στην Νότα, που μου τον γνώρισε
Ο Χρήστος Βακαλόπουλος είναι ενδεχομένως η πιο ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία της ελληνικής μεταπολιτευτικής πεζογραφίας. Γεννημένος το 1956 στην Αθήνα θα ασχοληθεί με την λογοτεχνία, την σκηνοθεσία και το ράδιο. Το 1973 αρχίζει τις σπουδές του στην ΑΣΟΕΕ και το 1980 φεύγει για το Παρίσι όπου θα σπουδάσει σκηνοθεσία με δάσκαλο τον Éric Rohmer. Εν τω μεταξύ είχε ήδη εκδοθεί πριν την αναχώρηση του για τη Γαλλία το πρώτο του μυθιστόρημα Υπόθεση μπεστ-σέλερ. Θα ακολουθήσουν το μυθιστόρημα Οι πτυχιούχοι το 1984 και το 1989 η συλλογή διηγημάτων Νέες αθηναϊκές ιστορίες ενώ την ίδια χρονιά ολοκληρώνει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Όλγα Ρόμπαρντς, που κερδίζει το Βραβείο Φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το 1990 θα δημοσιεύσει το καλύτερο του ίσως μυθιστόρημα Η γραμμή του ορίζοντος. Το 1992 γράφει και σκηνοθετεί μαζί με τον Σταύρο Τσιώλη την ταινία Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε, που παίρνει το Βραβείο Σεναρίου και Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπως και το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Θα πεθάνει στις 29 Ιανουαρίου του 1993, σε ηλικία μόλις 37 χρονών, από καρκίνο πνεύμονα.
***
Πήγαινε στη φυλακή
Ένα κύμα βήχα διαπέρασε απ’ άκρη σ’ άκρη τη λαϊκή αγορά της οδού Καλλιδρομίου.
Τα παζάρια κόπηκαν με το μαχαίρι. Ακουγόταν μόνο ο υποβλητικός θόρυβος των ενοχλημένων σωθικών, των ανήσυχων πνευμόνων. Τη στιγμή του πανικού, μια ομάδα από πορτοκάλια έσπασε τα δεσμά και χύθηκε προς την Ιπποκράτους. Στο πεζοδρόμιο, έξω απ’ το καφενείο Η μουριά, ένας συνταξιούχος πρόλαβε κι ακινητοποίησε ένα πορτοκάλι με το μπαστούνι του. Ύστερα το σήκωσε και γρήγορα το έβαλε στην τσέπη. Κοίταξε με ένοχο ύφος τριγύρω και διαπιστώνοντας ότι όλοι ήταν απασχολημένοι με τον εαυτό τους μπήκε στο καφενείο.
Έξω απ’ το τμήμα ένας αστυφύλακας ξέχασε ποιος ήταν και διπλώθηκε στα δύο. Έχασε την ισορροπία του κι έπεσε πάνω σ’ ένα κοριτσάκι που μόλις είχε βγει από το κατάστημα με τα επιτραπέζια παιγνίδια. Μια Μονόπολη παλαιού τύπου – η τελευταία σ’ ολόκληρο το λεκανοπέδιο – έσκασε στο πεζοδρόμιο κι άνοιξε στα δύο. Κόκκινα ξενοδοχεία και πράσινα σπίτια κύλησαν στην άσφαλτο. Ο αέρας σκόρπισε τις χάρτινες χρωματιστές κάρτες με τις εντολές και τις αποφάσεις.
- Τουλάχιστον το χασμουρητό διαδίδεται αθόρυβα, μονολόγησε ο συνταξιούχος.
Παρακολουθούσε με μισό μάτι μια παρτίδα τάβλι. Οι δυο αντίπαλοι είχαν χαθεί μέσα σ’ ένα όνειρο από ζαριές κι ενώ έβηχαν δεν έλεγαν να σταματήσουν.
- Με συγχωρείτε πρέπει να κλείσω, επενέβη ο καφετζής.
- Σε τρεις ζαριές θα ξεκαθαρίσει το πράγμα, είπε ο συνταξιούχος.
- Είναι αργά πια, άρχισαν να βήχουν και στην Χαριλάου Τρικούπη, είπε ο καφετζής.
- Είχες μαζί σου μαντήλι; ρώτησε η Μαίρη.
