Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2007

Δοκιμές Μεταφράσεων



Arthur Rimbaud


Adieu

Φθινόπωρο ήδη! – Μα γιατί να νοσταλγούμε έναν αιώνιο ήλιο, όταν έχουμε επωμιστεί την ανακάλυψη της θεϊκής διαύγειας, – μακριά από ανθρώπους που επιμένουν εποχή την εποχή να πεθαίνουν.
Το φθινόπωρο. Η βάρκα μας υψωμένη μες την ακίνητη ομίχλη επιστρέφει τώρα προς το λιμάνι της μιζέριας, την αχανή πόλη στον ουρανό στιγματισμένη απ΄ τη φωτιά κι απ’ τη λάσπη. Τα κουρέλια τριμμένα, μουσκεμένο απ’ τη βροχή το ψωμί, η μέθη, οι χιλιάδες που με σταυρώσανε έρωτες! Ποτέ δε θα πεθάνει αυτό το βαμπίρ, βασίλισσα χιλιάδων ψυχών και χιλιάδων κορμιών που θε να κριθούνε! Ξαναβλέπω τον εαυτό μου φαγωμένο το δέρμα από τη λάσπη και τη πανούκλα, γεμάτα σκουλήκια τα μαλλιά κι οι μασχάλες και πιο παχιά ακόμα σκουλήκια μες τη καρδιά, ανάμεσα σ’ αγνώστους χωρίς ηλικία, δίχως συναίσθημα… Θα έχω μπορέσει να πεθάνω… Η φρικτή θύμηση! Εξασκώ τη μιζέρια.
Και να τρέμω το χειμώνα, η εποχή της ανάπαυσης!
– Καμιά φορά βλέπω στον ουρανό ακρογιάλια χωρίς τέλος σκεπασμένα με σύννεφα έθνη χαρούμενα λευκά. Ένα μεγάλο καράβι από χρυσό κι από κάτω εγώ, κουνάει τα πολύχρωμα σημαιάκια του στην αύρα του πρωινού. Ανέβασα κάθε παράσταση, κάθε θρίαμβο, κάθε γιορτή. Δοκίμασα να εφεύρω καινούργια άνθη, άστρα καινούργια, καινούργιες σάρκες, καινούργια μιλιά. Πίστεψα που απόκτησα δυνάμεις υπερφυσικές. Αρκετά! Τώρα πρέπει να ενταφιάσω τη φαντασία μου και τις αναμνήσεις μου! Παραμυθά όμορφη δόξα και ποιητή που παρασέρνει!
Εγώ! Εγώ που άγγελο με λέω ή μάγο, από κάθε ηθική απαλλαγμένος, επέστρεψα στο έδαφος, μ’ ένα καθήκον για να ψάξω, και την πραγματικότητα τραχιά για ν’ αγκαλιάσω! Κορόιδο!
Απατήθηκα; Αδερφή θανάτου, για μένα, η αγάπη;
Τέλος πάντων, θα ζητήσω συγγνώμη που τράφηκα με το ψέμα. Και προχωράμε.
Μα ούτε ένα χέρι ρε φίλε! Και πού να ζητήσω βοήθεια;


Une saison en enfer


Paul Éluard


Η καμπύλη των ματιών σου κάνει της καρδιάς μου τον γύρο,

Ένα κύκλο χορού σχηματίζοντας και γλυκύτητας,

Του χρόνου φωτοστέφανο, λίκνο νυχτερινό και σίγουρο,

Κι αν πλέον όλα όσα έζησα δεν ξέρω

Είναι που τα μάτια σου δεν μ’ έχουν ακόμ' αντικρίσει


Φύλλα της μέρας κι αφρός της δροσιάς,

Καλάμια του ανέμου, αρωματισμένα χαμόγελα,

Φτερά να καλύπτουν έναν κόσμο φωτός,

Καράβια φορτωμένα με θάλασσα κι ουρανό,

Κυνηγοί θορύβων και χρωμάτων πηγές,


Αρώματα επωασμένα απ’ την εκκόλαψη μιας αυγής

Κείμενη πάντοτε στα άχυρα πάνω των άστρων,

Καθώς η μέρα εξαρτάται από την αθωότητα

Ο κόσμος ολόκληρος εξαρτάται απ’ τα μάτια σου αγνά

Κι όλο το αίμα μου μέσα στο βλέμμα τους κυλά.


Capitale de la douleur

Δεν υπάρχουν σχόλια: