Αναμονή
Σκουπίζει ξυπόλητος το ξύλινο πάτωμα. Μπορεί και να έρθει. Μαζεύει τις τρίχες σ’ ένα φαράσι. Είναι απίστευτο πόσο μαδάει ο άνθρωπος. Αν είναι να 'ρθει περπατάει πάντα ξυπόλητη στο ξύλινο πάτωμα. Ακίδες τρυπούνε τα πέλματα της. Δεν βάζει μυαλό. Θυμάται τα πόδια της. Λατρεύει τα δάκτυλα της. Μπορεί και να έρθει. Δεν χάνει τίποτα καλού κακού να σκουπίσει. Κάθεται στο τραπέζι μπροστά στον υπολογιστή ακούγοντας μουσική. Ανάβει ένα τσιγάρο. Κι άλλη φορά είχε έρθει απροειδοποίητα. Αποφασίζει να περιμένει. Οι ώρες περνάνε αργά, βαριά τα τσιγάρα, άδειο στομάχι κι ένα στόμα σκατά. Πως θα τη φιλήσει αν έρθει με τέτοιο στόμα; Πλένει τα δόντια του. Σιγά μην έρθει! Εγώ είμαι μαλάκας που κάθομαι και την περιμένω. Η μόνη φορά που ήρθε απρόσκλητη ήταν για να μου πει να χωρίσουμε. Άσχετα αν μετά τα βρήκαμε πάλι. Μετά τ’ αμοιβαία κλάματα, γέλια. Καθισμένοι στο κρεβάτι να τρώμε μαλακίες απ’ τα Mac Donalds, να πίνουμε Coca – Cola, να γελάμε. Να κάνουμε έρωτα, να πίνουμε ένα τσιγάρο, να γελάμε, να κάνουμε έρωτα. Κι όμως περνάμε καλά όταν είμαστε μαζί. Ο τοίχος έχει μαδήσει. Είναι η υγρασία. Σιγά μην μείνω και του χρόνου σ’ αυτό το κωλόσπιτο. Με το που θα μπει το καλοκαίρι αρχίζω το ψάξιμο. Δεν θα 'ρθει. Κι όμως περνάμε καλά μαζί. Λατρεύει να της κάνει έρωτα. Λατρεύει τον τρόπο της. Εκείνος της μιλάει ελληνικά. Εκείνη του μιλά γαλλικά. Του αρέσει ν’ ακούει τη φωνή της όσο είναι μέσα της. Μετά αλλάζουν ρόλους. Εκείνος της μιλά γαλλικά. Εκείνη επαναλαμβάνει στα ελληνικά τις λίγες φράσεις στα ελληνικά που της έμαθε. Του λέει ότι η φωνή του είναι διαφορετική όταν μιλάει τη γλώσσα του. Της λέει πως είναι ιδέα της. Επειδή δεν ξέρει ελληνικά. Όχι, λέει εκείνη κι επιμένει. Της θυμίζει λέει το κυμάτισμα της θάλασσας Αύγουστο. Μια φορά της διάβασε ποιήματα του στα ελληνικά. Όταν τελείωσε σήκωσε τα μάτια και την είδε να κλαίει. Και μέσα στα δάκρυα έμοιαζε ευτυχισμένη. Χαμογέλασε. Πήγε κοντά της την αγκάλιασε τρυφερά και κάνανε έρωτα κλαίγοντας. Μετά καπνίζουνε και γελάνε. Ξανακάνουνε έρωτα κι όταν κουραστούνε κοιμούνται. Συνήθως μέχρι το μεσημέρι. Δεν το μπορεί το φως το πρωί. Αυτό μ’ ενοχλεί κάπως γιατί πρέπει να κατεβάζω μέχρι τέρμα τα στόρια και το πρωί δεν μπορώ να ξυπνήσω. Γίνεσαι αστείος. Ξαναθυμάται το γέλιο της. Κι όμως δεν ζητάω πολλά. Έναν άνθρωπο δίπλα του να μοιράζεται τα τεράστια αποθέματα της αγάπης του. Έναν άνθρωπο δίπλα του να του αφιερώνει τις ώρες του. Αυτό το λίγο. Απλά πράματα, καθημερινά. Η ιντελιγκέντσια στο χώρο τον βρίζει κομφορμιστή. Στ’ αρχίδια μου. Σάμπως καταλαβαίνουνε τίποτα οι υδροκέφαλοι; Επαγγελματίες επαναστάτες. Αν αλλάξει ποτέ με τους όρους τους η κοινωνία, η καινούργια θα είναι και πάλι σκατά. Και στην Επανάσταση, πρώτα ο Θεός με το καλό, ο καθένας το μαγαζάκι του. Τόσα χρόνια ψηθήκαν στην προστασία των όρων που πρώτοι ο καθένας καθιερώσαν. Και δεν τα παρατάς έτσι τα κεκτημένα. Ένα ένα θα τα μαζεύουν τα κουνέλια στη μάντρα. Ίσως τελικά να μην έκανε καθόλου για την πολιτική. Παρόλα αυτά το προσπαθούσε φιλότιμα. Σηκώθηκε κι έκλεισε το παράθυρο. Κάνει ψύχρα σήμερα. Νύχτωσε. Δεν θα 'ρθει.