Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

Στρατιώτες και Αστυνόμοι...


Лев Николаевич Толстой (Lev Nikolayevich Tolstoy)

(1828 – 1910)


Τότε ήταν ένας τίμιος νέος, γεμάτος αυταπάρνηση, έτοιμος να αφοσιωθεί σε κάθε καλή πράξη, – τώρα ήταν ένας διεφθαρμένος, εκλεπτυσμένος εγωιστής, που ήθελε μόνο την ικανοποίηση του. Τότε φανταζόταν τον κόσμο όλο σαν ένα μυστικό που προσπαθούσε με πάθος και θαυμασμό ν’ ανακαλύψει, – τώρα όλα σ’ αυτή τη ζωή ήταν απλά και ξάστερα, καθορισμένα από τις περιστάσεις. Τότε ήταν απαραίτητη κι είχε σημασία η επικοινωνία του με τη φύση και με τους ανθρώπους που έζησαν, στοχάστηκαν, αισθάνθηκαν πριν απ’ αυτόν (αγαπούσε τη φιλοσοφία και την ποίηση) – τώρα μόνο οι κοινωνικές συναλλαγές κι οι σχέσεις του με την παρέα του είχαν νόημα και αξία. Τότε η γυναίκα ήταν γι αυτόν ένα πλάσμα μυστηριώδες και θαυμάσιο, – τώρα η σημασία της γυναίκας , της οποιασδήποτε γυναίκας, εκτός απ’ τις γυναίκες της οικογένειας του και των φίλων του, ήταν αρκετά συγκεκριμένη: η γυναίκα αποτελούσε ένα από τα καλύτερα εργαλεία ηδονής που είχε ήδη γνωρίσει. Τότε δεν είχε ανάγκη τα χρήματα και μπορούσε να μην ξοδέψει ούτε το ένα τρίτο από το ποσό που του έδινε η μητέρα του, μπορούσε να αποποιηθεί τα κτήματα του πατέρα του και να τα δώσει στους μουζίκους, – τώρα δεν του έφταναν ούτε κι αυτές οι πεντακόσιες χιλιάδες τον μήνα που του έδινε η μητέρα του, με την οποία είχε ήδη πολλές φορές φιλονικήσει για τα οικονομικά. Τότε πίστευε πως η πνευματική του οντότητα αποτελούσε το πραγματικό του «εγώ», – τώρα θεωρούσε ότι όλο το είναι του ζούσε μέσα στο υγιές, σφριγηλό, κτηνώδες «εγώ» του.


Κι όλη αυτή η φοβερή μεταμόρφωση έγινε μόνο και μόνο επειδή είχε πάψει να πιστεύει στον εαυτό του κι άρχισε να πιστεύει στους άλλους, γιατί το να ζει πιστεύοντας στον εαυτό του ήταν υπερβολικά δύσκολο, επειδή έπρεπε πάντα να λύνει όλα του τα προβλήματα όχι προς όφελος του κτηνώδους «εγώ» του που αναζητά τις εύκολες χάρες, αλλά σχεδόν πάντα σε βάρος του. Όταν όμως άρχισε να πιστεύει στους άλλους, δεν χρειαζόταν να παίρνει ο ίδιος καμιά απόφαση πια, όλα ήταν αποφασισμένα από τα πριν και σε βάρος του πνευματικού, προς όφελος του κτηνώδους «εγώ». Μα, δεν είναι μόνο αυτό: όταν πίστευε στον εαυτό του δεχόταν πάντα τις επικρίσεις των ανθρώπων, πιστεύοντας στους άλλους δεχόταν την επιδοκιμασία όσων των περιτριγύριζαν.


Έτσι, όταν ο Νεχλιούντοφ αναλογιζόταν, διάβαζε, μιλούσε για τον Θεό, για την αλήθεια, για τον πλούτο, για την φτώχεια, οι άνθρωποι του περιβάλλοντος του το θεωρούσαν αναχρονιστικό και κάπως γελοίο. Η μητέρα του και η θεία του τον ονόμαζαν με μια καλοπροαίρετη ειρωνεία notre cher philosophe, όταν όμως διάβαζε φτηνά μυθιστορήματα, διηγούταν ‘πονηρά’ ανέκδοτα, πήγαινε στο γαλλικό θέατρο για να παρακολουθήσει ανόητα κωμειδύλλια και μετά ανιστορούσε την υπόθεση με κέφι – όλοι τον επαινούσαν και τον ενθάρρυναν. Όταν θεωρούσε αναγκαίο να περιορίσει τις απαιτήσεις του και γυρνούσε μ’ ένα παλιό πανωφόρι και δεν έπινε κρασί, οι άλλοι το θεωρούσαν παραξενιά, υπεροπτική ιδιορρυθμία. Όταν όμως ξόδευε μεγάλα ποσά στο κυνήγι ή στην επίπλωση ενός απίστευτα πολυτελούς γραφείου, τότε όλοι επαινούσαν το γούστο του και του χάριζαν ακριβά δώρα. Όταν ήταν ακόμα παρθένος κι ήθελε να παραμείνει μέχρι να παντρευτεί, τα οικεία του πρόσωπα ανησυχούσαν για την υγεία του, όμως ούτε η μητέρα του στεναχωρήθηκε μόλις έμαθε πως έγινε «αληθινός άντρας», κλέβοντας απ’ το φίλο του μια γαλλιδούλα. Η πριγκίπισσα μητέρα του ένιωθε δέος όποτε θυμόταν το περιστατικό με την Κατιούσα και το ότι θα μπορούσε να του περάσει απ’ το μυαλό να την παντρευτεί.


Όταν ο Νεχλιούντοφ ενηλικιώθηκε και χάρισε το μικρό κτήμα που κληρονόμησε από τον πατέρα του στους μουζίκους, γιατί θεωρούσε άδικη την ιδιοκτησία γης, η μητέρα του και οι συγγενείς ταράχτηκαν με την πράξη του. Μάλιστα οι συγγενείς άνοιξαν καβγά μαζί του και στο τέλος δεν άντεξαν και άρχισαν να τον οικτίρουν. Του έλεγαν συνέχεια ότι με το που πήραν οι αγρότες τη γη όχι μόνο δεν έγιναν πλούσιοι, αλλά φτώχυναν πιο πολύ, γιατί είχαν ανοίξει τρία καπηλειά κι είχαν πάψει να δουλεύουν στα χωράφια. Όταν ο Νεχλιούντοφ κατατάχθηκε στο στρατό, ξόδεψε μαζί με τους αριστοκράτες φίλους του κι έχασε στα χαρτιά τόσα πολλά χρήματα που η μητέρα του, Γιέλενα Ιβάνοβνα, αναγκάστηκε να βάλει χέρι στο κεφάλαιο της. Όμως αυτό δεν την στεναχωρούσε, θεωρούσε πως όλα αυτά ήταν φυσιολογικά και καλύτερα που αυτές τις τρέλες ο γιος της τις έκανε τώρα που ήτανε νέος και με κόσμο της καλής κοινωνίας.


Στην αρχή ο Νεχλιούντοφ αντιστεκόταν, αλλά ο αγώνας ήταν πάρα πολύ δύσκολος, γιατί όλα όσα αυτός θεωρούσε καλά οι άλλοι τα θεωρούσαν ανοησίες, και το αντίθετο, αυτά που εκείνος θεωρούσε ανοησίες, ο περίγυρος τα θεωρούσε καλά. Κι όλα τελείωσαν με την συνθηκολόγηση του Νεχλιούντοφ, όταν έπαψε πια να πιστεύει στον εαυτό του κι άρχισε να πιστεύει στους άλλους. Τον πρώτο καιρό, αυτή η άρνηση του εαυτού του, του ήταν δυσάρεστη, όμως το δυσάρεστο συναίσθημα δεν κράτησε πολύ και σύντομα ο Νεχλιούντοφ – που είχε αρχίσει κιόλας να πίνει και να καπνίζει – σταμάτησε να τυραννιέται απ’ αυτήν τη δυσφορία και με τον καιρό ένιωθε μάλιστα μεγάλη λύτρωση.


Και με το πάθος που το διέκρινε, δόθηκε ολοκληρωτικά σ’ αυτή τη νέα, αποδεκτή από τον περίγυρο του ζωή κι έπνιξε μέσα του τη φωνή της συνείδησης του που ζητούσε κάτι το διαφορετικό. Αυτό άρχισε, όταν μετακόμισε στην Πετρούπολη και κατατάχτηκε στο στρατό.


Η στρατιωτική θητεία διαφθείρει τους ανθρώπους, τους εξωθεί να ζουν σε συνθήκες απόλυτης οκνηρίας, δηλαδή απουσία κάθε έλλογης και ωφέλιμης εργασίας, και τους απαλλάσσει από τις συνηθισμένες, ανθρώπινες υποχρεώσεις, τις οποίες αντικαθιστά με την ολότελα συμβολική τιμή του συντάγματος, της στολής, της σημαίας, με την ανεξέλεγκτη εξουσία πάνω στους κατώτερους, από την μια, και τη δουλική υπακοή στους ανώτερους, απ’ την άλλη.


Όταν όμως σε αυτή τη γενική διαφθορά που γεννά η στρατιωτική υπηρεσία με την τιμή της στολής, της σημαίας, με την αποδοχή της βίας και των φόνων, συνυπολογίσουμε και τη διαφθορά του πλούτου και τη στενή σχέση με την Τσαρική Οικογένεια, όπως συνέβαινε στα επίλεκτα συντάγματα της Τσαρικής Φρουράς, στα οποία υπηρετούσαν μόνο πλούσιοι και αριστοκράτες αξιωματικοί, τότε αυτή η διαφθορά παίρνει τις διαστάσεις ενός παρανοϊκού εγωισμού για τους ανθρώπους που υπηρετούν. Σ’ αυτή την κατάσταση βρισκόταν και ο Νεχλιούντοφ από τότε που άρχισε να υπηρετεί κι άρχισε να ζει έτσι όπως ζούσαν και οι συνάδελφοι του.


Δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να φορούν καλοραμμένες και καθαρισμένες, όχι από τους ίδιους αλλά από άλλους, στολές, κράνη, όπλα που ήταν κι αυτά φτιαγμένα γυαλισμένα από άλλους, και να ιππεύουν θαυμάσια άλογα – που τα είχαν εκπαιδεύσει, εξημερώσει και ταΐσει επίσης άλλοι – σε επιδείξεις ή σε ασκήσεις με τους ομοίους τους, όπου έτρεχαν, έκαναν επιδείξεις με τα σπαθιά, έριχναν με τα σπαθιά κι εκπαίδευαν άλλους. Άλλη απασχόληση δεν είχαν κι όλοι αυτοί οι ανώτατοι αξιωματούχοι νέοι, γέροι, ο τσάρος κι η Αυλή του όχι μόνο την επιδοκίμαζαν, αλλά τους μοίραζαν κι από πάνω επαίνους κι ευχαριστίες. Μετά από αυτές τις ασκήσεις θεωρούσαν αναγκαίο κι εξαίρετο συνάμα να σκορπούν τα λεφτά τους, που κανείς δεν ενδιαφερόταν να μάθει από πού προέρχονταν, στο φαγητό, ιδιαίτερα στο ποτό στις λέσχες των αξιωματικών ή στα πιο ακριβά ρεστοράν. Ύστερα πήγαιναν στο θέατρο, σε χορούς, για γυναίκες, και μετά πάλι για ιππασία, αγώνες ξιφομαχίας, καλπασμούς και πάλι ξόδεμα στο ποτό στα χαρτιά, στις γυναίκες.


Αυτή η ζωή διαφθείρει ιδιαίτερα τους στρατιωτικούς, γιατί αν κάποιος που δεν έχει σχέση με το στρατό ζει μ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να μην νιώθει ντροπή στο βάθος της ψυχής του. Οι στρατιωτικοί όμως θεωρούν πως έτσι πρέπει να είναι η ζωή τους, κομπάζουν και είναι περήφανοι γι αυτό, ιδιαίτερα τον καιρό του πολέμου, όπως συνέβη με τον Νεχλιούντοφ που κατατάχτηκε μετά την κήρυξη του πολέμου με την Τουρκία. «Είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε τη ζωή μας στον πόλεμο και γι αυτό η ανέμελη και γλεντζέδικη ζωή που ζούμε όχι μονάχα μας επιτρέπετε, μα είναι και απαραίτητη. Θα την ζήσουμε λοιπόν έτσι.»


Τόσο μπερδεμένες ήταν οι σκέψεις του Νεχλιούντοφ αυτή την περίοδο της ζωής του. Όλο το διάστημα χαιρόταν που ‘χε λυτρωθεί από τα ηθικά εμπόδια που έβαζε ο ίδιος στον εαυτό του στο παρελθόν και ζούσε συνεχώς σε μια χρόνια κατάσταση παρανοϊκού εγωισμού.




Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Ανάσταση (1899).

Μετάφραση Γεράσιμος Κυριακάτος.


7 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Γεια σου, ειμαι καινουριος αναγνωστης της σελιδας σου. Πολυ ενδιαφερουσα η αναρτηση για τον τολστοι. αληθινος κομης στη φωτογραφια, κρυβει με τακτ τα σημαδια απο την παντουφλα της μεγαιρας γυναικας του.

Λοιπον στο θεμα μας, ο Τολστοι αποτελει ισως το μοναδικο συγγραφεα που προσπαθησε να μιλησει για κατι πανανθρωπινο, για ενα Ανθρωπο πανω απο φαουστικους ή δονζουανικους μύθους. Ο ανθρωπος του Τολστοι αξιωνει να επεκταθει, να διαχυθει σε ολες τις θαλασσες και τις στεριες. Αρκει μια συγκριση με τον αλλο μεγαλο ρωσο (σε αυτο το σημειο δεν θα χασω το χρονο μου να τον συγκρινω με συγγραφεις απο την ηπειρωτικη ευρωπη η την βρετανια που λιγο πολυ εγκλωβιζονται σε μυθους, αρχετυπα, κοσμογονιες αυστηρα δυτικες η δυτικα διαβασμενες). Ο μηχανικος λοιπον, συγγραφεας τοσων βιβλιων, γραφει για χαρακτηρες που ανταποκρινονται σε μια συγκεκριμενη κοινωνικο-πολιτικη κατασταση, της επερχομενης παρακμης του ευρωπαικου πολιτισμου, 'δαιμονισμενοι' κυριευμενοι απο λαγνεια, αφηνιαζουν αναζητωντας μια εξοδο. Η μονη εξαιρεση σε ολο το εργο του ειναι ισως ο ηλιθιος, ο αγαπητος πριγκιπας μισκιν, που μονος προσπαθει να υψωθει σαν τον φαρο της αλεξανδρειας. Απο την αλλη ο Τολστοι, σε ολο το εργο του υψωνει τον ανθρωπο που δυναται να αναγνωριστει σε ολους τους πολιτισμους, να τραγουδηθει σε ολες τις γλωσσες, να αγαπηθει απο ολες τις καρδιες. το αποσπασμα που αναρτησες μου φαινεται να επιβεβαιωνει τον ισχυρισμο μου.

Le grand écrivain είπε...

Αγαπητέ σχολιαστή

Θα μπορούσα να μιλάω με τις ώρες τόσο για τον Tolstoy όσο και για τον Dostoevsky. Αλλά δεν θα το κάνω για ευνόητους λόγους. Θα περιοριστώ μονάχα στο πνεύμα του σχολίου σου.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη οι δύο αυτοί συγγραφείς είναι μακράν οι δύο σημαντικότεροι συγγραφείς της Νεότερης Εποχής (18ος -20ος αι.). Το χάος που τους χωρίζει από τους σημαντικότερους προδρόμους τους ή συγχρόνους τους (Goethe, Dickens, Stendhal) είναι πραγματικά αγεφύρωτο. Όσο όμως διαφέρουν ή διαφοροποιούνται από τους υπόλοιπους, ηπειρωτικούς ή νησιώτες, ομοτέχνους τους, άλλο τόσο διαφέρουν και μεταξύ τους. Η πρόζα του Tolstoy και του Dostoevsky μοιάζουν μεταξύ τους όσο η μέρα με τη νύχτα. Οι ήρωες του Dostoevsky μοιάζουν να είναι έρμαια των παθών τους, να έχουν δική τους προσωπικότητα και να έχουν αυτονομηθεί πλήρως από τον δημιουργό τους και έτσι ‘ακυβέρνητοι’ να οδεύουν προς την αυτοκαταστροφή τους, συμπαρασύροντας μαζί τους και τον αναγνώστη. Αντίθετα πίσω από κάθε έργο του Tolstoy νιώθεις παντού το στιβαρό χέρι του δημιουργού που κατευθύνει κατά το δοκούν, σαν στοργικός πατέρας, τις τύχες των ηρώων του. Κατά συνέπεια, όσο μοιάζει αφάνταστα εύκολο να ταυτιστείς με οποιονδήποτε ήρωα του Dostoevsky (με τον οποιονδήποτε ήρωα, οπότε στο τέλος μετά την αποπεράτωση της ανάγνωσης των απάντων και αφού έχεις ήδη ταυτιστεί σχεδόν με κάθε του ήρωα συνειδητοποιείς ως αναγνώστης τη δραματική πολυδιάσπαση σου ως ατόμου που σου επιτρέπει την ταύτιση με δεκάδες διαφορετικές πλασματικές προσωπικότητες) τόσο δύσκολο μοιάζει να ταυτιστείς με κάποιον ήρωα του Tolstoy. Κι αυτό γιατί, όπως σημειώνεις, στον Tolstoy ο ήρωας έχει διατηρήσει την επική σχεδόν ενότητα και καθολικότητα του, δεν είναι το απόλυτα εξατομικευμένο ανθρώπινο ‘στιγμιότυπο’ όπως είναι στον Dostoevsky. Ο Pierre στο «Πόλεμος και Ειρήνη» είναι ο Αιώνιος Άνθρωπος και ουδεμία σχέση έχει με τον Ρασκόλνικοβ, που είναι αποκλειστικά και μόνο Ρασκόλνικοβ και τίποτα άλλο, όπως ακριβώς κι ο Μίσκιν είναι ο Μίσκιν και μόνο και τίποτ’ άλλο. Πάνω σε αυτή τη λογική συμφωνώ απόλυτα σχεδόν με τα σχόλια σου για τον Tolstoy, αλλά νομίζω πως διαφωνώ με την κρίση σου για τον Dostoevsky. Ο Ηλίθιος, ο αγαπημένος πρίγκιπας Μίσκιν, δεν είναι μόνος του, μια μεμονωμένη νησίδα, ένας φάρος μέσα στο ντοστογιεβσικό corpus. Συγκεντρώνει σε απόλυτο βαθμό τα στοιχεία εκείνα που αποσπασματικά ενυπάρχουν και σε άλλους ήρωες του Dostoevsky (θυμήσου τον Αλιόσα στους Αδερφούς Καραμαζόβ), εκφράζοντας έτσι σε έναν υπερθετικό βαθμό την ίδια εκείνη τραγική αγωνία, την τραγωδία της Πτώσης του Ανθρώπου, που εκφράζουν και όλοι ανεξαιρέτως οι υπόλοιποι ντοστογιεβσκικοί ήρωες, μόνο που την εκφράζει, όπως και κάθε ντοστογιεβσκικός ήρωας, με διαφορετικό τρόπο. Αν θα ήθελα να το επισημάνω τη διαφορά του αυτή με αλληγορικό τρόπο θα έλεγα μάλλον πως ο Μίσκιν είναι ο έσχατος Άνθρωπος της παγκόσμιας γραμματείας…
Θα ήθελα κλείνοντας να επισημάνω και μια άλλη διαφορά ανάμεσα στους δύο δημιουργούς. Σε αντίθεση με τον Dostoevsky που είναι υπερβολικά ‘παθιασμένος’ για να κάνει πολιτική (το μοναδικό πολιτικό του έργο, «Οι Δαιμονισμένοι», ως μυθιστόρημα είναι αποτυχημένο, καίτοι ως έργο της πολιτικής γραμματείας είναι προφητικό…) ο Tolstoy στάθηκε ο σημαντικότερος πολιτικός στοχαστής του 19ου αι. Όποιος πέρασε την ‘επαναστατημένη’ νιότη του διαβάζοντας είτε Marx είτε Bakounine δεν μπορεί παρά να νιώθει δέος κλείνοντας το «Πόλεμος και Ειρήνη», που κάνει όλα τα έργα της αμιγώς πολιτικής γραμματείας του 19ου αι. να φαντάζουν μπροστά του αφελή… Η ανάγνωση του «Πόλεμος και Ειρήνη» σε κάνει να συνειδητοποιήσεις την ρηχότητα όλων των ‘επαγγελματιών’ επαναστατών και πολιτικών καθώς και το γεγονός ότι η Τέχνη μπορεί, αν θέλει, να είναι πολύ περισσότερο ουσιαστικά «πολιτική» (με αυστηρά αριστοτελική σημασία) από οποιοδήποτε έργο πολιτικοσοφιστικής αφλογιστίας… αυτό εξηγεί άλλωστε και γιατί κατά καιρούς, διάφοροι αντιδραστικότατοι πολιτικοί, όπως ο Leon Trotsky, επιτέθηκαν εναντίον του Tolstoy με τέτοιο μένος και τέτοια δριμύτητα…

Ανώνυμος είπε...

εμβριθης σχολιασμος,πολυ καλη τοποθετηση
,αρκει να δεις τα ταγματα των αναγνωστων τους,δυο διαφορετικα εκμαγεια,για να διαπιστωσεις τις διαφορες που πολυ ευστοχα αισθανθηκατε.σκεφτειτε τι θα ηταν η συγχρονη ψυχαναλυση χωρις τον ντοστογιοφσκι,ο φρουντ δεν ηταν παρα ενας μεταπρατης που εγκιβωτισε το πλουσιο ντοστογιεφσκικο υλικο πανω στα ανθρωπινα παθη σε επιστημονικο δογμα,οσον αφορα στο τολστοι,η ιστορια θα εμοιαζε με σχολικο εγχειριδιο η με καποιο αποστραγγισμενο συγγραμμα,εξω απο το βεληνεκες του θουκυδιδειου βλεμματος...τελειως ανικανη να δικαιωσει το ρολο της,τουλαχιστον ετσι οπως τον σκεφτεται ο Καστοριαδης

Ανώνυμος είπε...

Μένω κατάπληκτη από την ευρύτητα πνευματός αν και δεν κατάλαβα γρι από ότι γράφεται.Grand Ecrivain περιμένω να σας συναντήσω σε άλλο τόπο και χρόνο. Δική σας Paloma

Ανώνυμος είπε...

Αχ paloma, λιγο βαρετος ο κυριος με το εξωτικο ονομα που δεν μπορω να συλλαβισω. το δικο μου σαρακι ειναι ο πρωτος σχολιαστης ο ανωνυμος..αχ φαινεται τοσο παιδαρας. πολυ θα ηθελα να κανω σεξ μαζι του, αφου σιγουρα φερει και αλλες ιδιοτητες που τελειωνουν σε -αρας. Απο τον τροπο που γραφει ομως ο αγαπημενος πρωτος σχολιαστης μου, φοβαμαι οτι ειναι ανθρωπος πολυασχολος και σοβαρος. αχ! τι κριμα αχ.
Αδελαιδα

Ανώνυμος είπε...

Από ότι κατάλαβα ο πρώτος σχολιαστής είναι ένα μοχθηρό κακόβουλο πλάσμα το οποίο δεν έχει πετύχει τίποτα στην ζωή του και που καλύτερα θα του ταίριαζε να σέρνεται στα πατώματα όπου ομολογουμένος βρίσκεται η θέση του παρά να προασπαθεί να συγκριθεί έστω και στο ελάχιστο με την οικογένεια του αξιαγάπητου σε όλους μας grand ecrivain. Ας παίξει καλύτερα warcraft στο οποίο ομολογουμένος είναι και μέτριος παρά να προσπαθεί να αναλύσει πραγματα που δεν καταλαβαίνει.
Paloma

Le grand écrivain είπε...

Αγαπητή μου Paloma με έκπληξη παρατηρώ ότι μετά την άλωση του chatbox, με δριμύτητα επιχειρείτε τώρα να αλώσετε και τον έσχατο ελεύθερο χώρο των σχολίων... σαν τη μούχλα κι εσείς εξαπλώνεστε... να σας χαίρεται ο αδερφός σας!