Τρίτη 6 Μαΐου 2008

Μυρτιώτισσα (1885 – 1968)


Voluptas


Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ.
Μες απ’ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου
απ’ τη ματιά κι από τα δάχτυλά μου
της Ηδονής πετιέται το στοιχειό.
Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ.

Με ρόδα ευωδιασμένο έχω το στρώμα
κι απάνω του -μεθυστικό πιοτό-
χυμένο το αλαβάστρινό μου σώμα.

Όμως αγάπη μη γυρεύετε από μένα,
δε θα με ιδείτε εμπρός σας να λυγίσω
και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα.

Μέσα μου άγριες νιώθω επιθυμίες,
και τις ερωτεμένες σας καρδιές
πως θα ’θέλα να μπόρεια να μασήσω
μες στα λευκά μου δόντια, τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά
και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!

Δάκρυα δε θέλω. δε ζητώ
παρά φωτιά για τη φωτιά μου
τα σαρκικά φιλιά μου
στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί.

Ω! τι με νοιάζει τότες κι αν κοπεί
το νήμα από της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,
αφού θα νιώθω πως θα σκορπιστεί
από ηδονή το είναι μου σε στάχτη.


Γλυκιά Ερανώ


- Γλυκιά Ερανώ, τα χάδια μου τ’ αρνήθηκες,
και τόσες άλλες μάταια σε ποθούνε.
Στ’ αντρίκια τ’ αγκαλιάσματα μη γύρισες;
Οι φιλενάδες σου έχουν να το πούνε.
Ποιος τάχα να σε χαίρετ’ αγαπητικιά;
πες μου, Ερανώ. Γιατί σε είδα ψες αργά
σ’ απόκρυφο περβόλι, μοναχή
ν’ αποτραβιέσαι.
- Μην πλανιέσαι,
κι έλα, ω Ξανθώ, σιμά μου, να σου πω
κάτι παράξενο. μα κράτα το για σένα.
Αγάπησα και χαίρουμαι την ίδια εμένα!
Σαν ξαφνιασμένο ελάφι με κοιτάς,
μα άκουσε, συ που ξέρεις ν’ αγαπάς
μόνο τους άλλους, άκουσε να δεις!

Μέσα στην κάψα του μεσημεριού,
ξαπλώθηκα μια μέρα καταγής
γυμνή, στο βάθος τους περιβολιού.
Ένα λεπτό κλωνάρι λουλουδιού
μου χάιδευε τα στήθια. χλιαρό
του ρυακιού το διάφανο νερό
μου ξέπλενε τα πόδια. απ’ τα κλαριά
της φουντωτής μηλιάς τ’ αηδόνι
με γλυκοτρέμουλη άρχισε φωνή
να τραγουδεί τον Έρωτα και να με λιώνει…

Κι ως μου ’σφιγγε τα στήθια η Ηδονή,
ο νους μου γύριζε στα περασμένα
κι αναθυμιόταν έναν ένα
τους νιους, που χάρηκαν στην αγκαλιά μου
τα φλογερά φιλιά και τη δροσιά μου,
κι αναθυμότανε τις κόρες
που ερχόντανε σε με στεφανοφόρες
και βύζαιναν της ηδονής το γάλα.
Δυο γέρικα πλατάνια τρισμεγάλα
με δρόσισαν με τα πλατιά τους φύλλα,
τριγύρω μου των λουλουδιών τα μύρα
σαν καταιγίδα επέφτανε. Διψούσα
για μιαν καινούργιαν ηδονή. Βογκούσα
απ’ την που μ’ είχε ζώσει ανατριχίλα.

Τότε, Ξανθώ, χωρίς να καλονιώθω
τι κάνω, φρενιασμένη από τον πόθο,
καθώς τυλίγει ο κύκνος το λαιμό
κάτω απ’ το μαλακό φτερό
και σ’ όνειρα βυθίζεται γλυκά,
έτσι διπλώθηκα κι εγώ
γύρω απ’ τον ίδιο μου εαυτό,
κι απόλαψα -ω, τρανή χαρά!-
την ίδια μου την ομορφιά.


Θέλω να ξέρεις


Θέλω να ξέρεις πως δεν έσβησε,
μέσα μου η πύρινη ματιά σου
κι αυτά τα χρόνια που δε μ’ έβλεπες,
εγώ τα πέρναγα σιμά σου.

Θέλω να ξέρεις πως το χέρι σου
στη μοναξιά μου μ’ οδηγούσε,
θέλω να ξέρεις πως η σκέψη σου
τα ονείρατά μου κυβερνούσε.

Κι όταν ο άγριος πόνος μ’ έπνιγεν
εσέναν έκραζα βοήθεια,
και συ ερχόσουν, ω! τα λόγια σου
τι δροσολόγημα στα στήθια!

Θέλω να ξέρεις κι ότι πέρασα
πολλές νυχτιές μαζί μ’ εσένα,
ενώ η βροχή κυλούσε πένθιμα
κι ήσαν τα πάντα ησυχασμένα.

Κι εκεί σου ξεμυστηρευόμουνα
τα πάθια μου, τα μυστικά μου,
σου ’δειχνα την ψυχή μου ολόγυμνη,
σου ’λεγα: “Λαχταρά η καρδιά μου

να μπει μες στο κρυφό, βαθύσκιωτο
της θείας καρδιάς σου περιβόλι”.
Κι εσύ τη δέχοσουν, της έδινες
ξεκούρασμα κι αραξοβόλι!

Κι όπου κι αν βρέθηκα, μονάχη μου
ή μες στο βούισμα του κόσμου,
ήσουν εσύ παντού και πάντοτε
ο μυστικός ο σύντροφός μου.

Θέλω να ξέρεις πως θα φλέγεται
πάντοτε μέσα μου η ματιά σου
και όλα τα χρόνια που μου μέλλονται
εγώ θενά τα ζω κοντά σου!

Κι όταν ο Χάρος, που λαχτάρισμα
τέτοιο μας έδωσε μια μέρα,
τέλος, κινήσει κι έρθει να με βρει,
προτού μ’ αυτόνε φύγω πέρα,

θέλω να ξέρεις πως μ’ εσένανε
τα στερνά λόγια θα μιλήσω,
κι αργά μ’ εσέ, για κάποιο ανέβασμα
σε κάποιο Βράχο θα κινήσω.


Από τη συλλογή Κίτρινες Φλόγες (1925).

Δεν υπάρχουν σχόλια: