Τρίτη 13 Μαΐου 2008

Μαίρη Αλεξοπούλου


Henri De Toulouse-Lautrec (1864-1901), Femme seule


Αρχή


Έρχεσαι και με παίρνεις

χωρίς βράγχια

κορμί που λάμπει πλάι στο κύμα.


Κι εγώ

τινάζω μακριά

το σάγμα


φοράω

φόρεμα μακρύ λευκό

γελάς


με κάθε βότσαλο σου

με ανοίγεις

με κουβαλάς


επίτοκη

σε όμορα κρεβάτια νυχτός επάνω

κάνεις τα όλα θερινά


εσύ


με το βήμα του νερού

σαγήνευε με αέναα

κάθε που ο ήλιος ρόδακας

διαθλάται στη σχισμή σου.


Ρωγμή


Άλαλη

η φύση ξαγρυπνά

σ’ ακούει

μ’ ακούει


πώς να μυρίζουν τώρα οι ευχές;


τα σώματα μας

ενωμένα

το ένα πάνω στ’ άλλο


τα σώματα μας

ενωμένα

το ένα πλάι στ’ άλλο


τα σώματα μας

ενωμένα

το ένα μακριά από τ’ άλλο


θα μας ακούσουν


τρίζουνε τα σεντόνια μας

το χώμα ουρλιάζει ένα πνίξιμο


η σιωπή


δροσοσταλίδα γλυκερή

στο στόμα

σπέρμα


μια γέννα

μια αρχή


έρχομαι.


Ερίνα


Ορμή λυγάει υγρά βουνά


Κουρνιάζει ο αγαπημένος


Λαμπαδιασμένα σύννεφα

Ορίζοντες φιδίσιοι

τρώει η κόρη μου

ψωμί

ψέλνει στα δάκτυλα του


«να μελετάς τα φύκια σου

να γέρνεις στα κοράλλια»


τζιτζίκι στόμα της ελιάς

μουσών αρχαίων λόγια

ανθέων ακατάπαυστα.


Φύλλο πνοής ανάσα.


Σε διακλαδώσεις ήρεμες λάμπει

θαρρείς

εκείνος

μια ακτίνα κίτρινη


η κόρη μου η Ερίνα


σκαλίζει κάθε βότσαλο

στίχους γυμνούς

χορτάτους.


Αίμα.


Κοίτα!

Κι η κόρη μου ποθεί

μπουμπούκια

να της τάξεις.




Η Μαίρη Αλεξοπούλου γεννήθηκε το 1974 στην Καλαμάτα. Σπούδασε στην Αθήνα Πληροφορική και Αγγλική φιλολογία. Τα παραπάνω ποιήματα προέρχονται από την πρώτη ποιητική συλλογή της Ερώμαι (2005).

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Oρμώμενος από ποιητική βραδιά που παρακολούθησα προσφάτως, θα ήθελα να σημειώσω: μακάρια η λεκτική ελευθερία και το καλώς εννοούμενο θράσος, μακάρια και απαραίτητα, όμως ας σταθούμε στο περιεχόμενο. Kάποια αισθαντικότητα δεν είναι αρκετή για να μεταφέρουμε την αίσθηση, και ενίοτε είναι αποτρεπτική, βραχυκυκλώνει και εμποδίζει. Στην τέχνη, προτιμότερη η λαγνεία στον λόγο παρά στην παρουσία. Στη ζωή, αντιστρόφως. Aς μην συγχέονται, ή αν αυτό συμβαίνει να μην νομίζουμε πως κάναμε κάτι περισσότερο από μια καταχώρηση στο ημερολόγιο μας. Tα ποιήματα εδώ διαφέρουν, και μάλιστα είναι προγενέστερα αυτών που σχολιάζω. Γεγονός, ίσως ανησυχητικό.

Mατθαίος K.

Le grand écrivain είπε...

Αγαπητέ, Ματθαίο Κ. νομίζω πως κατανοώ απόλυτα αυτό που επιχειρείτε να εκφράσετε. Θα προσπαθήσω να πάρω τα πράγματα απ’ την αρχή.
Φαντάζομαι κατ’ αρχάς πως αναφέρεστε στην πρόσφατη εκδήλωση του Βακχικόν στο Ash in Art, όπου θα είχατε την δυνατότητα να ακούσετε και ποιήματα της Μαίρης Αλεξοπούλου μεταξύ άλλων. Δεν είχα την δυνατότητα να παρευρεθώ, απών όντας απ’ την Ελλάδα, αλλά κρίνοντας από τα διάσπαρτα δείγματα γραφής της (στο Ποιείν ή στο Βακχικόν) που έχουν προσφάτως υποπέσει στην αντίληψη μου, κατανοώ τις επιφυλάξεις σας. Το ζήτημα όμως έγκειται στο εξής γεγονός: έχοντας την τιμή να διαβάσω την επόμενη συλλογή της Αλεξοπούλου που μέλλεται να κυκλοφορήσει προσεχώς, αποκόμισα την εντύπωση ενός έργου που δομείται ως μια ενιαία σύνθεση πάνω στην τεχνική του κολάζ. Αναπόφευκτα, λοιπόν, απομονώνοντας κάποια ποιήματα και αποσπώντας τα από την οργανική τους θέση, όπου και αποκτούν το πραγματικό τους νόημα, το επί μέρους φαίνεται να υστερεί. Αλλά ανεξάρτητα από αυτό, το ζήτημα που φαίνεται να επιθυμεί να θέσει η καινούργια συλλογή της Αλεξοπούλου είναι ηθικό – με τη βαθύτερη σημασία του όρου – και όχι αισθητικό. Εξηγούμαι: διαβάζοντας την συλλογή είχα την εντύπωση πως η Αλεξοπούλου προσπαθεί να προβεί σε μία υπέρβαση της τέχνης εξομοιώνοντας την με την ίδια της τη ζωή. Το εκβιασμένο ζητούμενο από αυτόν τον ηθικό προβληματισμό είναι η άρθρωση του λόγου σε ένα συνειδητά ‘από-αισθητικοποιημένο’ επίπεδο. Κι αν καταφέρνει, έστω και παρά τρίχα (διότι πρόκειται για πείραμα κατά τη γνώμη μου, και ως τέτοιο θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί, οπότε θα πρέπει να περιμένουμε την εξέλιξη του) να γλιτώσει την κατηγορία του μεταμοντέρνου, όπου η φόρμα επικαλύπτει ένα ανύπαρκτο περιεχόμενο, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το νόημα του έργου από άποψη περιεχομένου είναι ακριβώς η απουσία νοήματος. Ο κόσμος, όπως αυτός εμμέσως αντικατοπτρίζεται μέσα από την ποίηση της Αλεξοπούλου, είναι ένας κόσμος όπου ο άνθρωπος έχει χάσει κάθε νόημα ύπαρξης, το διαβόητο αυτό raison d’être, και όπου ακόμα κι ο έρωτας έχει μετατραπεί σε μία μηχανική διαδικασία για να σκοτώσεις την αστική σου πλήξη. Αυτά βέβαια δεν τα λέω εν είδει ποιητικής απολογίας. Τα καταθέτω απλώς ως παρατήρηση. Είναι γεγονός ότι κι εγώ προτιμώ την κατεύθυνση που φάνηκε να δίνει στην ποίηση της στα τρία αυτά ποιήματα που ανάρτησα (καθώς και σε δύο τρία άλλα που δεν χωρούσαν), αλλά τελικά ο έκαστος δημιουργός είναι που παίρνει την απόφαση για το ποια σημεία της ποιητικής του θα εξελίξει και όχι ο αναγνώστης (άλλωστε κι αυτό δεν είναι ένα από τα χρέη του καλλιτέχνη, να θραύει τον όποιο ορίζοντα προσδοκίας του κοινού;). Από κει και πέρα το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι είτε να την αποδεχτείς είτε να την απορρίψεις (εννοώ την ποιητική του). Μέση λύση δεν υπάρχει.
Αλλά μιας και μιλάμε για αισθητική, ας μου επιτραπεί να προσθέσω δυο-τρία πράγματα ακόμα. Υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου, μόνο δυο βασικοί τρόποι για να αισθητικοποιήσεις την αισθαντικότητα σου, να κάνεις δηλαδή τέχνη. Ο ένας είναι να θέσεις την τέχνη σου υπεράνω της ζωής σου, να την καταστήσεις ένα είδος προέκτασης της, μία εναλλακτική ύπαρξη, ένα αυτόνομο εναλλακτικό σύμπαν που να λειτουργεί από μόνο του ερμητικό, κλειστό και ολοκληρωμένο. Στα χωράφια της λογοτεχνίας κάτι σαν αυτό που κατορθώνουν να κάνουν δηλαδή ένας Γονατάς ή ένας Σαχτούρης. Για να πάρεις όμως αυτόν το δρόμο πρέπει να διαθέτεις μια πελώρια αισθαντικότητα (για να μη χρησιμοποιήσω την λέξη ταλέντο καθώς αδυνατώ να καταλάβω το νόημα μιας λέξης που δεν μπορώ να την ορίσω) για να μπορέσεις να αποφύγεις τον κίνδυνο να καταντήσει η ποίηση σου φιλολογία. Και στην γενιά μας υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος, που από όσο έχει υποπέσει στην αντίληψη μου, έχει κατορθώσει να το κάνει, κι αυτό όχι στα ήδη δημοσιευμένα του έργα, αλλά στην προς δημοσίευση συλλογή του. Αναφέρομαι στον Μιχάλη Παπαντωνόπουλο. Οι υπόλοιποι, τουλάχιστον όσοι έχουν ένα διακριτό όραμα, παίρνουν τον δεύτερο, και μάλλον ευκολότερο δρόμο, να καταστήσουν δηλαδή τη ζωή και τη δημιουργία τους τη μία και μοναδική στιγμή, τη μία και μοναδική δυνατότητα μέσω της ακαριαίας σύμπτωσης των δύο άκρων. Ο Καρυωτάκης τα κατάφερε. Αλλά δεν είναι όλοι Καρυωτάκηδες. Άλλοι τα καταφέρνουν άλλοι όχι. Ο χρόνος θα δείξει μόνο τι θα μείνει. Φυσικά, όσοι είναι ικανοί να διαγνώσουν εγκαίρως το παραπάνω δίλημμα, φτάνουν στο οριακό σημείο μέσα στα όρια της δημιουργίας τους που θα πρέπει να αποφανθούν ποιο δρόμο θα πάρουν. Κι αυτό πλέον σχετίζεται με το τι επιδιώκει να πετύχει ο καθένας μέσω της τέχνης του. Διότι ο πρώτος δρόμος, ο οποίος αισθητικά λειτουργεί σε απλησίαστα υψηλά επίπεδα, κινδυνεύει να περιθωριοποιηθεί και να καταστεί τελικά ‘ανενεργός’, καθώς ο ορίζοντας προσδοκίας του δημιουργού δεν πρόκειται ποτέ να συναντηθεί με αυτόν του αναγνώστη, στα πλαίσια τουλάχιστον της μίας και μοναδικής βιολογικής ύπαρξης του καλλιτέχνη. Τι επίδραση όμως θέλουμε να ασκεί η δημιουργία μας; Θέλουμε καταρχήν να ασκεί, και σε ποιο επίπεδο, κάποια επίδραση; Ο δεύτερος δρόμος, αισθητικά λιγότερο εκλεπτυσμένος ίσως, αλλά με το προσόν της αμεσότητας (τουλάχιστον όταν αυτή είναι ειλικρινής), θα μπορούσε να ‘εκβιάσει’ αυτήν την άμεση επίδραση, χωρίς βέβαια αυτή να είναι καθόλου δεδομένη. Τελικά, τόσο στην μία όσο και στην άλλη περίπτωση, δεν μπορείς να αποκλείσεις το ενδεχόμενο, να καταλήξεις τελικά να επικοινωνείς πραγματικά μέσω της τέχνης σου με πέντε ανθρώπους όλους κι όλους… Είναι κι αυτό ένα κέρδος φαντάζομαι… Ταυτόχρονα όμως είναι και μια παθογένεια… Όσο η υπάρχουσα κοινωνικό-οικονομική δόμηση θα επιμένει να κρατά διακριτά και ερμητικά διαχωρισμένες τη ζωή και την τέχνη, αποσπασματικοποιώντας την πρώτη και περιθωριοποιώντας την δεύτερη, η τελευταία δεν θα πάψει ποτέ να λειτουργεί ως το υποκατάστατο ενός παθολογικά ελλιπούς και ανολοκλήρωτου βίου…