και μ’ έκλεισε στη ντουλάπα για ν’ αλλάξω ρούχα. Εγώ βέβαια ήξερα ότι το έκανε για να μη τον δω που πέταγε στα σκουπίδια το πεθαμένο χρυσόψαρο, βγήκα απ’ τη ντουλάπα με το νυφικό της μαμάς, το ψάρι μου πέθανε από έρωτα είπα κι αυτός με χαστούκισε για την αναίδειά μου, είναι πρόστυχο να φορτώνεις στους άλλους τις αδυναμίες σου μου φώναξε κι άναψε τσιγάρο. Ο καπνός του Λουκά έβγαινε μενεξελής απ’ τα ρουθούνια του, κι εγώ τον παρατηρούσα ακουμπισμένη στο κομό, τα λακκάκια στα μάγουλά του ήταν τόσο νοσταλγικά που σχεδόν δάκρυσα, στην πραγματικότητα επειδή θυμήθηκα μια αξεδιάλυτη ομορφιά που συνάντησα κάποτε στο σταθμό ενός τρένου. Και τόσο πολύ με συνεπήρε η ανάμνηση εκείνου του μαγιάτικου πρωινού που νομίζω μεταμορφώθηκα σε κήπο. Κι ενώ οι τουλίπες ξεχείλιζαν ήδη από το μπούστο του νυφικού κι ο κισσός είχε αρχίσει να τυλίγεται στο λαιμό μου, ο Λουκάς με κοίταξε υποτιμητικά, τι θεατρινισμός, μου είπε, κι όμως ξέρεις ότι ποτέ δε θα ξαναζήσεις ένα τόσο κίτρινο πρωινό. Ο Λουκάς πάντοτε μάντευε τη σκέψη μου και γι’ αυτό δεν του θύμωσα, κι ας το έβρισκα αγένεια να μου θυμίζει έτσι απροκάλυπτα την αποτυχία μιας ολόκληρης ζωής. Μετά όμως με πήρε το παράπονο, εγώ δεν έφταιγα καθόλου είπα λαχανιάζοντας κι ο κισσός έφερε άλλη μια βόλτα στο λαιμό μου, δικό του ήταν το λάθος που παρέλειψε να μου πει πώς θα τον αναγνωρίσω, εγώ ήμουν εκεί αλλά μέσα σε τόσο κόσμο τον έχασα. Ο Λουκάς γέλασε δυνατά και μου φύσηξε στα μούτρα ένα σύννεφο μενεξελή καπνό, πνίγηκα στο βήχα κι όλο το δωμάτιο έγινε μωβ, το νυφικό με στένευε, τι έχεις-λοιπόν-να πεις-τώρα, μου είπε σχεδόν τραγουδιστά, και τότε νομίζω τον μίσησα, το χρυσόψαρό μου πέθανε από έρωτα του είπα πεισμωμένα, κι αν δεν το πιστεύεις είσαι ανάξιος, έτσι μαλώσαμε οριστικά με το Λουκά και δεν τον ξανάδα ποτέ. Τώρα μένω ανενόχλητη μέρες και μέρες ριζωμένη στο κρεβάτι μου, ακούγοντας πάντα τα ουρλιαχτά της γυναίκας του μελαγχολικού ταχυδρόμου, και το νυφικό της μαμάς το πούλησα σ’ ένα περιοδεύοντα θίασο της συμφοράς. Κι έτσι είμαι απολύτως ήρεμη κι ευχαριστημένη. Το χρυσόψαρο μονάχα, αυτό μου λείπει κάπως πού και πού.


Η γέφυρα


Παρασκευή απόγεμα, κι εγώ γύριζα από τη δουλειά διασχίζοντας τη γέφυρα. Η γέφυρα είχε κατασκευαστεί πρόσφατα, πάνω από το μεγάλο αυτοκινητόδρομο με τα φωτάκια που γυάλιζαν τη νύχτα σαν τα χρωματιστά μάτια ενός τέρατος ξαπλωμένου νωχελικά στη μέση της πόλης. Το τέρας μας ανέχεται, σκεφτόμουν πάντα, μια μέρα θα ξυπνήσει πεινασμένο και θα μας πάρει όλους ο διάολος. Το ήξερα ότι θα γίνει έτσι αλλά δεν το έλεγα σε κανέναν, εξάλλου μπορεί και να μη με πίστευαν. Μονάχα ανατρίχιαζα λιγάκι κάθε φορά που περνούσα τη γέφυρα. Κι εκείνη την Παρασκευή, θα ’χε αρχίσει ήδη να σκοτεινιάζει, είδα έναν άντρα με μακρύ καφέ παλτό και καμπουριασμένους ώμους σκυμμένο πάνω στα κάγκελα. Δεν έβλεπα το πρόσωπό του έτσι που είχε γείρει το κεφάλι του προς το δρόμο, αλλά φαντάστηκα πως θα ήταν πολύ νέος, πολύ νέος και πολύ λυπημένος, αλλιώς δε θα κρεμιόταν έτσι πάνω από το στόμα του τέρατος. Και μολονότι τον θαύμασα κατά βάθος ένιωσα συνάμα μια θλίψη, μα γιατί, τον ρώτησα αυθόρμητα, ξέρω βέβαια πως δεν ήταν καθόλου δική μου δουλειά, αλλά στ’ αλήθεια ήταν τόσο άχαρο μέρος για να πεθάνει κανείς αυτός ο αυτοκινητόδρομος. Εκείνος δεν ξαφνιάστηκε στο ελάχιστο ακούγοντάς με, σαν να με περίμενε από ώρα, σαν να περίμενε κάποιον να του μιλήσει προτού τον καταπιεί το τέρας. Στηρίχτηκε με τις παλάμες του στο σίδερο και γύρισε αργά προς το μέρος μου, δε βρίσκω πουθενά την ομορφιά, είπε σιγανά, και τα μάτια του γυαλίζανε σαν τα φωτάκια κάτω στο δρόμο. Κι εγώ μελαγχόλησα ακόμη περισσότερο, θα ’θελα να μπορούσα να τον αποτρέψω, μπορεί και να ήταν μισότρελος, αλλά αυτός ο δρόμος ήταν τέλος πάντων τόσο άχαρος, κι ο άντρας ήταν πράγματι νέος και ψηλός και λυπημένος, δε μου άρεσε να τον φαντάζομαι ματωμένες σάρκες στην άσφαλτο. Όμως δεν ήξερα τι να κάνω, δεν είχα τίποτα όμορφο να του δώσω για να τον πείσω, κι όσο περνούσαν τα λεπτά κι ο άντρας με κοίταζε περιμένοντας ένιωθα όλο και πιο αμήχανα, στο τέλος σήκωσα λίγο τους ώμους μου, καλή σας νύχτα, του είπα, και στράφηκα να φύγω. Δε θα ’χα κάνει ούτε πέντε βήματα, όταν άκουσα το τρίξιμο απ’ τις σόλες των παπουτσιών του στο σίδερο, τον φαντάστηκα όρθιο στα τριάντα μέτρα πάνω από τα φώτα και τ’ αυτοκίνητα που έτρεχαν δαιμονισμένα, και ξαφνικά θυμήθηκα κάτι και γύρισα απότομα, σταθείτε, του φώναξα, νομίζω έχω κάτι για σας. Εκείνος έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος μου, ισορροπώντας πάντα δυο εκατοστά από το κενό, κι εγώ άνοιξα βιαστικά την τσάντα μου, έβγαλα από μέσα το πορτοφόλι κι από κει τη φωτογραφία σου, ορίστε, είπα και τέντωσα ψηλά το χέρι μου να του τη δώσω. Την πήρε και την κοίταξε εξεταστικά, τη στριφογύρισε, και μετά τη γύρισε από την πίσω μεριά, σαν να έψαχνε για ένα όνομα ή μια ημερομηνία, και προς στιγμήν σκέφτηκα να του φωνάξω για όνομα του θεού, μην ψάξετε γι’ αυτόν, πάνε τόσα χρόνια που έχει φύγει, αλλά δεν είπα τίποτα. Μονάχα του γύρισα την πλάτη και το έβαλα στα πόδια, ήξερα όμως πως ο άντρας θα κατέβαινε από τη γέφυρα τώρα που είχε βρει την ομορφιά, θα την έβαζε στη μπροστινή τσέπη του καφέ παλτού του και θα γυρνούσε σπίτι του. Κι ένιωθα, μπορώ να πω, ικανοποιημένη. Το τέρας βέβαια, αυτό συνεχίζει να υπάρχει.


Το γυαλί


Κάποτε, η δασκάλα μου της δευτέρας δημοτικού με ρώτησε, πώς φαντάζεσαι τον παράδεισο; γυάλινο, της απάντησα. Εκείνη γέλασε και με ξαναρώτησε, γιατί γυάλινο; σαν τη τζαμαρία του μεγάλου μπαλκονιού μας, της είπα. Από τότε θα πρέπει να τσατίστηκε ο θεός μαζί μου, που κατέβασα τον παράδεισό του στο ταπεινό επίπεδο της τζαμαρίας μας. Εμένα όμως αλήθεια μου θύμιζε τον παράδεισο η τζαμαρία, το διάφανο γυαλί της δηλαδή, και λέω μου θύμιζε γιατί κατά βάθος ήμουν βέβαιη πως σε κάποια παρελθούσα χρονική στιγμή είχα βρεθεί εκεί, αλλιώς από πού ερχόντουσαν αυτές οι παράξενες εικόνες που έβλεπα ξαφνικά τ’ απογέματα. Κι εξάλλου η τζαμαρία μας ήταν η πύλη για το θάνατο, είχα ακούσει πως πριν πολλά-πολλά χρόνια, όταν ακόμη στο σπίτι έμεναν ο παππούς με τη γιαγιά, ο μικρός αδερφός του πατέρα μου είχε περάσει τρέχοντας μέσα από το τζάμι, η γιαγιά, έλεγαν, ποτέ δεν το ξεπέρασε που έθαψε τεσσάρω χρονώ παιδί. Ο μπαμπάς μου τον είχε βέβαια ξεχάσει τον αδερφό του για τα καλά, και μετά από τριάντα τόσα χρόνια δεν ήταν για να τον κακίζει κανείς, τώρα όμως που μεγάλωσα κι εγώ σκέφτομαι πως μπορεί και να τον ζήλευε λιγάκι που έκανε ένα τέτοιο αξιομνημόνευτο κατόρθωμα σε τόσο μικρή ηλικία, ενώ ο ίδιος δεν είχε καταφέρει παρά να γίνει λογιστής σε μια μέτρια επιχείρηση και να παντρευτεί τη μαμά, τη μαμά που έβαφε τα μαλλιά της ξανθά κι έπαιζε ερασιτεχνικά πιάνο. Το πιάνο ήταν τόσο πιο μεγάλο από τη μαμά μου που φοβόμουν ώρες-ώρες πως θα την καταπιεί, μικρή το πίστευα στ’ αλήθεια και είχα σκεφτεί να το σκοτώσω, μεγαλώνοντας έπαψα να το πιστεύω αλλά δε μ’ ένοιαζε κιόλας, τη μαμά μου την είχαν ούτως ή άλλως καταπιεί τα ξανθά της μαλλιά και τα δαντελένια νυχτικά της. Το πιάνο όμως εγώ από τότε το σιχάθηκα, θα προτιμούσα μια μαμά που να έπαιζε μπάντζο ή φυσαρμόνικα, ειδικά φυσαρμόνικα, να φανταστείς μια φορά κοιμήθηκα μ’ έναν αμφιλεγόμενο τύπο μόνο και μόνο επειδή διέκρινα μια στην κωλότσεπη του τζην του, κι όταν αργότερα του το εκμυστηρεύτηκα πέθανε στα γέλια, όλες οι γκόμενες είναι παλαβές είπε και πέταξε τη φυσαρμόνικα στη λεκάνη της τουαλέτας. Δε μ’ ένοιαξε που με κορόιδεψε, τη φυσαρμόνικα λυπήθηκα, ένα πιάνο σου αξίζει εσένα του είπα με μίσος κι έφυγα, το πιθανότερο βέβαια είναι πως αυτός δεν κατάλαβε ποτέ το νόημα μιας τέτοιας αλλόκοτης κατάρας, το πολύ-πολύ να ξαναγέλασε λέγοντας «οι γκόμενες είναι παλαβές». Εγώ σίγουρα ήμουν αυτό που λένε παλαβή γκόμενα, έγραφα στους εραστές μου πολυσέλιδα ερωτικά γράμματα και μετά τους ταχυδρομούσα αδειανούς φακέλους. Γιατί ξέχασα να σου πω πως οι περισσότεροι εραστές μου ήταν εραστές δι’ αλληλογραφίας, είχα έναν σχεδόν σε κάθε νομό της χώρας, με προτίμηση στα βόρεια γεωγραφικά διαμερίσματα, πολλούς δεν τους είχα δει ποτέ από κοντά. Έτσι γλίτωνα και την ταλαιπωρία των αφροδίσιων νοσημάτων που δεν τα συμπαθούσα καθόλου, απ’ όλες τις αρρώστιες μονάχα τη φυματίωση λάτρευα κι ας μην αξιώθηκα ποτέ να πάθω, πολύ θα μου άρεσε ένας τέτοιος μυθιστορηματικός μελό θάνατος, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα μου έτσι που ήμουν χλωμή και αδύνατη. Όλη μου τη ζωή δεν ξεπέρασα τα σαράντα πέντε κιλά, ίσως γι’ αυτό δε μ’ έπαιρνε ο κόσμος στα σοβαρά, στα λεωφορεία οι άνθρωποι με αγνοούσαν και περνούσαν διαμέσου του κορμιού μου, στο τέλος το πίστεψα κι εγώ η ίδια πως δεν ήμουν εκεί κι έγινα διάφανη. Αυτό ξεκίνησα να σου πω λέγοντας για τη τζαμαρία και τον παράδεισο, πως με απορρόφησε τελικά το γυαλί, αναλήφθηκα ένα ανύποπτο πρωινό σαν σπασμένη λάμπα μεταξύ μαινόμενων χερουβείμ, είμαι η πρώτη γυαλένια οσία στο χριστιανικό εορτολόγιο, οι μελλούμενες γενιές θα γιορτάζουν την επέτειο της αναλήψεώς μου θρυμματίζοντας με πέτρες βιτρίνες πολυκαταστημάτων. Πρόσεχε, κόβω απ’ όλες τις μεριές.


Ο Οδυσσέας


Οδυσσέα ήθελα πάντα να βγάλω το γιο μου, το γιο μου που θα είχε μεγάλα μαύρα μάτια, κι είχα ήδη αποφασίσει πως θα τον έντυνα στα κίτρινα και θα τον νανούριζα με το Summertime της Joplin. Αλλά τελικά δεν έκανα γιο. Έτσι, βάφτισα Οδυσσέα ένα σερνικό κουτάβι που μάζεψα από μια αλάνα -ψόφησε μέσα σ’ ένα μήνα, ο κτηνίατρος έλεγε τα δικά του, εγώ ξέρω πως έφταιγε που όλο έβρεχε εκείνο τον καιρό, η βροχή πάντα φέρνει θάνατο. Κι εγώ έμεινα χωρίς Οδυσσέα, ζητιανεύοντας κρυφά στα κουδούνια της πολυκατοικίας για το θαύμα. Και τελικά, ήρθε: Οδυσσέας Δ., ο καινούριος μου γείτονας, τον αγάπησα χωρίς να τον γνωρίσω από κοντά, μόνο και μόνο για τ’ όνομά του, επικίνδυνα μελωδικό στους διαδρόμους του μυαλού μου. Κι ένιωθα πως για μια φορά η τύχη μου είχε χαμογελάσει, τόσο πολύ λαχταρούσα έναν Οδυσσέα που μου τον έστειλε. Εγκαταστάθηκε ακριβώς από πάνω μου, τα βράδια τα βήματά του έτριζαν πάνω στα σανίδια, ξανά και ξανά, απ’ το μπαλκόνι στο χωλ κι απ’ το χωλ στην κουζίνα, όπως υπολόγιζα. Και τ’ απογέματα άκουγε κάτι αλλόκοτες μουσικές που μου ταράζανε τον ύπνο -γιατί εγώ προτιμούσα να κοιμάμαι τ’ απόγεμα, τη νύχτα χαμήλωνε απότομα το ταβάνι και με ξυπνούσε. Αλλά του το συγχωρούσα γιατί ήταν ο Οδυσσέας μου, ο δικός μου Οδυσσέας, που μου τον χρωστούσε τόσα χρόνια η ζωή. Και, καμιά φορά, πριν φύγω για τη δουλειά, άφηνα ένα γαρίφαλο μπροστά στην πόρτα του, κι ας φοβόμουν μην τυχόν και παρεξηγηθώ, μεγάλη γυναίκα να κάνω τέτοιες χειρονομίες. Όμως εγώ δεν ένιωθα έρωτα για τον Οδυσσέα, που άλλωστε δεν τον είχα δει ποτέ, μονάχα τρόμαζα να ζήσω χωρίς αυτόν. Κι όσο περνούσε ο καιρός και τον συνήθιζα, έτρεμα μήπως μια μέρα φύγει, κι άρχισα να του αφήνω μικρά διπλωμένα χαρτάκια στο γραμματοκιβώτιό του, σαν σημειώματα, μόνο που ήταν λευκά, γιατί δεν ήξερα τι να του γράψω. Κι έλπιζα πως θα καταλάβει, μα και βέβαια θα καταλάβαινε, αφού ήταν ο Οδυσσέας μου. Όμως εκείνος φαίνεται πως δεν κατάλαβε, κι ένα πρωί σταμάτησε έξω από την είσοδο ένα μεγάλο φορτηγό, και δυο νεαροί άρχισαν να φορτώνουν πράγματα, ένα μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι κι ένα πικάπ και μια κομόντα παλιομοδίτικη, και πολλά χαρτόκουτα, και τελευταίο είδα και τον ίδιο τον Οδυσσέα, φορούσε μια μαύρη γκαμπαρντίνα κι ένα καπέλο χωμένο ως τα φρύδια, δε μπόρεσα να δω το πρόσωπό του. Τον ανέβασαν κι αυτόν στο φορτηγό οι νεαροί σηκωτό, μαζί με τα υπόλοιπα αντικείμενα, ίσως να ήταν πολύ γέρος και να μην μπορούσε να περπατήσει, μετά το φορτηγό έβαλε μπρος κι εξαφανίστηκε. Κι εγώ έμεινα εμβρόντητη στο παράθυρό μου, με τις παλάμες κολλημένες στο υγρό τζάμι, ανίκανη να δεχτώ την ήττα μου, γι’ άλλη μια φορά μου την έφερναν, και θα ’πρεπε να ζήσω και πάλι χωρίς Οδυσσέα. Αλλά δε μπορούσα να κλάψω, τα μάτια μου ήταν στεγνά και τραχιά σα γυαλόχαρτο, κάθε ματιά που έριχνα στον τοίχο έξυνε και λίγο απ’ το σοβά. Από τότε έπαψα να πιστεύω στα θαύματα. Και σταμάτησα ν’ αφήνω μηνύματα στους ανθρώπους -έστω και λευκά χαρτάκια. Λυπάμαι μονάχα ακόμη που δεν έκανα το γιο που ονειρευόμουνα, θα τον έντυνα στα κίτρινα και θα τον μάθαινα να κελαηδά σαν καναρίνι. Και, τελικά, ίσως να μην τον έβγαζα Οδυσσέα.


Το επόμενο πένθος


Θυμάμαι έναν άνθρωπο με μαύρο σακάκι που συνάντησα πριν χρόνια σ’ ένα σταθμό υπεραστικών λεωφορείων. Ο άνθρωπος δεν είχε καθόλου αποσκευές, και κρατούσε ένα μικρό βιολί καμωμένο από κόκαλα πουλιών. Γύρω-γύρω στο λαιμό του είχε μιαν ουλή, σαν να ’χε κάποτε χάσει το κεφάλι του και να του το ξαναέραψαν βιαστικά. Του το είπα ότι μου θύμιζε αποκεφαλισμένο κι αυτός μου έγνεψε καταφατικά, στη Γαλλική Επανάσταση, είπε σοβαρά, επί Ροβεσπιέρου. Αλλά αν σας τρομάζει μην το κοιτάτε, και σήκωσε το γιακά του πουκαμίσου του να κρύψει την ουλή. Εγώ τότε γέλασα, τι να με τρομάξει, μονάχα οι αμυγδαλιές με τρομάζουν γιατί ανθίζουν τόσο νωρίς. Μα γιατί φοράτε μαύρα, αν δε γίνομαι αδιάκριτη, τον ρώτησα κι αμέσως το μετάνιωσα, θα μπορούσε να νομίσει ότι προσπαθώ να τον φλερτάρω. Αλλά εκείνος κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του, μου ’χει λείψει τόσο να πενθήσω κάποιον, είπε, που αποφάσισα να προσποιηθώ. Βλέπετε, τις ευτυχείς περιόδους αναμασώ τη θλίψη προηγούμενων συμφορών, μόνο έτσι μπορώ να επιβιώσω. Η ποίηση είναι παιδί του πένθους. Όμως εσείς είστε τόσο νέα για να καταλάβετε κάτι τέτοιο, δεν θα ’χετε προλάβει καν τους κατακλυσμούς. Μα ξέρω ακριβώς τι εννοείτε, του είπα ελαφρά αναστατωμένη, είχα γνωρίσει κάποτε ένα αγόρι με χέρια από βροχή. Με αγκάλιαζε και γινόμουν αμέσως γαλάζια και- συγχωρείστε με αν είπα παραπάνω απ’ ό,τι πρέπει. Πώς τον έλεγαν, με ρώτησε, και του είπα ψέματα πως δε θυμόμουν. Αυτή η μουσική, μουρμούρισε μετά από λίγο, τόσα χρόνια ακριβώς η ίδια. Συνέχισα να την ακούω ακόμη και μετά το θάνατο όλων των μελών της ορχήστρας. Κι εγώ έπαιζα κάποτε, του είπα, φλάουτο. Μια μέρα το φύτεψα σε μια γλάστρα και φύτρωσε μια ολόκληρη γαριφαλιά. Αλλά οι δικοί μου δε με πίστεψαν. Για πολλά πράγματα δε με πίστευαν -όχι μονάχα οι δικοί μου, οι περισσότεροι άνθρωποι. Γι’ αυτό κι εγώ σταμάτησα να τους μιλάω. Μόνο με το λαχειοπώλη της γειτονιάς μου πιάνω κουβέντα, πού και πού, όταν δεν είναι πολύ κουρασμένος. κοπιαστική δουλειά στ’ αλήθεια, να κουβαλάς ανθρώπινα όνειρα…Και πού πηγαίνετε; με διέκοψε λιγάκι απότομα. Α, πραγματικά, αυτό δεν το έχω ακόμη αποφασίσει. Έρχομαι στο σταθμό έτσι, από συνήθεια, χαζεύω τους ανθρώπους που περιμένουν να ταξιδέψουν. Είναι γοητευτικοί οι άνθρωποι όταν έχουν στο βλέμμα τους τη φυγή. Αλλά τους άλλους, αυτούς που φθάνουν, δεν τους κοιτάω ποτέ. Είναι ολόκληροι μια ματαίωση…από το μέτωπο μέχρι τις σόλες των παπουτσιών τους. Καταλαβαίνετε, γι’ αυτό διστάζω να κόψω εισιτήριο. Τότε ο άνθρωπος γέλασε δυνατά, κι όλος ο σταθμός σχεδόν γύρισε και μας κοίταξε. Ένιωσα λιγάκι αμήχανα, θα μπορούσαν να μας παρεξηγήσουν. Είστε απίθανα γοητευτική, μου είπε μ’ ένα τόνο κάπως θεατρικό, αλλά συγχρόνως απελπιστικά εφήμερη, θα μπορούσα κιόλας να σας φανταστώ την ημέρα της κηδείας σας, μ’ ένα βυσσινί φουστάνι αναγεννησιακό να ξεχειλίζει από το φέρετρο, θεέ μου πόσο με συντρίβει μια τέτοια εικόνα απείρου κάλλους, και με κοίταξε με μια ευγνωμοσύνη απερίγραπτη. Τότε ένιωσα νομίζω μια ελαφριά ανατριχίλα, γιατί είχε αρχίσει να φυσάει, και φόρεσα τη ζακέτα μου.


Καλοκαιρινές διακοπές


Υπήρχε, θυμάμαι μια εποχή που πίστευα στα παραμύθια. Τα καλοκαίρια στις εξοχές κρεμόμουν από τα ράμφη των κορυδαλλών, ώρες και ώρες, κι ο ιδρώτας έτρεχε στο λαιμό μου και μου λέκιαζε τα ρούχα σαν σπέρμα. Κι εγώ, που τόσο ήθελα να μ’ έλεγαν Ιφιγένεια, ξάπλωνα στο γρασίδι κι ισορροπούσα την υδρόγειο ανάμεσα στα γόνατά μου. Α! εξαίσια θερινά μεσημέρια, μέσα σε δωμάτια τουριστικά με σεντόνια λευκά σα σάβανα, το κορμί μου γέμιζε γύρη και γαλαζωπά ανθάκια, κι από τ’ ανοιχτό παράθυρο με κοιτούσε ο Αρχάγγελος και γελούσε, ένα γέλιο κρυστάλλινο καμπανάκι. Κι ήμουν, θαρρώ, ευτυχισμένη. Στο μπάνιο η βρύση έσταζε αδιάκοπα, αργά-αργά, νανουριστικά, μια αιώνια θολή λιμνούλα μέσα στο νιπτήρα, κάθε φορά που έσκυβα να πλυθώ φοβόμουνα μη με καταπιεί. Κι εσύ, εσύ ήσουν πάντοτε κάπου εκεί κοντά, κρυβόσουν μέσα στα γοβάκια μου κι ανάμεσα στα γεράνια και στις τσέπες της ρόμπας μου, και μου άφηνες μικρά σημάδια στα χέρια, μικρές-μικρές δαγκωματιές, μια σταγόνα αίμα τη φορά. Έτσι μ’ έκανες να σε λατρέψω τελειωτικά και αμετάκλητα, και κάθε που νύχτωνε τ’ ορκιζόμουν πως θ’ ανέβω στο χρωματιστό αερόστατο και θα ’ρθω να σε βρω, ψηλά, πολύ ψηλά, αγκαλιά μ’ ένα παλιό τζουκ-μποξ, για να χορέψουμε ένα και μοναδικό υπερβατικό ταγκό πίσω από το φεγγάρι, ίσως έτσι να μ’ αγαπούσες κι εσύ ξανά. Όμως τα δάχτυλά μου είχαν τόσο πολύ αδυνατίσει, έτρεμα μη σε τρυπήσω αν σ’ αγγίξω. Κι όλο και το ανέβαλλα, το αερόστατο σιγά-σιγά σάπιζε, είχε γίνει πια ολόκληρο πράσινο σαν ελβετικό λιβάδι, κι ο Αρχάγγελος πάλι γελούσε, έκλεισα τις κουρτίνες να μην Τον βλέπω, όμως το γέλιο αντηχούσε στο δωμάτιο, βγήκα έξω και Τον πετροβόλησα, τα λιθάρια περνούσαν μέσα απ’ το κορμί του, κι Αυτός όλο και γελούσε και μ’ έδειχνε με το δάχτυλο, κι ένιωθα ταπεινωμένη σα δαρμένος σκύλος. Από τότε βέβαια πάνε τόσα πολλά χρόνια, θα ’χω πια ξεχάσει το πρόσωπό Του, μονάχα το γέλιο Του θυμάμαι καμιά φορά μέσα στον ύπνο μου και ξυπνώ. Κι όσο για σένα, α, εσύ δεν κατέβηκες ποτέ από κει πάνω. Τώρα τα βράδια αφήνω τις κουρτίνες ορθάνοιχτες -τι να φοβηθώ;- και βγάζω τα ρούχα μου μπροστά στον καθρέφτη, έτσι για να ’χω παρέα. Ανάβω τσιγάρο κι ο καπνός βγαίνει από το στόμα μου αρμυρός και γαλάζιος, τα πνευμόνια μου απορρόφησαν φαίνεται τη θάλασσα, τόσους αιώνες που σε περίμενα από νησί σε νησί. Δεν πειράζει, μ’ αρέσει να νιώθω το καλοκαίρι, έτσι ο θάνατος μου θα έρθει σαν ένας γιγάντιος αστερίας γεμάτος άμμο και φύκια, κι εγώ θα τον ακολουθήσω χαμογελώντας, κρατώντας παραμάσχαλα μια τσάντα πλαστική με την πετσέτα και τα μαύρα γυαλιά μου, μικρά όστρακα θα μπλέκονται στις τούφες των μαλλιών μου, κι η κηδεία μου θα λάμπει στο οικογενειακό άλμπουμ σε χαρτί ιλουστρασιόν, διαφημιστική φωτογραφία τουριστικού γραφείου.


Το σημάδι


Το σημάδι το έχω εκ γενετής. Ούτε ιδιαίτερα ακαλαίσθητο, ούτε και γοητευτικό, μονάχα μυστηριωδώς συμμετρικό, λες και μου το χάραξαν με διαβήτη και γνώμονα. Καταμεσής στην πλάτη, πάνω στη σπονδυλική. Σημαδεμένη, το σκεφτόμουν παλιότερα και γέλαγα νευρικά για να κρύψω πως με τρόμαζε. Σημαδεμένη, όπως κάποτε οι Εβραίοι, όπως τα άλογα, όπως οι άγγελοι κι οι δαίμονες -ποιος μου το ’χε πει αυτό το τελευταίο; Τότε κι αν είχα γελάσει, τι απίθανες φιλοφρονήσεις που κάνουν οι άντρες θεέ μου! Όμως, όχι. Το δικό μου το σημάδι είναι διαφορετικό. Εγώ, το ξέρω, είμαι σημαδεμένη από τη Μοίρα. Μια Μοίρα με άγρια κόκκινα μαλλιά και βυσσινί στόμα, την είδα μια φορά στον ύπνο μου και κατάλαβα. Καθότανε λέει σε μια καρέκλα στην κουζίνα μ’ ένα φόρεμα μεταξωτό και κάπνιζε, πουτάνα σε γαλλικό φιλμ. Μόλις με είδε γέλασε, ένα γέλιο παράξενο, έγερνε το κεφάλι της πίσω, το τεράστιο βυσσινί στόμα της ορθάνοιχτο και μέσα τα δόντια γυάλιζαν μυτερά σα ζώου. Έσκυψε κι έσβησε το τσιγάρο χάμω στο μωσαϊκό, με μια λύσσα λες κι ήθελε ν’ ανοίξει τρύπα στο πάτωμα. Εγώ οπισθοχωρούσα προς τον τοίχο, τι θέλεις, της λέω, κι Εκείνη ήρθε κοντά μου και μ’ αγκάλιασε, πάγωσα, έπιασε τη μπλούζα μου από πίσω και την έσκισε με μια κίνηση, από κάτω ως πάνω, κι έμπηξε τα νύχια της στην πλάτη μου, τότε άρχισα να ξεφωνίζω και ξύπνησα. Από κείνη τη νύχτα πήγα να τρελαθώ, νόμιζα πως το σημάδι μ’ έκαιγε ξαφνικά, ή πως άνοιγε και γέμιζε η πλάτη μου αίματα, άρχισα να τρέχω σε πλαστικούς ρωτώντας αν μπορούσα να το αφαιρέσω, τελικά ηρέμησα και τα παράτησα, κατά βάθος το ξέρω πως το σημάδι δεν θα φύγει από πάνω μου ακόμη κι αν με γδάρουν. Θα το έχω μέχρι το τέλος, ένα τέλος που θα ’ρθει μ’ ένα στόμα άπληστο βυσσινί και μυτερά δόντια. Τελευταία κοιτάζομαι στον καθρέφτη και βλέπω τ’ αποτυπώματα από το Στόμα στο λαιμό μου, στην κοιλιά και στα μπράτσα μου, μελανά κι ερωτικά, μικρές λίμνες σάπιο αίμα κάτω απ’ το δέρμα μου που όλο και πιο διάφανο γίνεται. Όσο περνάει ο καιρός πληθαίνουν. Στο δρόμο τα σκυλιά με γαβγίζουν, φοβούνται. Μυρίζω φαίνεται κιόλας δάκρυα. Κι οι άντρες το φοβούνται το σημάδι, όλοι τους βιάζονται να σβήσουν το φως για να μην το βλέπουν. Ή τρέχουν μετά ανάστατοι στην τουαλέτα και κάνουν εμετό, δεν το ξέρουν πως ξερνάνε το θάνατο που γέμισε το στομάχι τους. Κι εγώ τότε τεντώνομαι ευχαριστημένη πάνω στα σεντόνια και χαμογελάω, η καταδίκη μου είναι μεταδοτική σαν πανούκλα, όλοι αυτοί οι δυστυχισμένοι στο εξής θα βλέπουν το βυσσινί στόμα να τους γελάει αποτρόπαια κάθε φορά που θα κλείνουν τα μάτια τους. Και νιώθω γι’ αυτούς τόσο τρυφερά, ποτέ άλλοτε δεν αγάπησα τόσο τους εραστές μου. Οι μελανιές πάνω μου όλο κι αυξάνονται. Και το δέρμα μου φεγγίζει, το φως τώρα πια με διαπερνά, η σκιά μου πεθαίνει πριν από μένα. Αλίμονο, έχω τόσο λίγο χρόνο για να με κάνουν είδωλο. Τα βράδια ακούω τη μάνα μου που κλαίει και προσεύχεται για το παιδί της, μανούλα άδικα κουράζεσαι, η Μοίρα είναι κουφή, το σκέφτομαι αλλά βαριέμαι να της το πω. Ένα απ’ αυτά τα πρωινά θα με βρει στο κρεβάτι μου ολότελα διάφανη, με μια τούφα άγρια κόκκινα μαλλιά πάνω στο μαξιλάρι. Και το σημάδι θα έχει σβήσει.


