Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

Матеја Матевски (Ματέγια Ματέβσκι)

Yves Klein, Peinture de feu sans titre, 1961



Матеја Матевски (Ματέγια Ματέβσκι)

(b. 1929)



Μετάφραση από τα

Σλαβομακεδονικά

Angelina Ajanovska - Ζ. Δ. Αϊναλής




Επιστροφή απ’ την Τροία

Ι


Έτσι είναι που αφήσαμε πίσω μας την Τροία ειρηνική και γαλήνια

ταγμένη ολόκληρη στην τρυφερότητα των ανέμων

οι πύλες ορθάνοιχτες και γινωμένα τα φρούτα

η Τροία λουσμένη τους ηλιοβόλους παιάνες

την αφήσαμε ψηλά πάνω από τους ανθισμένους βράχους

όπου το κρασί αναβλύζει και να σβολιάζει ο άρτος

Την αφήσαμε θλιμμένοι και τρυφεροί σύντροφοι από χρόνους

που από χωριστά μονοπάτια κινήσαμε από μακριά

γυρεύοντας την αμφίβολη φιλοξενία των καρπισμένων ελιών


Όταν όμως στεκόμασταν πια μονάχοι στην ανοιχτή θάλασσα

μην ατενίζοντας μπροστά μας παρά τ’ απροσπέλαστα κύματα

και τους βράχους που τρυπούσανε τα πλευρά των πλοίων

κι όταν σώθηκε πια το κρασί και καταναλώθηκε το λαρδί

δεν είχαμε να στηριχτούμε παρά σ’ εκείνα τα άσματα που κυλούσαν απ’ το λαιμό

ανακαλύπτοντας αργά την πείνα μαύρη και την απροσμέτρητη κούραση

ότι μακρύς ήταν ο δρόμος μέσα από άγνωστα ρεύματα και γνωστά

όπου αναμειγνύονταν οι πορείες αστέρων εφιαλτικών

μέχρις ότου η πείνα και η αγρύπνια κι η περιπλάνηση και το δικό μας τραγούδι

γίνονταν ένα με τις βαθιές δίνες της θάλασσας


Πολύ καιρό που δεν είχαμε καταλάβει πως από κείνο το έρκος οδόντων

η λέξη ύπουλη κηλίδωνε τον αλαλάζοντα αφρό του χρόνου

θυμίζοντας μας τα γεγονότα εκείνα που νυχτωμένη η μνήμη αγνοούσε

έπεα πτερόεντα επινοήσεις της αργόσχολης θάλασσας.


ΙΙ


Έτσι επινοήσαμε την κραταιή στρατιά και τις ανδραγαθίες

το ξύλινο άλογο του ανέμελου γιου του Λαέρτη

όλες τις περιπέτειες τα δάκρυα των βίαιων αντεγκλήσεων

τις βροντές των οπλών και τις αστραπές των δοράτων

και τις σταγόνες του αίματος ν’ ανθίζουν κατά τις επιθυμίες κακόβουλων θεών

που έτσι κοντά μας δίπλα μας να φθονούν τους στεναγμούς και τους γάμους μας

Έτσι επινοήσαμε τους πανύψηλους πύργους να καίγονται

τα δάκρυα τους θρήνους το χείμαρρο του θανάτου

ανάμεσα στα ερείπια του ήλιου και του ανέμου και του ονείρου


Ότι Τροία ποτέ δεν υπήρξε

ούτε και η πολύχρονη πολιορκία κάτω από τα τείχη της

ούτε η ασπίδα του Αχιλλέα ούτε τα δάκρυα του Πριάμου

όλα μια φαντασίωση εκστατική κάποιου κακόμοιρου τυφλού

που όλους μας ξεγέλασε έτσι κατάκοπους πάνω στα μαύρα πλοία

ίσαμε να κοπάσει η καταιγίδα και να πέσει ο άνεμος

όλα μια μελωδία μακρόσυρτη των ακατάβλητων υδάτων

ότι να πλέκεται με το όραμα η φωνή του ανδρός


Δεν ήμασταν παρά ταξιδευτές σε αναζήτηση ανήκουστων πραγμάτων

που περιφρονώντας το άροτρο για την περιέργεια των κουπιών

αγκαλιάσαμε τη θάλασσα σφιχτά τυλιγμένοι μιαν απειλητική σκοτεινιά

εγκαταλείποντας στο απομακρυσμένο πούσι τα τρυφερά τζιτζίκια της Ιθάκης

Παρά ονειρευτές του κοιμισμένου βάθους

που ανασκάβοντας την καρδιά κάθε που οι πρόγονοι κι οι πρόγονοι των προγόνων

ιστορούσανε με τρυφερά παραμύθια και πολύβουες πλάνες

κι όλο αυτό το τραγούδι για την περιπλάνηση και τις απίθανες περιπέτειες

δεν είχε παρά ν’ αποδείξει μόνη την ομορφιά της λέξης

όταν ο γιος του Λαέρτη ξανάνιωνε ξαπλωμένος στην όχτη


ΙΙΙ


Ο βόμβος της θάλασσας μας φέρνει στα χνάρια των πανύψηλων πύργων

από τα μούσκλα των κάστρων

και τη σκόνη των κατασκότεινων πυλών

όσο ακάματα κυλούν στον οφθαλμό ακόμα ζωντανό

οι ανθισμένες ομίχλες του φθινόπωρου

κι η παγωνιά της μοναξιάς


Βρήκαμε τα χνάρια της μες σε παμπάλαια χρονικά

πάνω σε φαγωμένες ξέρες

ανάμεσα στα στίγματα της τέφρας

η όψη της χανότανε στα βάθη λησμονημένων αφηγήσεων

στις λικνιστικές νηνεμίες σε γεωλογικά μυστικά

η φωνή της έσβηνε αργά μες τις τεκτονικές αναστατώσεις

μέσα στο γοργό βρόντο των υγρών στοιχείων


Η πόλη ορθωνόταν μπροστά στα ζαρωμένα μάτια

πάνω σε ψηλούς βράχους πάνω από τους λόφους κάτω από τη σκέπη των σύννεφων

η πόλη κρυβόταν κάτω απ’ τα μούσκλα την πέτρα το κύμα

ένα όνειρο τρελό εφιάλτης παραλήρημα το τραύλισμα του ανέμου

παρούσα να πληγώνει ή μακρινή σαν άσμα

η πόλη των συνεχών συναγερμών των θαλάσσιων μεγαλείων


Και ιδού η θάλασσα μας φέρνει στα χνάρια της πόλης

που πρέπει συνέχεια να βρίσκουμε και να ξαναβρίσκουμε και να υποδεχόμαστε

μια φούχτα φρούτα καλλιεργημένα κορώνα των ανθέων

άγριο φρούριο μες σε κατάφορτα κλαριά

για τ’ όνειρο του ταξιδιού και τον εφιάλτη της περιπλάνησης

γαλήνια ανάπαυση μπροστά στον κυνισμό του χρόνου βάνδαλου

που έθραυε τον ύπνο μας πάνω σε τρομερές διαδρομές δίχως τέλος


Πουθενά δεν είναι δεν ήτανε δεν πρόκειται να είναι αυτή η πόλη

στους λειμώνες των αφηγήσεων μήτε στις θάλασσες των ασμάτων

ούτε και χνάρια ούτε και χρονικά δεν μαρτυρούν αυτή την πόλη

κι όλα δεν θα ‘ταν παρά μια θλιμμένη κι όμορφη περιπλάνηση του Οδυσσέα

για την αγάπη των κυμάτων για την πλαισίωση μιας κώμης φαντασιακής

αν δεν κυλούσε από τούτο τον λαιμό μια θορυβώδης θαλασσινή μυθολογία

λέγοντας ξανά και ξανά

την επίμονη διάρκεια του ονείρου

μες τα ερείπια της καρδιάς


***


Αναδημοσίευση από την Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης – Ποιείν:

http://www.poiein.gr/archives/3352/index.html


Yves Klein, Peinture de feu sans titre (F74), 1961



Η ανακάλυψη της ερήμου


Άσμα Πρώτο


Πρώτα έπρεπε να εγκυκλώσεις το τίποτα

καθώς που εγκυκλώνει της τύφλωσης το σκότος κενό

καθώς που εγκυκλώνει του ονείρου η έρημος

η τέφρα που η φλόγα σκορπίζει

το τρομερό ρέμα ξερό

των περασμένων ημερών

Πολύ καιρό τώρα την πλησίαζα κι εκείνη ν’ απομακρύνεται

καθώς που το κτήνος ασύλληπτο της δύσπιστης περιέργειας

πολύ καιρό την πλησίαζα κι εκείνη να ξεγλιστρά

καταδίωξη μάταιη της σκιάς και του μαύρου

Έτσι απομέναμε ατέρμονα στην ίδια πάντα απόσταση

επί μακρόν ν’ ατενίζει ο ένας τον άλλο δυο άνεμοι κουρασμένοι

ήθελα να γίνω η αύρα της

κι εκείνη σα παιδί να φοβάται την αγκαλιά μου

Ότι έρανος είναι τα πάντα δια μέσου της κενής ύλης

του πυρήνα σε τούτη την έρημο που ακτινοβολεί

τον κόκκο της άμμος στους κόλπους των αμμολόφων

που χρόνια τώρα γλείφει άπληστος ο σκορπιός του ήλιου

Εντός αυτού του κενού είναι που έψαξα την ύλη του πνεύματος

τον πυρήνα του χρόνου της φλόγας το σπέρμα

προσπαθώντας να καταλάβω το φως μέσα στα μάτια μου που κρημνίζεται

καθώς η διψασμένη άμμος της αιώνιας διασταύρωσης των ανέμων

Μακρύς είν’ ο κυκλικός δρόμος μα φτάνεις πιο γρήγορα

καθώς είμαστε δυο που καλπάζουμε και δυο που ξεψυχάμε στο τέλος του

και ήμασταν δύο στ’ αλήθεια

μα μία η νύχτα

κι όμως απ’ αυτήν ήταν που έπρεπε τώρα

να εξέλθουμε

στο σκοτάδι


Άσμα Δεύτερο


Ο θόλος τ’ ουρανού στεριωμένος σε μιαν άϋλη ζέστη κοχλάζουσα

ο αέρας καυτός δονείται στην επιφάνεια της άμμος

η σφήκα κυνηγημένη το μεσημέρι χτυπά το ταμπούρλο

της σκόνης

η έρημος ν’ αντηχεί το κροτάλισμα των τζιτζίκων

ναρκωμένη η ακρίδα τινάζει απ’ τη τέφρα των φτερών της τη σκόνη

Κουλουριάζεται η κόμπρα του ήλιου ένα κουβάρι φωτιά

φυλάγοντας τ’ άγονα αγαθά του χρόνου

Το καραβάνι μακρύ των ανέμων σηκώνει από μακριά ένα στρόβιλο σκόνης

βαραίνει ο ουρανός κλονίζοντας της καμήλας τη ράχη

βογκώντας από το καμουτσίκι της κάψας

Μόνο το τσακάλι του μεσημεριού αλυχτά

μπροστά στην πλημμυρίδα της άμμος

Μα εγώ βρίσκομαι σε τόπο ασφαλή και γαλήνιο

και στις πηγές του φοίνικα πίνω άπληστος

μόνος μια μονότονη μοναξιά

ετούτη η άμμος ετούτο το μεσημέρι για να μην μ’ εξαντλήσει

το σερπετό του ήλιου μαύρο


Άσμα Τρίτο


Λίγο ακόμα να πλησιάσω

μα αδιαπέραστο το φαιό κατασπαράσσει το έκαστο βήμα μου

ο άνεμος διασχίζει αργά σταχτιές θημωνιές

διαγράφει τα ίχνη μου

κι η ύαινα του ήλιου αδιάφορη

γλείφει τα χείλη της

στο χαμό μου

Απ’ όλες τις πλευρές με κατασκοπεύουν χωρίς ποτέ να υπάρχει κανείς

τα γεράκια τσιμπολογούν το κεφάλι μου

η άμμος κόκκινη με πνίγει

κι οι μακρινές λάμες των λόφων μου χαρακώνουν τα στήθη

Ένα όρος άμμος και έπειτα η άμμος και πάλι ξανά καραδοκεί

στο βάθος κοκκινίζει η ράχη της άμμος μονάχα

κι εγώ παραζαλισμένος εξαντλημένος απ’ τις βαριές αυτές αλυσίδες της άμμος

με παραμονεύουν τα πέταλα ξερά της άμμος

που διαχέουν παντού το αμμώδες τους άρωμα

Νωχελικά τα έντομα του αιώνα με κοιτούνε παράξενα

καθώς παραπατώ και πέφτω προσηλωμένος στις μακρινές καταιγίδες

που θα με προσπεράσουν και θα με λησμονήσουνε του χρόνου συντρόφισσες άπιστες

και σε τούτα τα σύννεφα που θα στερέψουν το μαύρο πηγάδι του ήλιου

Πέφτω μα εκείνα συνεχίζουν να προχωράνε

βυθίζομαι μα στο βάθος αντηχεί

μία ευφρόσυνη νεροποντή που έρχεται ν’ απαλείψει

τον εφιάλτη ετούτης της έρημος

την σκοτοδίνη της αϋπνίας

Βροντάει εντός μου βροντά όσο περισσότερο πλησιάζω

τον πυρήνα τούτο γαλήνιο που ατέρμονα μου διαφεύγει

μες τη σκιά της άμμος απ’ τον καρπό του ηλίου

μες της καρδιάς το μαύρο σύννεφο


Άσμα Τέταρτο


Κάτω από την πέτρα του ήλιου κοιμάται η έρημος

κάτω από τον φλεγόμενο μύλο του χρόνου

αντηχούν ακόμα εντός μου ονόματα άγνωστα και παράδοξα

πατώ στην άμμο τους με αδιαπέραστη διαύγεια

Άμπου Ντάμπι Μπουραΐμι[1] Ελ Έϊν[2]

Φουτζέιρα[3] Ντουμπάϊ Μπαχρέιν

όσο που σκορπίζει την άμμος ο άνεμος

χούφτες άμμο σύννεφα σμάρια

καθώς να περιδινούνταν πυκνά τα χιόνια στην Μπίστρα[4]

ή να ‘βρεχε στα Σκόπια βαριές κουρτίνες βροχή

από άμμο στα μάτια στη γλώσσα στη λέξη

κι έπειτα να ουρλιάζει ο άνεμος

να ουρλιάζει ο σκύλος της έρημος

να ουρλιάζει τ’ αλάτι υδάτων απόμακρων

η άμμος που διαπερνά την ανάσα μου

η άμμος μέσα βαθιά στην κραυγή μέσα στο ουρλιαχτό

προς την εγκαταλελειμμένη άνοιξη

η άμμος που να τρυπώνει μες τα τραγούδια

καθώς κρύσταλλοι μικροσκοπικοί στο βάθος ακατόρθωτων ποιημάτων

η άμμος που στοιβάζεται απ’ όλες τις γωνιές του κόσμου

εκτός μου εντός μου σαν θερινή ανθοφορία

διάχυτη στα βελούδα της έρημος

καλύπτοντας τις ίδιες εκείνες λέξεις παράξενες που η ίδια γεννά

άμπου ντάμπι μπουραΐμι ελ έϊν

φουτζέιρα ντουμπάϊ μπαχρέιν

που να με καλύπτουν κάτω από κουρτίνες διάφανες

καθώς τα κύματα του Πολόγκ[5] καθώς του Ιμαρέτ[6] η σιωπή

μια άμμος υπέροχη απαστράπτουσα λεία

μια άμμος ζεστή δονούμενη χέρι γυναίκας

μέσα σε όνειρο που βλασταίνει κι ανοίγει

μια άμμος γλυκιά τρυφερή κρεβατάκι μωρού

που σβήνει τον χρόνο και καταλύει

ω πλημμυρίδα έμορφη της άμμος πλημμυρίδα τρομερή

από κάτω σου η μέρα π’ ακτινοβολεί

από κάτω σου η νύχτα π’ αναπνέει

από κάτω σου ο λόγος μόνος

το πρόσωπο του που αποκαλύπτει

Άμμος άμμος άμμος απ’ την δημιουργία του κόσμου

πριν απ’ τον οποίο δεν ήταν παρά μόνον ο λόγος


Άσμα Πέμπτο


Κάτω απ’ το μολύβι του μεσημεριού βαρύ δεν σπρώχνει η αθανασία[7]

κάτω απ’ τον καταστρατηγημένο ουρανό απ’ τον ξασπρίζοντα ήλιο

καθώς απλώνεται βαρύς πάνω στην άμμο

πάνω στον κουρασμένο χρόνο

Δεν σπρώχνει μέσα στην αρμονία κατάκοπη της μέρας

μέσα σε στοιχεία που θεμελιώνουν μέσα σε χρώματα ασταθή

μέσα στο κίτρινο το κόκκινο βαθιά μέσα στο γκρίζο

κάτω απ’ το ουράνιο τόξο της πυρπολημένης άμμος

που αγγίζει τον ορίζοντα

που τρέμει πέρα απ’ τον ορίζοντα

Τα πάντα είναι χρόνος άνεμος

ήλιος που λέμε άμμος

σύννεφο γινωμένο άμμος

ωκεανός σκαμμένος άμμος

ίσαμε τη σκιά τ’ ανθρώπου άμμος

άμμος η αταραξία του φοίνικα

και της καμήλας η περπατησιά βαριά πάνω στον άμμο

έντομα άμμος νύχτα άμμος ψάρι από άμμο

η γιγάντια σύνθεση του χαμένου χρόνου

που δεν πιστεύει στην αθανασία

εδώ δεν κάνουμε παρά να προχωρούμε

προς τον ορίζοντα της άμμος

προς την άμμο του ορίζοντα

κι έτσι βαδίζουμε μες τους αιώνες

κυκλωμένοι τον κύκλο ασταθή της άμμος

φυλακισμένοι την φυλακή αθέατη της άμμος

από το αίνιγμα άλικο της άμμος

που η άμμος μόνο λύνει

Εκείνη είναι που διηγείται τον ήλιο επάνω στη σιγή της άμμος

και σκέπει τους λόφους της άμμος

ίσαμε τη μέλλουσα αθανασία ηλιόλουστη

του ονείρου


Άσμα Έκτο


Πληγωμένος θα παραμείνω γερμένος επάνω στη δρόσο της άμμος

από την άμμο πληγωμένος από την άμμο ξανά γιατρεμένος

ο θορυβώδης πυρετός της έρημος με μουσκεύει

το πανίσχυρο ρέμα ξερό της άμμος

αν όχι στην άμμο που να με καταφύγω απ’ αυτό

φεύγω της άμμου προς την φεύγουσα άμμο

Κι ακόμα και το πρόσωπο σου λησμονημένο μέσα στην άμμο

προβάλλει μακριά γεννημένο ξανά απ’ την άμμο

κόκκο τον κόκκο σπόρο το σπόρο άμμος

ίσαμε που βάλλεται εντός μου να μεγαλώνει

αναδίνοντας τη μυρουδιά της μηλιάς σου

ίσαμε που πληρούται η ψυχή μου τ’ απόμακρο βλέμμα σου

που η άμμος δημιούργησε που η άμμος με γήτευσε

και ξοπίσω απ’ τη σκιά της να τρέχω διαμέσου της άμμος

καθώς προς την πηγή του χρόνου στερεμένη

εκείνη που με μαθαίνει κατά το ρέμα να κολυμπώ αντίθετα

φεύγοντας την ερημία της άμμος

για την ερημία του κόσμου

Φύσηξε η άμμος από το πρόσωπο σου την άμμο

και την σκόρπισε στα μονοπάτια του ουρανού

σύννεφα που μεταμορφώνονται άνθη

η άμμος όμως που σας δημιουργεί τον ουρανό και σένα

είναι πάντοτ’ εδώ λιωμένη από την άμμο

ανασηκωμένη γραπωμένη από τον άνεμο του απόμακρου

μαζί με την κατάρα μου

που θρυμματίζεται άμμος


Άσμα Έβδομο


Εγώ όμως που βρίσκομαι σε τούτο τον κύκλο σ’ αυτή την περιστροφή

που τόσο θέλησα να καταστήσω αδρανή

κάτω από τον κύκλωπα άγρυπνο του ηλίου

που βρίσκομαι εντός της αφελούς αυτής αδέξιας κίνησης

ομόκεντρος του αχανούς πυρήνα του διαστήματος

που εξουσιάζει όλους τους κύκλους

Οπλίζομαι εναντίον αυτής της ερημώδους εκτάσεως

που δεν γεννά παρά την άμμο λύκαινα ήρεμη κι ικανοποιημένη

η άμμος που θηλάζει τα στήθη της

το γάλα πλούσιο της άμμος

και με κουνά βουβά στην αγκαλιά της άμμος

για να με θάψει βλοσυρή κάτω απ’ τις πέτρες της άμμος

Κι είχα ωστόσο την πρόθεση να την κυριεύσω

στην έρημο της να πλαγιάσω την έρημο μου

μα να που η άμμος σηκώνεται και μου γρατζουνίζει τα μάτια

ότι δυο έρημοι μαζί δε βαστούνε σε τούτη την έρημος

υπό τον οφθαλμό επάγρυπνο του πιο απάνθρωπου ήλιου

Ο ήλιος κύκλωπας στην επουράνια σπηλιά του

να φυλάει ένα κοπάδι άμμο και στον πυρήνα του η ελπίδα

η αίσθηση της κίνησης εντός των τειχών της ερήμου κι εκτός στα περίχωρα

η κούραση μου και η αγρύπνια μου και το πυρίπνοο μου λαχάνιασμα

στ’ ακυβέρνητα διαστήματα της αδιάφορης άμμος

Και φωνάζω βοήθεια ζητώ απ’ το μύθο του καθρέφτη κατάκοπο

ότι αργά και αδιάκοπα φυλακίζουμε ο ένας τον άλλον

εγώ στο κλουβί της άμμος δίχως ελπίδα

εκείνος μέσα στις λέξεις μου δίχως κραυγή

στην έρημη μοναξιά μου

ότι έλειπ’ η άμμος τ’ όνειρο για να μη παλαντζάρει

και μου ‘λειπε η δύναμη να το κυριεύσω ή απλά να διαφύγω


Άσμα Όγδοο


Έπρεπε κανείς να περπατά πολύ συνετά ολόγυρ’ απ’ το κορμί του

ξαπλωμένο στον ήλιο μέσα στην γκρίζα κουφόβραση

διψασμένος όμως ρίχτηκα στον πυρήνα της

Έρημος ξαπλωμένη καθώς που μια σκιά γυναίκας απόμακρη

καθώς που ψευδαίσθηση όμορφη εφήμερου ουράνιου τόξου

Δεν διδάχτηκα όμως καν την πείρα του γερακιού

που με τα φτερά λικνίζει συνετά τον γαλήνιο ουρανό του

και μας διδάσκει να πλησιάζουμε δίχως βιασύνη κυκλοφέρνοντας

και το ουράνιο τόξο που φεύγει και χάνεται και το ψοφίμι που μένει και κείται

Ο νόμος του κυνηγιού κι ο νόμος της ομορφιάς

του ευαίσθητου πνεύματος οχτροί

ενώνονται εδώ σε μια αρμονία επιτακτική

Και πρέπει να πλησιάζεις αργά

έπειτα από την ήρεμη μοναξιά και τις μακρινές αναταραχές

ότι σ’ αυτές τις εξαντλημένες εκτάσεις

όπου η άμμος τρίβεται πάνω στη σκόνη της

τίποτα δεν συμβαίνει απροσδόκητα

τίποτα δεν μπορεί να διαφύγει

ο οφθαλμός του ηλίου

ούτε καν να κρυφτεί

στην ίδια του τη σκιά


Άσμα Ένατο


Έπρεπε να εξέλθεις από την άμμο

που καθορίζει το χρόνο

που καθορίζει ολόκληρη τη γεωγραφία της όρασης

πρέπει να εξέλθεις το κεφάλι σκυμμένο

συνειδητοποιώντας πως δεν μπορείς μήτε να διεισδύσεις μήτε να διαπεράσεις

στριφογύριζα μονάχα ολόγυρ’ απ’ τον πυρήνα της

ξαπλωμένος στο γόνιμο διάστημα της έρημος

στη γόνιμη κυοφορία της άμμος

Πρέπει να εξέλθεις απ’ την ατέλειωτη τούτη πεδιάδα

αχανής ένα όνειρο πυρετώδες εφιάλτης

σε μια θάλασσα αλλοτινή σε δάση αλλοτινά

υπομονετικά σχηματισμένα απ’ το μυστρί του ανέμου

Στο βάθος πέρα μακριά στέκουν τα ίχνη πολέμων απόμακρων

μπροστά στις πύλες των υδάτων μπροστά στων ίσκιων τους πύργους

και στέκουν οι απόμακρες ιστορίες υπό την τέφρα της άμμος

της δυστυχίας οι τρόμοι κι ο φόβος κι ο πανικός

Και καθώς που ‘λεγε ο γέρο-Όμηρος

ο φόβος σύντροφος είναι της φυγής[8]

ας αποτραβηχτούμε στον καιρό του αγνώστου

που μας απειλεί από παντού αθέατος και αδιάκοπος

ας αποτραβηχτούμε από τούτη την έρημο αν είν’ αυτό δυνατόν

κι ας κόψουμε το καρπό πριν ν’ ανθίσει τ’ αγκάθι

και ας ανθίσει ο σπόρος πριν τον σκορπίσει

κάποιος άνεμος μακρινός κάποιο νερό απόμακρο

που επωάζει την έρημος και που εντός μας διηθείται

Η άμμος λύνει μοναχά τα αινίγματα της άμμος

ενώνει το χρόνο ολόκληρο σε μια γκρίζα αρμονία αχανή

οπού βαραίνουν ήρεμα της άμμος τ’ αναρίθμητα κοπάδια

και τ’ απειράριθμα σμάρια της άμμος οπού στροφοδινούνται χωρίς τη σκιά τους

Τα πάντα είχανε προσεκτικά σχεδιαστεί για να ‘τοιμάσουν ένα όνειρο βαθύ

επάνω στο κρεβάτι της άμμος κάτω απ’ τα σκεπάσματα της άμμος

οπού μιλά μονάχο της έρημος το μυστικό απροσπέλαστο

Μα κι ο οφθαλμός ακόμα τ’ όνειρο κι αυτός στριφώνει

απ’ τ’ όνειρο ερεθισμένος κι από την άμμο χαραγμένος

που αναπολεί όλα τα μονοπάτια γνωστά άγνωστα

φέρνοντας αναπόδραστα μες την καρδιά της άμμος

Αυτός είναι που αποκρυπτογραφεί όλους τους γαλαξίες της άμμος

διαβάζοντας τη ζωδιακή αστρονομία της κι άλλα σημεία και τέρατα

για να επιστρέψει από τις παρυφές και ν’ αγγίξει τις πηγές

της αχανούς σιωπής της ασταθούς αλήθειας

Πέρα μακριά η ανακάλυψη της άμμος κι η αποκρυπτογράφηση της έρημος

έχει θέση στη σκέψη μονάχα όχι στη ζωή

ενός παιδιού που τρέχει με μούσια από άμμο

ενός πουλιού που ξαγρυπνά επάνω απ’ τ’ αγαθά της ξηρασίας

Προχωρά έρποντας του σερπετού τις σπείρες

που με μια γλώσσα φλογερή ιστορεί τη δολιότητα της άμμος

που ανακαλύπτουμε στο θάνατο και που στη γέννηση πεθαίνει


Άσμα Δέκατο


Πρέπει να την εγκαταλείψεις με καινουργιομένη ελπίδα

τους αμμώδεις της λόφους τους χείμαρρους της κατάξερους

άμμος φαιά φωτεινή άμμος κίτρινο ρέμα

άμμος στοιβαγμένη διασκορπισμένη συσσωρευμένη

λευκή άπειρη πυρόχρυση αγρύπνια

άμμος σκορπισμένη από τον άνεμο των αιώνων τον ουρανό του κόσμου

άμμος που ονομάζει την έρημο άμμο

έρημος που δίχως χαρά ονομάζεται άμμος

Δεν μπορείς να τη διασχίσεις να την κατανοήσεις να την κατακτήσεις

δεν τείνει το χέρι δεν απλώνει το σώμα δεν βγάζει μιλιά

στο τρυφερό χαμόγελο και στα χάδια

το στόμα της μένει άπληστο ξένο ανέγγιχτο

δίχως γέλιο δίχως χαμόγελο σε μια καχυποψία κουφή

κουλουριάζεται καθώς που το φίδι χιμά καθώς που τ’ αρπακτικό

φυλάγοντας τ’ αγαθό άγονο του κοιμισμένου ηλίου

που μαραίνεται ακόμα και στ’ όνειρο σε μια τρομακτική μοναξιά

φίλη τ’ ανέμου των φλόγινων του φτερών

μόνο μ’ εκείνον παίζει τον αμμώδη της πυρετό

Κλείνεται στον εαυτό της πίσω από τα όρια της τις απολήξεις της

από φωτιά από δίψα από δηλητήριο και μοναξιά

κλείνεται μπρος στη βροχή το φύλλο τον άνθρωπο

το υδάτινο χέρι του που παλεύει να τη δαμάσει

Η θάλασσα της χαμογελά μα κείνη ξεραίνει τις στέρνες

τη θωπεύουν τα χόρτα τους ξεφλουδίζει το σώμα

με τα νύχια της από άμμο τα δόντια της από άμμο μ’ ένα μαχαίρι από άμμο

που λάμπει μες την παλάμη της στο βραχίονα του ανέμου

Κι όμως έρχεται ιδού εκείνος που θα τη δαμάσει

είναι φύλλα τα χέρια του και τ’ άλογο του από γέρικα όνειρα

πλησιάζει από παντού ενδεδυμένος μια κάπα βροχής

λευκός καθώς που της θάλασσας ο αφρός ψηλός καθώς που η δρόσος στο φοίνικα

στα μάτια του κυλούν οι ονειρεμένες οάσεις

στριφώνει τρυφερά στις άκριες τους τ’ αμμώδες τους άπειρο

τρέχουνε τα παιδιά πετάγονται τα πουλιά

στην άμμο σκοτεινή σκορπά τις φωτεινές ψαλίδες των ανθέων

Αντιμετωπίζει τον άνεμο την καταιγίδα αντιμετωπίζει την άμμο

αντιμετωπίζει τη σκόνη του ήλιου στο ουρλιαχτό της σελήνης

Εκείνος είναι που δαμάζει τ’ αστέρια διδάσκει τους ουρανούς

περιφερόμενος στη στροφοδινούμενη έρημο

στα λημέρια της άμμος τα στερεμένα νερά

Για μένα απροσπέλαστη κι όμως σ’ εκείνου το μάτι τόσο κοντά

θλιμμένη πόσους αιώνες μεταμελημένη και δακρυσμένη

καθώς που νιόπαντρη λησμονημένη μια κόρη μαραμένη

μπρος στο χέρι του ανακαλύπτει τον εαυτό της κάτω απ’ την παλάμη του ξεγυμνώνεται

ξαπλωμένη σαν έτοιμη προσφορά σα γυναίκα

μ’ ένα κορμί αμμώδη σκόνη πριν τ’ αστέρια να το καρπίσουν

πριν να γίνει των πουλιών το κατάλυμα στων κλαδιών το αγκάλιασμα

που ξαπλώνουν απαλά το κορμί πάνω στης άμμος την τρυφερότητα


Άσμα Ενδέκατο


Πρέπει σιγά-σιγά να εγκαταλείψεις τον γαλήνιο πύργο της άμμος

από τους διαδρόμους της άμμος από τα τείχη της άμμος

βουβή οπισθοχώρηση εκκίνηση φωτεινή

μπροστά στην τρυφερή πλημμυρίδα του αφρού των λειχήνων και των φύλλων

Πρέπει γρήγορα να εγκαταλείψεις μια έρημο βουβή

προτού να στενέψει ο ορίζοντας προτού να θρυμματιστούνε οι όχτες

πρέπει ν’ αποτραβηχτείς στο τέλος μέσα σε όνειρα πικρά

προτού να σωριαστούνε τα όρια κι οι απολήξεις της άμμος

Από πάνω αφυπνίζ’ η άμμος τα γέρικα όνειρα των υδάτινων φλεβών

εφιάλτες του Ιορδάνη του Μπαραντά[9] του Νείλου

στο λυκόφως της άμμος στην χαραυγή των ανθέων

και τα πάντα είναι το δέλτα τους μες στην ομίχλη της γονιμότητας

Σιτάρι στη δρόσο των οφθαλμών το πτηνό στου στοχασμού τη σιωπή

καθώς που του ανέμου το πέταγμα προς τις φτερούγες της παιδικής ηλικίας

Περνούν άγνωστοι ταξιδιώτες πολεμιστές ναυτικοί

για χρόνια διασχίζαν ολόκληρη την τοπογραφία του πόνου

στο λίκνο της άμμος μέσα στις σπείρες του χρόνου

των αμμωδών αστέρων κυνηγοί αφέντες πύργων αμμωδών

ιδού αναρριχώνται ήδη στους ώμους του αιώνα

άσχημου καθώς που αγρύπνια γλυκιά μαγεμένου καθώς που παραμύθι πικρό

Η άμμος από την άμμο δασκαλεμένη δημιουργεί το προφίλ τους

να υποθάλπει τον άνεμο υπομονετικό να ωριμάζει τον ήλιο

η άμμος από την άμμο γονιμοποιημένη πολλαπλασιάζει το βλέμμα τους

που ήδη ν’ αγγίζει το τέρμα του γκρίζου λαβυρίνθου της άμμος

Για τούτο τώρα κι εσύ τράβα άχρηστος μέσα σε τούτες τις περιπλανήσεις

αποτραβήξου από το βλέμμα τους απομακρύνσου απ’ τη σκιά τους

ο άντρας αυτός λησμονημένος σηκώνει το χέρι του

εκτοξεύει το γέλιο του κάνει να τερετίζει το σπέρμα του

Τράβα τώρα απ’ την άμμο την έρημο τράβα προς την άμμο των λέξεων

απόδρασε μες την δική τους οριοθέτηση στη δρόσο της αγρανάπαυσης

ότι απ’ τις αγρύπνιες σου τώρα μονάχα η άμμος αναδύεται από την άμμο

ανθίζει μέσα στους θορυβώδεις αφρούς του μοναχικού άσματος σου


Άσμα Δωδέκατο


Η έρημος τούτη μετά από μας απόμεινε ένα όνειρο απόμακρο

που στεγνώνει τα χείλια μας ασθενίζει το βλέμμα μας

απόμεινε ένα παραμύθι εμποδισμένο που κάποιος άλλος θα κυνηγήσει

μέσα στον οφθαλμό του ανέμου κι από την έννοια του κόσμου

Δε μιλήσαμε τίποτα για κείνα τ’ αραβικά πουλάρια

που όλη τη μέρα κλωτσούνε τ’ αμόνι του ήλιου

μήτε για τους νεαρούς Άραβες μες σε καφτάνια πάλλευκα αφρός

ο άνεμος που κάνει να κυματίζουν οι βόστρυχοι

Ο ίσκιος των γυναικών έμεινε να τρέμει πίσω απ’ τις πύλες της άμμος

και την άμμο λαχανιασμένη στο κοίλο των μυστικών στεναγμών τους

το σώμα εκκοκκισμένο μέσα στην άμμο το άσμα μέσα στην άμμο εκκοκκισμένο

υπό τον οφθαλμό άγρυπνο του ηλίου

Δεν ψάχναμε να περιγράψουμε τη γεωγραφία της άμμος

ότι η άμμος γρήγορα θα σκεπάσει του πνεύματος τα υψίπεδα

Δεν είχα παρά την ψευδαίσθηση που θα κατόρθωνα ξαφνικά

ό,τι δεν κατορθώσαμε μέσα στο διάβα των αιώνων

την ύλη ρευστή της αγωνίας

που χαράσσει το μονοπάτι του ύδατος

μέσ’ απ’ το κόσκινο της άμμος

κι ανακατώνει το άσμα με την οδύνη

τον πυρήνα κρυμμένο του ακατόρθωτου χρόνου

που να δαμάζοντας τα κοπάδια τους φοίνικες χουρμαδιές

ολόγυρα από πύλες τη σκόνη κατάφορτες

της γαλήνιας όασης όπου το πνεύμα πορεύεται

ενόσω σκιαζόμαστε στο απέραντο βάθος της άμμος την αγρανάπαυση

κι όπου ακόμα κι ο θάνατος που ν’ αγγέλλεται μες στον ορυμαγδό

τη γέννηση εκκωφαντική της άμμος



Ελ Έϊν – Σκόπια

1973



Αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό περιοδικό Poema:

http://www.e-poema.eu/poem.php?id=197


***


Βιογραφικό Σημείωμα


Ο Матеја Матевски (Ματέγια Ματέβσκι) ανήκει στην μεταπολεμική γενιά των Σλαβομακεδόνων ποιητών, εκείνης δηλαδή της γενιάς που έκανε την εμφάνιση της, όπως και στην Ελλάδα, είτε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είτε αμέσως μετά τη λήξη του. Και σε όλες τις επιμέρους εθνικές γλώσσες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, η αντίστοιχη γενιά ποιητών θα επιχειρήσει μια αποφασιστική στροφή σηματοδοτώντας την αρχή της μοντέρνας γιουγκοσλαβικής ποίησης. Το γεγονός αυτό που παρατηρείται σχεδόν σε όλα τα βαλκανικά κράτη, και της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, φυσικά δεν είναι τυχαίο. Οι συνθήκες ετεροχρονισμένης – σε σχέση με τα Δυτικοευρωπαϊκά κράτη - δηλαδή νεωτερικότητας, είναι ακριβώς που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη μιας εύρωστης και γνήσια μοντερνιστικής ποιητικής γραφής στην Γιουγκοσλαβία, στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία και βέβαια στην Τουρκία.

Ο Ματέγια Ματέβσκι θα γεννηθεί στις 13 Μαρτίου στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι γονείς του είχαν μεταναστεύσει σε αναζήτηση εργασίας και μιας καλύτερης τύχης. Μετά από λίγο η οικογένεια του θα επιστρέψει στο Gostivar (στη δυτική Σλαβομακεδονία). Εκεί θα περάσει τα παιδικά του χρόνια και εκεί θα τον βρει το ξέσπασμα του Πολέμου. Θα συμμετάσχει ως έφηβος στο παρτιζάνικο κίνημα αντίστασης εναντίον του Γ΄ Ράιχ. Μετά το πέρας του πολέμου θα ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Τμήμα Γιουγκοσλαβικής Φιλολογίας στα Σκόπια, και εν συνεχεία θα μετοικήσει για ένα χρόνο στο Παρίσι για μεταπτυχιακές σπουδές ως υπότροφος του γαλλικού κράτους επάνω στο σύγχρονο γαλλικό θέατρο. Από κει θα επιστρέψει στη Γιουγκοσλαβία για να εργαστεί αρχικά ως καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ εν συνεχεία θα εργαστεί διαδοχικά στη Ραδιοφωνία και στη Τηλεόραση των νεοσυσταθεισών τότε κρατικών τηλεπικοινωνιών. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 θα οριστεί γενικός διευθυντής της κρατικής Ραδιοτηλεόρασης. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 διετέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Πολιτισμικών Σχέσεων της Γιουγκοσλαβικής Σοσιαλδημοκρατίας της Μακεδονίας ενώ παράλληλα εξελέγη τακτικός καθηγητής του Τμήματος Δραματικής Τέχνης του Πανεπιστημίου των Σκοπίων.

Η πρώτη του εμφάνιση στα γιουγκοσλαβικά γράμματα θα γίνει το 1956 με τη δημοσίευση της συλλογής Βροχές, η οποία θα χαιρετιστεί από την κριτική ως η πρώτη σημαντική προσπάθεια της σλαβομακεδονικής ποίησης να εξερευνήσει και να εκφράσει τη σύγχρονη ευαισθησία και ψυχολογία. Μέσα στις τρεις επόμενες δεκαετίες θα ολοκληρώσει τον κύριο όγκο του ποιητικού του έργου. Έτσι, θα ακολουθήσουν οι ποιητικές συλλογές Ισημερινός (1963), Ίρις (1976), Ο Κύκλος (1977), Φιλύρα (1981) και Η Γέννηση της Τραγωδίας (1985). Η τελευταία του ποιητική συλλογή Εσωτερικός χώρος κυκλοφόρησε το 2000. Ποιήματα του θα μεταφραστούν σχεδόν σε όλες τις σλαβικές γλώσσες (σερβοκροατικά, σλοβένικα, σλοβακικά, πολωνικά, ρώσικα) καθώς και σε αρκετές άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (ιταλικά, ισπανικά, γαλλικά, δανικά, ρουμάνικα, αλβανικά και τούρκικα).

Ο Ματέγια Ματέβσκι είναι αναμφίβολα μια εμβληματική μορφή της σύγχρονης σλαβομακεδονικής λογοτεχνίας. Εκτός από την ποίηση θα ασχοληθεί εκτενώς με το δοκίμιο (το 1987 θα κυκλοφορήσουν δύο συγκεντρωτικοί τόμοι με τις κριτικές και τα δοκίμια του, Από την Παράδοση στο Μέλλον και Θέατρο και Δράμα), θα συνεργαστεί με πληθώρα λογοτεχνικών περιοδικών, ενώ θα ιδρύσει και το λογοτεχνικό περιοδικό Strouga το οποίο θα αφήσει κι αυτό με τη σειρά του τη σφραγίδα του στη σύγχρονη σλαβομακεδονική ποίηση και μέσω του οποίου θα διοργανώνει διεθνείς ποιητικές βραδιές.



[1] Бураими: Πόλη – όαση στο βορειοανατολικό Ομάν.

[2] Ел Ејн: Αιγυπτιακή κωμόπολη κοντά στην Ερυθρά θάλασσα.

[3] Фуџеира: Το νεότερο εμιράτο των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.

[4] Бистра: Το πιο γνωστό όρος των Σκοπίων.

[5] Полог: Κοιλάδα στο βορειοδυτικό τμήμα των Σκοπίων.

[6] Имарет: Το Ιμαρέτ είναι ένα ιδιαίτερο οθωμανικό κτίσμα το οποίο μπορούσε κανείς να βρει σε όλες τις άκριες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον 14ο μέχρι και τον 19ο αι. Συνήθως αποτελούσε τμήμα ενός ευρύτερου αρχιτεκτονικού συνόλου, του vakıf, που αποτελούταν από ένα νοσοκομείο, ένα τζαμί και ένα καραβάν-σεράι. Το Ιμαρέτ κατά την κλασική οθωμανική περίοδο χρησίμευε ως δημόσιο μαγειρείο, όπου σερβίρονταν, δωρεάν, κυρίως σούπες και ψωμί σε ταξιδιώτες και φτωχούς. Τα πιο γνωστά Ιμαρέτ στον ελλαδικό χώρο είναι το Αλατζά Ιμαρέτ στη Θεσσαλονίκη (που χρησίμευε ως πτωχοκομείο) και τα Ιμαρέτ της Καβάλας (χτισμένο το 1817 απ’ τον Μοχάμεντ Άλι που χρησίμευε ως ιεροδιδασκαλείο) και της Κομοτηνής (από τα παλαιότερα μουσουλμανικά μνημεία της Θράκης χτισμένο γύρω στο 1370).

[7] Ο ποιητής χρησιμοποιεί τη λέξη vratika (вратика) η οποία αποτελεί την ονομασία ενός λουλουδιού (tanacetum vulgare) το οποίο, απ’ όσο γνωρίζουμε, στην ελληνική καλείται «αθανασία» ή «αθάνατος». Ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα враќа (επιστρέφω) και πρόκειται για ένα λουλούδι το οποίο παραδοσιακά πρόσφεραν σε όσους έφευγαν από την πατρίδα προκειμένου αυτοί να επιστρέψουν ασφαλείς σε αυτήν.

[8] Αναφορά στην 21η Ραψωδία της Ιλιάδας όπου οι Τρώες τρέπονται σε φυγή πανικόβλητοι από την επανεμφάνιση του Αχιλλέα. Πρβλ. και τα ποιήματα Τρώες του Κ.Π. Καβάφη και Διαβάζοντας έναν αρχαίο Έλληνα ποιητή του Bertolt Brecht.

[9] Барада: Ποταμός στη Συρία.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

η γνωριμία με τον ποιητή σιμώνει τον homo balcanicus.

πρτφ