Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

Στο διάολο η εργασία! Στο διάολο η ανία!

Ο Guy Debord, οι Situationnistes κι η Επανάσταση στην Υπηρεσία της Τέχνης.


Οι Situationnistes ήταν αρχικά μια ομάδα πρωτοποριακών καλλιτεχνών επηρεασμένων από τα διδάγματα του Σουρεαλισμού, του Dada και του Λετρισμού (Lettrisme). Ο βασικός πυρήνας τους θα συγκεντρωθεί το 1957 γύρω από την έκδοση του περιοδικού Situationiste Internationale. Ιδεολογικά θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως κινούνταν στη βάση ενός ελευθεριακού κομουνισμού, απομακρυνόμενοι εξίσου τόσο από τον ορθόδοξο μαρξισμό όσο και από τον αναρχισμό. Άλλωστε η κριτική που ασκεί ο Debord τόσο στον Marx όσο και στον Bakunin φροντίζει να κρατά ίσες αποστάσεις (G. Debord, « IV. Le prolétariat comme sujet et comme représentation », La Société du Spectacle). Αναμφίβολα, η τάση που κυρίως τους επηρέασε και απετέλεσε τον άμεσο ιδεολογικό τους πρόγονο υπήρξε αυτή της ελευθεριακής – σοσιαλιστικής (αν έχει οποιαδήποτε σημασία αυτός ο όρος) οργάνωσης Socialisme ou barbarie που θα ιδρύσει μετέπειτα και το ομώνυμο περιοδικό. Η Socialisme ou barbarie θα ιδρυθεί το 1949 με δεδηλωμένο αντισταλινικό (και γρήγορα και αντιτροτσκιστικό) και αντισοβιετικό προσανατολισμό, αποτελώντας χώρο συνάθροισης πολλών σημαντικών ελευθεριακών στοχαστών (Καστοριάδης, Lefort, Lyotard, Souyri) και, παρόλη την πολυφωνικότητα και πολυτασικότητα που την χαρακτήριζε, θα κατορθώσει, τουλάχιστον μέχρι το 1963, να παρουσιάσει μια ενιαία, και οπωσδήποτε την πιο συγκροτημένη και ριζοσπαστική, εκδοχή του μεταπολεμικού μαρξισμού. Όπως ήταν αναμενόμενο, αφορμώντες κι οι ίδιοι από καλλιτεχνικές αφετηρίες, οι Situationnistes θα προσδώσουν μείζονα σημασία στη σημασία της Τέχνης για την κοινωνική αλλαγή. Το κέντρο της κριτικής τους, όπως αυτό εκφράζεται στην «Κοινωνία του Θεάματος» του Debord, το πιο χαρακτηριστικό έργο αυτής της κίνησης, αποτελεί θέση ότι στην ιστορική κοινωνία (νοούμενη σε αντιδιαστολή προς την κοινωνία του μύθου) η Τέχνη έχει αναπόδραστα αποκοπεί από την κοινωνία, συνιστώντας μια διακριτή ενασχόληση. Από την θέση αυτή απορρέει το αίτημα, κοινό άλλωστε και στους Σουρεαλιστές και τους Ντανταιστές πριν απ’ αυτούς, να αναγεννηθεί η Τέχνη με όρους που θα της επιτρέψει να ξαναγίνει τμήμα της καθημερινής ζωής. Η τέχνη έχει καταστεί διανοητική ενασχόληση του εξατομικευμένου - και αποκομμένου από οποιοδήποτε σύνολο - ατόμου, και έχει αποκοπεί ολοσχερώς από τη ζωή. Στην ιστορική κοινωνία ζωή και τέχνη παραμένουν δυο σφαίρες ασύμβατες. Καθώς όμως η κοινωνική αλλαγή μέσω μιας πολιτικής επανάστασης έχει ως ιστορική πρακτική επανειλημμένως αποτύχει, οφείλει να επιδιωχθεί στο εξής και μέσω της Τέχνης. Και στην ιδανική κοινωνία την εξουσία δεν μπορεί να ασκεί μια ομάδα ανθρώπων αλλά η συλλογική φαντασία και η τέχνη θα παράγεται από όλους εκφράζοντας τους πάντες. Επιτέλους, ο άνθρωπος θα μπορεί να εκφραστεί με πληρότητα μέσα από την ίδια του τη ζωή χωρίς την ανάγκη ατομικών καλλιτεχνικών υποκατάστατων. Η Ζωή θα έχει γίνει Τέχνη κι η Τέχνη Ζωή. Πρόκειται για την υπέρβαση της τέχνης (που ταυτίζεται με μια εναλλακτική κοινωνική πραγματικότητα καθώς κατ’ ανάγκην απορρέει απ’ αυτήν)· υπέρβαση που μπορεί εντούτοις να πραγματωθεί, όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται αυτό, μόνο μέσω της τέχνης της ίδιας.

***




Αποσπάσματα από το κεφάλαιο « Η άρνηση και η κατανάλωση στην κουλτούρα » (G. Debord, Η Κοινωνία του Θεάματος).







186

Η κοινωνία, με την απώλεια της κοινότητος της κοινωνίας του μύθου, πρέπει να απωλέσει κάθε αναφορά μιας πραγματικά κοινής γλώσσας, έως τη στιγμή που το σχίσμα της αδρανούς κοινότητος κατορθώσει να ξεπερασθεί με την επίτευξη της πραγματικής ιστορικής κοινότητος. Η τέχνη, που υπήρξε αυτή η κοινή γλώσσα της κοινωνικής αδράνειας, από τη στιγμή που καθίσταται ανεξάρτητη τέχνη με τη σύγχρονη έννοια, αναδυόμενη εκ του πρώτου θρησκευτικού της σύμπαντος, και μετατρεπόμενη σε ατομική παραγωγή διαχωρισμένων έργων, γνωρίζει, ως ιδιαίτερη περίπτωση, το κίνημα που κυριαρχεί στην ιστορία του συνόλου της διαχωρισμένης κουλτούρας. Η επιβεβαίωση της ανεξαρτησίας της είναι η αρχή της διάλυσης της.

187

Το γεγονός ότι η γλώσσα της επικοινωνίας απωλέσθη, ιδού τι εκφράζει θετικά η σύγχρονη κίνηση αποσύνθεσης κάθε τέχνης, ο τυπικός αφανισμός της. Εκείνο που αυτό το κίνημα εκφράζει αρνητικά, είναι το γεγονός ότι πρέπει να επανευρεθεί μια κοινή γλώσσα, - όχι πλέον στη μονομερή έκβαση που για την τέχνη της ιστορικής κοινωνίας, έφθανε πάντα πολύ αργά, μιλώντας σε άλλους για ό,τι αποτέλεσε βίωμα άνευ πραγματικού διαλόγου, και αποδεχόμενη αυτήν την ανεπάρκεια του βίου, αλλά ότι θα έπρεπε να επανευρεθεί εντός της πράξης, που συγκεντρώνει εντός της την άμεση δραστηριότητα και τη γλώσσα της. Πρόκειται για την πραγματική κατοχή της κοινότητος του διαλόγου και του παιγνιδιού με τον χρόνο που αναπαραστάθηκαν από το ποιητικό – καλλιτεχνικό έργο.

188

Όταν η τέχνη που κατέστη ανεξάρτητη αναπαριστά τον κόσμο της με φαντασμαγορικά χρώματα, μια στιγμή της ζωής έχει γεράσει και δεν της επιτρέπεται να ξανανιώσει με τα φαντασμαγορικά χρώματα. Αφήνεται μόνο στην αναπόληση δια της μνήμης. Το μεγαλείο της τέχνης δεν αρχίζει να διαφαίνεται παρά εκεί όπου ο βίος φθίνει.

189

Ο ιστορικός χρόνος που εισέβαλλε στην τέχνη εκφράσθηκε κατ’ αρχήν στην ίδια τη σφαίρα της τέχνης, με αφετηρία το baroque. Το baroque είναι η τέχνη ενός κόσμου που απώλεσε το κέντρο του: η τελευταία μυθική τάξη πραγμάτων που αναγνώρισε ο μεσαίωνας στον κόσμο (cosmos) και την επίγεια διακυβέρνηση – η ενότητα της Χριστιανοσύνης και το φάντασμα μιας Αυτοκρατορίας – κατέρρευσε. Η τέχνη της αλλαγής οφείλει να φέρει εντός της την εφήμερη αρχή που ανακαλύπτει στον κόσμο. Επέλεξε, λέει ο Eugenio d’Ors, «τη ζωή ενάντια στην αιωνιότητα». Το θέατρο και η γιορτή, η θεατρική γιορτή, είναι οι κυρίαρχες στιγμές της δημιουργίας baroque, στην οποία κάθε ιδιαίτερη καλλιτεχνική έκφραση δεν προσλαμβάνει νόημα παρά δια της αναφοράς της στον διάκοσμο ενός κατασκευασμένου τόπου, σε μια κατασκευή που πρέπει να είναι δι’ εαυτήν το κέντρο ενοποίησης· αυτό δε το κέντρο είναι η μετάβαση που καταγράφεται ως μια επισφαλής ισορροπία εντός της δυναμικής αταξίας των πάντων. Η σημασία, ενίοτε υπερβολική, που απέκτησε η έννοια του baroque στη σύγχρονη αισθητική συζήτηση, εκφράζει τη συνειδητοποίηση του ανέφικτου ενός καλλιτεχνικού κλασικισμού: οι απόπειρες υπέρ ενός πρότυπου κλασικισμού ή νεοκλασικισμού, εδώ και τρεις αιώνες, δεν υπήρξαν παρά βραχύβια κατασκευάσματα που μιλούσαν την επιφανειακή γλώσσα του Κράτους, εκείνην της απόλυτης μοναρχίας ή της επαναστατικής αστικής τάξης, ενδεδυμένης με ρωμαϊκό style. Από τον ρομαντισμό έως τον κυβισμό, υφίσταται τελικά μια όλο και περισσότερο εξατομικευμένη τέχνη της άρνησης, διαρκώς ανανεούμενη έως τον ολοκληρωτικό κατακερματισμό και την άρνηση της καλλιτεχνικής σφαίρας, η οποία ακολούθησε το γενικό ρεύμα του baroque. Η εξαφάνιση της ιστορικής τέχνης, που συνεδέετο με την εσωτερική επικοινωνία μιας élite, και είχε την ημιανεξάρτητη κοινωνική της βάση στις εν μέρει παιγνιακές συνθήκες που ακόμη βιώνονταν από τις τελευταίες αριστοκρατίες, εκφράζει επίσης το γεγονός ότι ο καπιταλισμός γνωρίζει την πρώτη ταξική εξουσία που ομολογεί ότι είναι απογυμνωμένη από κάθε οντολογικό προσόν και της οποίας η ρίζα της εξουσίας στην απλή διαχείριση της οικονομίας είναι εξίσου η απώλεια κάθε ανθρώπινης κυριότητος. Η ολότητα του baroque, που για την καλλιτεχνική δημιουργία είναι η ίδια μία προ πολλού απωλεσθείσα ενότητα, επανευρίσκεται, κατά κάποιον τρόπο, εντός της σύγχρονης κατανάλωσης της ολότητας του καλλιτεχνικού παρελθόντος. Η ιστορική γνώση και αναγνώριση της ολότητας της τέχνης του παρελθόντος, που έχει αναδρομικά συσταθεί ως παγκόσμια τέχνη, την ανάγουν σε μια καθολική σύγχυση, που με τη σειρά της συνιστά ένα οικοδόμημα baroque σε ανώτερο επίπεδο, εντός του οποίου θα πρέπει να συγχωνευθούν, τόσο η παραγωγή μιας τέχνης baroque όσο και κάθε αναβίωση της. Οι τέχνες όλων των πολιτισμών και όλων των εποχών, για πρώτη φορά, δύνανται να καταστούν γνωστές και αποδεκτές από κοινού. Είναι ένα ‘απάνθισμα αναμνήσεων’ της ιστορίας της τέχνης, που, από τη στιγμή που καθίσταται εφικτή, είναι και το τέλος του κόσμου της τέχνης. Σε αυτήν την εποχή των μουσείων, όπου ουδεμία καλλιτεχνική επικοινωνία δεν δύναται πλέον να υπάρξει, όλες οι παλαιές στιγμές της τέχνης δύνανται να καταστούν εξίσου αποδεκτές, διότι ουδεμία εξ αυτών πάσχει πλέον από την απώλεια των ιδιαίτερων συνθηκών επικοινωνίας της εντός της υφισταμένης απώλειας των συνθηκών επικοινωνίας εν γένει.

190

Η τέχνη στην εποχή της διάλυσης της, ως αρνητικό κίνημα που επιδιώκει την υπέρβαση της τέχνης σε μια ιστορική κοινωνία όπου η ιστορία δεν έχει αποτελέσει ακόμα βίωμα, είναι μια τέχνη της αλλαγής και, ταυτοχρόνως, σαφής έκφραση του ανέφικτου της αλλαγής. Όσο πιο μεγαλεπήβολο είναι το αίτημα της, τόσο περισσότερο η αληθής πραγμάτωση της βρίσκεται πέραν αυτής. Αυτή η τέχνη είναι αναγκαστικά πρωτοποριακή και δεν είναι. Η πρωτοπορία της είναι η εξαφάνιση της.

191

Ο ντανταϊσμός και ο υπερρεαλισμός είναι τα δύο ρεύματα που σημάδεψαν το τέλος της σύγχρονης τέχνης. Αν και μόνο κατά έναν τρόπο σχετικά συνειδητό, είναι σύγχρονα με την τελευταία μεγάλη έφοδο του προλεταριακού κινήματος· και η αποτυχία αυτού του κινήματος που τα άφησε εγκλωβισμένα στο ίδιο καλλιτεχνικό πεδίο, την παρακμή του οποίου είχαν διακηρύξει, είναι η θεμελιώδης αιτία της αδρανοποίησης τους. Ο ντανταϊσμός και ο υπερρεαλισμός είναι ταυτοχρόνως ιστορικά συνδεδεμένοι και αντιτιθέμενοι. Σε αυτήν την αντίθεση, που συνιστά επίσης για τον καθένα το συνεπέστερο και ριζοσπαστικότερο μέρος της προσφοράς του, διαφαίνεται η εσωτερική ανεπάρκεια της κριτικής τους, που ανεπτύχθη από το ένα όπως και από το άλλο μονόπλευρα. Ο ντανταϊσμός θέλησε να καταργήσει την τέχνη χωρίς να την πραγματώσει· ο υπερρεαλισμός θέλησε να πραγματώσει την τέχνη χωρίς να την καταργήσει. Η κριτική θέση που επεξεργάσθηκαν αργότερα οι Situationnistes κατέδειξε ότι η κατάργηση και η πραγμάτωση της τέχνης είναι οι αδιαχώριστες όψεις μιας και της αυτής υπέρβασης της τέχνης.

Μετάφραση Σύλβια

Δεν υπάρχουν σχόλια: