Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2007

Ελαιογραφία


A. Modigliani, Woman With Red Hair

Στη Μυρτώ

Καθόταν μόνη της στο σκοτάδι. Τα χέρια της εγκαταλειμμένα στα γόνατα. Μόλις είχε γυρίσει στο σπίτι. Ένιωθε σήμερα τόσο μόνη. Θλιμμένη, δυστυχισμένη. Ήθελε τόσο να κλάψει. Χωρίς λόγο. Να ξεχυθούνε μεμιάς όλα τ’ ανέλπιδα δάκρυα μοναξιάς που βάραιναν την καρδιά της. Πόσες νύχτες. Πόσα πρωινά που ευχήθηκε μια φωνή δίπλα εκεί στο κρεβάτι της στοργική τα χαράματα. Να την ξυπνάνε δυο μάτια ζεστά που κοιτώντας την άγρυπνα άγγελος φύλακας. Να μην ήτανε άραγε δυνατό να νιώσει ξανά το συναίσθημα αυτό; Πόσος καιρός… Πόσες μέρες άδειες είχαν κυλήσει από τότε, πως κύλησαν, πότε; Είναι άραγε τόσο δύσκολο ν’ αγαπηθεί ένας άνθρωπος; Και να ήμουν γι αυτό καταδικασμένη όλη μου τη ζωή, δίχως ν’ ακούσω μία φωνή, να κρατήσει τα χέρια μου, να μ’ αγκαλιάσει, να μου πει σ’ αγαπώ; Να περιπλανιέται μόνη στους δρόμους… δίχως έναν σκοπό… πόσο είχε ανάγκη να νιώσει ένα χέρι να κρατάει το χέρι της… να κάνει για λίγο τη μοναξιά να μη φαίνεται… τις μέρες των γιορτών ανάμεσα σε φώτα, βιτρίνες, πόσο μόνη η ευτυχία των άλλων που της ξέσκιζε την καρδιά… Έζησα τη ζωή μου ερωτευμένη και δεν βρέθηκε κανείς να μ’ ερωτευτεί. Να δει μέσα μου καθώς οι πρώτες ηλιαχτίδες που βαραίνουν τη μέρα. Να ζεστάνει με την ύπαρξη του το σκοτάδι που βαραίνει πυκνό την καρδιά μου, ν’ ακούσει τα βουβά δάκρυα μου, να κοιτάξει μέσα μου σαν σε καθρέφτη της ψυχής μου την γύμνια… Γιατί; Κι αν ό,τι αναζητώ τόσα χρόνια γυρίζοντας μες τον άνεμο δεν είν’ εφικτό; Άνθρωποι που αγάπησες πολύ, χαμόγελα, πρόσωπα… Γιατί; Γιατί; Τώρα οι αναμνήσεις φιδοσέρνονται στο κορμί μολύνοντας κάτω απ’ το δέρμα πληγή… Και κάθε σαν σήμερα με συννεφιά με βροχή η παραίτηση να σκίζει με τα νύχια τις σκέψεις μου… Το μόνο που ζήτησα στη ζωή μου, το μόνο που είχε πάντοτε νόημα ό,τι κι αν έκανα, ήταν το μόνο που δεν μπόρεσα παρ’ όλα αυτά όπου κι αν πήγα, όπου και να ταξίδεψα, ποτέ μου να βρω… να μοιραστώ αφιλόκερδα τα τεράστια αποθέματα της αγάπης μου, να μπορέσω ν’ αγαπηθώ… να μοιραστώ… να μοιραστώ… Και τώρα όταν ντύνομαι, στον καθρέφτη που μακιγιάζ… ένα κρύο η παραίτηση να μου παγώνει τα σωθικά… κι η μουσική να φτάνει στ’ αυτιά μου μελαγχολική… Και ποιος ο λόγος να επιμένεις τόσο πεισματικά, να ψάχνεις, να αναζητείς κάτι που δεν μπόρεσες ποτέ σου να βρεις… ο μόνος σου λόγος ύπαρξης… ποιος ο λόγος να ζεις; Είχε νυχτώσει ολότελα πια. Λίγο φως απ’ το δρόμο. Οι λυγμοί συντάραζαν το κορμί. Και τα χέρια πεισματικά εγκαταλειμμένα στα γόνατα. Νιώθω τόσο μόνη μου σήμερα... σε παρακαλώ, ό,τι κι αν γίνει, φοβάμαι… μην αργήσεις αγάπη μου… έλα…

Δεν υπάρχουν σχόλια: