Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007

Ανταποκρίσεις απ’ το Παρίσι


Σφαγεία

Εγκλωβισμένοι άνθρωποι σε πόλεις σφαγεία. Πηγαινοέρχομαι πάνω κάτω στην αποβάθρα του metro. Οι ράγες, τα τρένα, συναγερμοί. Υπάρχω, λες, κι ύστερα δεν υπάρχεις. Και δίπλα το κοριτσάκι όλο και να σκαλίζει τη μύτη του. Όλο και να σε κοιτάζει με τα μεγάλα μάτια του γουρλωμένα. Γύρισα το κεφάλι αλλού. Δεν μπορούσα να υποφέρω το βλέμμα της. Μου τρυπούσε τα μάτια. Και που να κοιτάξεις; Φοβάμαι να στρέψω πίσω ξανά. Την τελευταία φορά στα καθίσματα καθόνταν μονάχα πτώματα, δίχως κεφάλια, γδαρμένα. Μου θύμισαν κάθε που περνούσα απ’ το χασάπη τα Πάσχα. Κρεμασμένα τα κρέατα να στραγγίζουν το αίμα τους. Στα πλακάκια λευκά νοσοκομείου κόκκινες το αίμα σταγόνες. Να κοιτώ τη πηγή απ’ το στόμα γλώσσα στραβή. Και σταγόνα σταγόνα λίμνη το αίμα. Και συ να βουλιάζεις σε τούτη τη λίμνη σχηματισμένη κάτω απ’ το κεφάλι του κρέμεται από μια τόση δα κλωστή κρέας. Να κοιτάξω μπροστά. Να κοιτάξω μπροστά. Ράγες σύρματα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Πέρασα είκοσι μέρες μαστουρωμένος στο κρεβάτι μου κοιτώντας τα σύννεφα. Δίχως σχεδόν καθόλου φαΐ. Δίχως κίνηση. Το παράθυρο μου παλιό ξύλινο, σχηματίζει σταυρό. Ένα σταυρό σφηνωμένο στον ουρανό. Κεραίες. Που και που περνά κανέν’ αεροπλάνο. Μια μικροσκοπική κουκίδα. Διασχίζει τα πενήντα εκατοστά όλα κι όλα που βλέπει το μάτι μου. Όλη η θέα μου. Μέρες και μέρες. Περιμένοντας να χτυπήσει κάποιο κουδούνισμα το τηλέφωνο. Μια ανταπόκριση από τον περιβάλλοντα κόσμο. Τίποτα. Καμιά φορά παίρνει η μάνα μου. Της το κλείνω. Τι να της πω; Και ξανά το κινητό για μέρες βουβό. Ησυχία. Κανείς. Και μες το σπίτι ακόμα. Κανείς. Με τρομάζει η ανάσα μου. Την ξεχνώ. Μερικές φορές συνηθίζω τόσο πολύ αυτή τη σιωπή που ξεχνάω και τον εαυτό μου ακόμα. Όταν με θυμάμαι σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι και πάω και χέζω. Πρέπει να βγαίνω έξω. Εξωτερική τουαλέτα. Τη μοιραζόμαστε δεκατρία δωμάτια τρύπες στον όροφο. Κελιά σκαμμένα σ’ έναν όγκο μπετόν. Σε κάποια απ’ αυτά μένουνε οικογένειες. Εντούτοις ποτέ δεν ακούγεται τίποτα σε τούτη την πολυκατοικία. Λες κι είναι όλοι νεκροί. Γυρνάω στο δωμάτιο μου και πάλι. Πλένω τα χέρια. Κοιτάω το πρόσωπο μου μες τον καθρέφτη προσπαθώντας να το αναγνωρίσω. Κλαίω. Κάθομαι πάλι στο τραπέζι που χρησιμοποιώ για γραφείο. Στρίβω ένα τσιγάρο. Την πέφτω και πάλι. Και πάλι έτσι να κυλάει για μέρες ξανά σ’ οχτώμισι τετραγωνικά. Όταν θυμάμαι τρώω καμιά φρυγανιά. Λίγο νερό. Κυρίως κλαίω. Είναι ίσως η πιο χαρακτηριστικά ανθρώπινη λειτουργία που συνεχίζω να επιτελώ. Την άνοιξη λέω να κρεμαστώ. Το τρένο στο βάθος πλησιάζει. Και φταίω γω που χώρισα πάλι; Το τρένο στο βάθος πλησιάζει. Κι άλλο. Πιο κοντά. Τώρα. Περνάει στο τέλος κι αυτό. Οι επιβάτες ξεχύνονται. Άλλοι που τρέχουν, σπρώχνονται για ν’ ανέβουν. Οι πόρτες κλείνουν. Μένω μόνος και πάλι στην αποβάθρα ξανά. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι οι κάμερες ασφαλείας των σταθμών ξέρουν για μένα περισσότερα απ’ οποιονδήποτε άλλον σε τούτη την πόλη. Στο επόμενο μπορεί και ν’ ανέβω. Και συνεχίζω το βημάτισμα άσκοπο πάνω κάτω ξανά στην νεκρή αποβάθρα. Δεν περνάν τα τρένα τακτικά τα βράδια. Και οι συρμοί κτηνάμαξες μεταφέρουν τα κρέατα στις τέσσερις άκριες του απέραντου τούτου υπόγειου λαβυρίνθου. Υπόγειες φλέβες ποτάμια κόκκινα σφαγείου απέραντου. Κι ο μηχανοδηγός νεκρός, χωρίς κεφάλι. Πού μας πηγαίνουν τάχα ;

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.