Αγόρι, Κορίτσι, Μαχαίρι
Ή Εισαγωγή Στο Ερωτικό Παιχνίδι
Διασχίσατε ποτέ τη Ζώνη του Λυκόφωτος, καλοί μου φίλοι, για να βρεθείτε στα μέρη μου; Δεν μπορώ εύκολα να περιγράψω αυτά τα μέρη: φυτεμένα άβολα στα σύνορα της Βουλγαρίας, πίσω από ψηλά βουνά, που τα κρύβουν άλλα ψηλά βουνά, και μυριάδες άγριοι βράχοι που φυτρώνουν ανάμεσα σε άγριους θάμνους, σαν να θέλουν να κρύψουν τα προϊστορικά ερπετά που κοιμούνται στις προκατακλυσμιαίες σπηλιές. Πλην όμως, είναι φανερή η αίσθηση ότι με το πρώτο τρέμουλο της γης θα ξυπνήσουν από ώρα σε ώρα για να μετατρέψουν αυτόν τον τρομακτικό τόπο σε αυτό που προφανώς ήταν κάποτε: ένα καταφύγιο δεινοσαύρων.
Στους πρόποδες των δύο λόφων που αγκαλιάζονται σαν καλοταϊσμένα κουνέλια, στην περιοχή που οι ντόπιοι αποκαλούν «η Χωρίστρα του Διαβόλου», ήταν παρατημένο ένα προχειροφτιαγμένο ερείπιο πέτρας με λάσπη που ο πατέρας μου αποκαλούσε με καμάρι «το σπίτι μας». Δίπλα σε κάθε σπίτι υψωνόταν κι ένας λόφος κοπριάς, που το ύψος και ο όγκος του ήταν το σήμα κατατεθέν του πλούτου που διέθετε η οικογένεια που έμενε σε αυτό. Οι πλούσιοι μένανε στο κέντρο του χωριού, σε καλοχτισμένα και άνετα πέτρινα σπίτια, με ξεχωριστούς στάβλους και αχερώνες, ενώ στα υπόλοιπα φτωχικά σπιτικά σαν το δικό μας, σπίτι, στάβλος κι αχυρώνας ήταν ένα και το αυτό. Η δε τουαλέτα δεν ήταν παρά μια τετράγωνη τρύπα δίπλα στην κοπριά, περιφραγμένη με πρόχειρες λαμαρίνες. Μάλιστα ήταν συνηθισμένο την ώρα που έκανες την ανάγκη σου να ξεφυτρώσουν κάτω από τις λαμαρίνες απρόσκλητα φίδια και να κουλουριαστούν στα πόδια σου. Δεν θα το πιστέψετε αλλά, τότε, όλα αυτά για μας φάνταζαν απόλυτα φυσικά, δεν δίναμε σημασία ούτε στη βρόμα, ούτε στη δυσοσμία, ούτε είχαμε κάποια δραματική αίσθηση έλλειψης ανέσεων, αφού δεν ξέραμε κάποιον καλύτερο τρόπο ζωής.
Έτυχε να είμαι μοναχογιός, αλλά και μοναχικό παιδί, γιατί κανένα από τα άλλα παιδιά της γειτονιάς και του χωριού δεν μου έκανε παρέα. Έτσι, όλη την ώρα έτρεχα στους λόφους σαν αγριοκάτσικο, κυνηγώντας σκαντζόχοιρους, χελώνες και φίδια. Λίγο ψηλότερα από εμάς, ζούσε ένας άλλος φουκαράς, που είχε, ούτε λίγο ούτε πολύ, έξι κόρες της παντρειάς και μια μικρότερη, στην ηλικία μου περίπου. Τις έβλεπα να κατηφορίζουνε στα χωράφια και ήξερα ότι όλες οι κόρες του της παντρειάς ήταν πανάσχημες, σαν καρακάξες. Ψιθυριζόταν μάλιστα ότι, εάν κάποια σπάνια φορά σκάλωνε κάποιος γαμπρός από κάποιο άλλο χωριό και ζητούσε από τον γέρο προίκα, αυτός τον ανέβαζε στο λόφο και κάνοντας μια κυκλική κίνηση με το χέρι του έλεγε: «Όλα αυτά, γιε μου, θα είναι δικά σου», δείχνοντας όλη την πεδιάδα και τα βουνά. Τη μικρότερη κόρη του δεν την ήξερα, ώσπου κάποια μέρα, βλέπω πάνω στο λόφο δυο παιχνιδιάρικα γαλανά ματάκια σε ένα ασπρουλιάρικο προσωπάκι να λαμποκοπούν ανάμεσα σε χυμένα στον ήλιο καστανόξανθα μαλλιά και να με παρατηρούν επίμονα. «Το ξωτικό του δάσους», θαύμασα σαν χαζός, αλλά μετά συγκεντρώθηκα και κατάλαβα ποια ήταν. Την πλησίασα.
«Λοιπόν, σκαντζοχοιρούλα», είπα «για πού το ‘βαλες; Ψάχνεις τη φωλίτσα σου;»
«Είσαι ασκημομούρης», μου είπε, «είσαι πιο άσκημος κι από το σκύλο μας τον Ντικ».
«Εντάξει», είπα, «αυτός όμως δεν είναι λόγος να μην κάνουμε παρέα».
Σιγά-σιγά ξεθάρρεψε και τρέχαμε παρέα στους λόφους σαν αγριοκάτσικα, κυνηγώντας σκαντζόχοιρους, χελώνες και φίδια. Λέγαμε μεταξύ μας φανταστικές ιστορίες, ό,τι είχαμε ακούσει από τους πατεράδες μας και άλλες ιστορίες που στίβαμε το μυαλό μας για να τις σκαρφιστούμε. Κυλιόμασταν στα χώματα και στους θάμνους σαν τ’ αγρίμια και γελούσαμε χαρούμενοι και τρισευτυχισμένοι, μόνοι εμείς, ανάμεσα σε στραβομουτσουνιασμένους και δυστυχισμένους μεγάλους. Μαζί μου κουβαλούσα πάντοτε ένα μαχαίρι, που το λάτρευα, και που μ’ αυτό έκοβα κλαδιά, έξυνα τις φλούδες των δέντρων κι έκανα καραβάκια. Αλλά η μεγαλύτερη μου χαρά ήταν όταν το πετούσα και καρφωνόταν στο ξύλο του δένδρου. Με τον καιρό έβαζα σημάδι και ποτέ δεν ξαστοχούσα. Άρχισα να περηφανεύομαι γι αυτό. Μια μέρα η μικρούλα μου είπε:
«Εντάξει, πολυλογά», είπε, «τώρα θα δείξεις τι αξίζεις. Αν καταφέρεις και δεν με χτυπήσεις τότε θα σε παραδεχθώ».
Πάγωσα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Στήθηκε μπροστά σ’ ένα δένδρο και έβαλε στόχο τον εαυτό της, σαν το κορίτσι του τσίρκου, έτσι ώστε ή θα αποδεχόμουν την πρόκληση με κίνδυνο να την χτυπήσω και να την πληγώσω, ίσως και να την σκοτώσω, ή δεν θα αποδεχόμουν την πρόκληση και θα ντροπιαζόμουν μια ζωή σαν δειλός και φαφλατάς. Τι να έκανα;
«Εντάξει», είπα στο τέλος.
Προσπάθησα να συγκεντρωθώ, αλλά το χέρι μου έτρεμε. Τις προηγούμενες φορές ενεργούσα εντελώς μηχανικά, τώρα όμως; Έκλεισα τα μάτια κι άκουσα το μαχαίρι να σκίζει τον αέρα. Από την τρομάρα μου έπεσα στα γόνατα, περιμένοντας ν’ ακούσω τη μοιραία κραυγή του θανάτου. Σιωπή. Άνοιξα τα μάτια και είδα το μαχαίρι καρφωμένο χιλιοστά πάνω από το κεφάλι της.
«Δεν φοβήθηκες;», ρώτησα.
«Όχι», είπε. «Είσαι βλάκας, και οι βλάκες δεν αστοχούν ποτέ».
Είναι παράλογο, αλλά με το παιδικό μας το μυαλό συνεχίσαμε να παίζουμε αυτό το θανάσιμο παιχνίδι αρκετές φορές. Εγώ, σαν όλους τους βλάκες, είχα τεράστια αυτοπεποίθηση, και η μικρή δεν φοβόταν ποτέ. Μια μέρα, όμως, με κοίταξε με τα διαπεραστικά της μάτια λυπημένα και μου είπε να τρέξω σπίτι μου γιατί κάτι συμβαίνει. Την πίστεψα κι έτρεξα σπίτι λαχανιασμένος. Βρήκα τη μάνα μου να σπαράζει αγκαλιάζοντας τον πατέρα μου καταγής, πεθαμένο.
Όταν επιστρέψαμε από την κηδεία, βρήκαμε το σπίτι μας λεηλατημένο. Οι χωρικοί κλέψανε τα πάντα, κότες, ζωντανά, έπιπλα, κουβέρτες. Η μάνα μου έλυσε την μανδήλα της και είπε: «Αυτό ήταν. Φεύγουμε στην πόλη». Δεν πρόλαβα να χαιρετήσω τη μικρή.
Ε. Σακαγιάν, Μητέρα και παράθυρο
Στην πόλη η μητέρα μου έπιασε δουλειά κι εγώ πήγα σχολείο. Περάσαμε κάποια δύσκολα χρόνια, αλλά στο τέλος όλα πήγαν καλά. Σπούδασα και γρήγορα βρήκα μια καλή δουλειά. Με τις οικονομίες μας αγοράσαμε ένα σπιτάκι. Δεν κατάλαβα πότε μεγάλωσα, έγινα τριάντα χρονών και η μητέρα μου βάλθηκε να με παντρέψει. Με προξένευε με διάφορες κόρες φιλενάδων της αλλά εγώ δεν έδινα καμιά σημασία. Κάτι μου τριβέλιζε το νου. Το καλοκαίρι, όταν πήρα την άδεια μου, είπα στη μάνα μου ότι σκοπεύω να πάω στο χωριό. Η μάνα μου πετάχτηκε ψηλά στο ταβάνι. Το μισούσε το χωριό. Προσπάθησε να μ’ αποτρέψει αλλά δεν τα κατάφερε.
Αφού φρόντισα να μαζέψω από διάφορες πηγές τις πληροφορίες που χρειαζόμουν, ξεκίνησα με το αμάξι για το χωριό. Γρήγορα διαπίστωσα ότι τα πάντα πλέον ήταν διαφορετικά. Οι δρόμοι ασφαλτοστρώθηκαν, χτίστηκαν καινούργια σπίτια που δεν είχαν καμία σχέση με τα παλιά. Η μικρή ήξερα πως ήταν ακόμη ανύπαντρη, και μόλις έφτασα έτρεξα στην καφετέρια που είχε μαζί με μια άλλη αδελφή της.
Μόλις την είδα έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που αντίκρυσα ποτέ μου. Ήταν ψηλότερη από εμένα, σχεδόν ένα κεφάλι, και είχε το πιο όμορφο και καλοσχηματισμένο σώμα που είδα στη ζωή μου. Περίμενα υπομονετικά να φύγουν κάποιοι νεαροί και την πλησίασα.
- Με θυμάσαι; τη ρώτησα.
- Τι συμβαίνει ασκημομούρη, είπε. Γιατί γύρισες;
- Γύρισα αποκλειστικά για εσένα. Μόνο για σένα.
- Λοιπόν, και τι θέλεις;
Ξαφνικά δίστασα. Πάγωσα. Δέθηκε η γλώσσα μου και θυμήθηκα τη φάση με το μαχαίρι.
- Θέλω να σε παντρευτώ, κατάφερα να ξεστομίσω. Γύρισα για να σε πάρω να φύγουμε.
Εξακολουθείς να είσαι βλάκας, είπε. Αλλά επιπλέον είσαι και δειλός. Δεν τόλμησες να το πεις γενναία, ντόμπρα, αποφασιστικά, χωρίς να κομπιάζεις, με τη ψυχή σου, με όλη σου την καρδιά. Γιατί λοιπόν να παντρευτώ έναν ασκημομούρη, δειλό και βλάκα;
Τα είχα χαμένα. Είχε δίκιο, από μέσα μου έτρεμα όταν το έλεγα, φοβόμουν τη μάνα μου, πως θα δικαιολογούσα την απόφαση μου. Η μικρή τελικά είχε φοβερή διαίσθηση.
- Ήξερες ότι θα γυρίσω, έτσι; Ρώτησα.
Ασφαλώς το ήξερα, είπε. Σε ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα. Μετά έβγαλε από το συρτάρι και μου έδειξε ένα μαχαίρι. Το θυμάσαι αυτό, ρώτησε.
Ένιωσα να ζαλίζομαι. «Ναι, χιμπαντζάκο, είναι το μαχαίρι σου. Όταν έφυγες ξαφνικά εκείνη τη μέρα το ξέχασες. Αλλά εγώ το κράτησα για να στο επιστρέψω όταν κάποτε επέστρεφες. Τώρα όμως θα στο επιστρέψω μόνο με μια συμφωνία», είπε, «να φανείς επιτέλους πραγματικά γενναίος».
Στάθηκα στο δέντρο κι έκλεισα τα μάτια.
Άνοιξε τα μάτια σου, ασκημομούρη, με διέταξε.
Άνοιξα τα μάτια και περίμενα σχεδόν υπνωτισμένος.
Το μαχαίρι έσκισε τον αέρα και καρφώθηκε χιλιοστά πάνω από το κεφάλι μου.
- Εντάξει, είπε, φεύγουμε για την πόλη.
Την άρπαξα και την φίλησα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Και τότε κατάλαβα, Θεέ μου, πόσο ερωτευμένος ήμουν!
Μου έδωσε το μαχαίρι και μου ψιθύρισε: Αν ποτέ με προδώσεις θα το μπήξω κατευθείαν στην καρδιά σου. Έσφιξα τις παλάμες της και οι δυο παλάμες μας μαζί έσφιγγαν το μαγικό μαχαίρι. Κρατούσα στα χέρια μου ότι είχα αγαπήσει περισσότερο στη ζωή μου και ξανάνιωσα το ίδιο ευτυχισμένος όπως τότε που ήμουν παιδί.
Ο Αλέξανδρος Αραμπατζής γεννήθηκε στη Δράμα το 1961. Από τη συλλογή Ο χορός του σφυροδρέπανου (2005).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου