Τυφλωμένος την υδρωπικία του πάθους
που ο χρόνος ανατινάσσοντας
την υστερόβουλη αναμονή
μέχρι ξανά
που μέρες ξοδεύοντας
τις νύχτες αναπολώντας
που μόνος μακριά
η μέσα μου ματιά σκίζει τα στήθια σου σ’ άλλα χείλη
το φύλλο σου
άπληστα χιλιάδες δάχτυλα διατρέχουνε τον ιδρώτα σου
άλλα
κορμιά
του κορμιού σου φωτιά
αίμα ποτάμι με πονάς
***
Τα μαλλιά σου τώρα βουλώνουν τις τρύπες μου
μέσα στο σίδερο που κατατρώει τη σκέψη μου
το μίσος αρωγός της αγάπης μου
η φωτιά που τα χείλη στεγνώνοντας
με τα δόντια να σκίσω τη σάρκα σου
να βαφτίσω τα χέρια μου μέσα της
το κορμί μου ανάπηρο
ανασυγκροτώντας και καταστρέφοντας
ένα βήμα αβέβαιο
οι βολβοί των ματιών μου
κατάσκοποι
μέσα μου τέρατα κατοικούνε
οι εικόνες σου άγριες
οργασμός
που ο πόνος ευχόμενος
ράπισμα στη σιγή
***
Η ανάσα σου υδρατμοί στο λαιμό μου
που υγραίνοντας
στο δέρμα τα δάκρυα
που το βλέμμα μου κρύβοντας στη μασχάλη σου
μια στιγμή συμφιλίωση
που εμπερικλείοντας το ένα στο άλλο
μόνο κορμί
γυμνό στο γυμνό που εφαπτομένη
η διέγερση νύχτα
να κρέμεται ασύστολη πόλεις δωμάτια
αλγεινή η σελήνη διασχίζοντας
λευκό του κόκαλου φως που ασπρίζοντας
το σπέρμα στα χείλια σου που αχνίζοντας
που το ξημέρωμα εξαγνίζοντας
ψυχρό και σφυρήλατο
δικό σου το αίμα μου
που θάνατο προμηνύοντας
ο ρόγχος το τέλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου