Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Χρυσή Καρπαθιωτάκη, Χάντρες


Suehiro Maruo



Χρυσή Καρπαθιωτάκη



Χάντρες

οχτώ εξομολογήσεις κι ένας επίλογος

(2004)



Το χρυσόψαρο


Την εποχή της Μεγάλης Παρένθεσης, εννοώ, όταν μπήκαν όλα μέσα στην παρένθεση, οι σχολικές μου εκθέσεις, τα κραγιόν μου κι οι εφιάλτες μου, βρέθηκα ξαφνικά εντελώς μόνη σ’ ένα περιβάλλον τόσο μα τόσο απρόβλεπτο, κι αυτά τα γαλάζια μάτια που ξεπρόβαλλαν κάποτε μέσα στο σκοτάδι, ίσως δεν ήταν παρά η αντανάκλαση των περασμένων ερώτων μου. Οι έρωτες παίρνουν καμιά φορά ένα χρώμα γαλάζιο, όχι βέβαια ακριβώς γαλάζιο, πιο πολύ σαν ξεθυμασμένο μωβ, όπως τα ρούχα άμα τα μπλέξεις στο πλυντήριο. Με γοήτευαν ανέκαθεν τα πλυντήρια, όπως άλλωστε και τα μίξερ και τα καρουζέλ κι ο,τιδήποτε άλλο στριφογυρνάει έτσι υπέροχα παραμορφώνοντας την οπτική των πραγμάτων, τις νύχτες που γυρνούσα στο σπίτι μεθυσμένη έπεφτα στο κρεβάτι με τα παπούτσια κι αφηνόμουν να στροβιλίζομαι, νομίζω ήταν μονάχα τότε που υπήρξα πραγματικά ευτυχισμένη. Τα μαλλιά μου μεγάλωναν απότομα, παραμέριζαν τις κουβέρτες και χύνονταν στο πάτωμα, πίεζαν τα κίτρινα πλακάκια, άνοιγαν τρύπες, σέρνονταν στο ταβάνι του κάτω ορόφου, όπου ζούσε ο μελαγχολικός ταχυδρόμος με τη γυναίκα του, την άκουγα να ουρλιάζει κάθε φορά που τα μαλλιά μου τρυπούσαν την οροφή της. Εγώ όμως, α, εγώ ονειρευόμουνα για γείτονα ένα ρετρό φοιτητή με φαβορίτες και στενό κόκκινο πουλόβερ, που θα καταδεχόταν ν’ απαγχονιστεί με τις τούφες της κόμης μου, ώστε ν’ αναγορευτώ επιτέλους δικαιωματικά ικρίωμα. Μ’ αυτές τις σκέψεις έμενα μέρες και μέρες ξαπλωμένη, μέχρι που κάποια φορά ήρθε ο Λουκάς να με μαλώσει που είχα αποξεχαστεί, δεν είναι ακόμη ώρα μου είπε και μ’ έκλεισε στη ντουλάπα για ν’ αλλάξω ρούχα. Εγώ βέβαια ήξερα ότι το έκανε για να μη τον δω που πέταγε στα σκουπίδια το πεθαμένο χρυσόψαρο, βγήκα απ’ τη ντουλάπα με το νυφικό της μαμάς, το ψάρι μου πέθανε από έρωτα είπα κι αυτός με χαστούκισε για την αναίδειά μου, είναι πρόστυχο να φορτώνεις στους άλλους τις αδυναμίες σου μου φώναξε κι άναψε τσιγάρο. Ο καπνός του Λουκά έβγαινε μενεξελής απ’ τα ρουθούνια του, κι εγώ τον παρατηρούσα ακουμπισμένη στο κομό, τα λακκάκια στα μάγουλά του ήταν τόσο νοσταλγικά που σχεδόν δάκρυσα, στην πραγματικότητα επειδή θυμήθηκα μια αξεδιάλυτη ομορφιά που συνάντησα κάποτε στο σταθμό ενός τρένου. Και τόσο πολύ με συνεπήρε η ανάμνηση εκείνου του μαγιάτικου πρωινού που νομίζω μεταμορφώθηκα σε κήπο. Κι ενώ οι τουλίπες ξεχείλιζαν ήδη από το μπούστο του νυφικού κι ο κισσός είχε αρχίσει να τυλίγεται στο λαιμό μου, ο Λουκάς με κοίταξε υποτιμητικά, τι θεατρινισμός, μου είπε, κι όμως ξέρεις ότι ποτέ δε θα ξαναζήσεις ένα τόσο κίτρινο πρωινό. Ο Λουκάς πάντοτε μάντευε τη σκέψη μου και γι’ αυτό δεν του θύμωσα, κι ας το έβρισκα αγένεια να μου θυμίζει έτσι απροκάλυπτα την αποτυχία μιας ολόκληρης ζωής. Μετά όμως με πήρε το παράπονο, εγώ δεν έφταιγα καθόλου είπα λαχανιάζοντας κι ο κισσός έφερε άλλη μια βόλτα στο λαιμό μου, δικό του ήταν το λάθος που παρέλειψε να μου πει πώς θα τον αναγνωρίσω, εγώ ήμουν εκεί αλλά μέσα σε τόσο κόσμο τον έχασα. Ο Λουκάς γέλασε δυνατά και μου φύσηξε στα μούτρα ένα σύννεφο μενεξελή καπνό, πνίγηκα στο βήχα κι όλο το δωμάτιο έγινε μωβ, το νυφικό με στένευε, τι έχεις-λοιπόν-να πεις-τώρα, μου είπε σχεδόν τραγουδιστά, και τότε νομίζω τον μίσησα, το χρυσόψαρό μου πέθανε από έρωτα του είπα πεισμωμένα, κι αν δεν το πιστεύεις είσαι ανάξιος, έτσι μαλώσαμε οριστικά με το Λουκά και δεν τον ξανάδα ποτέ. Τώρα μένω ανενόχλητη μέρες και μέρες ριζωμένη στο κρεβάτι μου, ακούγοντας πάντα τα ουρλιαχτά της γυναίκας του μελαγχολικού ταχυδρόμου, και το νυφικό της μαμάς το πούλησα σ’ ένα περιοδεύοντα θίασο της συμφοράς. Κι έτσι είμαι απολύτως ήρεμη κι ευχαριστημένη. Το χρυσόψαρο μονάχα, αυτό μου λείπει κάπως πού και πού.


Η γέφυρα


Παρασκευή απόγεμα, κι εγώ γύριζα από τη δουλειά διασχίζοντας τη γέφυρα. Η γέφυρα είχε κατασκευαστεί πρόσφατα, πάνω από το μεγάλο αυτοκινητόδρομο με τα φωτάκια που γυάλιζαν τη νύχτα σαν τα χρωματιστά μάτια ενός τέρατος ξαπλωμένου νωχελικά στη μέση της πόλης. Το τέρας μας ανέχεται, σκεφτόμουν πάντα, μια μέρα θα ξυπνήσει πεινασμένο και θα μας πάρει όλους ο διάολος. Το ήξερα ότι θα γίνει έτσι αλλά δεν το έλεγα σε κανέναν, εξάλλου μπορεί και να μη με πίστευαν. Μονάχα ανατρίχιαζα λιγάκι κάθε φορά που περνούσα τη γέφυρα. Κι εκείνη την Παρασκευή, θα ’χε αρχίσει ήδη να σκοτεινιάζει, είδα έναν άντρα με μακρύ καφέ παλτό και καμπουριασμένους ώμους σκυμμένο πάνω στα κάγκελα. Δεν έβλεπα το πρόσωπό του έτσι που είχε γείρει το κεφάλι του προς το δρόμο, αλλά φαντάστηκα πως θα ήταν πολύ νέος, πολύ νέος και πολύ λυπημένος, αλλιώς δε θα κρεμιόταν έτσι πάνω από το στόμα του τέρατος. Και μολονότι τον θαύμασα κατά βάθος ένιωσα συνάμα μια θλίψη, μα γιατί, τον ρώτησα αυθόρμητα, ξέρω βέβαια πως δεν ήταν καθόλου δική μου δουλειά, αλλά στ’ αλήθεια ήταν τόσο άχαρο μέρος για να πεθάνει κανείς αυτός ο αυτοκινητόδρομος. Εκείνος δεν ξαφνιάστηκε στο ελάχιστο ακούγοντάς με, σαν να με περίμενε από ώρα, σαν να περίμενε κάποιον να του μιλήσει προτού τον καταπιεί το τέρας. Στηρίχτηκε με τις παλάμες του στο σίδερο και γύρισε αργά προς το μέρος μου, δε βρίσκω πουθενά την ομορφιά, είπε σιγανά, και τα μάτια του γυαλίζανε σαν τα φωτάκια κάτω στο δρόμο. Κι εγώ μελαγχόλησα ακόμη περισσότερο, θα ’θελα να μπορούσα να τον αποτρέψω, μπορεί και να ήταν μισότρελος, αλλά αυτός ο δρόμος ήταν τέλος πάντων τόσο άχαρος, κι ο άντρας ήταν πράγματι νέος και ψηλός και λυπημένος, δε μου άρεσε να τον φαντάζομαι ματωμένες σάρκες στην άσφαλτο. Όμως δεν ήξερα τι να κάνω, δεν είχα τίποτα όμορφο να του δώσω για να τον πείσω, κι όσο περνούσαν τα λεπτά κι ο άντρας με κοίταζε περιμένοντας ένιωθα όλο και πιο αμήχανα, στο τέλος σήκωσα λίγο τους ώμους μου, καλή σας νύχτα, του είπα, και στράφηκα να φύγω. Δε θα ’χα κάνει ούτε πέντε βήματα, όταν άκουσα το τρίξιμο απ’ τις σόλες των παπουτσιών του στο σίδερο, τον φαντάστηκα όρθιο στα τριάντα μέτρα πάνω από τα φώτα και τ’ αυτοκίνητα που έτρεχαν δαιμονισμένα, και ξαφνικά θυμήθηκα κάτι και γύρισα απότομα, σταθείτε, του φώναξα, νομίζω έχω κάτι για σας. Εκείνος έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος μου, ισορροπώντας πάντα δυο εκατοστά από το κενό, κι εγώ άνοιξα βιαστικά την τσάντα μου, έβγαλα από μέσα το πορτοφόλι κι από κει τη φωτογραφία σου, ορίστε, είπα και τέντωσα ψηλά το χέρι μου να του τη δώσω. Την πήρε και την κοίταξε εξεταστικά, τη στριφογύρισε, και μετά τη γύρισε από την πίσω μεριά, σαν να έψαχνε για ένα όνομα ή μια ημερομηνία, και προς στιγμήν σκέφτηκα να του φωνάξω για όνομα του θεού, μην ψάξετε γι’ αυτόν, πάνε τόσα χρόνια που έχει φύγει, αλλά δεν είπα τίποτα. Μονάχα του γύρισα την πλάτη και το έβαλα στα πόδια, ήξερα όμως πως ο άντρας θα κατέβαινε από τη γέφυρα τώρα που είχε βρει την ομορφιά, θα την έβαζε στη μπροστινή τσέπη του καφέ παλτού του και θα γυρνούσε σπίτι του. Κι ένιωθα, μπορώ να πω, ικανοποιημένη. Το τέρας βέβαια, αυτό συνεχίζει να υπάρχει.


