Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007

Ανταποκρίσεις απ’ το Παρίσι




Για το ξεχού







Το πρόβλημα του ήταν ότι δεν μπορούσε να συγκροτήσει τη σκέψη του. Περνούσε από το ένα θέμα στο άλλο ολότελα άναρχα. Μες το κεφάλι του συνωστίζονταν χιλιάδες φωνές. Το πρόβλημα του γινόταν ακόμα μεγαλύτερο καθώς ο ήρωας μας ήτανε συγγραφέας ή τουλάχιστον το έπαιζε συγγραφέας, ή εν πάσει περιπτώσει για να μην τον κακολογούμε πολύ θα ήθελε πολύ να ήτανε ή έστω να γίνει κάποια ωραία πρωία ως εκ θαύματος συγγραφέας. Καθόταν λοιπόν με τις ώρες μουτζουρώνοντας ανυποψίαστα και για αυτό ωραία αθώα χαρτιά γράφοντας όλο κάτι δακρύβρεχτες μαλακίες για ανεκπλήρωτους έρωτες και πεθαμένες αγάπες, αναμνήσεις κι αδιέξοδα, κι όλο να γυροφέρνουν μες τις γραμμές κάτι ανθρωπάκια μίζερα, δυστυχισμένα, παράλυτα γεμάτα φοβίες και κόμπλεξ. Και που να βάλεις μια τάξη σ’ όλο τούτο το βαθυστόχαστο υλικό. Όλο ξεπεταγόνταν από παντού κάτι ξεκάρφωτα αγάλματα, κάτι γοργόνες, μια εμμονή με κλόουν, θηρία και τσίρκα και όλο κάτι τέτοια βαθιά πράματα, φιλοσοφικά, υποβλητικά συμβολικά. Καρφωμένος απ’ το πρωί μπροστά στον υπολογιστή και να μην έχει βγει μια σελίδα σωστή. Άναψε ένα τσιγάρο μετά κι άλλο ένα. Σήκωσε τα χέρια τσαντισμένος μέσα στον καύσωνα και έβγαλε την φανέλα του. Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο και είδε μες την κοχλάζουσα παριζιάνικη ζέστη τον ατσάλινο πύργο του Eiffel να λιώνει και να γέρνει. Τι σκαρφίστηκαν πάλι οι πούστηδες για να διασκεδάσουνε τους τουρίστες! ψιθύρισε. Έβαλε τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι. Στο μεταξύ ο ξεχαρβαλωμένος ανεμιστήρας ανέμιζε ιδρωμένες τις τρίχες απ’ τις μασχάλες και το γυμνό στέρνο του. Εκείνη την ώρα ήταν σχεδόν ερωτικός. Η τεχνητή ανεμοθύελλα που σήκωνε ο ανεμιστήρας ξερίζωσε κάποιες τρίχες αδυνατισμένες και τις μετέφερε στα δίχτυα της αράχνης που τόση ώρα προσπαθούσε να σκαρώσει έναν αυτοσχέδιο ιστό κρεμασμένη απ’ το παράθυρο χωρίς μεγάλη επιτυχία καθώς ο μαλάκας ο ανεμιστήρας επέμενε να της την χαλάει. Οι τρίχες προσγειώθηκαν στην αγκαλιά της και φαίνεται της ήρθαν λουκούμι. Με τόσο πρόσθετο υλικό κάτι μπορεί και να γίνει. Ο ήρωας μας έπαψε τις σοβαρές ασχολίες του και αφοσιώθηκε στις δραστηριότητες της αράχνης. Έφτιαχνε ένα πράμα στραπατσαρισμένο που του θύμισε έντονα την μηλόπιτα που έφτιαχν’ η μάνα του. Ποτέ δεν την πήγε αυτήν την μηλόπιτα. Κι όταν ρωτούσε την μάνα του γιατί ρε μάνα την φτιάχνεις αυτήν τη μαλακία; εκείνη του απαντούσε γιατί αρέσει στον αδερφό σου. Στον αδερφό μου πάλι δεν αρέσει το τσιζ κέικ. Κι όταν ρωτούσε τη μάνα μας γιατί ρε μάνα την φτιάχνεις αυτήν τη μαλακία; εκείνη απαντούσε γιατί αρέσει στον αδερφό σου. Συνήθως βέβαια εκείνος που έπαιρνε τον μπούλο ήταν παραδοσιακά ο πατέρας που μισούσε τόσο το τσιζ κέικ όσο και την μηλόπιτα. Κι όταν ρωτούσε τη γυναίκα του γιατί ρε γυναίκα τις φτιάχνεις αυτές τις μαλακίες; εκείνη απαντούσε γιατί αρέσει στα παιδιά. Τελικά επειδή τα παιδιά δεν τρώγαν στο τέλος ούτε τη μηλόπιτα ούτε το τσιζ κέικ κατέληγε να τα μασαμπουκώνει, να μη τα πετάξουμε!, με το ζόρι εκείνος. Κάποια στιγμή όπως ήταν αναμενόμενο την βαρέθηκε τη κωλοαράχνη. Φύσηξε και κατεδαφίστηκε μαζί με τον ιστό στα κεραμίδια. Μια ζωή στα σκουπίδια. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε απειλητικά στο ψυγείο. Άνοιξε αποφασιστικά την πόρτα και άρπαξε απ’ το λαιμό μια μπουκάλα πορτοκαλάδα ληγμένη. Έχυσε το περιεχόμενο σ’ ένα πλαστικό ποτηράκι, ξέρεις απ’ αυτά τα βολικά που τα χρησιμοποιείς μια φορά και μετά τα πετάς όχι σαν τα άλλα τα μαλακισμένα τα γυάλινα που πρέπει να τα πλένεις μετά κι αν τα παρατήσεις μέρες στον νεροχύτη άπλυτα σκυλοβρωμάνε και σε συνδυασμό με την ποδαρίλα που βρωμάει καλοκαιριάτικα το Παρίσι δεν σ’ αφήνουν την νύχτα να κοιμηθείς. Είναι μάλιστα μια στάση στη Mabillion που κάθε φορά που περνάω από κει με το μετρό βρωμάει την μπόχα που κάνουν τα πόδια μου μόλις βγάζω τις κάλτσες μου. Έτσι κάθε φορά που περνάω από κει δεν μπορώ να συγκρατήσω την ίδια πάντοτε παράξενη σκέψη πως όλο το Παρίσι μαζεύει και πετά τις κάλτσες του εκεί. Σε κάθε περίπτωση το χειρότερο με τα γυάλινα ποτήρια είναι όταν έχεις ξεχάσει μέσα καφέ για πολύ καιρό οπότε φυτρώνουνε μανιτάρια. Δηλαδή στην αρχή, μετά τον πρώτο μήνα, υπάρχουν μόνο κάτι αδιάφοροι μύκητες αλλά άμα τ’ αφήσεις για πολύ πολύ καιρό άπλυτα τότε αρχίζουν και φυτρώνουν κάτι περίεργα φυτά που υποθέτω πως δεν είν’ άλλα απ’ τα περίφημα μανιτάρια και θυμίζουν νούφαρα έτσι που επιπλέουν επάνω στην μαύρη επιφάνεια που πια δεν φαίνεται του χαλασμένου καφέ. Σκατά, ψιθύρισε ο ήρωας μας. Πέταξε τα πιο πρόσφατα αποτσίγαρα στην σακούλα, την έδεσε σφιχτά και πήρε δύσκολα την απόφαση να κατεβεί να πετάξει τα σκουπίδια. Κι ο γαμημένος ανελκυστήρας χαλασμένος και πάλι να κατεβαίνει οχτώ ορόφους μες τον καύσωνα τις σκάλες ιδρώνοντας. Πέταξε τα σκουπίδια και ξεκίνησε μια βόλτα στο τετράγωνο επανδρωμένος κατάλληλα: βερμούδα, σαγιονάρα, φανελάκι αμάνικο στο χέρι τσιγάρο βαρύ Gauloises. Στο πεζοδρόμιο άδειο και μόνο οι κουράδες των σκύλων σκάγαν από τη ζέστη κι ανοίγαν σαν ηφαιστειακοί κρατήρες στην άσφαλτο. Γύρω γύρω στα γνώριμα μέρη: Carrefour, Mac Donalds, στο κινέζο που πουλούσε κινέζικα, στο λιβανέζο που πουλούσε τα λιβανέζικα, στο γωνιακό tabac για το τσιγάρο το επιούσιον, στο presse στάση υποχρεωτική όσο να κάνεις το τσιγάρο να χαζέψεις τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, καμιά τσόντα με καμιά επίχρυση γκόμενα με βυζιά πλαστικά κι άντε πάλι το δρόμο αργά κουρασμένος πια, στο γέρμα της μέρας, τον μακρύ της επιστροφής. Εκεί τότε λίγο έξω απ’ το σπίτι τον κυρίεψε μια αγωνία θανάσιμη. Ύψωσε το βλέμμα ψηλά αριστερά δεξιά αναζητώντας με τρόμο όχι λίγο ουρανό μα τον πύργο, στέρεο σύμβολο σταθερό ευημερίας κι ασφάλειας. Δεν φαινότανε πουθενά. Ανεβαίνοντας τις σκάλες ιδρώνοντας, αγκομαχώντας και βρίζοντας. Λες να ‘πεσε ο μαλάκας ο πύργος; ψιθύρισε. Η αριστερή σαγιονάρα γλίστρησε και κατρακύλησε ιδρωμένη τις σκάλες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: