Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2008

Γιατί τον είχαμε λησμονήσει…

Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)
(Μέρος πρώτο)


Έχω την αίσθηση πως όσο περνά ο καιρός το όνομα και το έργο του Γιάννη Ρίτσου δεν απαγκιστρώνεται από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος με αποτέλεσμα να μην καταλαμβάνει την θέση εκείνη που του αξίζει. Ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, και σε έναν ορισμένο βαθμό ο Εγγονόπουλος, έχουν ήδη λάβει τη θέση που τους αναλογεί μέσα στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εντούτοις δεν ξέρω κατά πόσον ισχύει το ίδιο και για τον Ρίτσο. Ίσως να φταίει που κατά τη διάρκεια της ζωής του ενόχλησε πολύ. Ίσως να φταίει και η εικόνα που ο ίδιος καλλιέργησε για τον εαυτό του. Ίσως να φταίει που σήμερα, είκοσι σχεδόν χρόνια από το θάνατο του, η πολιτική ποίηση ενοχλεί ακόμη περισσότερο. Αν αποφασίζω να παρουσιάσω εδώ τμηματικά μια μικρή επιλογή από το έργο του το κάνω ως έναν ελάχιστο φόρο τιμής και με την δεδηλωμένη επιθυμία να αναδείξω τα περισσότερα από ένα πρόσωπα ενός ποιητή, στου οποίου το έργο συνυπάρχουν τόσο ποιητικές συνθέσεις εβδομήντα – ή και πλέον – σελίδων όσο και ποιήματα αποτελούμενα από έναν και μοναδικό στίχο. Κατ’ αρχάς οφείλω να διευκρινίσω ότι προσωπικά θεωρώ τον Γιάννη Ρίτσο μαζί με το Γιώργο Σεφέρη τους μεγαλύτερους έλληνες ποιητές του 20ου αιώνα. Βεβαία είναι αμφίβολο το κατά πόσον τέτοιου είδους αφορισμοί έχουν την οποιαδήποτε σημασία. Και για να επιχειρηματολογήσω υπέρ μιας τέτοιας άποψης θα χρειαζόμουν περισσότερο χώρο και χρόνο από όσον διαθέτω. Εντούτοις, από ιστορική άποψη και μόνο, έχω την αίσθηση πως είναι το δικό τους έργο, μαζί με αυτό των Κ. Π. Καβάφη και Κ. Γ. Καρυωτάκη, που σφράγισε ανεξίτηλα την ελληνική ποίηση, επηρέασαν και επηρεάζουν τις εξελίξεις της. Δεν υπάρχει περίπτωση ο δυνητικός ποιητής του πρόσφατου παρελθόντος, του παρόντος – και ενδεχομένως του μέλλοντος – να μην αναμετρηθεί με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο με το έργο τους.
Ο Γιάννης Ρίτσος είχε κατά την διάρκεια της ζωής του την καλή τύχη – ή την ατυχία, αν προτιμάτε – να καταστεί δημοφιλής. Όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις η δημοτικότητα εδράζεται σε λόγους άσχετους από το καλλιτεχνικό δημιούργημα ή τουλάχιστον ελάχιστα εφαπτόμενους μαζί του. Το αποτέλεσμα ήταν η δημόσια προβολή μιας μονάχα συνιστώσας της ποίησης του, αυτής που και ο ίδιος εν πλήρη επίγνωση αποκαλούσε "επικαιρική". Το αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος υπήρξε διπλό: αφενός παρέμειναν στη σκιά οι άλλες πτυχές, κατά πολύ σημαντικότερες, του έργου του και αφετέρου το έργο εκείνο για το οποίο στην εποχή του κατέστη διάσημος στερήθηκε τη δυνατότητα μιας νηφάλιας αποτίμησης και, το κυριότερο, νέων αναγνωστών. Διότι όσο καλοπροαίρετος κι αν είναι ένας νέος αναγνώστης σήμερα είναι αδύνατο να διαβάσει ποιήματα όπως "Ο Επιτάφιος" ή "Η Ρωμιοσύνη" για λόγους άλλους από ιστορικού ενδιαφέροντος. Δεν θέλω να παρεξηγηθώ και να θεωρηθεί πως υποτιμώ τα ποιήματα αυτά, που αναμφίβολα είναι από τα σημαντικότερα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Διατυπώνω μονάχα την κοινή αίσθηση όλων: ο κορεσμός που επέφερε η επαναληπτική επαφή μαζί τους, μακροπρόθεσμα, τα έβλαψε ανεπανόρθωτα ώστε να καταστούν πλέον ανυπόφορα τετριμμένα. Ιδίως για τους ανθρώπους της ηλικίας μου και της γενιάς μου, φέρνουν στο νου υποχρεωτικές θεοδωρακικές ακροάσεις, τα ακούσματα της γενιάς των γονέων μας, που αφού επιτέλεσαν το ιστορικό χρέος τους με το Πολυτεχνείο αρκέστηκαν, σαν τον ήρωα στο «Ψαράκι της γυάλας» του Χάκκα, να αναπολούν με νοσταλγία περασμένα μεγαλεία και να απολαμβάνουν τις επαναστατικές δάφνες τους τα σαββατόβραδα στο σαλόνι με ξηρούς καρπούς, ουίσκι και Coca-Cola… αλλοτριωμένοι με τρόπο τραχύ και πρωτοφανή και με ρυθμούς χιονοστιβάδας…
Στην επιλογή που ακολουθεί θα προσπαθήσω να παρουσιάσω, αναγκαστικά εντελώς επιγραμματικά, λόγω έλλειψης χώρου, περισσότερες από μία από αυτές τις πτυχές του "άγνωστου" Ρίτσου, ελπίζοντας να καταστούν ευδιάκριτες και κυρίως να αναδείξουν το πολυδιάστατο, ή το "πολυφωνικό" αν προτιμάτε – ακόμα και σε πολιτικό επίπεδο –, του δημιουργού τους. Για καθαρά πρακτικούς λόγους είμαι υποχρεωμένος να αποκλείσω από αυτήν την υποτυπώδη ανθολογία τις πολυσέλιδες ποιητικές συνθέσεις (ξεκινώντας από την μεθοδολογική αρχή πως μία ποιητική σύνθεση είναι αδιανόητο να φιλοξενείται σε μιαν ανθολογία αποσπασματικά). Αρκούμαι να αναφέρω τους μονολόγους της Τέταρτης Διάστασης (από τους οποίους θα ξεχώριζα πρωτίστως την Σονάτα του Σεληνόφωτος και τον Φιλοκτήτη, καθώς και τον Αγαμέμνονα, το Χρονικό και τον Ορέστη), καθώς επίσης και τις δύο αριστουργηματικές συνθέσεις της εντελώς όψιμης περιόδου του, Γκραγκάντα (παρενθετικά να πω εδώ πως πιστεύω πως θα ήταν ενδιαφέρουσα ενδεχομένως η απόπειρα μιας συστηματικής παραβολής κάποτε του εν λόγω έργου με την φελινική μυθολογία και εικονοπλασία) και Τερατώδες Αριστούργημα.



Το νόημα της απλότητας


Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι, για να με βρείτε·

αν δε με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα,

θ’ αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου,

θα σμίξουν τα χνάρια των χεριών μας.


Το αυγουστιάτικο φεγγάρι γυαλίζει στην κουζίνα

σα γανωμένο τεντζέρι (γι αυτό που σας λέω γίνεται έτσι)

φωτίζει τ’ άδειο σπίτι και τη γονατισμένη σιωπή του σπιτιού –

πάντα η σιωπή μένει γονατισμένη.


Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος

για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη,

και τότε είναι μια λέξη αληθινή, σαν επιμένει στη συνάντηση.


Ιπποδρόμιο


Νυχτερινό ιπποδρόμιο, τα φώτα, η μουσική,

τ’ αστραφτερά αυτοκίνητα σ’ όλο το μάκρος της λεωφόρου.

Όταν σβήνουν τα φώτα στη συνοικία,

όταν κι η τελευταία νότα πέφτει σαν ξερό φύλλο,

η πρόσοψη του ιπποδρομίου γίνεται

σαν πελώρια βγαλμένη μασέλλα. Τότε

τα χάλκινα όργανα κοιμούνται στις θήκες τους,

πάνω απ’ την πολιτεία ακούγεται η κραυγή των ζώων,

η τίγρις μέσα στο κλουβί της προσηλώνεται στον ίσκιο της,

ο θηριοδαμαστής βγάζει τη στολή του και καπνίζει το τσιγάρο του.


Κι η συνοικία στιγμές - στιγμές φωτίζεται

καθώς αστράφτουν τα μάτια των λιονταριών πίσω απ’ τα κάγκελα.


Μικρογραφία


Η γυναίκα σηκώθηκε μπροστά στο τραπέζι. Τα λυπημένα της

χέρια

κόβουν λεπτές φέτες λεμόνι για το τσάι

σαν κίτρινους τροχούς για ένα πολύ μικρό αμαξάκι

παιδιάστικου παραμυθιού. Ο νεαρός αξιωματικός αντίκρυ της

χωμένος στην παλιά πολυθρόνα. Δεν την κοιτάει.

Ανάβει το τσιγάρο του. Το χέρι του με το σπίρτο τρέμει

φωτίζοντας το τρυφερό πηγούνι του και το χεράκι του φλιτζανιού.

Το ρολόι

κρατάει μια στιγμή το καρδιοχτύπι του. Κάτι έχει αναβληθεί.

Η στιγμή πέρασε. Είναι αργά. Να πιούμε το τσάι μας.

Μπορεί λοιπόν να ‘ρθει ένας θάνατος μ’ ένα τέτοιο αμαξάκι;

Να περάσει και να φύγει; Ν’ απομείνει μονάχα

ετούτο το αμαξάκι με τις κίτρινες ροδίτσες του λεμονιού

σταματημένο τόσα χρόνια σε μια πάροδο με σβηστούς φανοστάτες

κι ύστερα ένα μικρό τραγούδι, λίγος αχνός, κι ύστερα τίποτα;

(Παρενθέσεις, 1946 – 1947)


2 Δεκεμβρίου


Ο ουρανός είναι μια τρύπα.

Δεν χωράμε.


4 Δεκεμβρίου


Πρόβατο, πρόβατο της παγωνιάς

μικρό ποίημα

πιάσε με απ’ το χέρι.

Η αυγή έχει τ’ αγκάθι της

και το σκαμνί της.

Ως το βράδυ ας πιστέψουμε.


15 Ιανουαρίου


Πολιορκώ το μαύρο σημάδι βήμα βήμα

διπλασιάζω το πράσινο ενός φύλλου

πολλαπλασιάζω μιαν αίσθηση ησυχίας

χρησιμοποιώ μεταφορές, μεταφέρω

άλλοτε αλλού πουθενά.

Άξαφνα νιώθω να βρίσκομαι

Πολιορκημένος από το μαύρο σημάδι.

(Ημερολόγια εξορίας, 1948-1949)


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Κατι σαν σχολιο ¨


Τα καλοκαιρια η μητερα μου μας ετρεχε παντα στην Ικαρια, εμενα την αδελφη μου και τη γιαγια μου. Πριν συμπληρωσω τα δεκα πρωτα χρονια μου ειχα παει τουλαχιστον τεσερρα χρονια στο νησι του Β.Α Αιγαιου. Ηταν ο κοσμος οικειος, παρεες γνωστες , παιχνιδι ολη μερα και στα καφενεια το βραδυ να προσπαθω να μαθω σκακι απο τον πολυ μεγαλυτερο μου Μαριο που νικουσε ολους στο μικρο καφενειο. Τα μυστικα μερη και μονοπατια που ανακαλυπταμε, τα γυαλινα μπουκαλια αναψυκτικων τα οποια παραγεμιζαμε με ‘μπιρμπιλονια’ και επειτα τα κρυβαμε για τον επερχομενο μεγαλο πολεμο με τα κοριτσια, οι μικρες αποθηκουλες καφενειων τις οποιες και ελαφρυναμε απο αναψυκτικα και φυσικα το τρελλο τρεξιμο , που μοιαζει να μη σταματουσε ποτε συγκροτουσαν ολα εκεινα τα στοιχεια που με ενθαρρυναν να υποφερω το μεγαλο ταξιδι με τα σαπιοκαραβα της εποχης (prior 1990s)
Το βραδυ δειπνουσαμε ολοι μαζι, Συνηθως σε ταβερνα που σερβιραν ψαρια , λογος επαρκης για να αντιπαθω τη μητερα μου , αλλοτε πιο σπανια σε ενα εστιατοριο που λατρευα και ειχε ιταλικη κουζινα αλλα και αμερικανικα απιστευτα hamburger. Το εστιατοριο μαζευε παντα πολυ κοσμο, και δεν θα ηταν υπερβολη αν προσθετα οτι ηταν παντα γεματο. Εκτος απο μια καρεκλα που ηταν παντα κενη. Ακομη και αν καθονταν στο τραπεζι το συγκεκριμενο, κανεις δεν καθοταν στην καρεκλα εκεινη. Αναριωτομουν το γιατι. Ειναι βρωμικη σκεφτομουν η απλα για καποιο λογο εχουν απαγορεψει να καθονται σε εκεινη την καρεκλα και προσπαθουσα να μαντεψω το λογο πισω απο μια τετοια απαγορευση. Ενα απο τα επομενα βραδια δεν συγκρατηθηκα και πλησιασα εκεινη την καρεκλα και δεν παρατηρησα τιποτα περιεργο. Αλλα οταν σταθηκα πολυ κοντα στην καρεκλα ειδα να αναγραφεται ενα ονομα στη ραχη της γραμμενο με μαρκαδορο κοκκινο. Ηταν εκεινου.

Αργοτερα και γυρω στα 15 ηρθα παλι σε επαφη μαζι του και δεν ξερω αν υπευθυνη ειναι εκεινη η καρεκλα. Το τραγουδι για την αδελφη του ΛΟΥΛΑ ηταν το πρωτο του εργο που διαβασα. Ιδεες οπως η θλιψη, η απωλεια, η αιωνιοτητα αρχισαν να γινονται συγκεκριμενα μορφωματα στο κεφαλι μου. Ασυναισθητα ακομα νιωθω την επιρροη του.

“Στην Αδελφη μου ΛΟΥΛΑ

Στους τρικυμισμενους καθρεφτες
Των λυγμων
Θραυεται το ηρεμο προσωπο
Της αιωνιοτητας
Κι ομως ακομη ακουμε εντος μας
Το φλοισβισμα της ηρεμιας. “

Γ.Ρ.