- Όχι, αλλά ένα άλλο παιδί μου έδωσε αυτό το μαύρο.
- Δεν κάνει να φοράς μαύρα πράγματα.
Η Μαίρη μάζεψε τα πιάτα. Αυτή τη φορά ο Άγγελος, παρασυρμένος από τη δράση της μέρας, είχε δείξει μεγάλη όρεξη.
- Εγώ δεν ανέπνεα καθόλου, είπε. Οι άλλοι μου έλεγαν ότι με το μαντήλι έμοιαζα με πειρατή. Να το κρατήσω αυτό το μαντήλι;
- Να το επιστρέψεις, είπε η Μαίρη.
Ακούστηκε το κουδούνισμα του τηλεφώνου, ένα υπόκωφο σφύριγμα που ο Άγγελος θεώρησε ως το τέλος του δείπνου. Πετάχτηκε πάνω παλεύοντας με την πετσέτα που του έσφιγγε το λαιμό.
- Κάθησε κάτω και φάε το σταφύλι σου, ούρλιαξε η Μαίρη και πήγε να σηκώσει το τηλέφωνο.
Ο Άγγελος διάλεξε το πιο μικρό τσαμπί και το σήκωσε σα να ήταν το πιο βαρύ πράγμα στον κόσμο. Από κάτω ήταν μια ροζ χάρτινη κάρτα που έγραφε:
ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
Πήγαινε κατευθείαν στη φυλακή
χωρίς να περάσεις από την αφετηρία
και χωρίς να πάρεις είκοσι χιλιάδες
- Ευτυχώς σήμερα έφαγε, είπε η Μαίρη στο τηλέφωνο.
Ο Άγγελος έκρυψε την κάρτα στην τσέπη του και με μια αποφασιστική κίνηση πέταξε το τσαμπί από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας στο φωταγωγό.
Ήταν το μοναδικό παιδί της οδού Καλλιδρομίου που σιχαινόταν τα φρούτα.
Το πιο άτυχο παιδί στον κόσμο γιατί έμενε σ’ ένα δρόμο με μουριές.
Ο συνταξιούχος βγήκε στο μπαλκόνι.
Κανείς δεν κυκλοφορούσε κατά μήκος του δρόμου. Κάτι ελάχιστοι έβγαζαν το κεφάλι από τα στενά και παίρνοντας βαθιά αναπνοή, κρατώντας το χέρι με τη μύτη, διέσχιζαν τρέχοντας τις διαβάσεις. Τα αυτοκίνητα πέρναγαν σαν αστραπές, με κλειστά τζάμια.
Από την Μπενάκη εμφανίσθηκε μια γριά ζαρωμένη. Κρατούσε δυο σακούλες πλαστικές και στάθηκε κάτω από μια μουριά, ακινητοποιήθηκε σα να είχε σκοντάψει σ’ ένα αόρατο τείχος. Άφησε τις σακούλες κι έκανε τρεις φορές το σταυρό της, με τελετουργικές κινήσεις.
« Δεν κοιμήθηκα καθόλου την νύχτα », σκέφτηκε ο συνταξιούχος.
Ξαφνικά, η γριά έστριψε εκατόν ογδόντα μοίρες, αντικρύζοντας τώρα την είσοδο μιας πολυκατοικίας. Ο συνταξιούχος μπήκε γρήγορα στο διαμέρισμα κι επέστρεψε στο μπαλκόνι μ’ ένα ζευγάρι κυάλια. Η γριά βρισκόταν πάντα στην ίδια θέση.
Από την είσοδο της πολυκατοικίας βγήκε ένα παιδάκι με σχολική τσάντα στην πλάτη κι ένα μαύρο μαντήλι δεμένο γύρω από το στόμα. Βλέποντας τη γριά έμεινε άναυδο – μέσα από τα κυάλια ο συνταξιούχος έβλεπε μια σκηνή υποβολής ή υπνωτισμού, τηλεπάθειας ίσως.
- Προσπαθεί να του βάλει ιδέες, φώναξε ο συνταξιούχος.
Του είχε ξεφύγει, κάτι τον είχε αναγκάσει να μιλήσει δυνατά. Τώρα η γριά είχε κατεβάσει το βλέμμα. Το παιδί άρχισε να κινείται σαν κουρδιστό παιγνίδι που πήρε μπροστά κι έστριψε τρέχοντας προς την Μπενάκη.
Η γριά κάθησε στο πεζοδρόμιο. Είχε ζαρώσει όσο δεν έπαιρνε άλλο, έμοιαζε με μικρό μαύρο πακέτο που άφησε κάποιος κάτω από τη μουριά. Πριν κατεβάσει τα κυάλια ο συνταξιούχος έκανε ένα ζουμ στις σακούλες. Ήταν γεμάτες ροζ και καφετιές χρωματιστές κάρτες.
- Θέλω να μου αναφέρετε ένα φυσικό φαινόμενο, είπε η δασκάλα.
- Ο βήχας, ακούστηκε μια φωνή από το βάθος της αίθουσας.
Οι μαθητές ξέσπασαν σε γέλια Το πρόσωπο της δασκάλας έγινε μια παγωμένη επιφάνεια. Περίμεναν την ευκαιρία για να ορμήσουν, καραδοκούσαν να της σπάσουν τα νεύρα.
- Ποιος το είπε αυτό; ρώτησε. Να έρθει αμέσως στην έδρα!
Δεν κινήθηκε κανείς, δεν βγήκε άχνα. Απέναντι της ήταν σαράντα διαβολικά πρόσωπα από τα οποία έτρεχε ποτάμι ο ιδρώτας.
Αυτό ήταν λοιπόν που ακουγόταν μέσα στην ένοχη σιωπή, ο θόρυβος του ιδρώτα. «Δεν πρόκειται να ξαναπιώ», σκέφτηκε η δασκάλα.
- Η βροχή δεν είναι φυσικό φαινόμενο; Ρώτησε.
- Πριν ή μετά το βήχα; Ακούστηκε πάλι η φωνή.
Αυτή τη φορά είχε δει το διάβολο στο βάθος της αίθουσας. Ήταν κακός, φόραγε ένα μαύρο μαντήλι στο στόμα.
- Άγγελε, έλα αμέσως στην έδρα! ούρλιαξε.
Οι μαθητές δεν είχαν ακούσει ούτε τους γονείς τους να φωνάζουν τόσο δυνατά. Από το τελευταίο θρανίο ο Άγγελος προχώρησε αργά προς την έδρα, με το μαντήλι στο στόμα του και το δεξί του χέρι απλωμένο σαν του τυφλού, με την παλάμη ανάποδα και τα δάχτυλα ανοιχτά.
- Χτυπήστε με, είπε.
Η δασκάλα ένιωθε περίεργα. Φόραγε πράγματι μαντήλι αυτός ο μαθητής, βρισκόταν στην τάξη της; « Τους δίνουν ανοιχτόχρωμα μαντήλια στο σπίτι, αποκλείεται να είναι αληθινό», σκέφτηκε.
- Τι είναι αυτά που λες, Άγγελε;
- Δεν ξέρω, είπε το παιδί, δεν τα λέω εγώ. Μόνα τους έρχονται στο στόμα μου, σας λέω αλήθεια.
- Τι σου έρχεται να πεις τώρα;
Ο Άγγελος έβγαλε το μαντήλι, το δίπλωσε και το έβαλε στην τσέπη του.
- Ζεσταίνομαι, είπε.
- Άγγελε, σε παρακαλώ να με προσέξεις, επέμεινε η δασκάλα. Θέλω να αφήσεις ελεύθερο τον εαυτό σου και να μου πεις, χωρίς να φοβάσαι, τι σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή.
- Συνελήφθης μεθυσμένος, πρόστιμο δύο χιλιάδες, είπε ο Άγγελος.
Μόλις τράβηξε την πρώτη φλούδα από το πορτοκάλι ο συνταξιούχος ένιωσε σα να είχε φάει μια δυνατή μπουνιά στην κοιλιά. Το φρούτο του έφυγε από τα χέρια κι έπεσε στο φωταγωγό.
- Το είχα κλέψει, δεν ήταν δικό μου, είπε ο συνταξιούχος.
Αισθανόταν πολύ άσχημα, οτιδήποτε του ερχόταν στο μυαλό το φώναζε δυνατά κι αυτή ήταν η κόλαση επί της γης, να ξερνάς τα πάντα χωρίς να φυλάς τίποτα για το μέλλον. Δεν υπήρχε μέλλον, η ομιλία πίεζε κι όλα ήταν παρόν, ένα τώρα που δεν έβαζε γλώσσα μέσα του.