Το γυαλί


Κάποτε, η δασκάλα μου της δευτέρας δημοτικού με ρώτησε, πώς φαντάζεσαι τον παράδεισο; γυάλινο, της απάντησα. Εκείνη γέλασε και με ξαναρώτησε, γιατί γυάλινο; σαν τη τζαμαρία του μεγάλου μπαλκονιού μας, της είπα. Από τότε θα πρέπει να τσατίστηκε ο θεός μαζί μου, που κατέβασα τον παράδεισό του στο ταπεινό επίπεδο της τζαμαρίας μας. Εμένα όμως αλήθεια μου θύμιζε τον παράδεισο η τζαμαρία, το διάφανο γυαλί της δηλαδή, και λέω μου θύμιζε γιατί κατά βάθος ήμουν βέβαιη πως σε κάποια παρελθούσα χρονική στιγμή είχα βρεθεί εκεί, αλλιώς από πού ερχόντουσαν αυτές οι παράξενες εικόνες που έβλεπα ξαφνικά τ’ απογέματα. Κι εξάλλου η τζαμαρία μας ήταν η πύλη για το θάνατο, είχα ακούσει πως πριν πολλά-πολλά χρόνια, όταν ακόμη στο σπίτι έμεναν ο παππούς με τη γιαγιά, ο μικρός αδερφός του πατέρα μου είχε περάσει τρέχοντας μέσα από το τζάμι, η γιαγιά, έλεγαν, ποτέ δεν το ξεπέρασε που έθαψε τεσσάρω χρονώ παιδί. Ο μπαμπάς μου τον είχε βέβαια ξεχάσει τον αδερφό του για τα καλά, και μετά από τριάντα τόσα χρόνια δεν ήταν για να τον κακίζει κανείς, τώρα όμως που μεγάλωσα κι εγώ σκέφτομαι πως μπορεί και να τον ζήλευε λιγάκι που έκανε ένα τέτοιο αξιομνημόνευτο κατόρθωμα σε τόσο μικρή ηλικία, ενώ ο ίδιος δεν είχε καταφέρει παρά να γίνει λογιστής σε μια μέτρια επιχείρηση και να παντρευτεί τη μαμά, τη μαμά που έβαφε τα μαλλιά της ξανθά κι έπαιζε ερασιτεχνικά πιάνο. Το πιάνο ήταν τόσο πιο μεγάλο από τη μαμά μου που φοβόμουν ώρες-ώρες πως θα την καταπιεί, μικρή το πίστευα στ’ αλήθεια και είχα σκεφτεί να το σκοτώσω, μεγαλώνοντας έπαψα να το πιστεύω αλλά δε μ’ ένοιαζε κιόλας, τη μαμά μου την είχαν ούτως ή άλλως καταπιεί τα ξανθά της μαλλιά και τα δαντελένια νυχτικά της. Το πιάνο όμως εγώ από τότε το σιχάθηκα, θα προτιμούσα μια μαμά που να έπαιζε μπάντζο ή φυσαρμόνικα, ειδικά φυσαρμόνικα, να φανταστείς μια φορά κοιμήθηκα μ’ έναν αμφιλεγόμενο τύπο μόνο και μόνο επειδή διέκρινα μια στην κωλότσεπη του τζην του, κι όταν αργότερα του το εκμυστηρεύτηκα πέθανε στα γέλια, όλες οι γκόμενες είναι παλαβές είπε και πέταξε τη φυσαρμόνικα στη λεκάνη της τουαλέτας. Δε μ’ ένοιαξε που με κορόιδεψε, τη φυσαρμόνικα λυπήθηκα, ένα πιάνο σου αξίζει εσένα του είπα με μίσος κι έφυγα, το πιθανότερο βέβαια είναι πως αυτός δεν κατάλαβε ποτέ το νόημα μιας τέτοιας αλλόκοτης κατάρας, το πολύ-πολύ να ξαναγέλασε λέγοντας «οι γκόμενες είναι παλαβές». Εγώ σίγουρα ήμουν αυτό που λένε παλαβή γκόμενα, έγραφα στους εραστές μου πολυσέλιδα ερωτικά γράμματα και μετά τους ταχυδρομούσα αδειανούς φακέλους. Γιατί ξέχασα να σου πω πως οι περισσότεροι εραστές μου ήταν εραστές δι’ αλληλογραφίας, είχα έναν σχεδόν σε κάθε νομό της χώρας, με προτίμηση στα βόρεια γεωγραφικά διαμερίσματα, πολλούς δεν τους είχα δει ποτέ από κοντά. Έτσι γλίτωνα και την ταλαιπωρία των αφροδίσιων νοσημάτων που δεν τα συμπαθούσα καθόλου, απ’ όλες τις αρρώστιες μονάχα τη φυματίωση λάτρευα κι ας μην αξιώθηκα ποτέ να πάθω, πολύ θα μου άρεσε ένας τέτοιος μυθιστορηματικός μελό θάνατος, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα μου έτσι που ήμουν χλωμή και αδύνατη. Όλη μου τη ζωή δεν ξεπέρασα τα σαράντα πέντε κιλά, ίσως γι’ αυτό δε μ’ έπαιρνε ο κόσμος στα σοβαρά, στα λεωφορεία οι άνθρωποι με αγνοούσαν και περνούσαν διαμέσου του κορμιού μου, στο τέλος το πίστεψα κι εγώ η ίδια πως δεν ήμουν εκεί κι έγινα διάφανη. Αυτό ξεκίνησα να σου πω λέγοντας για τη τζαμαρία και τον παράδεισο, πως με απορρόφησε τελικά το γυαλί, αναλήφθηκα ένα ανύποπτο πρωινό σαν σπασμένη λάμπα μεταξύ μαινόμενων χερουβείμ, είμαι η πρώτη γυαλένια οσία στο χριστιανικό εορτολόγιο, οι μελλούμενες γενιές θα γιορτάζουν την επέτειο της αναλήψεώς μου θρυμματίζοντας με πέτρες βιτρίνες πολυκαταστημάτων. Πρόσεχε, κόβω απ’ όλες τις μεριές.


Ο Οδυσσέας


Οδυσσέα ήθελα πάντα να βγάλω το γιο μου, το γιο μου που θα είχε μεγάλα μαύρα μάτια, κι είχα ήδη αποφασίσει πως θα τον έντυνα στα κίτρινα και θα τον νανούριζα με το Summertime της Joplin. Αλλά τελικά δεν έκανα γιο. Έτσι, βάφτισα Οδυσσέα ένα σερνικό κουτάβι που μάζεψα από μια αλάνα -ψόφησε μέσα σ’ ένα μήνα, ο κτηνίατρος έλεγε τα δικά του, εγώ ξέρω πως έφταιγε που όλο έβρεχε εκείνο τον καιρό, η βροχή πάντα φέρνει θάνατο. Κι εγώ έμεινα χωρίς Οδυσσέα, ζητιανεύοντας κρυφά στα κουδούνια της πολυκατοικίας για το θαύμα. Και τελικά, ήρθε: Οδυσσέας Δ., ο καινούριος μου γείτονας, τον αγάπησα χωρίς να τον γνωρίσω από κοντά, μόνο και μόνο για τ’ όνομά του, επικίνδυνα μελωδικό στους διαδρόμους του μυαλού μου. Κι ένιωθα πως για μια φορά η τύχη μου είχε χαμογελάσει, τόσο πολύ λαχταρούσα έναν Οδυσσέα που μου τον έστειλε. Εγκαταστάθηκε ακριβώς από πάνω μου, τα βράδια τα βήματά του έτριζαν πάνω στα σανίδια, ξανά και ξανά, απ’ το μπαλκόνι στο χωλ κι απ’ το χωλ στην κουζίνα, όπως υπολόγιζα. Και τ’ απογέματα άκουγε κάτι αλλόκοτες μουσικές που μου ταράζανε τον ύπνο -γιατί εγώ προτιμούσα να κοιμάμαι τ’ απόγεμα, τη νύχτα χαμήλωνε απότομα το ταβάνι και με ξυπνούσε. Αλλά του το συγχωρούσα γιατί ήταν ο Οδυσσέας μου, ο δικός μου Οδυσσέας, που μου τον χρωστούσε τόσα χρόνια η ζωή. Και, καμιά φορά, πριν φύγω για τη δουλειά, άφηνα ένα γαρίφαλο μπροστά στην πόρτα του, κι ας φοβόμουν μην τυχόν και παρεξηγηθώ, μεγάλη γυναίκα να κάνω τέτοιες χειρονομίες. Όμως εγώ δεν ένιωθα έρωτα για τον Οδυσσέα, που άλλωστε δεν τον είχα δει ποτέ, μονάχα τρόμαζα να ζήσω χωρίς αυτόν. Κι όσο περνούσε ο καιρός και τον συνήθιζα, έτρεμα μήπως μια μέρα φύγει, κι άρχισα να του αφήνω μικρά διπλωμένα χαρτάκια στο γραμματοκιβώτιό του, σαν σημειώματα, μόνο που ήταν λευκά, γιατί δεν ήξερα τι να του γράψω. Κι έλπιζα πως θα καταλάβει, μα και βέβαια θα καταλάβαινε, αφού ήταν ο Οδυσσέας μου. Όμως εκείνος φαίνεται πως δεν κατάλαβε, κι ένα πρωί σταμάτησε έξω από την είσοδο ένα μεγάλο φορτηγό, και δυο νεαροί άρχισαν να φορτώνουν πράγματα, ένα μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι κι ένα πικάπ και μια κομόντα παλιομοδίτικη, και πολλά χαρτόκουτα, και τελευταίο είδα και τον ίδιο τον Οδυσσέα, φορούσε μια μαύρη γκαμπαρντίνα κι ένα καπέλο χωμένο ως τα φρύδια, δε μπόρεσα να δω το πρόσωπό του. Τον ανέβασαν κι αυτόν στο φορτηγό οι νεαροί σηκωτό, μαζί με τα υπόλοιπα αντικείμενα, ίσως να ήταν πολύ γέρος και να μην μπορούσε να περπατήσει, μετά το φορτηγό έβαλε μπρος κι εξαφανίστηκε. Κι εγώ έμεινα εμβρόντητη στο παράθυρό μου, με τις παλάμες κολλημένες στο υγρό τζάμι, ανίκανη να δεχτώ την ήττα μου, γι’ άλλη μια φορά μου την έφερναν, και θα ’πρεπε να ζήσω και πάλι χωρίς Οδυσσέα. Αλλά δε μπορούσα να κλάψω, τα μάτια μου ήταν στεγνά και τραχιά σα γυαλόχαρτο, κάθε ματιά που έριχνα στον τοίχο έξυνε και λίγο απ’ το σοβά. Από τότε έπαψα να πιστεύω στα θαύματα. Και σταμάτησα ν’ αφήνω μηνύματα στους ανθρώπους -έστω και λευκά χαρτάκια. Λυπάμαι μονάχα ακόμη που δεν έκανα το γιο που ονειρευόμουνα, θα τον έντυνα στα κίτρινα και θα τον μάθαινα να κελαηδά σαν καναρίνι. Και, τελικά, ίσως να μην τον έβγαζα Οδυσσέα.


Το επόμενο πένθος


Θυμάμαι έναν άνθρωπο με μαύρο σακάκι που συνάντησα πριν χρόνια σ’ ένα σταθμό υπεραστικών λεωφορείων. Ο άνθρωπος δεν είχε καθόλου αποσκευές, και κρατούσε ένα μικρό βιολί καμωμένο από κόκαλα πουλιών. Γύρω-γύρω στο λαιμό του είχε μιαν ουλή, σαν να ’χε κάποτε χάσει το κεφάλι του και να του το ξαναέραψαν βιαστικά. Του το είπα ότι μου θύμιζε αποκεφαλισμένο κι αυτός μου έγνεψε καταφατικά, στη Γαλλική Επανάσταση, είπε σοβαρά, επί Ροβεσπιέρου. Αλλά αν σας τρομάζει μην το κοιτάτε, και σήκωσε το γιακά του πουκαμίσου του να κρύψει την ουλή. Εγώ τότε γέλασα, τι να με τρομάξει, μονάχα οι αμυγδαλιές με τρομάζουν γιατί ανθίζουν τόσο νωρίς. Μα γιατί φοράτε μαύρα, αν δε γίνομαι αδιάκριτη, τον ρώτησα κι αμέσως το μετάνιωσα, θα μπορούσε να νομίσει ότι προσπαθώ να τον φλερτάρω. Αλλά εκείνος κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του, μου ’χει λείψει τόσο να πενθήσω κάποιον, είπε, που αποφάσισα να προσποιηθώ. Βλέπετε, τις ευτυχείς περιόδους αναμασώ τη θλίψη προηγούμενων συμφορών, μόνο έτσι μπορώ να επιβιώσω. Η ποίηση είναι παιδί του πένθους. Όμως εσείς είστε τόσο νέα για να καταλάβετε κάτι τέτοιο, δεν θα ’χετε προλάβει καν τους κατακλυσμούς. Μα ξέρω ακριβώς τι εννοείτε, του είπα ελαφρά αναστατωμένη, είχα γνωρίσει κάποτε ένα αγόρι με χέρια από βροχή. Με αγκάλιαζε και γινόμουν αμέσως γαλάζια και- συγχωρείστε με αν είπα παραπάνω απ’ ό,τι πρέπει. Πώς τον έλεγαν, με ρώτησε, και του είπα ψέματα πως δε θυμόμουν. Αυτή η μουσική, μουρμούρισε μετά από λίγο, τόσα χρόνια ακριβώς η ίδια. Συνέχισα να την ακούω ακόμη και μετά το θάνατο όλων των μελών της ορχήστρας. Κι εγώ έπαιζα κάποτε, του είπα, φλάουτο. Μια μέρα το φύτεψα σε μια γλάστρα και φύτρωσε μια ολόκληρη γαριφαλιά. Αλλά οι δικοί μου δε με πίστεψαν. Για πολλά πράγματα δε με πίστευαν -όχι μονάχα οι δικοί μου, οι περισσότεροι άνθρωποι. Γι’ αυτό κι εγώ σταμάτησα να τους μιλάω. Μόνο με το λαχειοπώλη της γειτονιάς μου πιάνω κουβέντα, πού και πού, όταν δεν είναι πολύ κουρασμένος. κοπιαστική δουλειά στ’ αλήθεια, να κουβαλάς ανθρώπινα όνειρα…Και πού πηγαίνετε; με διέκοψε λιγάκι απότομα. Α, πραγματικά, αυτό δεν το έχω ακόμη αποφασίσει. Έρχομαι στο σταθμό έτσι, από συνήθεια, χαζεύω τους ανθρώπους που περιμένουν να ταξιδέψουν. Είναι γοητευτικοί οι άνθρωποι όταν έχουν στο βλέμμα τους τη φυγή. Αλλά τους άλλους, αυτούς που φθάνουν, δεν τους κοιτάω ποτέ. Είναι ολόκληροι μια ματαίωση…από το μέτωπο μέχρι τις σόλες των παπουτσιών τους. Καταλαβαίνετε, γι’ αυτό διστάζω να κόψω εισιτήριο. Τότε ο άνθρωπος γέλασε δυνατά, κι όλος ο σταθμός σχεδόν γύρισε και μας κοίταξε. Ένιωσα λιγάκι αμήχανα, θα μπορούσαν να μας παρεξηγήσουν. Είστε απίθανα γοητευτική, μου είπε μ’ ένα τόνο κάπως θεατρικό, αλλά συγχρόνως απελπιστικά εφήμερη, θα μπορούσα κιόλας να σας φανταστώ την ημέρα της κηδείας σας, μ’ ένα βυσσινί φουστάνι αναγεννησιακό να ξεχειλίζει από το φέρετρο, θεέ μου πόσο με συντρίβει μια τέτοια εικόνα απείρου κάλλους, και με κοίταξε με μια ευγνωμοσύνη απερίγραπτη. Τότε ένιωσα νομίζω μια ελαφριά ανατριχίλα, γιατί είχε αρχίσει να φυσάει, και φόρεσα τη ζακέτα μου.


Καλοκαιρινές διακοπές


Υπήρχε, θυμάμαι μια εποχή που πίστευα στα παραμύθια. Τα καλοκαίρια στις εξοχές κρεμόμουν από τα ράμφη των κορυδαλλών, ώρες και ώρες, κι ο ιδρώτας έτρεχε στο λαιμό μου και μου λέκιαζε τα ρούχα σαν σπέρμα. Κι εγώ, που τόσο ήθελα να μ’ έλεγαν Ιφιγένεια, ξάπλωνα στο γρασίδι κι ισορροπούσα την υδρόγειο ανάμεσα στα γόνατά μου. Α! εξαίσια θερινά μεσημέρια, μέσα σε δωμάτια τουριστικά με σεντόνια λευκά σα σάβανα, το κορμί μου γέμιζε γύρη και γαλαζωπά ανθάκια, κι από τ’ ανοιχτό παράθυρο με κοιτούσε ο Αρχάγγελος και γελούσε, ένα γέλιο κρυστάλλινο καμπανάκι. Κι ήμουν, θαρρώ, ευτυχισμένη. Στο μπάνιο η βρύση έσταζε αδιάκοπα, αργά-αργά, νανουριστικά, μια αιώνια θολή λιμνούλα μέσα στο νιπτήρα, κάθε φορά που έσκυβα να πλυθώ φοβόμουνα μη με καταπιεί. Κι εσύ, εσύ ήσουν πάντοτε κάπου εκεί κοντά, κρυβόσουν μέσα στα γοβάκια μου κι ανάμεσα στα γεράνια και στις τσέπες της ρόμπας μου, και μου άφηνες μικρά σημάδια στα χέρια, μικρές-μικρές δαγκωματιές, μια σταγόνα αίμα τη φορά. Έτσι μ’ έκανες να σε λατρέψω τελειωτικά και αμετάκλητα, και κάθε που νύχτωνε τ’ ορκιζόμουν πως θ’ ανέβω στο χρωματιστό αερόστατο και θα ’ρθω να σε βρω, ψηλά, πολύ ψηλά, αγκαλιά μ’ ένα παλιό τζουκ-μποξ, για να χορέψουμε ένα και μοναδικό υπερβατικό ταγκό πίσω από το φεγγάρι, ίσως έτσι να μ’ αγαπούσες κι εσύ ξανά. Όμως τα δάχτυλά μου είχαν τόσο πολύ αδυνατίσει, έτρεμα μη σε τρυπήσω αν σ’ αγγίξω. Κι όλο και το ανέβαλλα, το αερόστατο σιγά-σιγά σάπιζε, είχε γίνει πια ολόκληρο πράσινο σαν ελβετικό λιβάδι, κι ο Αρχάγγελος πάλι γελούσε, έκλεισα τις κουρτίνες να μην Τον βλέπω, όμως το γέλιο αντηχούσε στο δωμάτιο, βγήκα έξω και Τον πετροβόλησα, τα λιθάρια περνούσαν μέσα απ’ το κορμί του, κι Αυτός όλο και γελούσε και μ’ έδειχνε με το δάχτυλο, κι ένιωθα ταπεινωμένη σα δαρμένος σκύλος. Από τότε βέβαια πάνε τόσα πολλά χρόνια, θα ’χω πια ξεχάσει το πρόσωπό Του, μονάχα το γέλιο Του θυμάμαι καμιά φορά μέσα στον ύπνο μου και ξυπνώ. Κι όσο για σένα, α, εσύ δεν κατέβηκες ποτέ από κει πάνω. Τώρα τα βράδια αφήνω τις κουρτίνες ορθάνοιχτες -τι να φοβηθώ;- και βγάζω τα ρούχα μου μπροστά στον καθρέφτη, έτσι για να ’χω παρέα. Ανάβω τσιγάρο κι ο καπνός βγαίνει από το στόμα μου αρμυρός και γαλάζιος, τα πνευμόνια μου απορρόφησαν φαίνεται τη θάλασσα, τόσους αιώνες που σε περίμενα από νησί σε νησί. Δεν πειράζει, μ’ αρέσει να νιώθω το καλοκαίρι, έτσι ο θάνατος μου θα έρθει σαν ένας γιγάντιος αστερίας γεμάτος άμμο και φύκια, κι εγώ θα τον ακολουθήσω χαμογελώντας, κρατώντας παραμάσχαλα μια τσάντα πλαστική με την πετσέτα και τα μαύρα γυαλιά μου, μικρά όστρακα θα μπλέκονται στις τούφες των μαλλιών μου, κι η κηδεία μου θα λάμπει στο οικογενειακό άλμπουμ σε χαρτί ιλουστρασιόν, διαφημιστική φωτογραφία τουριστικού γραφείου.


Το σημάδι


Το σημάδι το έχω εκ γενετής. Ούτε ιδιαίτερα ακαλαίσθητο, ούτε και γοητευτικό, μονάχα μυστηριωδώς συμμετρικό, λες και μου το χάραξαν με διαβήτη και γνώμονα. Καταμεσής στην πλάτη, πάνω στη σπονδυλική. Σημαδεμένη, το σκεφτόμουν παλιότερα και γέλαγα νευρικά για να κρύψω πως με τρόμαζε. Σημαδεμένη, όπως κάποτε οι Εβραίοι, όπως τα άλογα, όπως οι άγγελοι κι οι δαίμονες -ποιος μου το ’χε πει αυτό το τελευταίο; Τότε κι αν είχα γελάσει, τι απίθανες φιλοφρονήσεις που κάνουν οι άντρες θεέ μου! Όμως, όχι. Το δικό μου το σημάδι είναι διαφορετικό. Εγώ, το ξέρω, είμαι σημαδεμένη από τη Μοίρα. Μια Μοίρα με άγρια κόκκινα μαλλιά και βυσσινί στόμα, την είδα μια φορά στον ύπνο μου και κατάλαβα. Καθότανε λέει σε μια καρέκλα στην κουζίνα μ’ ένα φόρεμα μεταξωτό και κάπνιζε, πουτάνα σε γαλλικό φιλμ. Μόλις με είδε γέλασε, ένα γέλιο παράξενο, έγερνε το κεφάλι της πίσω, το τεράστιο βυσσινί στόμα της ορθάνοιχτο και μέσα τα δόντια γυάλιζαν μυτερά σα ζώου. Έσκυψε κι έσβησε το τσιγάρο χάμω στο μωσαϊκό, με μια λύσσα λες κι ήθελε ν’ ανοίξει τρύπα στο πάτωμα. Εγώ οπισθοχωρούσα προς τον τοίχο, τι θέλεις, της λέω, κι Εκείνη ήρθε κοντά μου και μ’ αγκάλιασε, πάγωσα, έπιασε τη μπλούζα μου από πίσω και την έσκισε με μια κίνηση, από κάτω ως πάνω, κι έμπηξε τα νύχια της στην πλάτη μου, τότε άρχισα να ξεφωνίζω και ξύπνησα. Από κείνη τη νύχτα πήγα να τρελαθώ, νόμιζα πως το σημάδι μ’ έκαιγε ξαφνικά, ή πως άνοιγε και γέμιζε η πλάτη μου αίματα, άρχισα να τρέχω σε πλαστικούς ρωτώντας αν μπορούσα να το αφαιρέσω, τελικά ηρέμησα και τα παράτησα, κατά βάθος το ξέρω πως το σημάδι δεν θα φύγει από πάνω μου ακόμη κι αν με γδάρουν. Θα το έχω μέχρι το τέλος, ένα τέλος που θα ’ρθει μ’ ένα στόμα άπληστο βυσσινί και μυτερά δόντια. Τελευταία κοιτάζομαι στον καθρέφτη και βλέπω τ’ αποτυπώματα από το Στόμα στο λαιμό μου, στην κοιλιά και στα μπράτσα μου, μελανά κι ερωτικά, μικρές λίμνες σάπιο αίμα κάτω απ’ το δέρμα μου που όλο και πιο διάφανο γίνεται. Όσο περνάει ο καιρός πληθαίνουν. Στο δρόμο τα σκυλιά με γαβγίζουν, φοβούνται. Μυρίζω φαίνεται κιόλας δάκρυα. Κι οι άντρες το φοβούνται το σημάδι, όλοι τους βιάζονται να σβήσουν το φως για να μην το βλέπουν. Ή τρέχουν μετά ανάστατοι στην τουαλέτα και κάνουν εμετό, δεν το ξέρουν πως ξερνάνε το θάνατο που γέμισε το στομάχι τους. Κι εγώ τότε τεντώνομαι ευχαριστημένη πάνω στα σεντόνια και χαμογελάω, η καταδίκη μου είναι μεταδοτική σαν πανούκλα, όλοι αυτοί οι δυστυχισμένοι στο εξής θα βλέπουν το βυσσινί στόμα να τους γελάει αποτρόπαια κάθε φορά που θα κλείνουν τα μάτια τους. Και νιώθω γι’ αυτούς τόσο τρυφερά, ποτέ άλλοτε δεν αγάπησα τόσο τους εραστές μου. Οι μελανιές πάνω μου όλο κι αυξάνονται. Και το δέρμα μου φεγγίζει, το φως τώρα πια με διαπερνά, η σκιά μου πεθαίνει πριν από μένα. Αλίμονο, έχω τόσο λίγο χρόνο για να με κάνουν είδωλο. Τα βράδια ακούω τη μάνα μου που κλαίει και προσεύχεται για το παιδί της, μανούλα άδικα κουράζεσαι, η Μοίρα είναι κουφή, το σκέφτομαι αλλά βαριέμαι να της το πω. Ένα απ’ αυτά τα πρωινά θα με βρει στο κρεβάτι μου ολότελα διάφανη, με μια τούφα άγρια κόκκινα μαλλιά πάνω στο μαξιλάρι. Και το σημάδι θα έχει σβήσει.


Οδός Φαρών


Ο πρώτος άντρας που αγάπησα έφυγε μ’ ένα τρένο. Κι εγώ νόμισα ότι θα λάτρευα για πάντα τα τρένα. Αργότερα, πολύ αργότερα, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν παρά μια εξαίρεση. όλοι οι υπόλοιποι έφυγαν πεζοί. Έτσι γέμισαν οι δρόμοι παπαρούνες κι εγώ δεν είχα πού να σταθώ. Για να περάσω απέναντι περπατούσα στα καλώδια του ρεύματος, στην αρχή φοβόμουνα λίγο αλλά μετά συνήθισα. Τα παιδιά με σημάδευαν με τις σφεντόνες τους, κι άγγελοι από πάνω κάγχαζαν και με τραβούσαν από τα μαλλιά -αλλά εμένα δε μ’ ένοιαζε, μόνο τα πουλιά πρόσεχα, να μην σκοντάψω πάνω τους. Τα δάχτυλά μου εκεί ψηλά, δεν ξέρω γιατί, αλλά έμοιαζαν διάφανα. Κι έτσι είχα μια δικαιολογία που όλα μου γλιστρούσαν μέσα από τα χέρια μου -οι εποχές, οι άνθρωποι, τ’ αντικείμενα. Ζημιά στη ζημιά, όλα κομμάτια στο πάτωμα. Θυμάμαι όταν έσπασα μια μεγάλη κούκλα από πορσελάνη, έπεσε ανάποδα και το πρόσωπό της σκόρπισε σε χρωματιστά θραύσματα ένα γύρω. Έμεινε μόνο το βελούδινο φουστάνι και οι ψεύτικες μπούκλες, πρόστυχες κόκκινες μπούκλες, να μου θυμίζουν πόσο πολύ έφταιγα. Από τότε έτσι φαντάζομαι το θάνατο, μια σπασμένη πορσελάνινη μάσκα. Καμιά φορά τις νύχτες, όταν δεν έχω ύπνο, λύνω τα μαλλιά μου μπροστά στον καθρέφτη και μιλάω στους ανθρώπους: Πόσο ακόμα; Λεγεώνες ηρώων σαπίζουν στη βιβλιοθήκη μου, κι εγώ νοσταλγώ ένα ζευγάρι χέρια παιδικά. Έκανα το αύριο τατουάζ στο γοφό μου, κανείς σας πια δε μ’ αγγίζει. Και μετά σβήνω το φως κι αποκοιμιέμαι, σα να ’χω ξεπληρώσει ένα χρέος. Κι ονειρεύομαι τους καλοκαιρινούς μου εραστές, το χαμόγελό τους μια τεράστια μαργαρίτα. Στα νησιά ο έρωτας ήταν μπλε σαν τεμπεσίρι, γυρνούσα στην Αθήνα με τη μήτρα γιομάτη αλάτι και μικρούς αστερίες. Στους αστραγάλους μου καιροφυλακτούσε η Μεσόγειος, στις απλωμένες μου γάμπες οι ναυαγοί έτρωγαν τις σάρκες τους. Και τώρα, τώρα να εξαγοράζομαι με paperback της δεκάρας και ροζ σιρόπια για το βήχα! Το δωμάτιο μυρίζει τσιγάρο και δόξα. Αλίμονο στην εξουσία της απώλειας, την έχω κατακρεουργήσει. Ανήμερα των Αγίων Πάντων γιορτάζω την απανταχού μοναξιά κρεμώντας στο μπαλκόνι μου μαύρες πειρατικές σημαίες. Βάζω το ράδιο στο τέρμα, οι ήχοι ανοίγουν τρύπες στους τοίχους, στα πατζούρια, στην κλειδωμένη εξώπορτα. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να βγεις έξω με ασφάλεια. Το ψυγείο ξεχειλίζει μπύρες -Charles, μ’ ακούς; Την πατήσαμε. Δεν υπάρχει καιρός. Στήνω τα μπουκάλια στο περβάζι και πυροβολώ, μπανγκ, μπανγκ, μπανγκ, πράσινα γυαλιά στα πλακάκια της κουζίνας, τα πόδια μου γέμισαν αίματα κι αφρούς. Τα χέρια μου κιτρινίζουν σαν τους ήλιους του Βαν Γκογκ, μεταμορφώνομαι σε έργο τέχνης. Την επόμενη δεκαετία θα βρεθώ σταυρωμένη στους τοίχους της Εθνικής Πινακοθήκης, κι οι κριτικοί θ’ αποθεώνουν το δημιουργό μου. Όμως εγώ, εγώ δε θα είμαι εκεί. Κορόιδα.


Επίλογος


…Την πρώτη φορά που βρέθηκα σε καράβι είχα ένα υπέροχο αίσθημα απελευθέρωσης. Στη μέση του ωκεανού, σκεφτόμουν, κανένας απ’ αυτούς τους μπάσταρδους δε θα μπορέσει ποτέ να με προλάβει. Φυσικά δεν επρόκειτο για ωκεανό, το πολύ-πολύ να είχα διασχίσει το Αιγαίο, αλλά για μένα κάτι τέτοιες λεπτομέρειες λίγο μετρούσαν. Ανέκαθεν με διέκρινε άλλωστε μια κάποια -αφελής έστω- τάση μεγαλομανίας, μ’ ευκολία προβίβαζα τους εραστές σε πρίγκιπες, τα παπάκια σε Virago και τα όνειρά μου σε πανανθρώπινα ιδανικά. Αυτά, βέβαια, όσο ήμουν μικρή. Αργότερα, ω, αργότερα έγινα απίστευτα βολική, να φανταστείς χώρεσα ολόκληρη μέσα στο ενυδρείο του σαλονιού. Κι έπαψε να μ’ ενδιαφέρει ολωσδιόλου το έξω, τι να το κάνω, σκεφτόμουν, μου αρκεί αυτό το γαλαζοπράσινο φως και τα πλαστικά φύκια να χαϊδεύουν, ηδονικά σχεδόν, το κορμί μου. Κι ας φώναζε η μαμά -το είχα συνηθίσει, ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τις επιλογές μου. Ακόμη το νοσταλγώ αυτό το ενυδρείο, έσπασε όταν κατεδάφιζαν το σπίτι. Ναι, αυθαίρετο ήταν. Όλα τ’ αυθαίρετα πέφτουν κάτω μια μέρα, δε βλέπεις πόσες γρατζουνιές έχουν τα γόνατά μου; Γι’ αυτό σταμάτησα να φοράω φούστες, για να μην καταλαβαίνουν οι άλλοι. Ένιωθα, πώς να το πω, ευάλωτη. Γελάς; Πρέπει να ’ναι κανείς προσεχτικός στις μέρες μας. Κι εγώ, ειδικά εγώ, δεν έχω περιθώρια γι’ άλλα ταξίδια. Γέρασα, όταν κάθομαι χάμω τα χέρια μου γαντζώνονται στα χόρτα, να με κρατήσουν εκεί. Και το δέρμα μου, κοίτα, σιγά-σιγά ξανοίγει, λάμπει λευκό σαν πεντελικό μάρμαρο. Ένα μεσημέρι θ’ ακινητήσω εν τω μέσω χιλιάδων ανύποπτων περιστεριών στην πλατεία Συντάγματος, ο αττικός ήλιος θα γίνει μια τόση δα πυγολαμπίδα στη μισάνοιχτη χούφτα μου κι οι περαστικοί θα με φωτογραφίζουν χαμογελώντας. Και στο βάθος, ο ουρανός, ο ουρανός θα είναι κατακόκκινος, όλος ο ουρανός ένα τεράστιο κόκκινο σεντόνι καρφιτσωμένο στις γωνιές του σύμπαντος, άργησα τόσο να το μάθω αυτό. Τώρα τα βράδια βγαίνω στο μπαλκόνι και δεν έχω πού να κοιτάξω, τα μάτια μου κατρακυλάνε στο πεζοδρόμιο σα γυάλινες χάντρες από σπασμένο κολιέ, κι είναι τόσο ωραία να στέκομαι έτσι τυφλή μέσα στο σκοτάδι με τα μπράτσα απλωμένα προς το Λυκαβηττό. Ή άλλοτε γυρίζω το πρόσωπό μου στον τοίχο κι αρχίζω να μετράω δυνατά, ένα, δύο, τρία, ρυθμικά, σα μετρονόμος πιανίστα, τα φυλάω υπάκουα μέχρι το ξημέρωμα και τότε κατεβαίνω στο δρόμο, ψάχνω κάτω από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα αλλά δε βρίσκω ποτέ κανέναν... Ψέματα, κάποτε βρήκα ένα πεθαμένο γατί. Ένα τόσο δα κανελί γατί, τι να μου κάνει; Έτσι, έμεινα μόνη. Κι ο τηλεφωνικός κατάλογος, όλο λευκές σελίδες. Κατεβάζω τις εγκυκλοπαίδειες απ’ τα ράφια και ψάχνω για ονόματα, Ράισκε Ιωάννης-Ιάκωβος, Ράιτ Εδουάρδος, Ράιτ Ιουδήθ, Ράιχελ Βερνάρδος, σαν ποιηματάκι ακούγεται, το πάτωμα έχει γεμίσει τόμους, μ’ όσες σελίδες δεν έχουν ονόματα φτιάχνω σαΐτες, τις αφήνω έξω απ’ την πόρτα του απέναντι διαμερίσματος που έχουν παιδιά. Δεν τα έχω δει ποτέ, αλλά το ξέρω πως υπάρχουν. Τ’ απογέματα χαλάνε τον κόσμο, χαμηλώνω τη μουσική να τ’ ακούω καλύτερα, να βεβαιώνομαι, πρέπει να το ξέρω πως είναι εκεί, κάποια μέρα ίσως χρειαστεί ν’ αφήσω σε κάποιον ένα σημείωμα .

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Αφιέρωμα: Ελληνική Ποίηση 1977 – 1993

Max Weber, Interior of the Fourth Dimension



Αργύρης Χιόνης

(1943)


Από τη συλλογή Εσωτικά Τοπία (1991)



Από την ενότητα «Εσωτικά Τοπία»

Υπάρχουνε κάτι τοπία σκοτεινά, τυφλών τοπία, που μόνο ψαύοντας τ’ ανακαλύπτεις. Με μάτια ανοιχτά, τρόπος για να τα δεις κανένας δεν υπάρχει, γιατί ‘ναι μυστικά τοπία και το φως κρατούν μακριά απ’ την περιοχή τους. Μονάχα ψαύοντας μπορείς να τα χαρείς, ή μάλλον, ένα μέρος τους μονάχα να χαρείς μπορείς, γιατί ‘ναι απέραντα τοπία, μυστικά, εσωτικά τυφλών τοπία.

***

Πάνω απ’ αυτήν την έρημο, δεν έχει ουρανό, δεν έχει ούτ’ ένα αστέρι. Κάποιος, ωστόσο, δεν μπορεί να το πιστέψει, θαρρεί πως φταίει η μυωπία του, κι ορθώνει σκάλα για να δει από πιο κοντά. Βέβαια, ούτ’ αστέρια ανακαλύπτει, ούτ’ ουρανό και φεύγει γι άλλη έρημο, ν’ αναζητήσει εκεί την τύχη του. Μένει η σκάλα, όρθια, στη μέση της ερήμου, μια σκάλα ολόρθη που δεν ακουμπάει πουθενά.

***

Αν, όπως λένε, το χαρτί φτιάχνεται από ξύλο, ετούτο το δωμάτιο, που γέμισε χαρτιά κουβαριασμένα, είν’ ένα τσαλακωμένο δάσος κι η γάτα που πλανιέται μέσα του, ερεθισμένη απ’ τους τριγμούς του, είναι μια τίγρη σ’ αναζήτηση θηράματος.
Όσο για τα ποιήματα, μες στα κουβάρια των χαρτιών, είναι πουλιά που πέθαναν πριν μάθουν να πετάνε.

***

Ο έρημος άνθρωπος είν’ έρημη ακτή, παραδομένη στα γυρίσματα των εποχών, στην αέναη του πελάγους παλινδρόμηση, έρημη ακόμα κι όταν τη διασχίζουν ρόδινα πέλματα ή ανάλαφρα κορμιά ξαπλώνουν πάνω της• τα κύματα, τα αλλεπάλληλα του χρόνου κύματα, σύντομα σβήνουνε τα ίχνη τους.
Ο έρημος άνθρωπος είν’ έρημη ακτή, χωρίς καμία πρόσχωση από τα μέσα, εκτεθειμένη στην ασίγαστη μανία του νερού που αδιάκοπα τη διαβρώνει, ώσπου να γίνει, από επιφάνεια, βυθός.
Ο έρημος άνθρωπος, σαν έρημος βυθός, ακίνητος κοιτάζει την καρένα της ζωής που από πάνω του περνά και ταξιδεύει.

***

Δεν έχουν ρίζες τα νησιά σ’ αυτό το πέλαγος• αδιάκοπα πλανιώνται και μακραίνουν, ιδίως όταν βορεινοί φυσούν ανέμοι.
Νησιά ακυβέρνητα που, αργά αργά μα σταθερά, μετακινούνται προς το νότο κι όλο μπερδεύουν τους ψαράδες και τους ναυτικούς που τα ‘χουν για σημάδια. Βάρκες πολλές χαθήκαν έτσι και πολλά καράβια, σε λάθος μέρος ψάχνοντας να βρουν τα δίχτυα που έριξαν, λιμάνια που ποθήσαν.
Τρελά νησιά που περιπαίζουνε τους χάρτες και τις ανακοινώσεις των λιμεναρχείων γελοιοποιούν, νησιά που αν δεν τα δέσουμε με άγκυρες, κάποτε θα χαθούνε.

***

Από την ενότητα «Ιστορίες μιας εποχής που πέρασε χωρίς ποτέ να έχει έρθει»

Ζω σ’ ένα χώρο περίεργο όπου το παρελθόν είναι το μέλλον του σήμερα. Περίκλειστος κόσμος, ασφυκτικός. Μου λείπουν οι προοπτικές, μου λείπει το άγνωστο. Κάποτε κάποτε, στέλνω τη σκέψη μου έξω, να κυνηγήσει. Γυρίζει, φέρνοντας μου εικόνες από έναν κόσμο όπου το μέλλον είναι το παρελθόν του σήμερα. Απαυδισμένος, κάθομαι και γράφω ιστορίες μιας εποχής που πέρασε χωρίς ποτέ να έχει έρθει.

***

Τα μεγάλα ξύλινα κρεβάτια, όπου, πρώτη φορά, ανοίξανε τα μάτια και, πολλές φορές, τα κλείσαν για να κοιμηθούν και, μία μοναχά, για να πεθάνουν οι πρόγονοι μας, δεν υπάρχουν πια. Πάει καιρός που γίνανε καυσόξυλα, που η λαίμαργη φωτιά τα καταβρόχθισε, που με τον τελευταίο τριγμό, τον τελευταίο βόγκο τους, σμίξανε όλοι οι τριγμοί του έρωτα, σμίξανε όλοι οι βόγκοι του πόνου και της ηδονής.
Δεν κλαίω για τα μεγάλα ξύλινα κρεβάτια που χαθήκαν• οι σπίθες, που τινάχτηκαν απ’ τ’ ολοκαύτωμα τους, φτάσανε ως τους ουρανούς, γίναν αστέρια.

***

Όταν πεθαίνει ο νεκροθάφτης, άλλοι νεκροθάφτες τον κηδεύουνε. Εμένα ωστόσο μου αρέσει να φαντάζομαι ότι στην τελευταία του κατοικία τον οδηγούνε οι νεκροί που ο ίδιος έθαψε όσο ζούσε, εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης για τις υπηρεσίες που τους πρόσφερε, ή ακόμα ότι μόνος του, με το αργό, επίσημο του βήμα, μεταφέρει τον εαυτό του ως το μνήμα όπου χώνεται και από πάνω του τραβά το χώμα σαν κουβέρτα.

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ο κύριος Ταυ

René Magritte, La reproduction interdite


Κατερίνα Ηλιοπούλου


Από τη συλλογή «Ο κύριος Ταυ» (2007)



ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ


Ο κύριος Ταυ ξυπνάει κάθε μέρα μέσα σ’ έναν άλλο άνθρωπο.

Γι αυτό σηκώνεται πολύ νωρίς.

Πριν ξημερώσει.

Ανεβαίνει με κόπο τα σκαλοπάτια των στιγμών και πηγαίνει στο μπάνιο.

Εκεί αρχίζει να αφαιρεί τα λέπια της νύχτας.

Τους παγωμένους δρόμους, τις προκυμαίες και τα παγκάκια, τις φυλλωσιές των δέντρων και των κλαδιών τους βρόχους, τα δυσανάγνωστα κείμενα, τις αιμοβόρες παρθένους,

τα σμήνη των πουλιών.

Όταν μείνει εντελώς γυμνός

αποθέτει το βλέμμα του στον καθρέφτη

όπως κάποιος κρεμάει το παλτό του σ’ ένα γάντζο.

Όμως αντί για μάτια έχει δυο ψάρια.

Επειδή τον διακρίνει άπειρη υπομονή,

αφήνει τα μάτια-ψάρια να κολυμπήσουν στον καθρέφτη

ελεύθερα.

Εκείνες τις στιγμές ζει το πιο καθαρό όνειρο.

Το όνειρο να μην είναι κανένας.

Την πιο αλύτρωτη ερημιά.

Το κατάμαυρο σταυρόλεξο της αβύσσου.

Γεγονός που προσδίδει στα χαρακτηριστικά του αυτό που λέμε βάθος.

Στη συνέχεια τα μάτια επιστρέφουν στη θέση τους.

Αυτά και ο καθρέφτης έχουν αποκτήσει τώρα κάποια συγγένεια.

Έτσι αλληλοαναγνωρίζονται.


***


Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΑΥ ΣΕ ΕΝΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΟΠΙΟ


Μαζεύει ένα βότσαλο απ’ την ακροθαλασσιά.

Παρατηρεί πως το βότσαλο έχει την αξιοσημείωτη ιδιότητα,

να μην διαθέτει εσωτερικό και εξωτερικό.

Τα δύο ταυτίζονται.

Επειδή δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτε άλλο, αποφασίζει πως

το βότσαλο είναι εχθρός του κόσμου και το πετάει μακριά.

Το βότσαλο πέφτοντας δημιουργεί αυτό που λέμε

«τρύπα στο νερό».

Ο κύριος Ταυ αισθάνεται τρομερή έλξη

και ανεξήγητη ζήλια για το βότσαλο.

Παίρνει λοιπόν ένα άλλο και το βάζει στο στόμα του.

Στην αρχή είναι αλμυρό.

Είναι ένα θαλασσινό πράγμα.

Λίγο μετά δεν είναι τίποτα.

Ένας σκληρός όγκος σιωπής μέσα στο στόμα του,

που ρουφάει τη φωνή του.

Με έκπληξη του όμως διαπιστώνει

πως και χωρίς φωνή μπορεί να μιλάει.

Προφανώς οι επικλήσεις του εισακούγονται.

Ένα σμάρι θαλασσοπούλια προσγειώνεται στα πόδια του.

Όταν φεύγουν αφήνουν πίσω τους ένα δυσανάγνωστο

κείμενο.

Ο κύριος Ταυ σκύβει κι αρχίζει ευθύς να το μελετάει.


***


Όταν ο κύριος Ταυ περπατάει στην πόλη,

καμιά φορά οι δρόμοι γίνονται ποτάμια

κι άλλη φορά φίδια

κι άλλη φορά κλαδιά.

Δεν μπορεί παρά με το μυαλό του

ν’ ακολουθεί την άπειρη ανάπτυξη τους.

Έτσι δεν βλέπει καθόλου το τοπίο.

Τα μουσεία, οι καθεδρικοί ναοί, οι μπιραρίες

Διαφεύγουν εντελώς της προσοχής του.

Ωστόσο είναι πολύ συγκεντρωμένος.

Ακούει

τις πλατείες να περιστρέφονται

ιλιγγιωδώς

κάτω από το μαγνητικό μάτι της σελήνης.


***


ΑΠΟΒΡΑΔΟ


Ο κύριος Ταυ από την πολυθρόνα του, στο δωμάτιο που μυρίζει

καπνό και μήλα,

παρακολουθεί το φως να αποσύρεται.

Όλα τα αντικείμενα του σπιτιού, αδελφωμένα με τη σκιά τους,

κοχύλια που μηρυκάζουν το κενό τους.

Δοκιμάζει κι αυτός τη σπειροειδή κατάβαση στο ρόδινο

λείο εσωτερικό προς τα εκεί που λένε πως κρύβεται η σιωπή.

Αυτή η μεγάλη απάτη.

Όμως ο κύριος Ταυ δεν μοιάζει καθόλου με κοχύλι.

Είναι πιο πολύ ένας δρόμος, μια διασταύρωση που τη

διατρέχουν αδιάκοπα οι διαβάτες.

Κι όσο πιο βαθιά κατεβαίνει, τόσο πιο καθαρά ακούει τον

ήχο των βημάτων.

Όμως καθόλου δεν τον νοιάζει. Ξέρει πως αυτό είναι

η δική του σιωπή.


***


ΤΟ ΡΗΓΜΑ


Μέσα στο σπίτι, στο κεντρικό δωμάτιο υπάρχει το ρήγμα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια λεπτή ρωγμή στο πάτωμα σχεδόν αόρατη. Τίποτε το ανησυχητικό. Εκτός από το γεγονός πως η σχισμή δεν είναι αδρανής. Συχνά ένα ρεύμα αέρα εξέρχεται από αυτήν που μυρίζει σκόνη και σκουριά. Και κάτι άλλο απροσδιόριστο. Επίσης πως έχει φωνή. Το πιο πολύ είναι μουγκή. Όμως αραιά και που παράγει έναν ήχο.

Καμιά φορά τρέχει εκεί, γονατίζει και μυρίζει σαν σκύλος. Ύστερα απομακρύνεται αργά μολυσμένος από μια φλέβα χοϊκή, παράνομη.

Φοράει τότε το παλτό του και ανοίγει την πόρτα.

Επικινδυνότερος, αψύς και κοφτερός σαν λεπίδι περπατάει.

Θερίζει τα βλέμματα. Κουρντίζει των δρόμων το τραγούδι.

Ρουφάει το μεδούλι της εσπέρας.

Από το κούφιο κόκαλο της φτιάχνει έναν αυλό και σαν φονιάς τον χώνει βιαστικά στην τσέπη.

Τα δάχτυλα χαϊδεύουν τις οπές.

Μα δεν τολμά να παίξει.

Δεν ήρθε ακόμα ο καιρός της εκπνοής.


***


ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ Ι, ΙΙ


Το μεσημέρι ο κύριος Ταυ ανοίγει το παράθυρο και γέρνει εμπρός μες στην αυλή. Το φως πέφτει απότομα επάνω του και τον κόβει στα δυο σαν γκιλοτίνα. (Είναι στη φύση του φωτός να σπάζει τα πράγματα.) Όλα δονούνται μέσα εκεί. Ζουζούνια, φύλλα και χορταράκια ανώνυμα μολύνουν τον κόσμο με το ασφυκτικό κι απαρηγόρητο παρόν τους. Ο κύριος Ταυ στρέφεται ξανά στο δωμάτιο και κάθεται στην πολυθρόνα του. Η πολυθρόνα είναι μια Σφίγγα της Ερήμου. Στην αγκαλιά της πετρώνει. Εκείνη του διδάσκει τι σημαίνει ακινησία. Είναι μια άσκηση κοπιαστική και άγρια σαν τη γυμναστική ενός σαμουράι. Στον μεγάλο λευκό τοίχο απέναντι του προβάλλονται τα κλαδιά της λεμονιά. Καθώς λικνίζονται πυκνώνουν ολοένα. Ανάμεσα τους ζούσε εκείνο το αγρίμι. Το ποθητό αγρίμι, το φοβισμένο αγρίμι, το ερεβώδες. Στάθηκε όμως αδύνατο να εξημερωθεί. Ο κύριος Ταυ το αγαπούσε τόσο πολύ ώστε μια μέρα το καταβρόχθισε. Έκτοτε το έχει μετανιώσει. Η πράξη αυτή, η οποία ήταν προϊόν καθαρής παρόρμησης, δεν προσέδωσε στον κύριο Ταυ κανένα από τα χαρακτηριστικά του αγριμιού. Γι αυτό εξακολουθεί να το καλεί επίμονα απ’ τη σπηλιά του, που τώρα πια είναι ο ίδιος. Σπανίως, εκείνο ανταποκρίνεται και αρχίζει να κινείται μέσα του αργά. Οι μαλακές πατούσες του που καίνε, αγγίζουν τότε ένα ένα τα κοκάλινα πλήκτρα των σπονδύλων του. Το λαχάνιασμα του αγριμιού κάνει το στήθος του να προεκτείνεται. Όταν η ανάβαση ολοκληρωθεί ο κύριος Ταυ γίνεται ακρόπρωρο. Με μάτια ξύλινα, σκαλιστά, βυθίζεται στο βλέμμα του αγριμιού. Το βαθύχαλκο γκονγκ της καρδιάς του χτυπά. Ο τοίχος βγάζει βλαστούς.


Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Αφιέρωμα: Ελληνική Ποίηση 1977 – 1993

Asgern Jorn, Le droit de l'aigle (1951)



Γιώργος Μπλάνας

(1959)



Νύχτα

(1991)




Την νύχτα της 10ης Νοεμβρίου του 1619

ο νεαρός René Descartes έγειρε ν’ αποκοιμηθεί

γεμάτος ενθουσιασμό,

γιατί ήταν βέβαιος πώς είχε ανακαλύψει

τις πηγές μιας υπέρτατης επιστήμης.



§1. Συχνά του ύπνου η συντροφιά με ξαγρυπνούσε·

ώρα πολλή τα λόγια του πάσχιζα να σηκώσω

μέσα στης νύχτας την ακάματη τριβή:

σιωπή σπαρμένη χώσματα ακάμωτων σωμάτων,

κραυγές που δεν ανθίσανε σε γλώσσα ερημική.

Τρόμαζα την επιμονή τέτοιας αδυναμίας·

ψιθύριζα, και κάποτε κάτι ειπωμένο αλλού

σαν να ’δειχνε η φωνή μου,

σιωπούσα, κι ακουγότανε λαλίστατη η σιωπή μου.

Συχνά του ύπνου η συντροφιά με βοηθούσε,

απ’ όσα του ύπνου: θάνατος,

ό,τι επίμονα δικό να περισώσω.



§2. «Μήτε με της καρδιάς άξαφνο χτύπο,

που μέτρησε την αίσθηση του χρόνου όλου·

μήτε με του ματιού σπιθάτη λάμψη,

που τέλειωσε το σχήμα του φωτός ακαίριου.

Ο κόσμος μένει άφαντος κι αν ξέρεις

το σχέδιο που μπόρεσε τη συνοχή του».

Άναψα απότομα τη λάμπα κι η βουή

του σκοταδιού πλημμύρισε την κάμαρα σκιές·

απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο έφταναν απειράριθμες φωνές.

Πλησίασα και πάσχισα να δω το λόγο

που έσπρωχνε όλους αυτούς στην οχληρή ζωή τους:

γυμνοί, ανέτοιμοι, τραχείς,

σαν τους τυφλούς χτυπούσαν τον αγέρα

με χέρια ικετήρια, καθώς πετούσε

πάνω τους μαυροφτέρουγο πουλί η αθανασία.

Έκανα τότε κίνημα να τους φωνάξω,

μα η αυγή σαν να ’φτανε και η φωνή μου

έμοιαζε περισσότερο γουργούρισμα πουλιού.



§3. Κάποτε, κάπου, όμως: σε χρόνο καίριο,

σάμπως τα λόγια να ’χουν τον καιρό τους·

κι ένας, που νομιζότανε πουλί στις φυλλωσιές,

κι άλλος, που συχνογύριζε ’λάφι στις ερημιές,

ακούνε τη φωνή τους.

Μα εγώ μονάχα που άκουγα

ό,τι από τις σκέψεις μου έφερν’ η ακοή τους.



§4. Τα βράδια φυσούσε (σαν πάντα)

και το βάθος του ορίζοντα: στήθος πλατύ,

μιαν αχλή μελανή ιδροκοπούσε,

τις γωνιές της θαλάσσης κρατώντας ορθές,

σάμπως να ’ταν εκείνο το εντός μου

ένα δώμα μικρό, φτωχικό,

μια γαλήνη η καρδιά μου βουβών δισταγμών,

κι έξω η νύχτα μια μόνιμη σκέψη φυγής.

«Χάσου φάσμα από μπρος μου» σκεπτόμουν, «ή γείρε τα βλέφαρα

πια!»

Τα βράδια φυσούσε (σαν πάντα)·

μιλούσα του αγέρα,

κι αυτός μου απαντούσε: διπλή μοναξιά.



§5. «Κουράγιο» είπα, κι άκουσα σαν το θεριό να ρυάζεται η φωνή

μου,

γιατί είχε απ’ ώρα, ως φαίνεται, απλωθεί μέσα μου κάποια αλόγιστη

γαλήνη,

κι η τρικυμία, που ζητούσε να τραφεί

με των συντρόφων τις ψυχές, και των συντρόφων οι φωνές κι ο

χαλασμός ολούθε,

έφταναν μέσα μου θολά,

με τη μακρύτατη κι απρόθυμη σπουδή ενός κινδύνου,

που ’ναι να ’ρθεί - να μην ερθεί...

ώστε τρομάζοντας τη λέξη που είχα εγώ τινάξει από τα χείλη μου, και

μου φαινόταν ξένη,

έσυρα το ανήμπορο σπαθί, χτυπώντας στον αέρα,

κείνο τον άσπλαχνο θεό, που μου ’χε πάρει

ό,τι πολυτιμότερο, να πετσοκόψω.

Μιλούσα ορθός, χτυπώντας με τα χέρια τον αγέρα, κι όπως οι άλλοι,

γύρω στο φως του μαγκαλιού απορούσαν την ανάγκη

τέτοιας μανίας μιμητικής για τόσα, όσα ένα τραγούδι μόνο του

σηκώνει,

βουβάθηκα, ακούγοντας το βόγκο

κάποιου που ξάφνου τον χτυπά σπαθί ακονισμένο.



§6. Ορθό με βρήκε το πρωί στο παραθύρι,

κείνο τον αφιλόξενο τόπο να μην χορταίνω.

«Γλύκα κι αυτή η σημερινή» συλλογιζόμουν.

Αποβραδίς ο άνεμος βροντούσε

τις πόρτες με το θράσος των δασύστερνων βουνών,

ώσπου το χάραμα τον βρήκε να χαϊδεύει

κάτι λιγνά φυλλώματα στα θαμνοτόπια.

Η μέρα φάνηκε στο βάθος ν’ αερίζει ένα γαλάζιον ουρανό,

και καθώς βγήκα, φέρνοντας το βήμα μου γυμνό μες στις δροσιές,

τα περιβόλια ξύπνησαν,

τινάζοντας στο φως τα καρπερά λειριά τους.

Γύριζα έτσι ολημερίς,

ακούγοντας τον κόσμο να θροΐζει ήχους απλούς κι αρώματα λεπτά,

ώσπου -κατά το δειλινό-

αύρα γλυκιά τα μάτια μου έκλεισε απαλά.

Κι ήταν ο ύπνος μου πέλαγο, ψάρι κι αγκίστρι·

λέπι-διαμάντι σπίθιζα, μέρες και νύχτες σιωπηρές μες στα νερά μου,

να σπαρταρίσω τρέχοντας στ’ αγκίστρι μου πιασμένος.

Κι ένιωσα αρμύρα σύγκορμος, πόνο της γλώσσας και μαζί χάρη

αιχμηρή που σκίζει,

ώσπου με ξύπνησε η σφόδρα εκείνη ταραχή.

Κοίταξα ολόγυρα: σιωπή·

απέναντι μαζεύονταν ολόχαροι οι βυθοί,

χτενίζοντας τα πράσινα κεφάλια τους

και τα βουνά σπρώχνονταν, να χωρέσουν

κάτω απ’ το νόημα του φωτός που είχε απομείνει.

Ήθελα κάτι για τη γλύκα εκείνη να ψελλίσω,

μα μέσα μου αργάναβε αγνώριστη δροσιά

και φόβο είχα: η ζέστα της φωτιά μη γίνει,

σαν να ’μουν ένα σύννεφο μοναχικό στον ουρανό μου.



§7. «Όσο και να ’κάνε ο καιρός

ανέγνωρο το μέλημα του κόσμου,

πάντα σε κάποια ακρογιαλιά

μ’ έφερνεν ο καιρός μου.

Μπροστά στην τόση γλύκα του γλαυκού,

μονάχα ο πόνος ή μια αχνή

του πόνου ενθύμηση μπορούσε να κρατήσει την καρδιά μου

στον τόπο που της είχε αδίστακτα παρθεί.

Κι έλεγα: πότε θε’ να ’ρθεί

κείνο το κλάμα που κάνει

τη σιωπή ν’ αντηχεί

σαν παρήγορη ανάσα και βήμα αλαφρό –

κι ας μην είναι παρά

μια μονάχα συνήθεια στενή της καρδιάς να χτυπά

σ’ ό,τι βέβαιο (γνωστό-ξεγνωστό);

Όμως η μέρα παραήταν βουερή:

κι ένα πουλί ν’ ανάσαινε, ριγούσε

ο κόσμος σύψυχος, ωσότου

η νύχτα να ’ρθει, φέρνοντας

κάτι παρμένο που έπρεπε να το παρηγορήσεις.

Σ’ όποια κι αν έφερνε ο καιρός

ανάγκη καθ’ εντός μου,

πάντα του κόσμου κάτι τι

θα ’στεργεν ο καιρός μου».

Στάθηκε τότε ο λόγος μου σαν να ’θελε μετρήσει

το βάρος κάποιας λέξης που κρεμόταν

ανάερα κι όλο έλεγε να γείρει-να μην γείρει.

Έτρεξα στο παράθυρο κι ανοίγοντας το κάτι

λιγνό πετάρισε στα στήθη μου: ήταν όλοι

στο περιβόλι, λιάζοντας

το λίγο τόπο που ’χε πάρει ο καθείς:

σώματα στέρια, βέβαια, μονάχα λίγο δύσκολα

στην όψη, μες από τα δάκρυα μου.



§8. «Κάπου χιονίζει, κάπου βρέχει,

κάπου το δέντρο διψά.

Κάπου το αμπέλι λουφάζει στη γη και κοιμάται

σαν φίδι, και κάπου το φίδι σαλεύει σαν ρίζα χλωρή.

Κάπου το πέλαγο δράμει και τρίζουν φρικτά τα νησιά,

κάπου τον άνεμο μάχονται χέρσα βουνά.

Κάπου θα ’σαι κι εσύ, μες σ’ αυτή την αναίτια πλάνη

του νερού και της γης·

σαν χαμένη, θολή, μακρινή,

που δεν ξέρω το τι,

μέσα σ’ όλες αυτές τις εικόνες σ’ ενέχει.

Μα σαν κλείσω τα μάτια, σαν φύγει απ’ εμπρός μου

κείνο το άστατο μάτι του κόσμου, που ωστόσο,

όσο ξέρω να λέω πως ζω, με κοιτάζει,

κάπου εντός μου ορθώνεσαι· κι ό,τι

της θαλάσσης κατέχει το χρώμα σου μοιάζει.»

Καθόμουνα μονάχος στη μπασιά,

κοιτάζοντας __________το χόρτο να σαλεύει στ’ αλαφρό χάδι του αέρα.

Νύχτωνε αργά και καθώς

σήκωσα το κεφάλι, ώστε να δω

το φως, απ’ ώρα κουρνιασμένο στα λευκά πόδια των βράχων,

σαν να ’νιωσα πώς κάτι τι

λιγνό ξέφευγε πάντα ως κι εκείνο το σκοτάδι.

«Μα δεν σε γνωρίζω» μουρμούρισα, «δεν ξέρω

το κάτι που σ’ έκανε αυτή,

πριν ακόμα στη μνήμη μου υπάρξεις».

Κι ύστερα, σαν από καημό δύσλυτο κινημένος,

τα χέρια βάζοντας σφιχτά στο πρόσωπο - μην κλάψω:

«Απ’ τον καιρό που δεν αρκεί να σε θυμάμαι,

μες στην ψυχή μου εξόριστος,

κι ανάγκη να στεγάσω την ψυχή μου».



§9. «Κάποτε θα ’φευγες, και θα ’μουν

εγώ που θα σου το ζητούσα.

Ξέρεις, καθένας έμαθε

κάποτε, κάπου, μια φορά,

ένα μονάχα τρόπο να ’ναι·

τ’ άλλα κουβέντες άχρηστες,

μια θλιβερή περιφορά

σε δειλινά που αρνήθηκαν

κάποτε, κάπου, μια φορά,

να μας συντρίψουν.

(Κι όμως, καθένας έμαθε

να νοσταλγεί τη συντριβή του.)

Κάποτε θα ’φευγες · πως ήταν

κάποια στιγμή που φάνηκε να σμίγουν

δρόμοι σαφώς ασύμβατοι, δεν έχει σημασία:

νύχτα, κι η νύχτα, μια φορά

τουλάχιστον, θα κάμψει την κάθε διαφορά.

Όσο για μας: αυτό που φεύγει και μακραίνει

διαφέρει κατά συντριβή

απ’ ό,τι φεύγεται και μένει».



§10. «Ταξιδεύαμε κι ήταν όλοι εκεί, όμως για μένα ξένοι:

χέρι που κάποτε προβαίνει

τον τάφο του στη θαλπωρή

του σώματος να κατοικήσει.

«Αν κάποτε φύγω» τους έλεγα, «θα ’ναι

μέσα στης νύχτας την αδιάβατη ερημιά για να σας εύρω».

Σιγά μιλούσα· γύρω μου, όσοι απ’ ώρα έδειχναν στα λόγια μου

χαμένοι,

άρχισαν μεγαλόφωνα ένας στον άλλον να εξηγούν

μέτρα ρυθμούς και σχήματα, σαν να φοβούνταν

πως η σιωπή τους ήθελε κάτι απερίσκεπτα βαθύ να κατοικήσει.



§11. «Έτσι άγρια δαρμένοι ολονυχτίς από τη μπόρα,

το πλοίο φανερώσαμε στον αυγινό καθρέφτη του γιαλού.

Τότε οι άντρες έσκυβαν να δουν

στ’ ολόστρωτο νερό τα πρόσωπα τους.

Και βλέποντας πώς είχανε γεράσει με καιρό,

έχωναν μες στους στεναγμούς τα δάκρυα τους.

«Μεγαλώνουμε! Κάπως

θα πρέπει κι ο χρόνος να δείξει

πως μπορεί να μετρά.

Μεγαλώνουμε κι ίσως

είναι ο μόνος αυτός γυρισμός:

ό,τι κι ό,τι μετρά»,

έλεγα συχνοπαίζοντας με τ’ απαράλλαχτο νερό.

Όμως, εκείνοι ήταν τρελοί:

φαντάζονταν πώς έπρεπε

τόση μανία του πάθους των

απλήγωτη ν’ αφήσει τη ζωή,

ώσπου -θαρρώντας φαίνεται πως κάποιος άλλος

πράγματα ανόσια βουλόταν στο είδωλο τους-

ρίχνονταν ίσια στα νερά να τον σπαράξουν· κι άλλοι

διστάζοντας για μια στιγμή ν’ αποφασίσουν

(μη κι ήταν τάχα οι ίδιοι αυτοί είδωλα κείνων,

που τους κοιτούσαν μες απ’ το νερό),

έδερναν μ’ αλύπητες γροθιές τα σώματα τους.

Κραύγαζα τότε, κι άπλωνα

τις στενωπές παλάμες μου.

«Για δέστε εδώ» τους φώναζα,

«τι δύναμαι απ’ τη γη να περισώσω;

Κι αν περισώσω κατώι τι, μη δεν θα φύγει

σαν τον καπνό, δεν θα ’ναι του θανάτου;»

Όμως εκείνοι ήταν τρελοί κι άκουγαν ό,τι

στον κόσμο έσπερναν οι θρήνοι κι οι οδυρμοί τους:

μέλη που κάποτε η καρδιά, δύσκολα, θα μαζέψει».



§12. «Ποιος είσαι, κι η καρδιά μου χτυπά

μ’ ένα ρυθμό που πασχίζει να βρει

τι λείπει από το σχήμα του προσώπου σου, ώστε να ’ναι

μια ύστατη προσπάθεια του πάθους μου να δρέψει πολύπαθη σπορά;»

σκέφτηκε και για μια στιγμή, κοιτάζοντας με,

έκανε να γυρίσει, να χαθεί

στην ασφαλή αμφιβολία της σιωπής της.

Όμως η νύχτα ήταν απέριττη πολύ –

βαθύ σκοτάδι, λίγο φως· κι αυτό μιλούσε

μια γλώσσα που την έφερε ίσια στην αγκαλιά μου.

Στάθηκα εγώ: τα χέρια μου αχνόσπαρτη σιωπή·

και μόνον όταν άγγιξα τα στήθη της: γυμνά,

μουρμούρισα: «Αν ήσουν

βέβαιη για μένα θα δινόσουν σ’ έναν ξένο».



§13. «Δεν σε γνωρίζω· γνώρισα

το βήμα σου, την όψη, τη φωνή σου –

ίσως μια τόσο φυσική

παράδοση στη λογική των ημερών τους:

αν όλα σπεύδουν κατ’ εκεί που... σπεύδουν,

η γνώση πρέπει να μετρά με σχήματα αδιάβλητα

απ’ της νυχτός όποια τυχαία παράφορα.

Δεν σε γνωρίζω· στάσου,

σβήσε το φως και πάψε πια

τα γνώριμα τεχνάσματα που πείθουν

μια μουδιασμένη από το φόβο κάποιου λάθους αγορά.

Εκείνοι, βέβαια, θα μπορούσαν,

στον οποίον έφερνε μπροστά τους

τον κίνδυνο μιας διαφοράς, ν’ αναγνωρίσουν

την ασφαλή επιστροφή σου.

Όμως εδώ,

θα πρέπει ν’ αναιρέσεις την πειθώ

μιας απουσίας που έφερε βουβά, τόσο καιρό,

το βήμα σου, την όψη, τη φωνή σου».

Κι ύστερα, νιώθοντας πως είχε ξεστομίσει

λόγια σκληρά για κάποιον

που έπρεπε ό,τι από χρόνια του ανήκε να κερδίσει,

«Θέλω να πω, πρέπει να μάθεις να σωπαίνεις,

για ν’ ακούω τη φωνή σου».



§14. «Να ’ξερες μόνο τι σου λέω!

Μια στιγμή πριν μ’ αφανίσει

κείνο το πολυπόθητο σκοτάδι που δερνόταν

στην αγκαλιά της, πέρασε μπροστά μου

το φάσμα του προσώπου σου, να εκλιπαρεί το θάνατο μου.

Κι ω, θαύμα! Αντί να ταραχτούν

τα μέλη μου, γυρεύοντας τον τρόμο να ξεφύγουν,

κάτι μέσα μου πήδησε ψηλά, ώστε να δω

το σώμα μου να χάνεται σ’ ένα βυθό αβάσταχτα δικό σου».

Έτσι σκεπτόμουνα, ώρα πολλή, κρατώντας

τα χέρια της ακίνητα μες στα δικά μου,

μη καμιά κίνηση παρα-

μικρή των πολυστέναχτων δακτύλων της με πλήξει

σαν να ’ταν πια η ψυχή μου κάτι ολότελα προσωπικό,

κι η επίμονη σιωπή μου: λόγια,

που μαρτυρούσαν ένα πάθος

πάντα ειπωμένο απλά και πάντα

γλυκύτατα βουβό.



§15. «Ας μένει πια η δύσκαρπη σπορά των αποστάσεων»,

είπα και κάθισα στην άμμο.

Ο άνεμος σηκωνότανε αργά, σπρώχνοντας προς το βάθος

του ορίζοντα τα ελάχιστα σύννεφα που ’χαν απομείνει

σ’ έναν βαθύ γαλάζιον ουρανό.

Έμεινα κάμποσο εκεί, κοιτάζοντας το πέλαγο, σαν να μπορούσα

με ματιά να διαγράψω το νόημα τόσου νερού,

κι όταν το αλάτι άρχισε πια

ν’ ασπρίζει αργά στις άκριες των μαλλιών μου

(βράδιαζε κι ήταν η δροσιά πυκνή σαν χιόνι)

τινάχτηκα απότομα, κι έσυρα άγρια φωνή: αυτού που βρήκε

λόγο στην τόση ανεμοζάλη της καρδιάς του:

«Ακόμα λάμπουν τα καρφιά των αστεριών, κι αν γέρνει

ο ουρανός από το βάρος των δυσκίνητων θεών του,

όμως δεν πέφτει:

στέγη καλή, και πάντα αυτή, στα πάντα».