Οδός Φαρών


Ο πρώτος άντρας που αγάπησα έφυγε μ’ ένα τρένο. Κι εγώ νόμισα ότι θα λάτρευα για πάντα τα τρένα. Αργότερα, πολύ αργότερα, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν παρά μια εξαίρεση. όλοι οι υπόλοιποι έφυγαν πεζοί. Έτσι γέμισαν οι δρόμοι παπαρούνες κι εγώ δεν είχα πού να σταθώ. Για να περάσω απέναντι περπατούσα στα καλώδια του ρεύματος, στην αρχή φοβόμουνα λίγο αλλά μετά συνήθισα. Τα παιδιά με σημάδευαν με τις σφεντόνες τους, κι άγγελοι από πάνω κάγχαζαν και με τραβούσαν από τα μαλλιά -αλλά εμένα δε μ’ ένοιαζε, μόνο τα πουλιά πρόσεχα, να μην σκοντάψω πάνω τους. Τα δάχτυλά μου εκεί ψηλά, δεν ξέρω γιατί, αλλά έμοιαζαν διάφανα. Κι έτσι είχα μια δικαιολογία που όλα μου γλιστρούσαν μέσα από τα χέρια μου -οι εποχές, οι άνθρωποι, τ’ αντικείμενα. Ζημιά στη ζημιά, όλα κομμάτια στο πάτωμα. Θυμάμαι όταν έσπασα μια μεγάλη κούκλα από πορσελάνη, έπεσε ανάποδα και το πρόσωπό της σκόρπισε σε χρωματιστά θραύσματα ένα γύρω. Έμεινε μόνο το βελούδινο φουστάνι και οι ψεύτικες μπούκλες, πρόστυχες κόκκινες μπούκλες, να μου θυμίζουν πόσο πολύ έφταιγα. Από τότε έτσι φαντάζομαι το θάνατο, μια σπασμένη πορσελάνινη μάσκα. Καμιά φορά τις νύχτες, όταν δεν έχω ύπνο, λύνω τα μαλλιά μου μπροστά στον καθρέφτη και μιλάω στους ανθρώπους: Πόσο ακόμα; Λεγεώνες ηρώων σαπίζουν στη βιβλιοθήκη μου, κι εγώ νοσταλγώ ένα ζευγάρι χέρια παιδικά. Έκανα το αύριο τατουάζ στο γοφό μου, κανείς σας πια δε μ’ αγγίζει. Και μετά σβήνω το φως κι αποκοιμιέμαι, σα να ’χω ξεπληρώσει ένα χρέος. Κι ονειρεύομαι τους καλοκαιρινούς μου εραστές, το χαμόγελό τους μια τεράστια μαργαρίτα. Στα νησιά ο έρωτας ήταν μπλε σαν τεμπεσίρι, γυρνούσα στην Αθήνα με τη μήτρα γιομάτη αλάτι και μικρούς αστερίες. Στους αστραγάλους μου καιροφυλακτούσε η Μεσόγειος, στις απλωμένες μου γάμπες οι ναυαγοί έτρωγαν τις σάρκες τους. Και τώρα, τώρα να εξαγοράζομαι με paperback της δεκάρας και ροζ σιρόπια για το βήχα! Το δωμάτιο μυρίζει τσιγάρο και δόξα. Αλίμονο στην εξουσία της απώλειας, την έχω κατακρεουργήσει. Ανήμερα των Αγίων Πάντων γιορτάζω την απανταχού μοναξιά κρεμώντας στο μπαλκόνι μου μαύρες πειρατικές σημαίες. Βάζω το ράδιο στο τέρμα, οι ήχοι ανοίγουν τρύπες στους τοίχους, στα πατζούρια, στην κλειδωμένη εξώπορτα. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να βγεις έξω με ασφάλεια. Το ψυγείο ξεχειλίζει μπύρες -Charles, μ’ ακούς; Την πατήσαμε. Δεν υπάρχει καιρός. Στήνω τα μπουκάλια στο περβάζι και πυροβολώ, μπανγκ, μπανγκ, μπανγκ, πράσινα γυαλιά στα πλακάκια της κουζίνας, τα πόδια μου γέμισαν αίματα κι αφρούς. Τα χέρια μου κιτρινίζουν σαν τους ήλιους του Βαν Γκογκ, μεταμορφώνομαι σε έργο τέχνης. Την επόμενη δεκαετία θα βρεθώ σταυρωμένη στους τοίχους της Εθνικής Πινακοθήκης, κι οι κριτικοί θ’ αποθεώνουν το δημιουργό μου. Όμως εγώ, εγώ δε θα είμαι εκεί. Κορόιδα.


Επίλογος


…Την πρώτη φορά που βρέθηκα σε καράβι είχα ένα υπέροχο αίσθημα απελευθέρωσης. Στη μέση του ωκεανού, σκεφτόμουν, κανένας απ’ αυτούς τους μπάσταρδους δε θα μπορέσει ποτέ να με προλάβει. Φυσικά δεν επρόκειτο για ωκεανό, το πολύ-πολύ να είχα διασχίσει το Αιγαίο, αλλά για μένα κάτι τέτοιες λεπτομέρειες λίγο μετρούσαν. Ανέκαθεν με διέκρινε άλλωστε μια κάποια -αφελής έστω- τάση μεγαλομανίας, μ’ ευκολία προβίβαζα τους εραστές σε πρίγκιπες, τα παπάκια σε Virago και τα όνειρά μου σε πανανθρώπινα ιδανικά. Αυτά, βέβαια, όσο ήμουν μικρή. Αργότερα, ω, αργότερα έγινα απίστευτα βολική, να φανταστείς χώρεσα ολόκληρη μέσα στο ενυδρείο του σαλονιού. Κι έπαψε να μ’ ενδιαφέρει ολωσδιόλου το έξω, τι να το κάνω, σκεφτόμουν, μου αρκεί αυτό το γαλαζοπράσινο φως και τα πλαστικά φύκια να χαϊδεύουν, ηδονικά σχεδόν, το κορμί μου. Κι ας φώναζε η μαμά -το είχα συνηθίσει, ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τις επιλογές μου. Ακόμη το νοσταλγώ αυτό το ενυδρείο, έσπασε όταν κατεδάφιζαν το σπίτι. Ναι, αυθαίρετο ήταν. Όλα τ’ αυθαίρετα πέφτουν κάτω μια μέρα, δε βλέπεις πόσες γρατζουνιές έχουν τα γόνατά μου; Γι’ αυτό σταμάτησα να φοράω φούστες, για να μην καταλαβαίνουν οι άλλοι. Ένιωθα, πώς να το πω, ευάλωτη. Γελάς; Πρέπει να ’ναι κανείς προσεχτικός στις μέρες μας. Κι εγώ, ειδικά εγώ, δεν έχω περιθώρια γι’ άλλα ταξίδια. Γέρασα, όταν κάθομαι χάμω τα χέρια μου γαντζώνονται στα χόρτα, να με κρατήσουν εκεί. Και το δέρμα μου, κοίτα, σιγά-σιγά ξανοίγει, λάμπει λευκό σαν πεντελικό μάρμαρο. Ένα μεσημέρι θ’ ακινητήσω εν τω μέσω χιλιάδων ανύποπτων περιστεριών στην πλατεία Συντάγματος, ο αττικός ήλιος θα γίνει μια τόση δα πυγολαμπίδα στη μισάνοιχτη χούφτα μου κι οι περαστικοί θα με φωτογραφίζουν χαμογελώντας. Και στο βάθος, ο ουρανός, ο ουρανός θα είναι κατακόκκινος, όλος ο ουρανός ένα τεράστιο κόκκινο σεντόνι καρφιτσωμένο στις γωνιές του σύμπαντος, άργησα τόσο να το μάθω αυτό. Τώρα τα βράδια βγαίνω στο μπαλκόνι και δεν έχω πού να κοιτάξω, τα μάτια μου κατρακυλάνε στο πεζοδρόμιο σα γυάλινες χάντρες από σπασμένο κολιέ, κι είναι τόσο ωραία να στέκομαι έτσι τυφλή μέσα στο σκοτάδι με τα μπράτσα απλωμένα προς το Λυκαβηττό. Ή άλλοτε γυρίζω το πρόσωπό μου στον τοίχο κι αρχίζω να μετράω δυνατά, ένα, δύο, τρία, ρυθμικά, σα μετρονόμος πιανίστα, τα φυλάω υπάκουα μέχρι το ξημέρωμα και τότε κατεβαίνω στο δρόμο, ψάχνω κάτω από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα αλλά δε βρίσκω ποτέ κανέναν... Ψέματα, κάποτε βρήκα ένα πεθαμένο γατί. Ένα τόσο δα κανελί γατί, τι να μου κάνει; Έτσι, έμεινα μόνη. Κι ο τηλεφωνικός κατάλογος, όλο λευκές σελίδες. Κατεβάζω τις εγκυκλοπαίδειες απ’ τα ράφια και ψάχνω για ονόματα, Ράισκε Ιωάννης-Ιάκωβος, Ράιτ Εδουάρδος, Ράιτ Ιουδήθ, Ράιχελ Βερνάρδος, σαν ποιηματάκι ακούγεται, το πάτωμα έχει γεμίσει τόμους, μ’ όσες σελίδες δεν έχουν ονόματα φτιάχνω σαΐτες, τις αφήνω έξω απ’ την πόρτα του απέναντι διαμερίσματος που έχουν παιδιά. Δεν τα έχω δει ποτέ, αλλά το ξέρω πως υπάρχουν. Τ’ απογέματα χαλάνε τον κόσμο, χαμηλώνω τη μουσική να τ’ ακούω καλύτερα, να βεβαιώνομαι, πρέπει να το ξέρω πως είναι εκεί, κάποια μέρα ίσως χρειαστεί ν’ αφήσω σε κάποιον ένα σημείωμα .

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Mπράβο! Πολύ καλή η Καρπαθιωτάκη!

Μαρία Σοφία

Le grand écrivain είπε...

Είναι αλήθεια Μαρία Σοφία! Όσες φορές και να την διαβάζω δεν παύω να εντυπωσιάζομαι. Αναμφιβόλως μία από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές των τελευταίων χρόνων.