- Δεν έπρεπε να μείνω μόνος, είπε ο συνταξιούχος. Έπρεπε όμως να διώξω την Ευαγγελία, ήταν πολύ άσχημη, πολύ μίζερη, πολύ δουλοπρεπής. Νόμιζα ότι θα με σώσει ένα λαϊκό κορίτσι… Αν σταματήσω να λέω δυνατά αυτά που σκέφτομαι θα τη φωνάξω πίσω, το ορκίζομαι. Θα ψάξω να τη βρω.
- Κι εσείς μιλάτε δυνατά; ακούστηκε μια φωνή από το φωταγωγό.
- Ναι, εγώ πέταξα το πορτοκάλι. Ποια είστε;
-Είμαι πολύ άσχημα, είμαι δυστυχισμένη, ο άντρας μου δεν είναι εδώ, με γέλασε, μου λέει ότι έχει δουλειά, τέτοια ώρα…
- Να πιάσουμε μια κουβέντα, να μη σκεφτόμαστε, εγώ πήρα το πορτοκάλι, φώναξε ο συνταξιούχος.
- Κι εγώ δεν μπορώ άλλο, ακούστηκε μια αντρική φωνή από ψηλά, έχω προϊσταμένη μια παντρεμένη που μου τη δίνει.
- Να πούμε για το βήχα, πως με παράτησε έτσι; είπε η γυναικεία φωνή.
Οι φωνές ερχόντουσαν από παντού. Σε λίγο δεν ξεχώριζε τίποτα, φώναζαν όλο και πιο δυνατά, δεν άκουγαν ούτε τον εαυτό τους.
Ο Άγγελος έστριψε από τη γωνία της Μπενάκη. Ο δρόμος ήταν εντελώς έρημος, μόνο η γριά που είχε συναντήσει το πρωί βρισκόταν στο ίδιο σημείο, όρθια, με τις δύο σακούλες στο χέρι.
Από τις πολυκατοικίες ακουγόταν ένας πνιχτός θόρυβος από ανθρώπινες φωνές.
- Δώσε μου την κάρτα, είπε η γριά.
Ο Άγγελος δε μπορούσε να κουνηθεί, ούτε να στρέψει αλλού το πρόσωπο του. Ήταν αναγκασμένος να κοιτάζει τη γριά στα μάτια.
- Δώσε μου την κάρτα, επανέλαβε η γριά.
- Όχι, είπε ο Άγγελος.
- Αυτός ο δρόμος θα δυστυχήσει εξαιτίας σου, είπε η γριά. Πρέπει να μου δώσεις την κάρτα κι όλα θα γίνουν όπως πριν.
- Θα βήχουν όπως χτες; ρώτησε ο Άγγελος.
- Χάρη στο βήχα βρήκα τις κάρτες, είπε η γριά. Μου λείπει όμως μία. Ακούς τις φωνές; Θα συνεχίσουν να μιλάνε, να λένε δυνατά αυτά που σκέφτονται.
Ο Άγγελος έκανε μια προσπάθεια να το βάλει στα πόδια. Ήταν αδύνατο, τον είχαν καρφώσει στη γωνία Μπενάκη και Καλλιδρομίου.
- Γιατί δεν μπορώ να φύγω; ρώτησε.
- Γιατί δεν θέλεις, απάντησε η γριά.
« Δεν θέλω να φύγω αλλά μ’ ενοχλεί αυτός ο δρόμος », σκέφτηκε ο Άγγελος.
- Ποια είστε; ρώτησε.
- Δώσε μου την κάρτα, επέμεινε η γριά.
- Αν σας τη δώσω, θα κάνετε κάτι που θα σας πω;
- Ό,τι θέλεις, είπε η γριά.
- Θέλω να εξαφανίσετε τις μουριές, είπε ο Άγγελος.
Ο πνιχτός θόρυβος των φωνών έσβησε μονομιάς. Ακουγόντουσαν τώρα οι γνώριμοι ήχοι της πόλης.
Από τη συλλογή Νέες Αθηναϊκές ιστορίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου